Μια από τις 5 καλύτερες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου
Η ατάκα «Στέλλα κρατάω μαχαίρι», πρωτακούστηκε στις 21 Νοεμβρίου 1955, στην ταινία “Στέλλα” του 33χρονου τότε σκηνοθέτη, Μιχάλη Κακογιάννη, και κέρδισε αμέσως μια σημαντική θέση στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου. Πράγμα καθόλου τυχαίο, αφού συνεργάστηκαν γι’ αυτήν μερικές από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της Ελλάδας του 20ού αιώνα. Ήταν μεγάλη εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία. Το σενάριο βασίστηκε στο άπαιχτο έως τότε, θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη “Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια”.
Η “Στέλλα” είναι για την Μελίνα Μερκούρη η πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση και θα της σημαδέψει για πάντα την ζωή. Εκτός από την παγκόσμια αναγνώριση και το ξεκίνημα της διεθνής της καριέρας, η ταινία γίνεται η αφορμή να γνωρίσει στο κινηματογραφικό φεστιβάλ των Καννών όπου προβλήθηκε την ίδια χρονιά, τον άντρα της ζωής της, τον Γαλλοεβραίο σκηνοθέτη Ζυλ Ντασέν, και να γίνει η μούσα για τις επόμενες ταινίες του.
Το σενάριο ο Καμπανέλλης το εμπνέεται από την ιστορία της Κάρμεν του Μεριμέ, και διαδραματίζεται στον Πειραιά. Κάποιες σκηνές (με αποκορύφωμα εκείνη του μαχαιρώματος) έχουν γυριστεί στα Εξάρχεια και την ευρύτερη περιοχή του κέντρου της Αθήνας.
Η Στέλλα (Μελίνα Μερκούρη), είναι μια τραγουδίστρια στο λαϊκό μαγαζί «Ο Παράδεισος». Είναι πανέμορφη, εκρηκτική, και ασυνήθιστη για την εποχή γυναίκα. Ερωτεύεται με πάθος, και χωρίζει τους εραστές της όταν ερωτεύεται το επόμενο αρσενικό που την συνεπαίρνει. Δεν ακολουθεί τα στερεότυπα της συντηρητικής ελληνικής κοινωνίας του 1950 που βάζουν τις Ελληνίες σε καλούπια, τα χλευάζει και προκαλεί με την ζωή και την συμπεριφορά της.
Όταν γνωρίζει τον Μίλτο (Γιώργος Φούντας), ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού, αισθάνεται ακατανίκητη έλξη γι’ αυτόν και εκείνος το ίδιο. Διακόπτει αμέσως τον δεσμό της με τον Αλέκο (Αλέκος Αλεξανδράκης), ένα πλουσιόπαιδο που η οικογένειά του δεν έβλεπε με καλό μάτι την σχέση τους. Ο Μίλτος θέλει να την παντρευτεί, να κάνει οικογένεια μαζί της. Εκείνη δέχεται, αλλά το μετανιώνει σχεδόν αμέσως. Τον αγαπάει, αλλά αγαπά την ελευθερία της περισσότερο. Την ημέρα του γάμου τους τον στήνει στην εκκλησία και περνά τη νύχτα της με τον Αντώνη (Κώστας Κακκαβάς), ένα νεαρό που γνώρισε τυχαία στο δρόμο. Τα ξημερώματα, επιστρέφει στο σπίτι της και έρχεται αντιμέτωπη με την οργή του Μίλτου που την περιμένει να γυρίσει, και την σκοτώνει, τιμωρώντας την απιστία της και την άρνησή της να υποταχθεί σ’ αυτόν. Ξεψυχά στην αγκαλιά του, του ζητά να την φιλήσει, κι εμείς βλέπουμε στην τραγικότητα της στιγμής, μια από τις συγκλονιστικότερες σκηνές του ελληνικού κινηματογράφου.
Ο Κακογιάννης συνδυάζει τον ιταλικό νεορεαλισμό με στοιχεία από την αρχαία τραγωδία και το μελόδραμα. Ο σκηνοθέτης είναι επηρεασμένος ακόμα και από τον αμερικανικό κινηματογράφο της εποχής. Βρίσκουμε αναφορές σε ταινίες της Μέριλιν Μονρόε, καθώς και στην ταινία “Όσο υπάρχουν άνθρωποι” (στην σκηνή του φιλιού στην παραλία).
Η “Στέλλα” δέχτηκε σκληρή κριτική, ακόμα και από τα έντυπα της υποτιθέμενης προοδευτικής Αριστεράς, και κατακρίθηκε, γιατί τόλμησε να μιλήσει για μια γυναίκα- σύμβολο του ελεύθερου, αντισυμβατικού έρωτα. Ο Κώστας Σταματίου της “Αυγής” γράφει για την «Στέλλα”: «Αυτό που βλέπουμε είναι ένα ξεδιάντροπο μελόδραμα, που προβάλλει ό,τι χαμηλότερο, ό,τι πιο “λούμπεν”, ό,τι πιο χυδαίο και καθυστερημένο στοιχείο υπάρχει στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Είναι ένα καλομελετημένο συνοθύλευμα χυδαίου νατουραλισμού, μοιρολατρίας γαλλικής σχολής (της προπολεμικής εποχής), ψευτοελληνικού λαογραφικού στοιχείου (σερβίρει στους ξένους για Ελλάδα τα τουρκοανατολίτικα μπουζούκια -που κι εδώ πέρασε η μόδα τους-, το νταηλίκι, την σεξουαλική ασυδοσία, το σουγιάδιασμα, την αλητεία κλπ.) ψεύτικης τολμηρότητας(…)».
Μια ακόμα από τις αυστηρές κριτικές για την ταινία είναι αυτή του Αντώνη Μοσχοβάκη στην “Επιθεώρηση της Τέχνης”: «Η χυδαιότητα και η ξετσιπωσιά παρουσιάζονται σαν ηρωισμός. Η μαγκιά και το σερτιλίκι, σαν παλληκαριά (…). Το ξετραχηλισμένο αυτό γύναιο, η γυναίκα που δεν θέλει να παντρευτεί για να ‘χει το ελεύθερο να γλεντάει τη ζωή της, είναι ένας χαρακτήρας; Πιστεύουν πως η προσπάθειά της, η “πάλη” της να προασπίσει μιαν ανήθικη, μια διεστραμμένη ασυδοσία, μπορεί να κινήσει τη συμπάθεια ή το θαυμασμό, ή πως το μαχαίρωμά της από έναν αλήτη είναι τραγωδία; Ο κ. Κακογιάννης, ξένος ακόμα στον τόπο μας, χρωστάει να μελετήσει βαθύτερα την ελληνική πραγματικότητα που μπορεί να περιλαμβάνει ακόμα, σ’ έναν κάποιο βαθμό, τα μπουζούκια, δεν κλείνεται όμως σ’ αυτά. Η αισθητική του συνταύτιση με τον θιασώτη των μπουζουκιών και συνθέτη του “Καταραμένου φιδιού” Μάνο Χατζηδάκι είναι το λιγότερο αποκαρδιωτική. Όπως κι εκείνος, δε θα συγκινήσει παρά μόνο τους εστέτ».
Υπήρξαν όμως και εξαιρετικές κριτικές, από την Ροζίτα Σώκου και την Ελένη Βλάχου, που είδαν την ταινία, σαν μια, επιτέλους υπολογίσιμη δύναμη στον χώρο του ευρωπαϊκού κινηματογράφου.
Τα σχόλια του ξένου τύπου ήταν ιδιαιτέρως ευνοϊκά για την ηρωίδα της ταινίας, και για την Μελίνα, που πρέσβευε φιλελεύθερες αντιλήψεις. Η ταινία γνώρισε μεγάλο θρίαμβο στο Φεστιβάλ των Καννών. Ήταν υποψήφια και φαβορί για τον Χρυσό Φοίνικα, που λανσαρίστηκε ως βραβείο εκείνη την χρονιά, και για το βραβείο Α’ γυναικείου ρόλου, αλλά τελικά δεν κέρδισε κανένα από τα δύο. Εκείνη την χρονιά καμία ηθοποιός δε βραβεύεται, επειδή η επιτροπή είχε διχαστεί ανάμεσα σ’ εκείνη και στην Αμερικανίδα Μπέτσι Μπλερ. Η Ιταλίδα ηθοποιός Ίζα Μιράντα, μέλος της επιτροπής, έδωσε στη Μερκούρη ένα ειδικό βραβείο, το «Isa Miranda» για την ερμηνεία της, και μια κούκλα για να την παρηγορήσει. Στο ίδιο φεστιβάλ ο Ζιλ Ντασέν κερδίζει το βραβείο σκηνοθεσίας για το «Ριφιφί». Η παραγωγή ήταν της Μήλλας Φιλμ. Το 1956 διακρίθηκε με την Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ξένης ταινίας και με το βραβείο καλύτερης ταινίας ρετροσπεκτίβας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1960. Επίσης η Ντένη Βαχλιώτη προτάθηκε για το Όσκαρ ενδυματολογίας.
Η ερμηνεία της Μελίνας Μερκούρη είναι συγκλονιστική στο ρόλο της γυναίκας που θέλει να ζήσει ελεύθερη και ανεξάρτητη κι αποτέλεσε το διαβατήριό της για τη διεθνή καριέρα που ακολούθησε. Σπουδαίες ερμηνείες δίνουν και οι υπόλοιποι πρωταγωνιστές της ταινίας, ανεξάρτητα από το μέγεθος του ρόλου τους: ο Γιώργος Φούντας, ο πρωτοεμφανιζόμενος Κώστας Κακκαβάς, η «τραγουδίστρια της νίκης» Σοφία Βέμπο (Μαρία), ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος (Μήτσος), η Βούλα Ζουμπουλάκη (Αννέτα), η Χριστίνα Καλογερίκου (μητέρα του Μίλτου) και η Τασσώ Καββαδία (αδελφή του Αλέκου).
Υποτίθεται πως το σενάριο της ταινίας εξελίσσεται στις φτωχογειτονιές του Πειραιά. Δεν είναι έτσι όμως. Το σημείο που γυρίστηκε η σκηνή του φόνου της Στέλλας, εκείνο το χαρακτηριστικό για εκείνη την εποχή, τρίστρατο, βρίσκεται στη συμβολή των οδών Καλλιδρομίου, Πλαπούτα και Τσαμαδού στα Εξάρχεια. Εμφανίζονται σκηνές που έχουν γυριστεί στον Πειραιά, την Καστέλλα και το Μικρολίμανο αλλά υπάρχει και η πλατεία Αβησσυνίας, η οδός Ηφαίστου, η πλατεία Μοναστηρακίου, η Πύλη της Ρωμαϊκής Αγοράς, το Α’ Νεκροταφείο και η οδός Αναπαύσεως, η Ερμού, η Όθωνος και η Αμαλίας στο Σύνταγμα, η Βουκουρεστίου, η Πανεπιστημίου, η Χαριλάου Τρικούπη, η Πεσματζόγλου, το Αρσάκειο, τα δικαστήρια της οδού Σανταρόζα, οι ανηφοριές του Λυκαβηττού.
Πρωταγωνιστούν εκτός από την Μελίνα Μερκούρη, οι ηθοποιοί: Γιώργος Φούντας, Αλέκος Αλεξανδράκης, Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, Χριστίνα Καλογερίκου, Σοφία Βέμπο, Κώστας Κακκαβάς (πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση), Βούλα Ζουμπουλάκη, Τασσώ Καββαδία. Ήταν η πιο εμπορική της σεζόν 1955-1956, από τις 24 συνολικά ελληνικές παραγωγές που προβλήθηκαν καθώς «έκοψε» 134.142 εισιτήρια!
Τα σκηνικά δημιούργησε ο Γιάννης Τσαρούχης, τα κοστούμια η Ντένη Βαχλιώτη, την αφίσα της ταινίας φιλοτέχνησε ο ζωγράφος και «μάγος» της γιγαντοαφίσας Γιώργος Βακιρτζής, στη συγγραφή του σεναρίου συμμετείχε και ο Ιάκωβος Καμπανέλλης. Ο Μάνος Χατζιδάκις έγραψε τη μουσική με τη βοήθεια του Βασίλη Τσιτσάνη. Στην ταινία ακούγονται τα τραγούδια “Ο μήνας έχει 13” με την Σοφία Βέμπο, “Εφτά τραγούδια θα σου πω” με την Βούλα Ζουμπουλάκη, “Το φεγγάρι είναι κόκκινο” με τη Σοφία Βέμπο.
Για την Μερκούρη και τον νεότατο τότε Κακαβά ήταν η πρώτη εμφάνιση στον κινηματογράφο. Ο ηθοποιός χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο Κώστας Καράλης καθώς, όπως ο ίδιος είχε πει σε παλαιότερη συνέντευξή του, δεν ήθελε να μπει το πραγματικό του όνομα στους τίτλους, επειδή δεν συμφωνούσαν οι δικοί του! Το ψευδώνυμο του το βρήκε η Μερκούρη.
Τους στίχους του τραγουδιού «Αγάπη που ‘γινες δίκοπο μαχαίρι», που ακούγεται στην ταινία, έγραψε ο ίδιος ο Μιχάλης Κακογιάννης.
https://youtu.be/VRD4eoybQEU
https://youtu.be/hsNLUB-6bxQ