Και εκεί που τρώω το πορτοκαλάκι μου ακούγοντας μουσικούλα, συνειδητοποιώ το εξής:
“ΤΙ ΔΙΣΚΑΡΑ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΗ ΠΟΥ ΑΚΟΥΩ”
Και πιτσιλώντας την οθόνη με πορτοκαλόζουμο, κατέγραψα τις εκατέρωθεν σκέψεις.
Το καλό αλκοόλ όσο περνάει ο καιρός γίνεται καλύτερο. Το ίδιο και το «One for the road» των Burner. Τι και αν έχουν περάσει 12 χρόνια από την κυκλοφορία του και αν έχει διαλυθεί η μπάντα-κρατάμε ένα λεπτό σιγής και ανακαλούμε τους λόγους για τους οποίους ο δίσκος αυτός θα πρέπει να διδάσκεται σε κάθε καινούργιο ακροατή του southern metal-stoner metal-e.t.c (ούτε που μπορώ να βάλω μία ταμπέλα).
Ξεκινάμε με το «American Dream» (ε ναι.) με ξεκάθαρες αναφορές στο πόσο χαμένη νιώθει η νέα γενιά και με τη δόση rock που χρειάζεται για αρχή. Πάντως τίποτα δεν σε προετοιμάζει για τη συνέχεια που ακολουθεί στο δίσκο. Ειδικά άμα δεν προσέχεις, η φωνητική γραμμή στο δεύτερο κομμάτι «Broken» μπορεί να σε κάνει να χρειαστείς να ξανακοιτάξεις το δίσκο που ακούς γιατί είναι που ξεκινάει και νομίζεις ότι ακούς stoner αλλά, μετά νομίζεις ότι άλλαξες δίσκο. Όμως, το wah-wah πετάλι χρησιμοποιείται όπως πρέπει να χρησιμοποιείται και έρχεται και το solo στο 2.20 και έτσι, ηρεμείς ότι δεν ξεκίνησε το YouTube το autoplay.
«Five Pills and a Bottle of Whiskey» είναι το επόμενο κομμάτι και όπου μιλάμε για την αγαπημένη ασχολία όλων των rednecks με ένα ακόμα εξαιρετικό (κατ’ εμέ) “ σπάσιμο” στο 1.55. Ακολουθούν τα «No Regrets», «Rolling Disaster» και «All Alone» και κάπου εδώ καταλαβαίνεις ότι η μπάντα δεν έχει βγάλει απλά δίσκο-έχει βγάλει ολόκληρη ιστορία. «Έχω ανέβει στη Chevy του ’55, πίνω το θεό, παίζω την κιθάρα μου, δεν πάω πουθενά αλλά έχω δει τα πάντα». Κάθε κομμάτι έχει και το riff που θα σου μείνει και το solo που θα σε εξιτάρει. Κάτι που μπορεί να ξενίσει είναι ο περίεργος ήχος της φυσαρμόνικας στο «All Alone» αλλά εντάξει. Κάνουμε σκόντο. Συνεχίζει με το «Six gun» που το slide ξεσκίζει σωθικά, το «Ghost Town» που ξεκινάει με cowbell και στο 3.39 ξεχειλίζει από τα jazz infusion ακούσματα, το «Αt Ease» που καλύπτει τυχόν ανάγκες για μπαλάντα και συναίσθημα και ερχόμαστε στο προσωπικό αγαπημένο «Whiskey Dick» που εγώ το θεωρώ εργαλείο στο να βοηθήσω τον εκάστοτε noob που μόλις έχει μπει στα μονοπάτια της stoner και όλως των sub-genre τι είναι αυτό που του αρέσει και κατά συνέπεια σε ποια μερίδα του κοινού ανήκει.
Τελειώνει ο δίσκος με τα «Color» και «Empty» με το ένα να έχει ένα τελείως διαφορετικό ρυθμό σε σχέση με τα υπόλοιπα και να είναι πολύ πιο χαλαρωτικό-χωρίς να κάνει εκπτώσεις στο ροκ χαρακτήρα του δίσκου και το άλλο ίσως να είναι πιο κοντά στα ακούσματα του σύγχρονου stoner-α. (είναι που μου θυμίζει και QOTSA και δεν είμαι και η μόνη από ότι έχω καταλάβει).
Και κάπου εδώ έρχεσαι και συμπληρώνεις τον Errol Flynn που είχε πει «I like my whiskey old and my women young» ότι το ίδιο ισχύει και για τη μουσική αυτού του είδους από ότι φαίνεται.
Maybe we should have a quota.
