“Σα να μη πέρασε μια μέρα” από τότε που χορεύαμε το αντίστοιχο τραγούδι ανέμελοι σε παιδικά πάρτυ και λίγα χρόνια αργότερα το αφιερώσαμε σε αγόρια και κορίτσια που μας ράγισαν την καρδιά. Κάθε Δευτέρα αναρωτιόμασταν “πότε θα φτάσει το Σάββατο” και λίγα χρόνια αργότερα απέκτησε νόημα ο στίχος “μέχρι να πιω ένα μεροκάματο”. Ο Γιώργος Δημητριάδης μας κρατά συντροφιά εδώ και είκοσι χρόνια σε ένα υπέροχο μουσικό ταξίδι που ακροβατεί ανάμεσα στην πρώιμη ωριμότητα και την αιώνια εφηβεία. Με αφορμή τις επερχόμενες εμφανίσεις του στο Ρυθμός Stage συζητήσαμε σχετικά με τις νέες τεχνολογίες, την αιώνια σύγκριση Αθήνας – Θεσσαλονίκης και φυσικά τη μουσική.
Κύριε Δημητριάδη σας καλωσορίζουμε στο Μικρόφωνο! Μεγάλη μας τιμή να σας φιλοξενούμε στη σελίδα. Πριν κάποιους μήνες βγήκε στα δισκοπωλεία η best of κυκλοφορία, συμπυκνώνοντας 20 χρόνια στη δισκογραφία. Πώς έχει περάσει αυτός ο καιρός;
Γ.Δ: Σας ευχαριστώ κι εγώ για το καλωσόρισμα και θα κάνω ό,τι είναι δυνατόν να σας το ανταποδώσω με τις απαντήσεις μου. Μετά από τόσα χρόνια στην δισκογραφία είχε έρθει η στιγμή να κάνω τρόπον τινά το ‘ταμείο’ μου, να κλείσω μία ολόκληρη περίοδο δισκογραφικής δραστηριότητας ανοίγοντας μίαν άλλη, να κάνω μία ανακεφαλαίωση θυμίζοντας στους παλιότερους αλλά και γνωρίζοντας στους νεότερους.
Μέσα σε αυτό το album, βάζοντας τα τραγούδια κατά χρονολογία έκδοσης δείχνω την πορεία και τις αλλαγές από δίσκο σε δίσκο. Αυτά τα 20 χρόνια κρύβουν μέσα τους στιγμές εξαιρετικές, στιγμές άσχημες, στιγμές ευτυχίας αλλά και τρομερής δυσκολίας. Όλα αυτά όμως είναι αναπόσπαστα στοιχεία αυτού το οποίο ήταν το μοναδικό που μπορούσα και ήθελα να είμαι και δεν μετανιώνω και δεν τ’αλλάζω με τίποτα.
Άνθρωπος της μουσικής, συνθέτης, στιχουργός, τραγουδοποιός, να γράφω μουσικές με όλα όσα έχω στο κεφάλι μου, με τα ακούσματά μου, με τις επιρροές μου, να είμαι κι εγώ ένας από τους συνεχιστές της rock αισθητικής αντίληψης, αυτή ήταν και είναι η ταυτότητά μου, η γενιά μου.
Πόσο εύκολο ήταν να επιλέξετε τα κομμάτια της πρόσφατης επετειακής κυκλοφορίας μέσα από ένα τεράστιο πλήθος τραγουδιών;
Γ.Δ: Βασικά ουκ εν τω πολλώ το εύ. Θα μπορούσα αν επέμενα να κυκλοφορούσα ένα διπλό album. Τελικά αποφάσισα να μην το διανοηθώ και να είμαι ουσιαστικός και περιεκτικός στην επιλογή των τραγουδιών για να βγει μία όσο το δυνατόν αντιπροσωπευτική εικόνα μου προς τα έξω. Ήθελα όμως να έχω μέσα και 2 νέα τραγούδια, όπως το νέο μου single “Κόκκινο Βαθύ” και το bonus track “Ήρωας των Κόμιξ”, αμφότερα σε δική μου μουσική και αντιστοίχως σε στίχους Ανδρέα Καραγιαννίδη και Νίκου Αλιμπέρτη, για να αφήσω συμβολικά ανοιχτό το παράθυρο ή την πόρτα της συνέχειας. Εξάλλου άφησα παρακαταθήκη τραγούδια για μία άλλη φορά. Τώρα έχουμε το “The Best Of” μετά θα έχουμε το “The Rest Of”.
