«Αυτή μέχρι και μουστάκι θα σε βάλει να ξυρίσεις».51 χρόνια μετά και κάθε φορά περιμένω να φτάσει η σκηνή με την απίστευτη στιχομυθία Βογιατζή-Γεωργιτση για να ακούσω την ατάκα αυτή. Υπάρχει μεγαλύτερη επιτυχία για έναν δημιουργό από το να εξασφαλίσει την διαχρονικότητα των έργων του, να καθηλώνει γενιές και γενιές και να διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον για τις ταινίες του στο πέρασμα των καιρών; Ο Δαλιανίδης το κατάφερε. Αριστοτέχνης στο είδος του δημιούργησε την δική του «κινηματογραφική σχολή» και έμεινε στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου ως ο «πατέρας του μιούζικαλ». Μεγάλο μέρος της επιτυχίας των ταινιών του, όπως και των περισσοτέρων του κλασσικού κινηματογράφου οφείλεται στον αυτοσχεδιασμό, ατάκες που έμειναν στην ιστορία αποτελούσαν απλά μια έμπνευση της στιγμής και κανείς δεν περίμενε τον αντίκτυπο που θα είχαν στον κόσμο μέχρι και σήμερα.

Ένα από τα επιτυχημένα μιούζικαλ όπως «μαρτυρήθηκε» ήταν και «Οι θαλασσιές οι χάντρες». Αμφίσημος τίτλος που παρέπεμπε στις χάντρες από το κομπολόι και στα καταγάλανα μάτια του πρωταγωνιστή, Φαίδωνα Γεωργίτση. Η τριπλέτα της επιτυχίας, Δαλιανίδης-Φίνος-Πλέσσας ενώνουν τις δυνάμεις τους για μια ακόμη φορά και μεγαλουργούν. Ενα επιτελείο δυνατών ηθοποιών αποτελούμενο από τους Κώστα Βουτσά, Ζωή Λάσκαρη, Μάρθα Καραγιάννη, Φαίδωνα Γεωργίτση και Μαίρη Χρονοπούλου, με τους δυο τελευταίους να συμμετέχουν για πρώτη φορά σε μιούζικαλ, δίνουν τον καλύτερο τους εαυτό και το αποτέλεσμα είναι αυτό που απολαμβάνουμε μισό αιώνα τώρα και θα συνεχίζουμε να απολαμβάνουμε εσαεί. Στις 20 Φεβρουαρίου 1967 κάνει πρεμιέρα στους κινηματόγραφους και κόβει 531.287 εισιτήρια εξασφαλίζοντας την 3η θέση ανάμεσα σε 117 ταινίες που προβλήθηκαν την ίδια χρονιά.
Με φόντο την νυχτερινή Πλάκα του 67’η Μαίρη (Ζωή Λάσκαρη), μια πλούσια κοπέλα προκαλεί προβλήματα σε μια παραδοσιακή, λαϊκή γειτονιά της Αθήνας ανοίγοντας ένα μαγαζί όπου παίζει μοντέρνα τραγούδια. Στο απέναντι μαγαζί, ο Φώτης (Φαίδων Γεωργίτσης), ο γόης της γειτονιάς που παίζει μπουζούκι, την ερωτεύεται και αρχίζει να κάνει θυσίες για να την κερδίσει. Ένα ειδύλλιο αναπτύσσεται ανάμεσα τους με εμπόδια και από τους κύκλους των δυο, όπου λήγουν αίσια. Το love story της Μαίρης και του Φώτη χρωματίζεται από τις μουσικές συνθέσεις του Μίμη Πλέσσα, την εξαιρετική ερμηνεία του Γιάννη Πουλόπουλου και τις χορογραφίες του Γιάννη Φλερύ και με τους ίδιους τους πρωταγωνιστές να συμμετέχουν στα μουσικοχορευτικά νούμερα. Χαρακτηριστικά στην σκηνή γνωριμίας της Μαίρης και του Φώτη βλέπουμε την Ζωή Λάσκαρη να τραγουδά το θρυλικό «Crazy Girl» ή τουλάχιστον έτσι φαινόταν, αφού η φωνή της ηθοποιού ήταν ντουμπλαρισμένη από την Αλέκα Κανελλίδου.