*squik squik makes the cloth that cleans the orange juice from the screen*
Και εκεί που τρώω το πορτοκαλάκι μου ακούγοντας μουσικούλα, συνειδητοποιώ το εξής:
“ΤΙ ΔΙΣΚΑΡΑ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΗ ΠΟΥ ΑΚΟΥΩ”
Και πιτσιλώντας την οθόνη με πορτοκαλόζουμο, κατέγραψα τις εκατέρωθεν σκέψεις.
Το καλό αλκοόλ όσο περνάει ο καιρός γίνεται καλύτερο. Το ίδιο και το «One for the road» των Burner. Τι και αν έχουν περάσει 12 χρόνια από την κυκλοφορία του και αν έχει διαλυθεί η μπάντα-κρατάμε ένα λεπτό σιγής και ανακαλούμε τους λόγους για τους οποίους ο δίσκος αυτός θα πρέπει να διδάσκεται σε κάθε καινούργιο ακροατή του southern metal-stoner metal-e.t.c (ούτε που μπορώ να βάλω μία ταμπέλα).
Ξεκινάμε με το «American Dream» (ε ναι.) με ξεκάθαρες αναφορές στο πόσο χαμένη νιώθει η νέα γενιά και με τη δόση rock που χρειάζεται για αρχή. Πάντως τίποτα δεν σε προετοιμάζει για τη συνέχεια που ακολουθεί στο δίσκο. Ειδικά άμα δεν προσέχεις, η φωνητική γραμμή στο δεύτερο κομμάτι «Broken» μπορεί να σε κάνει να χρειαστείς να ξανακοιτάξεις το δίσκο που ακούς γιατί είναι που ξεκινάει και νομίζεις ότι ακούς stoner αλλά, μετά νομίζεις ότι άλλαξες δίσκο. Όμως, το wah-wah πετάλι χρησιμοποιείται όπως πρέπει να χρησιμοποιείται και έρχεται και το solo στο 2.20 και έτσι, ηρεμείς ότι δεν ξεκίνησε το YouTube το autoplay.
«Five Pills and a Bottle of Whiskey» είναι το επόμενο κομμάτι και όπου μιλάμε για την αγαπημένη ασχολία όλων των rednecks με ένα ακόμα εξαιρετικό (κατ’ εμέ) “ σπάσιμο” στο 1.55. Ακολουθούν τα «No Regrets», «Rolling Disaster» και «All Alone» και κάπου εδώ καταλαβαίνεις ότι η μπάντα δεν έχει βγάλει απλά δίσκο-έχει βγάλει ολόκληρη ιστορία. «Έχω ανέβει στη Chevy του ’55, πίνω το θεό, παίζω την κιθάρα μου, δεν πάω πουθενά αλλά έχω δει τα πάντα». Κάθε κομμάτι έχει και το riff που θα σου μείνει και το solo που θα σε εξιτάρει. Κάτι που μπορεί να ξενίσει είναι ο περίεργος ήχος της φυσαρμόνικας στο «All Alone» αλλά εντάξει. Κάνουμε σκόντο. Συνεχίζει με το «Six gun» που το slide ξεσκίζει σωθικά, το «Ghost Town» που ξεκινάει με cowbell και στο 3.39 ξεχειλίζει από τα jazz infusion ακούσματα, το «Αt Ease» που καλύπτει τυχόν ανάγκες για μπαλάντα και συναίσθημα και ερχόμαστε στο προσωπικό αγαπημένο «Whiskey Dick» που εγώ το θεωρώ εργαλείο στο να βοηθήσω τον εκάστοτε noob που μόλις έχει μπει στα μονοπάτια της stoner και όλως των sub-genre τι είναι αυτό που του αρέσει και κατά συνέπεια σε ποια μερίδα του κοινού ανήκει.
Τελειώνει ο δίσκος με τα «Color» και «Empty» με το ένα να έχει ένα τελείως διαφορετικό ρυθμό σε σχέση με τα υπόλοιπα και να είναι πολύ πιο χαλαρωτικό-χωρίς να κάνει εκπτώσεις στο ροκ χαρακτήρα του δίσκου και το άλλο ίσως να είναι πιο κοντά στα ακούσματα του σύγχρονου stoner-α. (είναι που μου θυμίζει και QOTSA και δεν είμαι και η μόνη από ότι έχω καταλάβει).
Και κάπου εδώ έρχεσαι και συμπληρώνεις τον Errol Flynn που είχε πει «I like my whiskey old and my women young» ότι το ίδιο ισχύει και για τη μουσική αυτού του είδους από ότι φαίνεται.
Maybe we should have a quota.
*squik squik makes the cloth that cleans the orange juice from the screen*