Αν γνώριζα πως οι πολιτικές εξελίξεις θα μας προλάβαιναν, οι ερωτήσεις ενδεχομένως να είχαν πάρει και άλλη τροπή, πιο πολιτική μορφή ίσως. Ωστόσο, η συζήτηση κύλησε καθαρά σε μουσικά πλαίσια.
Τον Ορέστη Ντάντο τον άκουσα για πρώτη φορά στη ραδιοφωνική αφιερωματική εκπομπή του radiofono.gr των Χρ. Παπαμιχάλη και Π. Παράσχη στο Μ. Χατζιδάκι, στο τραγούδι “Η Μαριάνθη των Ανέμων”. «Μου αρέσει και λίγο η πρόκληση να σπας το στερεότυπο. Θα πρέπει να λέω τραγούδια που να βλέπεις μόνο την ταύτιση με τη δικιά μου αντρική πλευρά;» Και η συζήτηση πριν καταλήξει κάπου κύλησε αντίστροφα. Μου μίλησε για τη νέα του δισκογραφική δουλειά που κυκλοφορεί μόνο διαδικτυακά και από τις μουσικές πλατφόρμες. Είναι η τρίτη προσπάθεια. «Πολλά από τα τραγούδια είναι παλιά, δηλαδή κλείνω ανοιχτούς λογαριασμούς μαζί τους και κάποια είναι πριν την ηχογράφηση. Ο βασικός συντελεστής και βοηθός που πίστεψε στη δουλειά είναι ο Αντώνης Ζουγανέλης, της Archangel Music, o οποίος έφτιαξε μία δική του εταιρία και έχουμε ξεκινήσει μαζί την digital διαχείριση του υλικού»
Οι περισσότεροι συνάδελφοι του όλο και στρέφονται σ’ αυτή τη μορφή και μόνο. Δισκογραφικές κυκλοφορίες που ποτέ δεν είχαν την τύχη κάποιας κοπής ή τραγούδια που δεν συμπεριλήφθηκαν κι έμειναν ορφανά στο διαδίκτυο. «Δεν ξέρω, αν θα κάνω κοπή και οδηγηθούμε σε απτό υλικό. Προς το παρόν, μας ενδιαφέρει να “παίξουμε” και να ακουστούν τα τραγούδια μας».
Σε ερώτηση μου που θα μπορούσα να βρω τα τραγούδια για να τα κατεβάσω ήταν σχεδόν αφοπλιστικός. «Δε θα το κάνει κανείς. Ο κόσμος δεν αγοράζει μουσική. Έχει μπει δυστυχώς ή ευτυχώς στην κουλτούρα του κόσμου. Θεωρεί πως πρέπει να είναι μια πληροφορία ελεύθερη. Μια παρένθεση από το ’30 μέχρι και το ’00 οπού άνθισε η μουσική βιομηχανία. Δεν υπήρχε ποτέ στις ζωές των ανθρώπων. Πάντα η μουσική ήταν κάτι άυλο και κάτι το οποίο υπήρχε. Για κάποια χρόνια ουσιαστικά περάσαμε στο ηχογράφημα, ένα προϊόν κανονικό όπως τα άλλα και έπαιξε μ’ αυτούς τους όρους, δηλαδή και όπως φαίνεται ξαναγυρνάει στο άυλο του πράγματος. Αλλά δεν μπορεί να ξαναγυρίσει στην προηγούμενη κατάσταση, γιατί η μουσική βιομηχανία υπάρχει. Τα brand names και το μάρκετινγκ στο χώρο συνεχίζουν να υπάρχουν, αλλά χωρίς ο κόσμος να θεωρεί την ίδια την ηχογράφηση της μουσικής σαν ένα προϊόν, ώστε να αξίζει να δώσει λεφτά. Τα live συνεχίζουν να υπάρχουν. Ο κόσμος συνεχίζει να πηγαίνει. Να ακούει μουσική, αλλά έχει αλλάξει ο τρόπος που το κάνει. Γιατί η αίσθηση ότι ειναι ένα προϊόν έφερε και την επανάσταση της ακρόασης στο σπίτι. Του Hi-Fi. Βυθίζομαι μόνος μου στην μουσική που έχει ηχογραφηθεί. Αρχίζει όλο αυτό και πέφτει.»