Έχετε μία πραγματικά αξιοζήλευτη μουσική πορεία: από τους Απροσάρμοστους και τις “Αφορμές για Ανταρσία”, στο κλασικό πλέον “Σα να μην πέρασε μια μέρα” και απο εκεί στο “Σάββατο”, το “Απ’ Το Μηδέν”, τον διπλό live δίσκο “15 Χρόνια Εφηβείας” και την πρόσφατη συλλογή. Ποια μουσική στιγμή κατέχει την πιο ξεχωριστή θέση στην καρδιά σας;
Γ.Δ: Κοιτάξτε…Ουσιαστικά μετρώ με αυτή τη φετινή κυκλοφορία 14 albums συνολικά, γιατί δισκογραφικά ξεκίνησα το 1987 με ένα εξαιρετικό δίσκο σε συνθέσεις Σπύρου Χατζηνικολάου, το “Φύσα το Καλάμι Σου”, μία δουλειά που τότε είχε αποσπάσει εξαιρετικές κριτικές αλλά και πολύ airplay. Είχα ήδη μαζέψει από τότε ένα πρώτο υλικό αλλά δεν ήταν ακόμα η ώρα, δεν είχε γενικά ωριμάσει η συγκυρία που μέσα της θα έβρισκα την ευκαιρία να βγάλω επιτέλους το πρώτο πραγματικά δικό μου album, σαν τραγουδοποιός πια. Κάθε ένα από αυτά το αγαπώ, το καθένα για διαφορετικούς λόγους βέβαια. Μερικά τα αγαπώ παραπάνω φυσικά. Ξέρετε σε κάθε ένα από αυτά αφιερώσαμε εγώ και οι εκάστοτε συνεργάτες μου μέρες, ώρες, χρόνο πολύ πιστεύοντας σε αυτό που κάναμε. Όταν μπαίνεις για να κάνεις έναν δίσκο πρέπει να πιστεύεις πως κάνεις τον καλύτερό σου πάντα. Δεν γίνεται αλλιώς. Τα υπόλοιπα ας τα κρίνει ο χρόνος,ο κόσμος,εσείς…
Με ποιον καλλιτέχνη, Έλληνα και ξένο θα θέλατε να συνεργαστείτε;
Γ.Δ: Θαυμάζω τη δουλειά του Νίκου Πορτοκάλογλου, του Φίλιππου Πλιάτσικα, του Μανώλη Φάμελλο, εξαιρετικός τραγουδοποιός, είναι και άλλοι πολλοί φυσικά αλλά για λόγους οικονομίας δεν θα επεκταθώ. Όσον αφορά στη συνεργασία αυτά ξέρετε ξεκινάνε πάντα σε ανύποπτο χρόνο. Ας πούμε για την ώρα πως αυτός ο ανύποπτος χρόνος δεν έχει φτάσει ακόμα. Οφείλω πολλά στον Παύλο, που έστω και νεκρός όταν άρχισα να τραγουδώ με τους Απροσάρμοστους μου δίδαξε πολλά σε πάρα πολλά επίπεδα. Ο Παύλος ήταν το πρότυπό μου. Οσον αφορά τώρα τους “ξένους”, για μένα είναι κάθε άλλο παρά τέτοιοι, άνθρωποι που ζούνε στον ίδιο πλανήτη με μένα είναι κι εμμέσως φίλοι μου μέσα από όλα αυτά που μου χάρισαν. Νιώθω αδερφούς μου και δάσκαλους πνευματικούς τον John Lennon, τον Mc Cartney, τον George Harisson, τον Bob Dylan, τον Pete Townshend, τον David Bowie, τον Ray Davies, τον Syd Barrett, τον Lou Reed, συγνώμη ζητώ στους υπόλοιπους που δεν θα αναφέρω, αλλά θα μας πάρει όλη τη συνέντευξη.
Μετά από τόσα χρόνια στο χώρο, υπάρχει κάτι που θα θέλατε να επιχειρήσετε αλλά δεν έχετε τολμήσει ακόμα; Κάποιος μουσικός πειραματισμός για παράδειγμα;
Γ.Δ: Θα προσπαθήσω να γίνω όσο πιο σαφής δύναμαι. Ναι, υπάρχει και είναι όλα τα επόμενα τραγούδια και μουσικές που κυκλοφορούν στο κεφάλι μου και μου ζητούν να τους δώσω ήχο και φωνή να ταξιδέψουν στον αέρα κι όπου πάνε. Έχοντας τόσα χρόνια πίσω μου ξέρω πολύ καλά τι μπορώ να τολμήσω και τι όχι. Ποτέ μου δεν επιζητούσα την πρόσκαιρη δημιουργία εντυπώσεων μέσα από καινοφανή πράγματα με τα οποία δεν με συνέδεε τίποτα, ηχητικά, πολιτισμικά και γενικά σαν ιδιοσυγκρασία. Χαράζω ένα δικό μου δρόμο 20 και κάτι χρόνια, συνεχίζω παρακάτω διατηρώντας το προνόμιο της ουσιαστικής ευχάριστης έκπληξης. Θα είστε από τους πρώτους που θα το μάθετε.
Τα κοινωνικά δίκτυα και το ίντερνετ μπορούν να γιγαντώσουν ή και να καταβαραθρώσουν προσπάθειες. Ποια η σχέση σας με την τεχνολογία και κατά πόσο πιστεύετε ότι επηρεάζει την κοινή γνώμη;
Γ.Δ: Θα είμαι σύντομος για ένα θέμα τόσο σύνθετο κι αντιφατικό. Φαινομενικά δίνει χώρο όντως για δημοσιοποίηση και προώθηση ωστόσο είναι τόσο κατακλυσμιαία η συσσώρευση εκεί μέσα τόσων πληροφοριών που νιώθω πως πολλές φορές λειτουργεί ενάντια σε αυτό που επιδιώκει κάποιος, κυρίως σε όσα αφορούν τη μουσική. Καταλήγει να γίνεται ένας οδοστρωτήρας και χρειάζεται πολύ έξυπνη διαχείριση.
