Ο διεθνούς φήμης συνθέτης Νίκος Πλατύραχος επιστρέφει με μια νέα μουσική πρόκληση και συνεργάζεται με τον Γιώργο Νταλάρα, ως βασικό ερμηνευτή. Πρόκειται για το νέο κύκλο τραγουδιών «Τα Άστεγα» στον οποίο συνδυάζει υπέροχα και ευρηματικά τον ρυθμό και τις αρμονίες του αμερικάνικου ragtime με τον ήχο του ρεμπέτικου. Στο άλμπουμ συμμετέχουν ο Σταμάτης Κραουνάκης, η Ελένη Τσαλιγοπούλου και η Ασπασία Στρατηγού. «Τα Άστεγα» περιέχουν 13 τραγούδια και 2 ορχηστρικά και θα κυκλοφορήσουν από τη Feelgood Records.
Το ragtime είναι ένα είδος που αποτέλεσε προπομπό για την jazz μουσική, έχοντας σαν βάση το πιάνο ή την πιανόλα. Ξεκίνησε στις αρχές του 18ου αιώνα, στις αφροαμερικάνικες φτωχογειτονιές του St. Louis και αποτέλεσε την έκφραση του πόνου, των προβλημάτων, αλλά και τον τροφοδότη αισιοδοξίας και χαράς των ανθρώπων που ζούσαν εκεί. Σε μια άλλη πλευρά του χάρτη, στην Ελλάδα την ίδια στιγμή άρχισε να ανατέλλει το ρεμπέτικο τραγούδι, το οποίο με τη σειρά του αναπτύχθηκε στα λιμάνια και στις γειτονιές των εργατών και των φτωχότερων.
Κι αν γεωγραφικά αυτά τα δύο είδη μπορεί να είναι μακριά, η μουσικότητα και η θεματολογία τους είναι πολύ συγγενείς και θα έλεγε κανείς πως επικοινωνούν υπογείως. Ο Νίκος Πλατύραχος, σε αυτήν τη νέα του μουσική πρόταση, ανακαλύπτει τον κοινό τους ομφάλιο λώρο και δημιουργεί μία όσμωση των δύο αυτών μουσικών ειδών, με πρωτότυπο ήχο, αρμονίες και ενορχήστρωση.
Ο τίτλος «Τα Άστεγα», όπως εξηγεί ο Νίκος Πλατύραχος, είναι «μια ατμόσφαιρα που περιγράφεται εν πολλοίς από την ίδια τη λέξη, η οποία όμως δε συνδέεται με μιζέρια ή κακοπέραση, όπως κανείς θα φανταζόταν, αλλά με αισιοδοξία και ανάταση, κάτι που χρειάζεται πολύ στην εποχή μας».
Ο συνθέτης δημιούργησε τα τραγούδια πάνω σε στίχους του ίδιου και των Γιάννη Δούκα, Δημήτρη Λέντζου, Κώστα Παπαγεωργίου, Δημήτρη Ρούλια, Παναγιώτη Μακρή και Τίνας Γιωτοπούλου. Όταν ακόμα το μουσικό του υλικό ήταν υπό διαμόρφωση, είχε στο μυαλό του τον Γιώργο Νταλάρα ως ιδανικό ερμηνευτή, με δεδομένη και τη σχέση και την ιστορία του μεγάλου τραγουδιστή με το ρεμπέτικο τραγούδι. Από την άλλη, ο Γιώργος Νταλάρας όταν άκουσε μερικά από αυτά, ενθουσιάστηκε και έτσι κατέληξαν να γραφτούν και αρκετά τραγούδια πάνω στον ίδιο. Επιπλέον, από ένα τραγούδι ερμηνεύει ο Σταμάτης Κραουνάκης, η Ελένη Τσαλιγοπούλου, η Ασπασία Στρατηγού, αλλά και ο ίδιος ο συνθέτης.