Η μουσική όμως είναι ένας τρόπος ζωής, ένας τρόπος της καθημερινότητας μας. Κι αν όλοι κάνουμε μουσική, υπάρχει κάποιος που ακούει τη μουσική; Ήταν μια αβίαστη ερώτηση που θα μπορούσε να τεθεί οποιαδήποτε στιγμή με οποιοδήποτε πρόσημο. «Έχει μειωθεί η αξιοπιστία της μουσικής, γιατί μπορεί να το κάνει κι ο διπλανός. Ενώ παλαιότερα για να καταφέρεις να βγάλεις ένα δίσκο και να κοινοποιήσεις τη μουσική σου είχε φιλτραριστεί από 800 μεριές. Δεν μπορούσε να το κάνει ο καθένας..» Αλλά και το You Tube λαμβάνει ένα μέρος της καθημερινότητας. Ο εύκολος τρόπος. Η απλή διαδικασία. «Αυτό πατάει σε μια διαστροφή, αλλά αλήθεια, του ανθρώπινου χαρακτήρα.. Για ό,τι δεν κοπιάσει δεν το εκτιμάει κι ιδιαίτερα. Οι άνθρωποι για να είναι ευτυχισμένοι στο πόση προσπάθεια κάνουν, πόσο ζορίζονται και πόσο εύκολα τους συμβαίνουν κάποια πράγματα. Θέλει μια ισορροπία για να είσαι κι εσύ ισορροπημένος σ’ αυτά τα δύο.»
Συνεχίζοντας, μου φανερώνει πως «Αν τις επιρροές τις θεωρείς εμφανείς τότε είναι μια μικρή αποτυχία για μένα. Εγώ δεν αναγνωρίζω κάτι τέτοιο. Δεν σκέφτομαι έτσι. Δεν λειτουργώ, όταν γράφω. Όλοι κάνουμε ελληνικό τραγούδι. Όλοι έχουμε ακούσει συγκεκριμένα πράγματα. Αν οι επιρροές είναι παραπάνω από εμφανείς, τότε υπάρχει πρόβλημα. Ο Χατζιδάκις έλεγε: «Οι ατάλαντοι αντιγράφουν, οι ταλαντούχοι κλέβουν». Αυτό είναι το βασικό. Η προσωπική γλώσσα είναι πολύ δύσκολο να αναλυθεί και ν’ αποδειχθεί. Ενώ, βλέπεις τα στοιχεία. Τη μουσική παράδοση. Δεν είναι αυταπόδεικτο. Κάποιος μπορεί να το θεωρήσει αντιγραφή και κάποιος άλλο όχι.»
Στα σημεία προσθέσαμε και τη «γαλήνη». Ένα κλείσιμο ματιού στο Παύλο Παυλίδη και την πρόθεση μιας απάντησης που μας περιβάλλει στο ίδιο ερώτημα. «Είναι σαφής η αναφορά, καθώς αναφέρω και το όνομα του. Δεν το έχω ξανακάνει. Αυτό μου βγήκε πολύ φυσικά την ώρα που τραγούδαγα. Η απάντηση σ’ αυτό το στίχο. Ήταν από τους αγαπημένους μου και ήταν κολλημένος στο κεφάλι μου. Θεωρώ πως είναι μία πολλή δυνατή στιγμή του Παυλίδη. Το τραγούδι μου (βλ. Κάνω ό,τι μπορώ) μιλάει για το ανικανοποίητο. Για τους ανθρώπους που ζητάνε περισσότερα • που σίγουρα δεν είναι συνώνυμο της γαλήνης και είναι μία κριτική πάνω σ’ αυτό. Δεν είναι ο σωστός τρόπος, αν με ρωτάς.»
Πάνω στις απαντήσεις μου ανέφερε πως τις περισσότερες φορές τα καινούργια ερωτήματα που δημιουργούμε γίνονται με αυθορμητισμό. Οι μουσικές που κουβαλάμε συγκυριακά ίσως να εξηγούνται. Αλλά ο τρόπος είναι ο ίδιος. Σύνδεση μεταξύ του καινούργιου και του παλιού.