Οι δεκατίες του ’80 και ’90 χαρακτηρίστηκαν από μία διαχρονικότητα. Δεν είναι τυχαίο που τα περισσότερα ροκ και ποπ κομμάτια εκείνης της περιόδου ακούγονται ακόμα. Πλέον ζούμε σε μία εποχή διαττόντων μουσικών αστέρων. Ένα single και μετά χάνονται. Τι φταίει άραγε γι’ αυτή την κατάσταση;
Γ.Δ: Πολλά, που αν ξεκινήσουμε θα πρέπει να αφιερώσουμε μία άλλη συνέντευξη. Εξακολουθώ πάντως να πιστεύω πως εκείνο που έδινε χώρο να ακουστούν από το ακροατήριο όλα αυτά τα τραγούδια ήταν το ραδιόφωνο που τα ανεδείκνυε, ήταν ο κόσμος που άκουγε συγκεκριμένους σταθμούς με παραγωγούς που επέλεγαν, έδειχναν όσο γινόταν τις τάσεις μέσα στη μουσική δημιουργία. Τώρα τίποτα απ’ όλα αυτά δεν υπάρχει, το θέμα ακρόαση από τη μία έχει συρρικνωθεί γιατί στο δίκτυο περισσότερο βλέπεις, δεν ακούς, η δισκογραφία περνά περίοδο καταστροφής, και ακροατήριο έτσι όπως το ξέραμε δεν υφίσταται μέσα σε αυτή την πλημμυρίδα πληροφορίας. Άλλαξε γενικά κι ο κόσμος μέσα σε όλα αυτά, ζαλίστηκε, το κριτήριο έπεσε τραγικά, από τη μουσική δόθηκαν λάθος ερεθίσματα γρήγορης ανέλιξης κι επιτυχίας μέσα από αυτά τα talent shows. Σαν κεράσι στον τουρτοπόλεμο αυτό ήρθε και η πολυσχιδής μας κρίση, ηθική, οικονομική, πολιτική και μπενάκης, βγενάκης δηλαδή… Αυτά τα αρνητικά μιας ευρύτερης ματιάς. Θα μου πείτε, μα καλά δεν υπάρχει φως; Απαντώ, πως, φυσικά υπάρχει, αλλά το πρόσημο ακόμα είναι αρνητικό.
Βέβαια η σύγχρονη ελληνική ροκ σκηνή, παρά τις δυσκολίες, περνά μία πολύ καλή στιγμή. Υπάρχουν πολλά συγκροτήματα, και αγγλόφωνα, που διαπρέπουν. Παρακολουθείτε τις εξελίξεις; Κάποιος καλλιτέχνης που ξεχωρίζετε;
Γ.Δ: Ναι, τα αγγλόφωνα, αλλά θέλω να δω και μπάντες καινούργιες που να τα λένε καλά, μεστά και όμορφα και στη γλώσσα που μιλάμε μεταξύ μας ξέρετε… Ας πούμε είχα ξεχωρίσει τους Lexicon Project, τα Φρούτα Του Δάσους, αυτοί Σαλονικιοί. Οι δεύτεροι πλέον διαλύθηκαν, οι πρώτοι απλώς σιωπούν, δεν ξέρω. Από τα αγγλόφωνα εκτιμώ τον Moa Bones, την Μαριέττα Φαφούτη, τη Nalyssa Green, τους My Drunken Haze, τους Noise Figures και εννοείται πως αναφέρω όσα έχω προλάβει να πάρω χαμπάρι γιατί είμαι σίγουρος πως θα ξεχωρίσω και άλλους.
Οι Έλληνες είναι ανοιχτοί σε νέους ήχους και φόρμουλες που ξεφεύγουν από το κοινότοπο ή θα τους χαρακτηρίζατε πιο δογματικούς;
Γ.Δ: Η θεώρηση των πραγμάτων που έχω κάνει μετά από εμπειρία ετών μου δείχνει πως όπως βέβαια και αλλού το χαρακτηριστικό στοιχείο των fans είναι ο συντηρητισμός, είναι πολλές οι περιπτώσεις μέσα στα χρόνια που η αλλαγή προσανατολισμού ενός καλλιτέχνη δεν έτυχε της ανάλογης έγκρισης του κοινού του. Πιο ειδικά όμως, εδώ στον τόπο μας τον όμορφο με τον γαλάζιο ουρανό, ο ψυχισμός ενός μεγάλου μέρους του κόσμου έχει την τάση να θέλει να ζει μία επανάληψη των ήδη γνωστών και οικείων, βολικών καταστάσεων, οπότε γιατί να μη συμβαίνει αυτό και στα μουσικά του γούστα;
Το συγκρότημα σας λέγεται “Μικροί Ήρωες”. Το όνομα θυμίζει το κλασικό κόμικ. Πιστεύετε ότι η ποπ και ροκ μουσική είναι αλληλένδετη με την ευρύτερη ποπ κουλτούρα;
Γ.Δ: Νομίζω σε έναν μεγάλο βαθμό ναι. Αυτή η στενή σχέση κόμιξ και ποπ/ροκ αισθητικής κουλτούρας υπάρχει από τη γέννηση αυτού του φαινομένου, και επί παραδείγματι να αναφέρω εδώ τον εκπληκτικό Robert Crumb που έδρεψε δάφνες στη δεκαετία του ’60 μέσα στο underground κίνημα στην Αμερική και έγινε ένα από τα icons του.
Υπάρχουν ανάμεσα μας μικροί ήρωες;
Γ.Δ: Είναι όσοι παλεύουν, δημιουργούν κόντρα στα πελώρια κύματα καταστάσεων που από τη μία δεν μπορούν να ελέγξουν απόλυτα, αλλά καταφέρνουν να μένουν ακέραιοι σαν άνθρωποι, ουσιαστικά κολυμπώντας μέσα σε μία θάλασσα γεμάτη ερείπια και κομμάτια από διαψεύσεις. Είναι όσοι δεν επιζητούν ούτε επιδιώκουν δάφνες ενώ προσφέρουν ο καθείς με τον τρόπο του. Είναι όσοι καταφέρνουν να αγαπούν ακόμα, μέσα σε χρόνια απαξίας και μίσους. Η βρωμιά έχει πολλές πηγές αλλά κι αιτίες.
Αθήνα – Θεσσαλονίκη. Δύο πόλεις τόσο διαφορετικές και τόσο ίδιες. Έχετε ζήσει και στις δύο πόλεις. Ποια στοιχεία αγαπάτε ή έχετε αποκομίσει από την καθεμία;
Γ.Δ: Περνάω περιόδους όπου τη μία βαραίνει η ζυγαριά προς Βορρά. Μετά το εκκρεμές περνά από το κέντρο και φτάνει την άλλη άκρη, προς το Νότο. Οι δύο αυτές πόλεις, αυτές οι δύο ζωές και ταυτότητές μου είναι ας πούμε ένα κομμάτι της κληρονομιάς μου. Οι πόλεις δεν είναι μονάχα οι δρόμοι και τα σπίτια, αλλά οι άνθρωποι, οι όποιες σχέσεις έξω και μέσα τους όπου παίχτηκαν τα έργα αυτά. Δεν γίνεται να σε εγκαταλείψει ο συννεφιασμένος ουρανός με τα γλαροπούλια στην παραλία που κοιτούσες αφηρημένος πάντα, πάνω στο ποδήλατο όταν ήσουνα παιδί. Υπάρχουν αυτά στο βιβλίο της ψυχής γραμμένα. Ίσως να είναι και το μέρος όπου πας αφού “φύγεις” από αυτόν τον ανάγλυφο κόσμο. Το μεγάλο Αττικόν άστυ από την άλλη είναι η ουσιαστικά ενήλικη “σκληρή” περίοδος με τους έντονους έρωτες, τις έντονες αποτυχίες, τα προβλήματα στα οποία υπέβαλλα τον εαυτό μου και μετά η περίοδος της συμφιλίωσης και η δημιουργία. Αν δεν ματώσεις υλικό δεν γίνεται να σώσεις.
Μέσα σε λίγες λέξεις, τι είναι η μουσική για εσάς;
Γ.Δ: Ένας τρόπος να φτιάχνω νόημα για τη ζωή μου. Τίποτα δεν δίδεται εκ των προτέρων. Αυτό είναι το νόημα. Σε ένα κόσμο χωρίς νόημα με προορισμό τον θάνατο, ο δημιουργός του δίνει. Ο οποιοσδήποτε δημιουργός, αυτός που αγαπά να φτιάχνει. Ο κόσμος μας δόθηκε άδειος για να τον πλάθουμε εμείς. Άλλοτε ωραία, άλλοτε άσχημα, άλλοτε για καλό κι άλλοτε για κακό θέλοντας υποτίθεται να κάνουμε καλό.
Ποια είναι τα σχέδια σας για το χειμώνα;
Γ.Δ: Θα ήθελα να σας τα σκιτσάρω αλλά ο γραπτός λόγος εδώ ίσως να τα ζωγραφίζει το ίδιο ικανοποιητικά. Ξεκινώ δουλειά για ένα καινούργιο album και σειρά εμφανίσεων μέσα στον χειμώνα. Όλα είναι ρευστά κι εμείς άλλο τόσο. Πιο μακριά δεν ξέρω, δεν θέλω να ξέρω.
Σας ευχαριστούμε πολύ.
Γιώργος Δημητριάδης “Κόκκινο Βαθύ”
Άλμπουμ: Γιώργος Δημητριάδης & Οι Μικροί Ήρωες
«Best of (20 Χρόνια Δισκογραφίας)»
Μουσική: Γιώργος Δημητριάδης
Στίχοι: Ανδρέας Καραγιαννίδης
Κυκλοφορεί από τη MINOS EMI
“Σα να μη πέρασε μια μέρα” από τότε που χορεύαμε το αντίστοιχο τραγούδι ανέμελοι σε παιδικά πάρτυ και λίγα χρόνια αργότερα το αφιερώσαμε σε αγόρια και κορίτσια που μας ράγισαν την καρδιά. Κάθε Δευτέρα αναρωτιόμασταν “πότε θα φτάσει το Σάββατο” και λίγα χρόνια αργότερα απέκτησε νόημα ο στίχος “μέχρι να πιω ένα μεροκάματο”. Ο Γιώργος Δημητριάδης μας κρατά συντροφιά εδώ και είκοσι χρόνια σε ένα υπέροχο μουσικό ταξίδι που ακροβατεί ανάμεσα στην πρώιμη ωριμότητα και την αιώνια εφηβεία. Με αφορμή τις επερχόμενες εμφανίσεις του στο Ρυθμός Stage συζητήσαμε σχετικά με τις νέες τεχνολογίες, την αιώνια σύγκριση Αθήνας – Θεσσαλονίκης και φυσικά τη μουσική.
Κύριε Δημητριάδη σας καλωσορίζουμε στο Μικρόφωνο! Μεγάλη μας τιμή να σας φιλοξενούμε στη σελίδα. Πριν κάποιους μήνες βγήκε στα δισκοπωλεία η best of κυκλοφορία, συμπυκνώνοντας 20 χρόνια στη δισκογραφία. Πώς έχει περάσει αυτός ο καιρός;
Γ.Δ: Σας ευχαριστώ κι εγώ για το καλωσόρισμα και θα κάνω ό,τι είναι δυνατόν να σας το ανταποδώσω με τις απαντήσεις μου. Μετά από τόσα χρόνια στην δισκογραφία είχε έρθει η στιγμή να κάνω τρόπον τινά το ‘ταμείο’ μου, να κλείσω μία ολόκληρη περίοδο δισκογραφικής δραστηριότητας ανοίγοντας μίαν άλλη, να κάνω μία ανακεφαλαίωση θυμίζοντας στους παλιότερους αλλά και γνωρίζοντας στους νεότερους.
Μέσα σε αυτό το album, βάζοντας τα τραγούδια κατά χρονολογία έκδοσης δείχνω την πορεία και τις αλλαγές από δίσκο σε δίσκο. Αυτά τα 20 χρόνια κρύβουν μέσα τους στιγμές εξαιρετικές, στιγμές άσχημες, στιγμές ευτυχίας αλλά και τρομερής δυσκολίας. Όλα αυτά όμως είναι αναπόσπαστα στοιχεία αυτού το οποίο ήταν το μοναδικό που μπορούσα και ήθελα να είμαι και δεν μετανιώνω και δεν τ’αλλάζω με τίποτα.
Άνθρωπος της μουσικής, συνθέτης, στιχουργός, τραγουδοποιός, να γράφω μουσικές με όλα όσα έχω στο κεφάλι μου, με τα ακούσματά μου, με τις επιρροές μου, να είμαι κι εγώ ένας από τους συνεχιστές της rock αισθητικής αντίληψης, αυτή ήταν και είναι η ταυτότητά μου, η γενιά μου.
Πόσο εύκολο ήταν να επιλέξετε τα κομμάτια της πρόσφατης επετειακής κυκλοφορίας μέσα από ένα τεράστιο πλήθος τραγουδιών;
Γ.Δ: Βασικά ουκ εν τω πολλώ το εύ. Θα μπορούσα αν επέμενα να κυκλοφορούσα ένα διπλό album. Τελικά αποφάσισα να μην το διανοηθώ και να είμαι ουσιαστικός και περιεκτικός στην επιλογή των τραγουδιών για να βγει μία όσο το δυνατόν αντιπροσωπευτική εικόνα μου προς τα έξω. Ήθελα όμως να έχω μέσα και 2 νέα τραγούδια, όπως το νέο μου single “Κόκκινο Βαθύ” και το bonus track “Ήρωας των Κόμιξ”, αμφότερα σε δική μου μουσική και αντιστοίχως σε στίχους Ανδρέα Καραγιαννίδη και Νίκου Αλιμπέρτη, για να αφήσω συμβολικά ανοιχτό το παράθυρο ή την πόρτα της συνέχειας. Εξάλλου άφησα παρακαταθήκη τραγούδια για μία άλλη φορά. Τώρα έχουμε το “The Best Of” μετά θα έχουμε το “The Rest Of”.
