Θα έπρεπε να ξεκινήσω, πιθανά, συστήνοντας τον εαυτό μου ή/και τη στήλη αυτή. Έπειτα σκέφτηκα πως ούτε εγώ ούτε η στήλη μπορούμε να περιγραφούμε με λόγια! Αλλά το ξανασκέφτηκα… Έτσι έγραψα για την αφεντιά μου δυο πραγματάκια λίγο πιο κάτω (πιο κάτω, κι άλλο λίγο, εκεί!), και είπα να παρουσιάσω το εγχείρημα αυτής της στήλης μέσω των τριών παρακάτω υποθετικών σεναρίων.
Σενάριο no.1:
Party! Ο dj (που θα γίνει άμεσα φίλος μου!) αποφασίζει να το πάει ένα επίπεδο πιο πάνω και επιλέγει το «Uptown funk»! Εκτός απο το ότι εγώ κέρδισα έναν φίλο, εσείς νιώθετε… on the spotlight και χορεύετε, χορεύετε πολύ στο ρυθμό αυτού του παρανοϊκού beat του άτιμου του Mark του Ronson. Αν δεν υπήρχε, όμως, το beat…;
Σενάριο no.2:
Στο δεύτερο σενάριό μας, ξυπνάτε γεμάτοι αισιοδοξία και θέλετε να φωνάξετε στον κόσμο ότι «…όλα θα πάνε καλά αυτό το πρωινό…». Θα βάλετε τέρμα το «Mannish Boy» του Muddy, λοιπόν, θα ξανανιώσετε 21 (αν είστε όντως 21 ακόμα καλύτερα) και θα βγείτε στο δρόμο έχοντας στα αυτιά σας για το υπόλοιπο της ημέρας αυτό το υπέροχα εθιστικό, sexy, έτοιμο για όλα, ειρωνικό κλαψούρισμα της κιθάρας του Jimmy Rogers. Αυτό το κλαψούρισμα που είναι σαν να γελάει μες στα μούτρα σας αλλά, ταυτόχρονα, σας έχει μεταμορφώσει σε απόρθητο απέναντι στο αφεντικό σας τείχος! Αν δεν υπήρχε, όμως, το κλαψούρισμα αυτό…;
Σενάριο no.3:
Αυτό είναι καλοκαιρινό και, όπως και τα προηγούμενα δύο, καθόλου υποθετικό! (Oh, yeah!) Λοιπόν! Τεχνόπολη, συναυλία Θανάση, ξεκινάει να περιγράφει το πώς κοιμήθηκε στου δειλινού την άκρη, ακούγεται ένα μακρόσυρτο «πωωωωωωω» ακόμα κι από τα πλακάκια και ενώ όλοι τραγουδάτε με πάθος (μην το αρνείστε, σας ακούω!) κάθε κόμμα από τους στίχους, στην πραγματικότητα περιμένετε εκείνο το μουσικό κομμάτι που περιβάλει κάθε στροφή τραγουδίσματος, το χτισμένο σαν από μια μαγική σύνθεση υπέροχων solos διαφορετικών μουσικών οργάνων. Αν δεν υπήρχε, όμως, το κομμάτι αυτό…;
Ήρθε η ώρα να απαντήσω, λοιπόν! Αν δεν υπήρχε το beat του Mark ο Bruno Mars θα μετέφερε τις σκέψεις σας στο πάρτυ, αλλά τα ποδαράκια σας θα ήταν ακίνητα… Αν δεν έπαιζε την κιθάρα του ο Jimmy πιθανά να μεταμορφωνόσαστε σε τείχος με τα λόγια του Muddy, αλλά σίγουρα δε θα ήταν απόρθητο… Αν δεν έπαιζαν με μανία τα solos τους οι μουσικοί του Θανάση θα τραγουδούσαμε όλοι (μεθυσμένοι ή μη) γεμάτοι πάθος για την «ηδονή που μας γεννά και παίζει το χαρτί μας χωρίς τη θέλησή μας», αλλά δε θα σπρώχναμε καταλάθος (και καλά!) το κορίτσι δίπλα μας εκστασιασμένοι από έναν ηλεκτρισμένο μουσικό χείμαρρο, ούτε θα μας δρόσιζε κάθε μπουκάλι νερό, κάθε ποτήρι μπύρας και κάθε καραφάκι κρασί, που όλοι φέραμε από το σπίτι μας, ανάμεσα σε κόκκινους αποπνικτικούς καπνούς από τα καπνογόνα που τα παιδιά στο κάγκελο μόλις άναψαν!
