Το όνομά του βρίσκεται και πάλι στην πρώτη γραμμή της καλλιτεχνικής επικαιρότητας. Πρωτοσέλιδο σχεδόν παντού και μελάνι μπόλικο να πετιέται κατά πάνω του…
Ποιος δεν θα το περίμενε άλλωστε; Κάνει ένα αλματώδες βήμα που για πολλούς θεωρείται ιεροσυλία. Μιλάμε, φυσικά, για τη συμμετοχή του στη συναυλία για τα 90 χρόνια από τη γέννηση του κορυφαίου Έλληνα μουσικοσυνθέτη Μίκη Θεοδωράκη όπου ο Σάκης Ρουβάς πρόκειται να ερμηνεύσει το μεγαλειώδες «Άξιον Εστί» σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη και μουσική Μίκη Θεοδωράκη.
Το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1964 με τον Μάνο Κατράκη στην αφήγηση και τον μεγάλο λαϊκό ερμηνευτή Γρηγόρη Μπιθικώτση στο τραγούδι.
Ο Σάκης Ρουβάς εν μέσω πυρών, για άλλη μια φορά, μίλησε στο Thema People. Αυτή τη φορά το εγχείρημά του ξεπερνά κάθε προσδοκία ακόμη και του ίδιου. Καλείται να αποδείξει ότι είναι άξιος και μπορεί να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων.
Σε αυτό το νέο στοίχημα που βάζει πρώτα και κύρια με τον εαυτό του απαντά στους επικριτές του: «Ο κάθε άνθρωπος θα πρέπει να αναλογιστεί τη ζωή του, να σκεφτεί πολύ καλά ποιος είναι, που πάει και κυρίως πού θέλει να πάει. Και στην περίπτωση που θέλει να προχωρήσει οφείλει να αναρωτηθεί αν μπορεί να το καταφέρει στάσιμος ή πρέπει να δοκιμαστεί για να εξελιχθεί. Κι εγώ δεν θα μείνω στάσιμος επειδή έτσι θέλουν κάποιοι.»
«Έχω δεχτεί τόσα πυρά από την μέρα που ξεκίνησα που τίποτα πια δεν μου προκαλεί εντύπωση. Η ζωή μου όλη είναι ένας αγώνας. Είμαι φτιαγμένος έτσι, να δίνω μια ζωή τον δικό μου αγώνα. Είμαι από τη φύση μου μαχητής. Όποιος θέλει να βαράει, ας βαράει.»
«Αισθάνομαι μεγάλη ευγνωμοσύνη και τιμή καταρχάς που μου πρότειναν ο Δήμος Νέας Σμύρνης και ο μαέστρος Θεόδωρος Ορφανίδης να λάβω μέρος σε αυτόν τον εορτασμό και με εμπιστεύτηκαν για να δώσω το δικό μου ερμηνευτικό αποτύπωμα στο μυθικό αυτό έργο των Μίκη Θεοδωράκη και Οδυσσέα Ελύτη. Στέκομαι με δέος και σεβασμό απέναντι στο έργο του Μίκη Θεοδωράκη, που αποτελεί τον μέγιστο οικουμενικό δημιουργό και παγκόσμιο σύμβολο του Ελληνισμού. Κάθε φορά που διαβάζω, ακούω, μελετώ το «Άξιον Εστί» η μελωδία του αγγίζει βαθιά την ψυχή μου. Θα το προσεγγίσω με πάθος, σεβασμό και με τη δύναμη των συναισθημάτων που προκαλεί το μεγαλείο του έργου.»
Αξίζει να παραθέσουμε μερικά λόγια του ίδιου του ποιητή για τη γέννηση αυτού του αριστουργηματικού του έργου:
«Όσο κι αν μπορεί να φανεί παράξενο, την αρχική αφορμή να γράψω το ποίημά μου την έδωσε η διαμονή μου στην Ευρώπη τα χρόνια του ’48 με ’51. Ήταν τα φοβερά χρόνια όπου όλα τα δεινά μαζί – πόλεμος, κατοχή, κίνημα, εμφύλιος – δεν είχανε αφήσει πέτρα πάνω στην πέτρα…
Καταλάβαινα ότι ήμασταν αγνοημένοι από παντού και τοποθετημένοι στην άκρη-άκρη ενός χάρτη απίθανου. Το σύμπλεγμα κατωτερότητας και η δεητική διάθεση με κυρίευαν πάλι. Ξυπνημένες μέσα παλαιές ενστικτώδεις διαθέσεις άρχισαν να αναδεύονται και να ξεκαθαρίζουν. Η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφο το άδικο που κατάτρεχε τον ποιητή. Σιγά-σιγά αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου. Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ότι και η μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους – και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας. Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα. Και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση, μου ‘δωσε ένα δεύτερο εύρημα. Να δώσω, δηλαδή, σ’ αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας.
Κι έτσι γεννήθηκε το «Άξιον Εστί».
Το όνομά του βρίσκεται και πάλι στην πρώτη γραμμή της καλλιτεχνικής επικαιρότητας. Πρωτοσέλιδο σχεδόν παντού και μελάνι μπόλικο να πετιέται κατά πάνω του…
Ποιος δεν θα το περίμενε άλλωστε; Κάνει ένα αλματώδες βήμα που για πολλούς θεωρείται ιεροσυλία. Μιλάμε, φυσικά, για τη συμμετοχή του στη συναυλία για τα 90 χρόνια από τη γέννηση του κορυφαίου Έλληνα μουσικοσυνθέτη Μίκη Θεοδωράκη όπου ο Σάκης Ρουβάς πρόκειται να ερμηνεύσει το μεγαλειώδες «Άξιον Εστί» σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη και μουσική Μίκη Θεοδωράκη.
Το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1964 με τον Μάνο Κατράκη στην αφήγηση και τον μεγάλο λαϊκό ερμηνευτή Γρηγόρη Μπιθικώτση στο τραγούδι.
Ο Σάκης Ρουβάς εν μέσω πυρών, για άλλη μια φορά, μίλησε στο Thema People. Αυτή τη φορά το εγχείρημά του ξεπερνά κάθε προσδοκία ακόμη και του ίδιου. Καλείται να αποδείξει ότι είναι άξιος και μπορεί να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων.
Σε αυτό το νέο στοίχημα που βάζει πρώτα και κύρια με τον εαυτό του απαντά στους επικριτές του: «Ο κάθε άνθρωπος θα πρέπει να αναλογιστεί τη ζωή του, να σκεφτεί πολύ καλά ποιος είναι, που πάει και κυρίως πού θέλει να πάει. Και στην περίπτωση που θέλει να προχωρήσει οφείλει να αναρωτηθεί αν μπορεί να το καταφέρει στάσιμος ή πρέπει να δοκιμαστεί για να εξελιχθεί. Κι εγώ δεν θα μείνω στάσιμος επειδή έτσι θέλουν κάποιοι.»
«Έχω δεχτεί τόσα πυρά από την μέρα που ξεκίνησα που τίποτα πια δεν μου προκαλεί εντύπωση. Η ζωή μου όλη είναι ένας αγώνας. Είμαι φτιαγμένος έτσι, να δίνω μια ζωή τον δικό μου αγώνα. Είμαι από τη φύση μου μαχητής. Όποιος θέλει να βαράει, ας βαράει.»
«Αισθάνομαι μεγάλη ευγνωμοσύνη και τιμή καταρχάς που μου πρότειναν ο Δήμος Νέας Σμύρνης και ο μαέστρος Θεόδωρος Ορφανίδης να λάβω μέρος σε αυτόν τον εορτασμό και με εμπιστεύτηκαν για να δώσω το δικό μου ερμηνευτικό αποτύπωμα στο μυθικό αυτό έργο των Μίκη Θεοδωράκη και Οδυσσέα Ελύτη. Στέκομαι με δέος και σεβασμό απέναντι στο έργο του Μίκη Θεοδωράκη, που αποτελεί τον μέγιστο οικουμενικό δημιουργό και παγκόσμιο σύμβολο του Ελληνισμού. Κάθε φορά που διαβάζω, ακούω, μελετώ το «Άξιον Εστί» η μελωδία του αγγίζει βαθιά την ψυχή μου. Θα το προσεγγίσω με πάθος, σεβασμό και με τη δύναμη των συναισθημάτων που προκαλεί το μεγαλείο του έργου.»
Αξίζει να παραθέσουμε μερικά λόγια του ίδιου του ποιητή για τη γέννηση αυτού του αριστουργηματικού του έργου:
«Όσο κι αν μπορεί να φανεί παράξενο, την αρχική αφορμή να γράψω το ποίημά μου την έδωσε η διαμονή μου στην Ευρώπη τα χρόνια του ’48 με ’51. Ήταν τα φοβερά χρόνια όπου όλα τα δεινά μαζί – πόλεμος, κατοχή, κίνημα, εμφύλιος – δεν είχανε αφήσει πέτρα πάνω στην πέτρα…
Καταλάβαινα ότι ήμασταν αγνοημένοι από παντού και τοποθετημένοι στην άκρη-άκρη ενός χάρτη απίθανου. Το σύμπλεγμα κατωτερότητας και η δεητική διάθεση με κυρίευαν πάλι. Ξυπνημένες μέσα παλαιές ενστικτώδεις διαθέσεις άρχισαν να αναδεύονται και να ξεκαθαρίζουν. Η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφο το άδικο που κατάτρεχε τον ποιητή. Σιγά-σιγά αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου. Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ότι και η μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους – και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας. Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα. Και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση, μου ‘δωσε ένα δεύτερο εύρημα. Να δώσω, δηλαδή, σ’ αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας.
Κι έτσι γεννήθηκε το «Άξιον Εστί».