Έχετε μία πραγματικά αξιοζήλευτη μουσική πορεία: από τους Απροσάρμοστους και τις “Αφορμές για Ανταρσία”, στο κλασικό πλέον “Σα να μην πέρασε μια μέρα” και απο εκεί στο “Σάββατο”, το “Απ’ Το Μηδέν”, τον διπλό live δίσκο “15 Χρόνια Εφηβείας” και την πρόσφατη συλλογή. Ποια μουσική στιγμή κατέχει την πιο ξεχωριστή θέση στην καρδιά σας;
Γ.Δ: Κοιτάξτε…Ουσιαστικά μετρώ με αυτή τη φετινή κυκλοφορία 14 albums συνολικά, γιατί δισκογραφικά ξεκίνησα το 1987 με ένα εξαιρετικό δίσκο σε συνθέσεις Σπύρου Χατζηνικολάου, το “Φύσα το Καλάμι Σου”, μία δουλειά που τότε είχε αποσπάσει εξαιρετικές κριτικές αλλά και πολύ airplay. Είχα ήδη μαζέψει από τότε ένα πρώτο υλικό αλλά δεν ήταν ακόμα η ώρα, δεν είχε γενικά ωριμάσει η συγκυρία που μέσα της θα έβρισκα την ευκαιρία να βγάλω επιτέλους το πρώτο πραγματικά δικό μου album, σαν τραγουδοποιός πια. Κάθε ένα από αυτά το αγαπώ, το καθένα για διαφορετικούς λόγους βέβαια. Μερικά τα αγαπώ παραπάνω φυσικά. Ξέρετε σε κάθε ένα από αυτά αφιερώσαμε εγώ και οι εκάστοτε συνεργάτες μου μέρες, ώρες, χρόνο πολύ πιστεύοντας σε αυτό που κάναμε. Όταν μπαίνεις για να κάνεις έναν δίσκο πρέπει να πιστεύεις πως κάνεις τον καλύτερό σου πάντα. Δεν γίνεται αλλιώς. Τα υπόλοιπα ας τα κρίνει ο χρόνος,ο κόσμος,εσείς…
Με ποιον καλλιτέχνη, Έλληνα και ξένο θα θέλατε να συνεργαστείτε;
Γ.Δ: Θαυμάζω τη δουλειά του Νίκου Πορτοκάλογλου, του Φίλιππου Πλιάτσικα, του Μανώλη Φάμελλο, εξαιρετικός τραγουδοποιός, είναι και άλλοι πολλοί φυσικά αλλά για λόγους οικονομίας δεν θα επεκταθώ. Όσον αφορά στη συνεργασία αυτά ξέρετε ξεκινάνε πάντα σε ανύποπτο χρόνο. Ας πούμε για την ώρα πως αυτός ο ανύποπτος χρόνος δεν έχει φτάσει ακόμα. Οφείλω πολλά στον Παύλο, που έστω και νεκρός όταν άρχισα να τραγουδώ με τους Απροσάρμοστους μου δίδαξε πολλά σε πάρα πολλά επίπεδα. Ο Παύλος ήταν το πρότυπό μου. Οσον αφορά τώρα τους “ξένους”, για μένα είναι κάθε άλλο παρά τέτοιοι, άνθρωποι που ζούνε στον ίδιο πλανήτη με μένα είναι κι εμμέσως φίλοι μου μέσα από όλα αυτά που μου χάρισαν. Νιώθω αδερφούς μου και δάσκαλους πνευματικούς τον John Lennon, τον Mc Cartney, τον George Harisson, τον Bob Dylan, τον Pete Townshend, τον David Bowie, τον Ray Davies, τον Syd Barrett, τον Lou Reed, συγνώμη ζητώ στους υπόλοιπους που δεν θα αναφέρω, αλλά θα μας πάρει όλη τη συνέντευξη.
Μετά από τόσα χρόνια στο χώρο, υπάρχει κάτι που θα θέλατε να επιχειρήσετε αλλά δεν έχετε τολμήσει ακόμα; Κάποιος μουσικός πειραματισμός για παράδειγμα;
Γ.Δ: Θα προσπαθήσω να γίνω όσο πιο σαφής δύναμαι. Ναι, υπάρχει και είναι όλα τα επόμενα τραγούδια και μουσικές που κυκλοφορούν στο κεφάλι μου και μου ζητούν να τους δώσω ήχο και φωνή να ταξιδέψουν στον αέρα κι όπου πάνε. Έχοντας τόσα χρόνια πίσω μου ξέρω πολύ καλά τι μπορώ να τολμήσω και τι όχι. Ποτέ μου δεν επιζητούσα την πρόσκαιρη δημιουργία εντυπώσεων μέσα από καινοφανή πράγματα με τα οποία δεν με συνέδεε τίποτα, ηχητικά, πολιτισμικά και γενικά σαν ιδιοσυγκρασία. Χαράζω ένα δικό μου δρόμο 20 και κάτι χρόνια, συνεχίζω παρακάτω διατηρώντας το προνόμιο της ουσιαστικής ευχάριστης έκπληξης. Θα είστε από τους πρώτους που θα το μάθετε.
Τα κοινωνικά δίκτυα και το ίντερνετ μπορούν να γιγαντώσουν ή και να καταβαραθρώσουν προσπάθειες. Ποια η σχέση σας με την τεχνολογία και κατά πόσο πιστεύετε ότι επηρεάζει την κοινή γνώμη;
Γ.Δ: Θα είμαι σύντομος για ένα θέμα τόσο σύνθετο κι αντιφατικό. Φαινομενικά δίνει χώρο όντως για δημοσιοποίηση και προώθηση ωστόσο είναι τόσο κατακλυσμιαία η συσσώρευση εκεί μέσα τόσων πληροφοριών που νιώθω πως πολλές φορές λειτουργεί ενάντια σε αυτό που επιδιώκει κάποιος, κυρίως σε όσα αφορούν τη μουσική. Καταλήγει να γίνεται ένας οδοστρωτήρας και χρειάζεται πολύ έξυπνη διαχείριση.
Οι δεκατίες του ’80 και ’90 χαρακτηρίστηκαν από μία διαχρονικότητα. Δεν είναι τυχαίο που τα περισσότερα ροκ και ποπ κομμάτια εκείνης της περιόδου ακούγονται ακόμα. Πλέον ζούμε σε μία εποχή διαττόντων μουσικών αστέρων. Ένα single και μετά χάνονται. Τι φταίει άραγε γι’ αυτή την κατάσταση;
Γ.Δ: Πολλά, που αν ξεκινήσουμε θα πρέπει να αφιερώσουμε μία άλλη συνέντευξη. Εξακολουθώ πάντως να πιστεύω πως εκείνο που έδινε χώρο να ακουστούν από το ακροατήριο όλα αυτά τα τραγούδια ήταν το ραδιόφωνο που τα ανεδείκνυε, ήταν ο κόσμος που άκουγε συγκεκριμένους σταθμούς με παραγωγούς που επέλεγαν, έδειχναν όσο γινόταν τις τάσεις μέσα στη μουσική δημιουργία. Τώρα τίποτα απ’ όλα αυτά δεν υπάρχει, το θέμα ακρόαση από τη μία έχει συρρικνωθεί γιατί στο δίκτυο περισσότερο βλέπεις, δεν ακούς, η δισκογραφία περνά περίοδο καταστροφής, και ακροατήριο έτσι όπως το ξέραμε δεν υφίσταται μέσα σε αυτή την πλημμυρίδα πληροφορίας. Άλλαξε γενικά κι ο κόσμος μέσα σε όλα αυτά, ζαλίστηκε, το κριτήριο έπεσε τραγικά, από τη μουσική δόθηκαν λάθος ερεθίσματα γρήγορης ανέλιξης κι επιτυχίας μέσα από αυτά τα talent shows. Σαν κεράσι στον τουρτοπόλεμο αυτό ήρθε και η πολυσχιδής μας κρίση, ηθική, οικονομική, πολιτική και μπενάκης, βγενάκης δηλαδή… Αυτά τα αρνητικά μιας ευρύτερης ματιάς. Θα μου πείτε, μα καλά δεν υπάρχει φως; Απαντώ, πως, φυσικά υπάρχει, αλλά το πρόσημο ακόμα είναι αρνητικό.
Βέβαια η σύγχρονη ελληνική ροκ σκηνή, παρά τις δυσκολίες, περνά μία πολύ καλή στιγμή. Υπάρχουν πολλά συγκροτήματα, και αγγλόφωνα, που διαπρέπουν. Παρακολουθείτε τις εξελίξεις; Κάποιος καλλιτέχνης που ξεχωρίζετε;
Γ.Δ: Ναι, τα αγγλόφωνα, αλλά θέλω να δω και μπάντες καινούργιες που να τα λένε καλά, μεστά και όμορφα και στη γλώσσα που μιλάμε μεταξύ μας ξέρετε… Ας πούμε είχα ξεχωρίσει τους Lexicon Project, τα Φρούτα Του Δάσους, αυτοί Σαλονικιοί. Οι δεύτεροι πλέον διαλύθηκαν, οι πρώτοι απλώς σιωπούν, δεν ξέρω. Από τα αγγλόφωνα εκτιμώ τον Moa Bones, την Μαριέττα Φαφούτη, τη Nalyssa Green, τους My Drunken Haze, τους Noise Figures και εννοείται πως αναφέρω όσα έχω προλάβει να πάρω χαμπάρι γιατί είμαι σίγουρος πως θα ξεχωρίσω και άλλους.
Οι Έλληνες είναι ανοιχτοί σε νέους ήχους και φόρμουλες που ξεφεύγουν από το κοινότοπο ή θα τους χαρακτηρίζατε πιο δογματικούς;
Γ.Δ: Η θεώρηση των πραγμάτων που έχω κάνει μετά από εμπειρία ετών μου δείχνει πως όπως βέβαια και αλλού το χαρακτηριστικό στοιχείο των fans είναι ο συντηρητισμός, είναι πολλές οι περιπτώσεις μέσα στα χρόνια που η αλλαγή προσανατολισμού ενός καλλιτέχνη δεν έτυχε της ανάλογης έγκρισης του κοινού του. Πιο ειδικά όμως, εδώ στον τόπο μας τον όμορφο με τον γαλάζιο ουρανό, ο ψυχισμός ενός μεγάλου μέρους του κόσμου έχει την τάση να θέλει να ζει μία επανάληψη των ήδη γνωστών και οικείων, βολικών καταστάσεων, οπότε γιατί να μη συμβαίνει αυτό και στα μουσικά του γούστα;
Το συγκρότημα σας λέγεται “Μικροί Ήρωες”. Το όνομα θυμίζει το κλασικό κόμικ. Πιστεύετε ότι η ποπ και ροκ μουσική είναι αλληλένδετη με την ευρύτερη ποπ κουλτούρα;
Γ.Δ: Νομίζω σε έναν μεγάλο βαθμό ναι. Αυτή η στενή σχέση κόμιξ και ποπ/ροκ αισθητικής κουλτούρας υπάρχει από τη γέννηση αυτού του φαινομένου, και επί παραδείγματι να αναφέρω εδώ τον εκπληκτικό Robert Crumb που έδρεψε δάφνες στη δεκαετία του ’60 μέσα στο underground κίνημα στην Αμερική και έγινε ένα από τα icons του.