Όμως, εκτός από την ιδιότητα του τραγουδοποιού είναι και καθηγητής μουσικής. Μου δίνει μια εξήγηση στην ερώτηση για τα τραγούδια που καθορίζονται με βάσει το στίχο ή τη μουσική. Εκεί θα μου αναλύσει πως οι διαφορές έγκειται στην προσπάθεια του τραγουδοποιού που φτιάχνει τη μουσική και το τραγουδάει ή εκείνου με τους διαφορετικούς συντελεστές μιας και «Το μόνο διαχωρισμό που κάνω, γιατί τα άλλα έχουν αντίλογο πάντα. Το να μελετάς ξεχωριστά τα υλικά μειώνει τη μαγεία. Το ζήτημα είναι τελικά το σύνολο αυτό τι βγάζει. Το συγκεκριμένο στίχο που τραγουδάει. Με το συγκεκριμένο τρόπο που είναι η μουσική. Είναι πολλή δύσκολη συζήτηση και ειδικά σ’αυτή τη χώρα που μπάζει από διαφορετικές κουλτούρες. Μια μικρή χώρα που γίνονται πολλές συγκρούσεις πολιτισμών»
Και ξαναγυρνώντας στις διασκευές που κατά καιρούς συνηθίζουμε να ακούμε. Είχα πάντοτε την απορία για ποιο λόγο να γίνονται οι διασκευες ή επανεκτελέσεις. Ποια είναι αυτά τα συστατικά με τα οποία συντηρούμε την παλιά μορφή της μουσικής. «Η «Μαριάνθη των Ανέμων» ήταν μέσα στα ελάχιστα που παίζαμε με τη μπάντα. Δεν έχω ασχοληθεί με το κομμάτι των διασκευών και ούτε έχω μεγάλη ανάγκη να παίζω κομμάτια άλλων. Παλαιότερα με είχε απασχολήσει, γιατί δυσχεραίνει την κατάσταση. Σίγουρα είναι ευκολία να παίξεις γνωστά τραγούδια στα live, αλλά εγώ ούτε πολλά live έχω κάνει, ούτε και δε μ’ ενδιέφερε το κομμάτι αυτό. Δεν το ευχαριστιόμουν ιδιαίτερα.»
Μεγαλύτερη εντύπωση μου προκάλεσε η απάντηση του για τα live. Δεν το συνηθίζεις. Οι περισσότεροι καλλιτέχνες διψούν για οποιοδήποτε live θα τους φέρει σε επαφή με τον κόσμο ή με το τραγούδι έχοντας δικό τους υλικό είτε όχι. «Είναι μια πολλή επώδυνη διαδικασία αυτή της έκθεσης και τον εαυτό σου τον καταλαβαίνεις καθώς μπαίνεις σ’ αυτό το χώρο. Κι επειδή αυτή η διαδικασία είναι πρόσφατη για μένα δεν ξέρω που θα βγει. Σίγουρα δεν είμαι ο άνθρωπος που όπου σταθεί κι όπου βρεθεί θα βγάλει την κιθάρα του. Πιο πολύ μ’ ενδιαφέρει να έχω κάτι να πω την ώρα που θα το πω και να συνδέεται άμεσα με το υλικό. Όχι, ξέχωρα. Ήμουν πάντα της σχολής ν’ αποκτάς προσωπική σχέση με το ηχογράφημα και μετά να επιβεβαιώνεις τη σχέση σου αυτή στο live.»
Ο Ορέστης Ντάντος όμως έγραψε και τρία κομμάτια για το τελευταίο άλμπουμ της Γεωργίας Νταγάκη «Φόβος». «Με τη Γεωργία Νταγάκη γνωριζόμαστε από παλιά, γιατί ήμαστε στην ίδια ομάδα του Γ. Ανδρέου. Όταν ετοίμαζε το δίσκο μου ζήτησε κάποια κομμάτια και καταλήξαμε σε τρία. Τα οποία μου αρέσουν και τα είπε πολύ ωραία. Η Γεωργία είναι μία αξιόλογη περίπτωση και μία πολύ καλή μουσικός. Και πολύ καλό παιδί γενικότερα. Είναι μία περίπτωση που στο live κερδίζει περισσότερο από μία εικόνα που μπορεί να είχες από πριν.»
Η παρουσίαση του νέου του άλμπουμ «Θα το ‘κανα ξανά» αναμένεται από το Σεπτέμβρη. Ευχαριστώ τον Ορέστη Ντάντο για την εντελώς ανατρεπτική κουβέντα που κάναμε. Μια διαφορετική συζήτηση για το Μικρόφωνο.
Διαβάστε εδώ την κριτική του Λάζαρου Αντωνιάδη για το νέο άλμπουμ του Ορέστη Ντάντου «Θα το ΄κανα ξανά»
.