Εν ολίγοις, αν δεν υπήρχαν κάπου εκεί στο βάθος κάτι τυπάκια να ανεβοκατεβαίνουν κλίμακες, να χάνονται ανάμεσα στα ημιτόνια, να ορίζουν τη δίεση και την ύφεση της διάθεσης και των συναισθημάτων μας, να αμφισβητούν κάθε τόνο και να καλοπιάνουν τις νότες, η μουσική θα ήταν… μόνο λόγια.
Αυτά τα τυπάκια θέλω να μας πουν την ιστορία τους στη στήλη αυτή! Να μας πουν για την πρώτη τους σχέση με την κιθάρα, την πρώτη φορά που άλλαξαν χορδές στο μπάσο τους, εκείνο το απόγευμα που μπούκωσαν με μαξιλάρια το τύμπανο των drums τους για να βγαίνει ο ήχος πιο «γεμάτος», για εκείνη τη στιγμή που άκουσαν κλαρίνο για πρώτη φορά και βρήκαν το νόημα στη ζωή τους ή για μια άλλη, που άκουσαν στον ύπνο τους το πιάνο της κοπελιάς στο διπλανό διαμέρισμα και ονειρεύτηκαν ασπρόμαυρα πλήκτρα και νότες ξελογιάστρες.
Πορτραίτα μουσικών, λοιπόν, συνεντεύξεις σε ένα café, στην αγαπημένη τους γειτονιά της Αθήνας, πριν από ένα live τους, μετά από μια πρόβα. Όποτε και όπου νιώθουν εκείνοι πως μπορούν να κάνουν τη μουσική λέξεις και να περιγράψουν με αυτές σε εμάς, τους… κοινούς θνητούς, τον δικό τους αχαρτογράφητο κόσμο.
Θα έπρεπε να ξεκινήσω, πιθανά, συστήνοντας τον εαυτό μου ή/και τη στήλη αυτή. Έπειτα σκέφτηκα πως ούτε εγώ ούτε η στήλη μπορούμε να περιγραφούμε με λόγια! Αλλά το ξανασκέφτηκα… Έτσι έγραψα για την αφεντιά μου δυο πραγματάκια λίγο πιο κάτω (πιο κάτω, κι άλλο λίγο, εκεί!), και είπα να παρουσιάσω το εγχείρημα αυτής της στήλης μέσω των τριών παρακάτω υποθετικών σεναρίων.
Σενάριο no.1:
Party! Ο dj (που θα γίνει άμεσα φίλος μου!) αποφασίζει να το πάει ένα επίπεδο πιο πάνω και επιλέγει το «Uptown funk»! Εκτός απο το ότι εγώ κέρδισα έναν φίλο, εσείς νιώθετε… on the spotlight και χορεύετε, χορεύετε πολύ στο ρυθμό αυτού του παρανοϊκού beat του άτιμου του Mark του Ronson. Αν δεν υπήρχε, όμως, το beat…;
Σενάριο no.2:
Στο δεύτερο σενάριό μας, ξυπνάτε γεμάτοι αισιοδοξία και θέλετε να φωνάξετε στον κόσμο ότι «…όλα θα πάνε καλά αυτό το πρωινό…». Θα βάλετε τέρμα το «Mannish Boy» του Muddy, λοιπόν, θα ξανανιώσετε 21 (αν είστε όντως 21 ακόμα καλύτερα) και θα βγείτε στο δρόμο έχοντας στα αυτιά σας για το υπόλοιπο της ημέρας αυτό το υπέροχα εθιστικό, sexy, έτοιμο για όλα, ειρωνικό κλαψούρισμα της κιθάρας του Jimmy Rogers. Αυτό το κλαψούρισμα που είναι σαν να γελάει μες στα μούτρα σας αλλά, ταυτόχρονα, σας έχει μεταμορφώσει σε απόρθητο απέναντι στο αφεντικό σας τείχος! Αν δεν υπήρχε, όμως, το κλαψούρισμα αυτό…;
Σενάριο no.3:
Αυτό είναι καλοκαιρινό και, όπως και τα προηγούμενα δύο, καθόλου υποθετικό! (Oh, yeah!) Λοιπόν! Τεχνόπολη, συναυλία Θανάση, ξεκινάει να περιγράφει το πώς κοιμήθηκε στου δειλινού την άκρη, ακούγεται ένα μακρόσυρτο «πωωωωωωω» ακόμα κι από τα πλακάκια και ενώ όλοι τραγουδάτε με πάθος (μην το αρνείστε, σας ακούω!) κάθε κόμμα από τους στίχους, στην πραγματικότητα περιμένετε εκείνο το μουσικό κομμάτι που περιβάλει κάθε στροφή τραγουδίσματος, το χτισμένο σαν από μια μαγική σύνθεση υπέροχων solos διαφορετικών μουσικών οργάνων. Αν δεν υπήρχε, όμως, το κομμάτι αυτό…;
Ήρθε η ώρα να απαντήσω, λοιπόν! Αν δεν υπήρχε το beat του Mark ο Bruno Mars θα μετέφερε τις σκέψεις σας στο πάρτυ, αλλά τα ποδαράκια σας θα ήταν ακίνητα… Αν δεν έπαιζε την κιθάρα του ο Jimmy πιθανά να μεταμορφωνόσαστε σε τείχος με τα λόγια του Muddy, αλλά σίγουρα δε θα ήταν απόρθητο… Αν δεν έπαιζαν με μανία τα solos τους οι μουσικοί του Θανάση θα τραγουδούσαμε όλοι (μεθυσμένοι ή μη) γεμάτοι πάθος για την «ηδονή που μας γεννά και παίζει το χαρτί μας χωρίς τη θέλησή μας», αλλά δε θα σπρώχναμε καταλάθος (και καλά!) το κορίτσι δίπλα μας εκστασιασμένοι από έναν ηλεκτρισμένο μουσικό χείμαρρο, ούτε θα μας δρόσιζε κάθε μπουκάλι νερό, κάθε ποτήρι μπύρας και κάθε καραφάκι κρασί, που όλοι φέραμε από το σπίτι μας, ανάμεσα σε κόκκινους αποπνικτικούς καπνούς από τα καπνογόνα που τα παιδιά στο κάγκελο μόλις άναψαν!
Εν ολίγοις, αν δεν υπήρχαν κάπου εκεί στο βάθος κάτι τυπάκια να ανεβοκατεβαίνουν κλίμακες, να χάνονται ανάμεσα στα ημιτόνια, να ορίζουν τη δίεση και την ύφεση της διάθεσης και των συναισθημάτων μας, να αμφισβητούν κάθε τόνο και να καλοπιάνουν τις νότες, η μουσική θα ήταν… μόνο λόγια.
Αυτά τα τυπάκια θέλω να μας πουν την ιστορία τους στη στήλη αυτή! Να μας πουν για την πρώτη τους σχέση με την κιθάρα, την πρώτη φορά που άλλαξαν χορδές στο μπάσο τους, εκείνο το απόγευμα που μπούκωσαν με μαξιλάρια το τύμπανο των drums τους για να βγαίνει ο ήχος πιο «γεμάτος», για εκείνη τη στιγμή που άκουσαν κλαρίνο για πρώτη φορά και βρήκαν το νόημα στη ζωή τους ή για μια άλλη, που άκουσαν στον ύπνο τους το πιάνο της κοπελιάς στο διπλανό διαμέρισμα και ονειρεύτηκαν ασπρόμαυρα πλήκτρα και νότες ξελογιάστρες.
Πορτραίτα μουσικών, λοιπόν, συνεντεύξεις σε ένα café, στην αγαπημένη τους γειτονιά της Αθήνας, πριν από ένα live τους, μετά από μια πρόβα. Όποτε και όπου νιώθουν εκείνοι πως μπορούν να κάνουν τη μουσική λέξεις και να περιγράψουν με αυτές σε εμάς, τους… κοινούς θνητούς, τον δικό τους αχαρτογράφητο κόσμο.