https://www.youtube.com/watch?v=Tct17yA0JYU
https://www.youtube.com/watch?v=8hlQxQBarlo
Το σκηνικό πίσω από την δημιουργία της ταινίας
Μετά τη διεθνή επιτυχία της ταινίας «Διπλοπενιές» από την εταιρία Δαμασκηνός-Μιχαηλίδης, ο Φίνος επιβάλλει στον Δαλιανίδη να βάλει περισσότερα Ελληνικά στοιχεία στα μιούζικαλ, να δημιουργήσει μια ταινία, που να προβάλλει την ελληνική κουλτούρα, την θέση άνδρα-γυναικας στη κοινωνία, ελληνικούς ήχους, το ελληνικό εθιμικό δίκαιο, όπως η τιμή της αδελφής, η συνεχής επίδειξη ανδρισμού με το μουστάκι και το πολλά βαρύ μάγκικο στυλ, ο λόγος του άνδρα στον αδελφό της αρραβωνιαστικιάς, με λίγα λόγια να παρουσιάσει την αυθεντική κοινωνία της Ελλάδας του 60’. Στόχος του Φίνου ήταν να κερδίσει την ξένη αγορά και τα κατάφερε.
Η «συμβολική» σημασία της ταινίας
Η ταινία μπορεί να εντάσσεται στις λεγόμενες «εμπορικές» ταινίες, που είχαν στόχο να ψυχαγωγησουν το κοινό, αλλά ήταν και μια ταινία αξιώσεων, προφανώς όχι αυτό που λέμε ποιοτικός κινηματογράφος, αλλά μια ταινία που μέσα από την διασκεδαστική της χροιά περνούσε κοινωνικούς προβληματισμούς της εποχής σχετικά με την θέση άνδρα-γυναίκας στην ελληνική κοινωνία, την ξενόφερτη ποπ κουλτούρα που εισβάλλει στην ελληνική πραγματικότητα και την λεγόμενη «αμερικανική» βοήθεια. Από την αρχή της ταινίας φαίνεται η σατιρική διάθεση του σκηνοθέτη για τον ελληνικό πολιτισμό, με μια ομάδα πλανόδιων πωλητών να διαφημίζει την πραμάτεια στους ξένους σε σπασμένα αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά. Ακολουθεί η χαρά των μικροπωλητών που γνωρίζουν έναν αμερικανό, τον Τζίμη (Γιώργος Τσιτσόπουλος) από τον οποίο περιμένουν ιδέες και κεφάλαια(η βοήθεια από την Αμερική). Έχουμε μια επιβολή της «γιεγιεδίστικης» μουσικής ιδεολογίας από την «καλή» κοινωνία, όχι επειδή άρεσε, αλλά επειδή έτσι ήταν η «μόδα» και έτσι έπρεπε με αφορμή το πολιτικό τοπίο στην Ελλάδα και την «αμερικανοκίνητη» δικτατορία, που επέβαλλε μια απομίμηση του αμερικανικού τρόπου ζωής και σκέψης.
Ακόμη, είναι η εποχή που ο άντρας καλείται να αποδείξει τον ανδρισμό του πέραν και εκτός της συμπαραδήλωσης ενός μουστακιού. Το περιστατικό με το μουστάκι του Φώτη συνδέεται και με την ανεπανάληπτη στιχομυθία Μεμά (Γιάννης Βογιατζής) και Φώτη (Φαίδων Γεωργίτσης):
ΜΕΜΑΣ : Φωτάκι, γιατί ‘μαι φίλος σου. Αυτό το κορίτσι θα σε κάνει να βογγήξεις!
ΦΩΤΗΣ: Ας βογγήξω…
ΜΕΜΑΣ: Η Μαίρη είναι από άλλο ανέκδοτο, έχει μεγάλο φόρο πολυτελείας!