Αν γνώριζα πως οι πολιτικές εξελίξεις θα μας προλάβαιναν, οι ερωτήσεις ενδεχομένως να είχαν πάρει και άλλη τροπή, πιο πολιτική μορφή ίσως. Ωστόσο, η συζήτηση κύλησε καθαρά σε μουσικά πλαίσια.
Τον Ορέστη Ντάντο τον άκουσα για πρώτη φορά στη ραδιοφωνική αφιερωματική εκπομπή του radiofono.gr των Χρ. Παπαμιχάλη και Π. Παράσχη στο Μ. Χατζιδάκι, στο τραγούδι “Η Μαριάνθη των Ανέμων”. «Μου αρέσει και λίγο η πρόκληση να σπας το στερεότυπο. Θα πρέπει να λέω τραγούδια που να βλέπεις μόνο την ταύτιση με τη δικιά μου αντρική πλευρά;» Και η συζήτηση πριν καταλήξει κάπου κύλησε αντίστροφα. Μου μίλησε για τη νέα του δισκογραφική δουλειά που κυκλοφορεί μόνο διαδικτυακά και από τις μουσικές πλατφόρμες. Είναι η τρίτη προσπάθεια. «Πολλά από τα τραγούδια είναι παλιά, δηλαδή κλείνω ανοιχτούς λογαριασμούς μαζί τους και κάποια είναι πριν την ηχογράφηση. Ο βασικός συντελεστής και βοηθός που πίστεψε στη δουλειά είναι ο Αντώνης Ζουγανέλης, της Archangel Music, o οποίος έφτιαξε μία δική του εταιρία και έχουμε ξεκινήσει μαζί την digital διαχείριση του υλικού»
Οι περισσότεροι συνάδελφοι του όλο και στρέφονται σ’ αυτή τη μορφή και μόνο. Δισκογραφικές κυκλοφορίες που ποτέ δεν είχαν την τύχη κάποιας κοπής ή τραγούδια που δεν συμπεριλήφθηκαν κι έμειναν ορφανά στο διαδίκτυο. «Δεν ξέρω, αν θα κάνω κοπή και οδηγηθούμε σε απτό υλικό. Προς το παρόν, μας ενδιαφέρει να “παίξουμε” και να ακουστούν τα τραγούδια μας».
Σε ερώτηση μου που θα μπορούσα να βρω τα τραγούδια για να τα κατεβάσω ήταν σχεδόν αφοπλιστικός. «Δε θα το κάνει κανείς. Ο κόσμος δεν αγοράζει μουσική. Έχει μπει δυστυχώς ή ευτυχώς στην κουλτούρα του κόσμου. Θεωρεί πως πρέπει να είναι μια πληροφορία ελεύθερη. Μια παρένθεση από το ’30 μέχρι και το ’00 οπού άνθισε η μουσική βιομηχανία. Δεν υπήρχε ποτέ στις ζωές των ανθρώπων. Πάντα η μουσική ήταν κάτι άυλο και κάτι το οποίο υπήρχε. Για κάποια χρόνια ουσιαστικά περάσαμε στο ηχογράφημα, ένα προϊόν κανονικό όπως τα άλλα και έπαιξε μ’ αυτούς τους όρους, δηλαδή και όπως φαίνεται ξαναγυρνάει στο άυλο του πράγματος. Αλλά δεν μπορεί να ξαναγυρίσει στην προηγούμενη κατάσταση, γιατί η μουσική βιομηχανία υπάρχει. Τα brand names και το μάρκετινγκ στο χώρο συνεχίζουν να υπάρχουν, αλλά χωρίς ο κόσμος να θεωρεί την ίδια την ηχογράφηση της μουσικής σαν ένα προϊόν, ώστε να αξίζει να δώσει λεφτά. Τα live συνεχίζουν να υπάρχουν. Ο κόσμος συνεχίζει να πηγαίνει. Να ακούει μουσική, αλλά έχει αλλάξει ο τρόπος που το κάνει. Γιατί η αίσθηση ότι ειναι ένα προϊόν έφερε και την επανάσταση της ακρόασης στο σπίτι. Του Hi-Fi. Βυθίζομαι μόνος μου στην μουσική που έχει ηχογραφηθεί. Αρχίζει όλο αυτό και πέφτει.»
Η μουσική όμως είναι ένας τρόπος ζωής, ένας τρόπος της καθημερινότητας μας. Κι αν όλοι κάνουμε μουσική, υπάρχει κάποιος που ακούει τη μουσική; Ήταν μια αβίαστη ερώτηση που θα μπορούσε να τεθεί οποιαδήποτε στιγμή με οποιοδήποτε πρόσημο. «Έχει μειωθεί η αξιοπιστία της μουσικής, γιατί μπορεί να το κάνει κι ο διπλανός. Ενώ παλαιότερα για να καταφέρεις να βγάλεις ένα δίσκο και να κοινοποιήσεις τη μουσική σου είχε φιλτραριστεί από 800 μεριές. Δεν μπορούσε να το κάνει ο καθένας..» Αλλά και το You Tube λαμβάνει ένα μέρος της καθημερινότητας. Ο εύκολος τρόπος. Η απλή διαδικασία. «Αυτό πατάει σε μια διαστροφή, αλλά αλήθεια, του ανθρώπινου χαρακτήρα.. Για ό,τι δεν κοπιάσει δεν το εκτιμάει κι ιδιαίτερα. Οι άνθρωποι για να είναι ευτυχισμένοι στο πόση προσπάθεια κάνουν, πόσο ζορίζονται και πόσο εύκολα τους συμβαίνουν κάποια πράγματα. Θέλει μια ισορροπία για να είσαι κι εσύ ισορροπημένος σ’ αυτά τα δύο.»
Συνεχίζοντας, μου φανερώνει πως «Αν τις επιρροές τις θεωρείς εμφανείς τότε είναι μια μικρή αποτυχία για μένα. Εγώ δεν αναγνωρίζω κάτι τέτοιο. Δεν σκέφτομαι έτσι. Δεν λειτουργώ, όταν γράφω. Όλοι κάνουμε ελληνικό τραγούδι. Όλοι έχουμε ακούσει συγκεκριμένα πράγματα. Αν οι επιρροές είναι παραπάνω από εμφανείς, τότε υπάρχει πρόβλημα. Ο Χατζιδάκις έλεγε: «Οι ατάλαντοι αντιγράφουν, οι ταλαντούχοι κλέβουν». Αυτό είναι το βασικό. Η προσωπική γλώσσα είναι πολύ δύσκολο να αναλυθεί και ν’ αποδειχθεί. Ενώ, βλέπεις τα στοιχεία. Τη μουσική παράδοση. Δεν είναι αυταπόδεικτο. Κάποιος μπορεί να το θεωρήσει αντιγραφή και κάποιος άλλο όχι.»
Στα σημεία προσθέσαμε και τη «γαλήνη». Ένα κλείσιμο ματιού στο Παύλο Παυλίδη και την πρόθεση μιας απάντησης που μας περιβάλλει στο ίδιο ερώτημα. «Είναι σαφής η αναφορά, καθώς αναφέρω και το όνομα του. Δεν το έχω ξανακάνει. Αυτό μου βγήκε πολύ φυσικά την ώρα που τραγούδαγα. Η απάντηση σ’ αυτό το στίχο. Ήταν από τους αγαπημένους μου και ήταν κολλημένος στο κεφάλι μου. Θεωρώ πως είναι μία πολλή δυνατή στιγμή του Παυλίδη. Το τραγούδι μου (βλ. Κάνω ό,τι μπορώ) μιλάει για το ανικανοποίητο. Για τους ανθρώπους που ζητάνε περισσότερα • που σίγουρα δεν είναι συνώνυμο της γαλήνης και είναι μία κριτική πάνω σ’ αυτό. Δεν είναι ο σωστός τρόπος, αν με ρωτάς.»
Πάνω στις απαντήσεις μου ανέφερε πως τις περισσότερες φορές τα καινούργια ερωτήματα που δημιουργούμε γίνονται με αυθορμητισμό. Οι μουσικές που κουβαλάμε συγκυριακά ίσως να εξηγούνται. Αλλά ο τρόπος είναι ο ίδιος. Σύνδεση μεταξύ του καινούργιου και του παλιού.
Όμως, εκτός από την ιδιότητα του τραγουδοποιού είναι και καθηγητής μουσικής. Μου δίνει μια εξήγηση στην ερώτηση για τα τραγούδια που καθορίζονται με βάσει το στίχο ή τη μουσική. Εκεί θα μου αναλύσει πως οι διαφορές έγκειται στην προσπάθεια του τραγουδοποιού που φτιάχνει τη μουσική και το τραγουδάει ή εκείνου με τους διαφορετικούς συντελεστές μιας και «Το μόνο διαχωρισμό που κάνω, γιατί τα άλλα έχουν αντίλογο πάντα. Το να μελετάς ξεχωριστά τα υλικά μειώνει τη μαγεία. Το ζήτημα είναι τελικά το σύνολο αυτό τι βγάζει. Το συγκεκριμένο στίχο που τραγουδάει. Με το συγκεκριμένο τρόπο που είναι η μουσική. Είναι πολλή δύσκολη συζήτηση και ειδικά σ’αυτή τη χώρα που μπάζει από διαφορετικές κουλτούρες. Μια μικρή χώρα που γίνονται πολλές συγκρούσεις πολιτισμών»
Και ξαναγυρνώντας στις διασκευές που κατά καιρούς συνηθίζουμε να ακούμε. Είχα πάντοτε την απορία για ποιο λόγο να γίνονται οι διασκευες ή επανεκτελέσεις. Ποια είναι αυτά τα συστατικά με τα οποία συντηρούμε την παλιά μορφή της μουσικής. «Η «Μαριάνθη των Ανέμων» ήταν μέσα στα ελάχιστα που παίζαμε με τη μπάντα. Δεν έχω ασχοληθεί με το κομμάτι των διασκευών και ούτε έχω μεγάλη ανάγκη να παίζω κομμάτια άλλων. Παλαιότερα με είχε απασχολήσει, γιατί δυσχεραίνει την κατάσταση. Σίγουρα είναι ευκολία να παίξεις γνωστά τραγούδια στα live, αλλά εγώ ούτε πολλά live έχω κάνει, ούτε και δε μ’ ενδιέφερε το κομμάτι αυτό. Δεν το ευχαριστιόμουν ιδιαίτερα.»
Μεγαλύτερη εντύπωση μου προκάλεσε η απάντηση του για τα live. Δεν το συνηθίζεις. Οι περισσότεροι καλλιτέχνες διψούν για οποιοδήποτε live θα τους φέρει σε επαφή με τον κόσμο ή με το τραγούδι έχοντας δικό τους υλικό είτε όχι. «Είναι μια πολλή επώδυνη διαδικασία αυτή της έκθεσης και τον εαυτό σου τον καταλαβαίνεις καθώς μπαίνεις σ’ αυτό το χώρο. Κι επειδή αυτή η διαδικασία είναι πρόσφατη για μένα δεν ξέρω που θα βγει. Σίγουρα δεν είμαι ο άνθρωπος που όπου σταθεί κι όπου βρεθεί θα βγάλει την κιθάρα του. Πιο πολύ μ’ ενδιαφέρει να έχω κάτι να πω την ώρα που θα το πω και να συνδέεται άμεσα με το υλικό. Όχι, ξέχωρα. Ήμουν πάντα της σχολής ν’ αποκτάς προσωπική σχέση με το ηχογράφημα και μετά να επιβεβαιώνεις τη σχέση σου αυτή στο live.»
Ο Ορέστης Ντάντος όμως έγραψε και τρία κομμάτια για το τελευταίο άλμπουμ της Γεωργίας Νταγάκη «Φόβος». «Με τη Γεωργία Νταγάκη γνωριζόμαστε από παλιά, γιατί ήμαστε στην ίδια ομάδα του Γ. Ανδρέου. Όταν ετοίμαζε το δίσκο μου ζήτησε κάποια κομμάτια και καταλήξαμε σε τρία. Τα οποία μου αρέσουν και τα είπε πολύ ωραία. Η Γεωργία είναι μία αξιόλογη περίπτωση και μία πολύ καλή μουσικός. Και πολύ καλό παιδί γενικότερα. Είναι μία περίπτωση που στο live κερδίζει περισσότερο από μία εικόνα που μπορεί να είχες από πριν.»
Η παρουσίαση του νέου του άλμπουμ «Θα το ‘κανα ξανά» αναμένεται από το Σεπτέμβρη. Ευχαριστώ τον Ορέστη Ντάντο για την εντελώς ανατρεπτική κουβέντα που κάναμε. Μια διαφορετική συζήτηση για το Μικρόφωνο.
Διαβάστε εδώ την κριτική του Λάζαρου Αντωνιάδη για το νέο άλμπουμ του Ορέστη Ντάντου «Θα το ΄κανα ξανά»
.