Υπάρχουν ανάμεσα μας μικροί ήρωες;
Γ.Δ: Είναι όσοι παλεύουν, δημιουργούν κόντρα στα πελώρια κύματα καταστάσεων που από τη μία δεν μπορούν να ελέγξουν απόλυτα, αλλά καταφέρνουν να μένουν ακέραιοι σαν άνθρωποι, ουσιαστικά κολυμπώντας μέσα σε μία θάλασσα γεμάτη ερείπια και κομμάτια από διαψεύσεις. Είναι όσοι δεν επιζητούν ούτε επιδιώκουν δάφνες ενώ προσφέρουν ο καθείς με τον τρόπο του. Είναι όσοι καταφέρνουν να αγαπούν ακόμα, μέσα σε χρόνια απαξίας και μίσους. Η βρωμιά έχει πολλές πηγές αλλά κι αιτίες.
Αθήνα – Θεσσαλονίκη. Δύο πόλεις τόσο διαφορετικές και τόσο ίδιες. Έχετε ζήσει και στις δύο πόλεις. Ποια στοιχεία αγαπάτε ή έχετε αποκομίσει από την καθεμία;
Γ.Δ: Περνάω περιόδους όπου τη μία βαραίνει η ζυγαριά προς Βορρά. Μετά το εκκρεμές περνά από το κέντρο και φτάνει την άλλη άκρη, προς το Νότο. Οι δύο αυτές πόλεις, αυτές οι δύο ζωές και ταυτότητές μου είναι ας πούμε ένα κομμάτι της κληρονομιάς μου. Οι πόλεις δεν είναι μονάχα οι δρόμοι και τα σπίτια, αλλά οι άνθρωποι, οι όποιες σχέσεις έξω και μέσα τους όπου παίχτηκαν τα έργα αυτά. Δεν γίνεται να σε εγκαταλείψει ο συννεφιασμένος ουρανός με τα γλαροπούλια στην παραλία που κοιτούσες αφηρημένος πάντα, πάνω στο ποδήλατο όταν ήσουνα παιδί. Υπάρχουν αυτά στο βιβλίο της ψυχής γραμμένα. Ίσως να είναι και το μέρος όπου πας αφού “φύγεις” από αυτόν τον ανάγλυφο κόσμο. Το μεγάλο Αττικόν άστυ από την άλλη είναι η ουσιαστικά ενήλικη “σκληρή” περίοδος με τους έντονους έρωτες, τις έντονες αποτυχίες, τα προβλήματα στα οποία υπέβαλλα τον εαυτό μου και μετά η περίοδος της συμφιλίωσης και η δημιουργία. Αν δεν ματώσεις υλικό δεν γίνεται να σώσεις.
Μέσα σε λίγες λέξεις, τι είναι η μουσική για εσάς;
Γ.Δ: Ένας τρόπος να φτιάχνω νόημα για τη ζωή μου. Τίποτα δεν δίδεται εκ των προτέρων. Αυτό είναι το νόημα. Σε ένα κόσμο χωρίς νόημα με προορισμό τον θάνατο, ο δημιουργός του δίνει. Ο οποιοσδήποτε δημιουργός, αυτός που αγαπά να φτιάχνει. Ο κόσμος μας δόθηκε άδειος για να τον πλάθουμε εμείς. Άλλοτε ωραία, άλλοτε άσχημα, άλλοτε για καλό κι άλλοτε για κακό θέλοντας υποτίθεται να κάνουμε καλό.
Ποια είναι τα σχέδια σας για το χειμώνα;
Γ.Δ: Θα ήθελα να σας τα σκιτσάρω αλλά ο γραπτός λόγος εδώ ίσως να τα ζωγραφίζει το ίδιο ικανοποιητικά. Ξεκινώ δουλειά για ένα καινούργιο album και σειρά εμφανίσεων μέσα στον χειμώνα. Όλα είναι ρευστά κι εμείς άλλο τόσο. Πιο μακριά δεν ξέρω, δεν θέλω να ξέρω.
Σας ευχαριστούμε πολύ.
Γιώργος Δημητριάδης “Κόκκινο Βαθύ”
Άλμπουμ: Γιώργος Δημητριάδης & Οι Μικροί Ήρωες
«Best of (20 Χρόνια Δισκογραφίας)»
Μουσική: Γιώργος Δημητριάδης
Στίχοι: Ανδρέας Καραγιαννίδης
Κυκλοφορεί από τη MINOS EMI