Λόγια των συντελεστών…
«Είναι τόλμημα αυτό που κάνει, και αυτό το τόλμημα είναι που κάνει τη δουλειά ενδιαφέρουσα. Δύο διαφορετικές ορχήστρες οι οποίες παίζουνε τις μουσικές δύο διαφορετικών σημείων στη γη και δεν συγκρούονται, αλλά συνυπάρχουνε». Γιώργος Νταλάρας
«Περιέργως αυτός ο τίτλος, «Τα Άστεγα», έρχεται σε μια στιγμή που το θέμα είναι πολύ σοβαρό. Των άστεγων ανθρώπων, των άστεγων ζωών, των άστεγων αισθημάτων και πραγματικά το εύχομαι μέσα από την καρδιά μου, αυτά τα τραγούδια του Νίκου να βρούνε στέγη στις καρδιές των ανθρώπων που τόσο πολύ το έχουν ανάγκη αυτήν την ώρα». Σταμάτης Κραουνάκης
«Ο Νίκος Πλατύραχος είναι μια δύναμη πολύ σημαντική στην ελληνική μουσική. Για πρώτη φορά συνυπάρχει η Ragtime μουσική με το ρεμπέτικο και χαίρομαι πολύ που είμαι μέρος αυτής της παρέας και συμμετέχω σε αυτόν το δίσκο». Ελένη Τσαλιγοπούλου
«Αν «Τα Άστεγα» ήταν συναίσθημα, θα μπορούσα να τα χαρακτηρίσω με 3 λέξεις -η χαρά του πεζοδρομίου-». Νίκος Πλατύραχος
Ο Νίκος Πλατύραχος αφηγείται πως ξεκίνησαν «Τα Άστεγα»
Δεν ξέρω πως ξημέρωσε αυτή η ιστορία. Βάδιζα λέει σ’ ένα δρόμο – γνώριμο δρόμο – στου Ψυρρή, μια νύχτα του Σαββάτου με πολύ κόσμο και αστυνόμους γύρω γύρω. Αίφνης στρίβω δεξιά σ’ ένα στενάκι. Αλλά αυτό άρχιζε σιγά σιγά να μην είναι στενάκι. Ήτανε λέει μονοπάτι δάσους με στρωμένα φύλλα, μυρωδιά από βρεγμένο χώμα και δέντρα, πολλά δέντρα. Κι εγώ συνέχισα να περπατάω και τα ξερά φύλλα τρίβονταν κάτω απ’ τα πόδια μου, σύνηχα με το λευκό ήχο μιας παλιάς κασέτας που ακουγόταν στον αέρα, λίγο πριν αρχίσει το κομμάτι. Και τότε την είδα. Η μαύρη χαρτορίχτρα μπροστά από ένα κερί καθισμένη οκλαδόν με τέσσερεις ρηγάδες απλωμένους μπροστά της, μου έδειχνε πού και τι. Η λάμπα πυρακτώσεως μέσα στο μπρούτζινο κώνο πάνω σ’ ένα δέντρο έφεγγε πάνω από μια πιανόλα. Ξεκούρντιστη κι ωραία. Κι όσο πλησίαζα τόσο έπαιζε ένας μαύρος κι εγώ έβλεπα την πλάτη του και γύρω γύρω άρχισε να γίνεται saloon με κόσμο, θόρυβο, ουίσκυ, τσιγάρα και κουλοχέρηδες. Και τα ξερά φύλλα γίνανε ξύλινες τάβλες με ρόζους, που αντηχούσαν βαριά στα βήματα των θαμώνων. Και δίπλα απ’ τον μαύρο καθόταν ένας μάγκας με το μπουζούκι του και σχολίαζε, παίζοντας ρε δίεση αντί για μι ύφεση. Και τότε – πράγμα παράξενο – το saloon έγινες τεκές. Κι ούτε κατάλαβα πώς το 2015 έγινε 1901. Ούτε πώς η τρομπέτα έγινε μπαγλαμάς, ούτε πώς το στενάκι δάσος, ούτε πώς από έγχρωμα έγιναν όλα ασπρόμαυρα, ούτε πώς ο ήχος της παλιάς κασέτας με τα ξερά φύλλα έγιναν ένα πια…
Και πάνω που δεν τα καταλάβαινα όλα αυτά ήρθε η Μαριλού με το γλυκό της χαμόγελο και άπλωσε το μαγικό της χέρι την κατάλληλη στιγμή κι έτσι συνέχισε να υπάρχει δάσος και πιανόλα και saloon. Έτσι κάνανε και οι «Παίδες εν Κληματαριά» και βάλανε πλάτη την ώρα πού ‘πρεπε, μ’ όλη την τέχνη και το μεράκι τους. Και μετά ήρθε κι ο Γιώργος και με πήρε απ’ το χέρι και μού ‘δειχνε μονοπάτια άγνωστα κι αφώτιστα, που αυτός τα ‘ξερε καλά γιατί του τα μάθαν αυτοί που
‘πρεπε να του τα μάθουν. Κι ήρθε κι η Ελένη κι ο Σταμάτης κι η Ασπασία και μουσικοί πολλοί και μεγάλωνε η παρέα του δάσους και το δάσος τους χώραγε όλους…
…κι ας ήταν ένα μικρό στενάκι στου Ψυρρή.
Ακούστε το πρώτο δείγμα της δουλειάς αυτής: