Ο Πάνος Μπίρμπας είναι μία ενδιαφέρουσα περίπτωση της εγχώριας rock σκηνής. Αγγλόφωνοι στίχοι με κοινωνικό αλλά και προσωπικό περιεχόμενο, εξαιρετικές συνθέσεις και πρωτότυπη, για τα ελληνικά δεδομένα, ατμόσφαιρα. Όλα αυτά τα στοιχεία δημιουργούν ένα γοητευτικό μουσικό σύνολο και συμπυκνώνονται στη δεύτερη ολοκληρωμένη δουλειά του, που κυκλοφορεί από τις 26 Νοεμβρίου από τη Violins, με τίτλο “Fichley Road”. Με αφορμή το δίσκο, ο Πάνος μας μίλησε για τις επιρροές του, τη φιλοσοφία του γύρω από τη μουσική, το επάγγελμα του κοινωνικού λειτουργού και τη σύνδεση του με τις τέχνες αλλά και για το ρόλο του ανθρώπινου παράγοντα στην αλλαγή του κόσμου.
Αντί προλόγου, οφείλω να σε συγχαρώ για το νέο άλμπουμ. Μέσα στη γενικότερη κατάπτωση η εγχώρια ροκ σκηνή βιώνει μία άνθηση που συχνά ξεφεύγει από τα στενά μας σύνορα. Ο ήχος σου είναι πολύ ιδιαίτερος, ίσως ότι πιο ξεχωριστό ακούσαμε από Έλληνα καλλιτέχνη μέσα στο 2017. Πώς κατέληξες σε αυτόν;
Να σε ευχαριστήσω πολύ με την σειρά μου για την συνέντευξη και τα καλά σου λόγια. Το “Finchley Road” είναι ένα 100% τραγουδοκεντρικό άλμπουμ , πράγμα το οποίο σημαίνει πως είναι βασικό να καταφέρεις να δημιουργήσεις ένα μουσικό όχημα ικανό να πλαισιώσει και να αναδείξει τους στίχους των κομματιών. Έτσι λοιπόν, μαζί με τον παραγωγό του άλμπουμ, τον Φώτη Παπαθεοδώρου, προσπαθήσαμε να δημιουργήσουμε το πλαίσιο, το κατάλληλο ηχητικό τείχος, ώστε να αποδοθεί όσο το δυνατόν καλύτερα η ιστορία του κάθε τραγουδιού- καθώς όλα φέρουν μια ιδιαίτερη ιστορία. Σημαντικό ρόλο βέβαια έπαιξε και η συμμετοχή εξαιρετικών μουσικών κατά την διάρκεια των ηχογραφήσεων.
Η αλήθεια είναι ότι ακούμε κάτι από Cohen, κάτι από National και φυσικά μπόλικο Nick Cave. Θα μπορούσες να παραθέσεις τις κυριότερες επιρροές σου;
Σίγουρα αυτές που προανέφερες. Ο Cohen, ο Cave και ο Bowie είναι νομίζω οι κυριότερες επιρροές αυτού του άλμπουμ αλλά και οι δικές μου προσωπικά. Από εκεί και πέρα στον δημιουργικό μου κομμάτι νομίζω έχω επηρεαστεί αρκετά από πολλούς ακόμα. H Brit σκηνή σίγουρα με έχει επηρεάσει αρκετά, με μπάντες όπως οι Smiths, οι Radiohead, οι Pulp και άλλοι. Σημαντικές επίσης είναι οι επιρροές μου από την Αμερική και τον Καναδά, με ονόματα όπως ο Lou Reed, ο Townes Van Zandt, o Neil Young, o Mark Lanegan και πολλοί ακόμη.
Η υποβλητική ατμόσφαιρα είναι κάποιες φορές δίκοπο μαχαίρι- κάποιους τους μαγεύει και άλλους τους τρομάζει. Δε φοβήθηκες μήπως οι δεύτεροι σου φορέσουν την ταμπέλα του «μελαγχολικού»;
Ο κάθε άνθρωπος αντιλαμβάνεται κάθε τι μέσα από το δικό του πρίσμα, αυτό συμβαίνει έτσι και αλλιώς. Είναι αδύνατο να καταφέρεις να πιάσεις όλους εκείνους που θα ακούσουν τα τραγούδια σου και επίσης δεν είναι normal να αρέσεις σε όλους. Το θέμα με τις ταμπέλες δεν με απασχολεί καθόλου. Σε κάθε προσωπικό έργο και σε οποιαδήποτε τέχνη συνυπάρχει η χαρά, η λύπη, η ζωή, ο θάνατος, όλα. Εμένα προσωπικά με ενδιαφέρει μέσω της μουσικής μου να αναδείξω θέματα τα οποία απασχολούν εμένα αλλά θεωρώ πως απασχολούν ή πρέπει να απασχολούν και τους άλλους και σε καμία περίπτωση δεν με ενδιαφέρει να είμαι διασκεδαστής, καθώς πιστεύω πως όποιος ψάχνει κάτι τέτοιο είναι πολύ εύκολο να το βρει.
Γενικά οι Έλληνες λατρεύουμε τις ταμπέλες. Αν σου έδινα τη δυνατότητα να «φορέσεις» μία μουσική ταυτότητα, ποια θα επέλεγες; Πχ εναλλακτική rock, ανεξάρτητη (αυτό που λέμε indie), blues;
Μου αρέσει ο όρος της ανεξάρτητης rock, με απελευθερώνει, είναι πιο «ελαφριά» ταμπέλα.
Είχα διαβάσει μία δήλωση σου σχετικά με τον τίτλο του άλμπουμ. Αν θυμάμαι καλά, γεννήθηκε σαν ιδέα μετά από μία απρόσμενη συνάντηση. Θα ήθελες να μοιραστείς αυτή την ιστορία και με τους αναγνώστες μας;
Αυτό ακριβώς ναι, το ομώνυμο τραγούδι του άλμπουμ είναι η καταγραφή της συνομιλίας μου με τον άνθρωπο ο οποίος αποτέλεσε το έναυσμα να γράψω αυτόν τον δίσκο. Ήταν ένας άστεγος άνθρωπος, καθηλωμένος σε ένα αναπηρικό καροτσάκι, που ζει για χρόνια έξω από τον σταθμό του Finchley. Όταν τον πλησίασα και προσπάθησα να του μιλήσω και να τον βοηθήσω, εκείνος μου απάντησε με την φράση “Man, there’s no way down on Finchley Road” Τα λόγια του ήταν καταλυτικά και με ώθησαν στην δημιουργία του ομώνυμου τραγουδιού που τελικά έδωσε και το όνομα σε ολόκληρο το άλμπουμ.
Ας προσπεράσουμε τον τίτλο κι ας μείνουμε στο περιεχόμενο. Ποιοι ήταν οι κύριοι άξονες που σε ενέπνευσαν ;
To άλμπουμ αποτελείται από 10 ιστορίες κυρίως αυτοβιογραφικού χαρακτήρα. Έχει φωτεινά και σκοτεινά ερεθίσματα. Θα μπορούσα να πω πως εστιάζει στον ίδιο τον άνθρωπο. Μιλά για τον αληθινό έρωτα μέσα από το ανθρώπινο φίλτρο, συνυπάρχει η γέννηση και η απώλεια. Παράλληλα σε μεταφέρει στην ζόρικη πλευρά του δρόμου, εκεί που θα συναντήσεις τον άστεγο σαμάνο ή τον πρόσφυγα του “The Boat”. Όλα όσα συνυπάρχουν στην ζωή, σαν μια μικρογραφία μιας σύγχρονης πόλης που όλα γεννιούνται και όλα πεθαίνουν μαζί. Αυτές οι σκέψεις νομίζω πως ήταν καθοριστικές για να με ωθήσουν στην δημιουργία αυτού του άλμπουμ.
Αλήθεια, πώς προτιμάς να δημιουργείς μουσική; Κάθεσαι κάτω και στύβεις το μυαλό σου για να βρεις στίχους που κάνουν ρίμα ή σημειώνεις κάθε επιφοίτηση και στο τέλος τις αθροίζεις;
Τις περισσότερες φορές τα τραγούδια έρχονται και με βρίσκουν μόνα τους. Έτσι ξεκινάει συνήθως. Όταν βρίσκομαι στην συναισθηματική κατάσταση να γράψω ένα νέο κομμάτι κάθομαι με ένα πιάνο ή μια κιθάρα και ηχογραφώ την πρώτη ιδέα με λόγο και μουσική. Όσο τρελό και αν σου ακουστεί αυτό, σπάνια αλλάζω την μουσική αλλά και τα λόγια από αυτή την πρώτη στιγμή που γράφω ένα τραγούδι. Στο άλμπουμ “Finchley Road”, τα περισσότερα, για να μην πω όλα τα τραγούδια, τα έγραψα με αυτό τον τρόπο. Πιστεύω πως η στιγμή της έμπνευσης είναι κάτι μαγικό και είναι σπάνιο να καταφέρεις να την ξεπεράσεις. Από εκεί και πέρα προσπαθείς να την μιμηθείς.
Μιας και έχεις περάσει ένα μεγάλο διάστημα στο Ηνωμένο Βασίλειο, πού θα έλεγες πως εντοπίζονται οι βασικές διαφορές νοοτροπίας ανάμεσα στους Έλληνες και τους Βρετανούς; Όχι μόνο όσον αφορά τις τέχνες και τη στήριξη στις τοπικές σκηνές αλλά και σε πιο κοινωνικό πλαίσιο.
Δεν υπάρχει γη της επαγγελίας. Όλοι οι τόποι έχουν τις δυσκολίες τους. Οι βασική διαφορά της Αγγλίας και της Ελλάδας είναι πως στην Αγγλία θα συναντήσεις περισσότερη αξιοκρατία και περισσότερες ευκαιρίες. Όχι πως τα πράγματα είναι εύκολα και εκεί βέβαια, σε καμία περίπτωση. Μια διαφορά επίσης πολύ σημαντική είναι πως οι Άγγλοι είναι πολύ τοπικιστές και στηρίζουν πολύ την σκηνή τους. Εδώ συμβαίνει το αντίθετο, οι Έλληνες στηρίζουν ό,τι έρχεται απέξω και όχι τους δικούς τους. Στο κοινωνικό κομμάτι νομίζω ότι δεν υπάρχει καμία διαφορά. Η Ευρώπη ολόκληρη παλιώνει γενικά. Μπορεί στην Ελλάδα, η οποία έχει απογυμνωθεί γενικά από τη μακρά κρίση, αυτό να είναι πιο ορατό αλλά δυστυχώς η έκπτωση των κοινωνικών αξιών είναι κάτι που συμβαίνει παντού. Σε κάθε χώρα της Ευρώπης πλέον συναντάς αυτά τα φαινόμενα ακραίας φτωχοποίησης να διάγουν παράλληλες ζωές με εκείνους που ζουν το ευρωπαϊκό όνειρο και όλους τους «πετυχημένους» να κοιτούν με αποστροφή τους «αποτυχημένους».
Είχα την τύχη να δω τους Dustbowl ζωντανά και πρέπει να πω ότι εντυπωσιάστηκα. Άρτιο σχήμα όσον αφορά τον ήχο ενώ παράλληλα φτιάξατε πολύ καλή σύνδεση με το κοινό. Πώς προέκυψε η σύμπραξη σου με μια μπάντα που συμπληρώνει αισίως 12 χρόνια ζωής;
Το ηχητικό αποτέλεσμα που βγάζουν οι Dustbowl αντικατοπτρίζει και την σχέση που έχουν τα μέλη της μπάντας της. Αποτελούν μια μουσική οικογένεια που έχει εξελιχθεί πολύ στον χρόνο και συνεχίζει να εξελίσσεται. Εγώ παρακολουθούσα την μπάντα και πριν γίνω μέλος της και την εκτιμούσα πολύ. Κάποια στιγμή τα παιδιά βρέθηκαν σε ένα live μου και αμέσως μετά μου πρότειναν να τραγουδήσω στο νέο άλμπουμ που ετοίμαζαν. Η κοινή μας αγάπη για την Americana αλλά και το songwriting μας οδήγησε στο να δημιουργήσουμε μαζί το “The Great Fandango” για το οποίο είμαι πολύ περήφανος που συμμετέχω.
Υπάρχει ένα μεγάλο χάσμα ανάμεσα στην blues-country rock του “The Great Fandango” και στη σκοτεινή alt του “Finchley Road”. Καταφέρνεις να ισορροπήσεις ανάμεσα στις δύο αυτές «προσωπικότητες» ;
Όπως προανέφερα αγαπώ πάρα πολύ το songwriting. Αυτό είναι η αρχή και το τέλος για μένα στην μουσική. Δεν έχει σημασία το ύφος ή ο ήχος. Η μουσική που γράφω εγώ πάντα με οδηγεί σε μια πιο noir αισθητική από αυτή την Αlt Americana που υπάρχει στους Dustbowl. Ο κανόνας είναι πάντως πως όταν υπάρχουν ωραία τραγούδια, υπάρχει πάντα ένας καλός λόγος να κάνεις μουσική. Αυτή η δημιουργική διαδικασία με ισορροπεί απόλυτα, ανεξάρτητα από το αν γράφω τα προσωπικά μου τραγούδια ή αν γράφω με τους Dustbowl.
Έχοντας δοκιμάσει και τα δύο, προτιμάς να είσαι σε συγκρότημα ή να παίζεις και να δημιουργείς σόλο;
Και τα δύο έχουν την δική τους ξεχωριστή σημασία για μένα. Όταν είσαι μέλος μιας μπάντας, και ειδικά μιας μπάντας σαν τους Dustbowl, σίγουρα τα πράγματα είναι πιο εύκολα, βάζεις φυσικά πολλή προσωπική δουλειά, αλλά αυτή μοιράζεται και ο καθένας βάζει το δικό του λιθαράκι. Όταν είσαι μόνος τα πράγματα είναι πιο πιεστικά, πρέπει να παλεύεις μόνος με τους δαίμονες σου, πρέπει να μπορείς να λύσεις όλα τα προβλήματα μόνος, να μπορείς να χρηματοδοτείς τα πάντα, να κάνεις την σωστή επιλογή συνεργατών, όταν όμως έρθει η ώρα που ένα άλμπουμ πχ. όπως τώρα τελειώνει και εσύ είσαι ικανοποιημένος από αυτό, τότε το συναίσθημα είναι ανεπανάληπτο.
Απ’ όσο γνωρίζω ασκείς και το επάγγελμα του κοινωνικού λειτουργού. Σε έχει επηρεάσει δημιουργικά ο συγκερασμός των δύο αντικειμένων;
Ναι φυσικά. Είναι μια δουλειά που σε επηρεάζει καθημερινά πολύ. Για τη ακρίβεια, δεν είναι δουλειά. Είναι επιλογή. Μια επιλογή που πολλές φορές σε δυσκολεύει αλλά αξίζει τον κόπο. Υπάρχουν οι στιγμές που πραγματικά είναι πολύ δύσκολες και σε κάνουν να τα βλέπεις όλα μαύρα. Εκεί ακριβώς έρχεται η μουσική να σε καθαρίσει, όταν όλα δείχνουν να ζορίζουν, όταν δεν μπορείς να εκφραστείς με λόγια γιατί νιώθεις οι λέξεις κάπου να σφηνώνουν, μπορείς να το κάνεις πολύ καλά μέσω της μουσικής.
Η παραπάνω δουλειά δεν είναι ένα απλό επάγγελμα, είναι λειτούργημα, σε ένα δίκαιο κράτος θα έπρεπε να είναι από τους πυλώνες τις κοινωνίας και δυστυχώς εδώ συνεχώς υποβαθμίζεται. Δεν είναι κολακείες, τυγχάνει το αντικείμενο των σπουδών μου να είναι συναφές και η αναλγησία της διοίκησης και των αρχών είναι πολλές φορές απογοητευτική. Είναι τελικά οι Έλληνες προκατειλημμένοι απέναντι σε επαγγέλματα με ξεκάθαρο κοινωνικό πρόσημο;
Καταρχάς γνωρίζουμε πως σε μια περίοδο οικονομικής ύφεσης όπως αυτή που βιώνουμε σήμερα στην Ελλάδα το πρώτο πράγμα που πλήττεται είναι οι κοινωνικές δομές και ό,τι στηρίζει αυτούς που έχουν την περισσότερη ανάγκη. Η κοινωνική συνείδηση συνδέεται άμεσα με την ανταποδοτικότητα που προϋποθέτουν οι κοινωνικές δράσεις που πρέπει να δημιουργούνται μέσω δομών και υπηρεσιών. Η κοινωνική συνείδηση επίσης ενδυναμώνεται όσο οι πολίτες διαπιστώνουν ότι οι διαμορφωμένοι τρόποι κοινής συνεννόησης και δράσης εφαρμόζονται. Αν λοιπόν σκεφτούμε όλα τα παραπάνω και τα ζυγίσουμε μαζί με τις ανάγκες και τις αγωνίες του σύγχρονου ανθρώπου μπορούμε να αντιληφθούμε γιατί οι Έλληνες είναι προκατειλημμένοι στα κοινωνικά επαγγέλματα και στρέφονται προς τα πιο τεχνοκρατικά. Το «εγώ» νικάει το «εμείς».
Μέσα στα χρόνια της κρίσης οι άνθρωποι έχουν ενωθεί ή εν τέλει στράφηκαν ακόμη περισσότερο στο μότο «ο σώζων εαυτόν σωθήτω»;
Είναι η συνέχεια της παραπάνω απάντησης. Νομίζω πως τους ανθρώπους τους μονώνει πολύ αυτή η ακραία οικονομική κρίση και τους καθιστά ατομιστές. Ο καθένας προσπαθεί να ζει και επιβιώνει μέσα στον δικό του μικρόκοσμο μακριά από τα προβλήματα των άλλων. Ίσως είναι και λογικό που συμβαίνει όσο και αν με απογοητεύει.
Πρέπει η τέχνη να παίρνει θέση σε ζωτικής σημασίας ζητήματα που αφορούν την κοινωνία ή καλύτερα να βολευτεί σε μουσειακά αποστειρωμένα ράφια και να υπερασπιστεί την αγνότητα της, αφού «η τέχνη πρέπει να είναι για την τέχνη»;
Σαφέστατα ναι. Η τέχνη πρέπει να είναι για τους ανθρώπους και όχι για τον εαυτό της και για τους λίγους, ειδικά σε μια εποχή που απουσιάζουν τα ερεθίσματα εκείνα και βιώνουμε μια βαλτώδη κατάσταση για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η μουσική στην δική μου ζωή έχει έναν απόλυτα ριζοσπαστικό ρόλο. Έχει έρθει νομίζω η ώρα και είναι επιτακτική η ανάγκη να γυρίσουμε να κοιτάξουμε βαθιά μέσα στον εαυτό μας και στο συναίσθημα μας. Να ψάξουμε μορφές έκφρασης. Η μουσική ήταν, είναι και θα είναι μια από τις σημαντικότερες.
Θα μπορούσε η ενασχόληση με δημιουργικές δραστηριότητες, όπως για παράδειγμα με τη μουσική, να βοηθήσει στην επανένταξη παιδιών με οικογενειακές και συναισθηματικές δυσκολίες;
Σκέψου πως τα πρώτα βήματα της μουσικοθεραπείας ξεκίνησαν μετά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, στην Βρετανία, όταν οι ειδικοί κλήθηκαν να διαχειριστούν το μετατραυματικό στρες των βετεράνων στρατιωτών που επέστρεψαν από τον πόλεμο. Τα παιδιά ανταποκρίνονται πάρα πολύ καλά στην μουσική. Μέσω της μουσικής καταφέρνεις να δημιουργήσεις το εργαλείο επικοινωνίας μεταξύ ενός ειδικού και ενός παιδιού. Τα παιδιά ανταποκρίνονται επίσης στην μουσική και τον ρυθμό από τα πρώτα χρόνια της ζωής τους. Η μουσική στηρίζεται στον μη λεκτικό τρόπο επικοινωνίας, επικεντρώνεται στο συναίσθημα και μπορεί να λειτουργήσει θεραπευτικά σε πολλά προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Λειτουργεί πάρα πολύ καλά σε παιδιά που αντιμετωπίζουν οικογενειακά και κοινωνικά προβλήματα, τραυματικές εμπειρίες καθώς και άλλες διαταραχές όπως ο αυτισμός, η υπερκινητικότητα, οι μαθησιακές δυσκολίες, τα προβλήματα συμπεριφοράς κ.ά.
Ο Χένρι Μίλλερ είχε γράψει πως “η ζωή συνίσταται στο τι σκέφτεται ένας άνθρωπος κατά τη διάρκεια της μέρας”. Αν αλλάξουν οι σκέψεις ενός ανθρώπου, θα αλλάξει και το νόημα της ζωής του. Κι αν αλλάξει το νόημα της ζωής του, θα μπορέσει να αλλάξει τη ροή του κόσμου; Εν ολίγοις, μπορεί μία μονάδα να επηρεάσει το σύνολο;
Η ροή του κόσμου είναι παράλληλη με την ροή του χρόνου. Η κίνηση και η αλλαγή θα πρέπει να είναι αυτό που καθορίζει την ροή του κόσμου. Αυτό είναι το υγιές. Ο άνθρωπος μπορεί να επηρεάσει ένα μικρό σύστημα γύρω του αλλά είναι τόσο μικρό που είναι απογοητευτικό. Για αυτό είναι καλύτερα να στραφείς στον εαυτό σου, να μπεις εσύ βαθιά μέσα σου και να δεις, να οραματιστείς ό,τι θα ήθελες να δεις στους γύρω σου. Ο Γκάντι έλεγε πως εσύ ο ίδιος πρέπει να είσαι η αλλαγή που εύχεσαι να δεις στον κόσμο.
Θεωρείς τον εαυτό σου ρομαντικό ή ρεαλιστή;
Αθεράπευτα ρομαντικό με συχνές κρίσεις ακραίου και κυνικού ρεαλισμού!
Ποια είναι τα πλάνα σου για το προσεχές μέλλον;
Στα μουσικά, ένα επερχόμενο Live στην Αθήνα, την Παρασκευή 2 Μαρτίου στην Death Disco στο κέντρο της Αθήνας. Παράλληλα είμαστε στην διαδικασία που οργανώνουμε και κάποια live εκτός Ελλάδας, κυρίως για Αγγλία. Παράλληλα γράφω ήδη αρκετά νέα κομμάτια και αρχίζω να σχηματίζω την εικόνα του επόμενου άλμπουμ που θα έρθει.
Για το τέλος, θα ήθελες να πεις κάτι στους αναγνώστες του Μικροφώνου;
Ελπίζω να με ανεχτούν, να με διαβάσουν και να με ακούσουν. Είναι σημαντική η δουλειά που γίνεται από το Μικρόφωνο, καθώς υπάρχουν πολλά όμορφα πράγματα που συμβαίνουν, αξίζει να δημιουργούμε όμορφες ομάδες και να αλληλοϋποστηριζόμαστε. Να χρησιμοποιούν κάθε τι που υπάρχει για να μάθουν τι πραγματικά γίνεται εκεί έξω, κάθε εναλλακτική πηγή, καθώς έχουμε βάλει μια πολύ υψηλή τιμή στην ελευθερία της έκφρασης και ο δημόσιος χώρος συχνά κακοποιείται.
Copyright φωτογραφικού υλικού: Τηλέμαχος Παπαδόπουλος