ΦΩΤΗΣ: Κι εσένα, ρε, τί σε νοιάζει; Εσύ θα την πληρώσεις;
ΜΕΜΑΣ: Δεν είναι η Σοφίτσα που της έβαζες τις φωνές και σταμάταγε η ανάσα της ένα εικοσιτετράωρο!
ΦΩΤΗΣ: Καλά!
ΜΕΜΑΣ: Ε, όχι και καλά! Αυτή μέχρι και μουστάκι θα σε βάλει να ξυρίσεις. Να μου το θυμηθείς. Αυτή αν δεν σε κάνει φλώρο, εμένα να μην με λένε Μεμά!
Το παρασκήνιο πίσω από το χαστούκι
Μια από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές της ταινίας ήταν το χαστούκι του Γεωργίτση στη Λάσκαρη. Όπως είχε δηλώσει ο ίδιος ο Φαίδων Γεωργίτσης η σκηνή γυρίστηκε μια και καλή και ήταν απόλυτα αληθινή. Ο σκηνοθέτης Γιάννης Δαλιανίδης του είχε δώσει εντολή να δώσει αληθινό χαστούκι και να μην προειδοποιήσει την Λάσκαρη, ώστε να φαίνεται αυθόρμητη η αντίδραση της. Όταν ήρθε η ώρα για το χαστούκι η Λάσκαρη ξαφνιάστηκε.Τα έχασε. Αυτό ακριβώς το ξάφνιασμα ήθελε να αποτυπώσει ο Δαλιανίδης. Πριν προλάβει να αντιδράσει, μπήκε στη μέση εκείνος: “Εγώ του είπα να σουτ δώσει αυτό το χαστούκι, σταμάτα. Συγχαρητήρια. Ήσουν εξαιρετική, καταπληκτική”. Τα άκουσε η Ζωή αυτά και όλα καλά», εξομολογήθηκε ο Φαίδων Γεωργίτσης.
https://www.youtube.com/watch?v=4FU3cCliJVw
Λάσκαρη vs Καραγιάννη
Ανέκαθεν σε όλα τα εργασιακά περιβάλλοντα όταν συνυπάρχουν δυο ωραίες γυναίκες ο ανταγωνισμός είναι ανεβασμένος για το ποια θα υπερτερήσει πόσο μάλλον στον κινηματογράφο, όπου η ομορφιά και η γοητεία αποτελούν βασικά όπλα για την προβολή ενός ηθοποιού. Από την μια η ξανθιά καλλονή Ζωή Λάσκαρη και από την άλλη η εκρηκτική και χυμώδης Μάρθα Καραγιάννη. Για τους θεατές δεν υπήρχε σύγκριση, αφού η καθεμία ξεχώριζε με την λάμψη και το ταπεραμέντο της και είχε το δικό της, όπως θα λέγαμε σήμερα «fan club». Για τις ίδιες όμως δεν ίσχυε αυτό, μια θα έπρεπε να προβληθεί περισσότερο. Στην περίπτωση μας ο κλήρος έπεσε στη Λάσκαρη, αφού η Καραγιάννη κλήθηκε να δώσει την πιο κωμική της ερμηνεία, να «τσαλακωθεί» και να βγει από τον ρόλο του «sexy» κοριτσιού, που την είχαμε συνηθίσει. Όπως δήλωσε η Μάρθα Καραγιάννη σε παλαιότερη συνέντευξη της στα μισά των γυρισμάτων ήταν μαλωμένοι με τον Δαλιανίδη, αφού πίστευε ότι ήθελε να αναδείξει την Λάσκαρη.«Βγάζεις την Λάσκαρη ωραία και εμένα σαν κακομοίρα» ήταν η χαρακτηριστική φράση που του είχε πει. Ο Δαλιανίδης όμως πόνταρε πολλά στην ερμηνεία της Καραγιάννη και όντας πανέξυπνος της αφιέρωσε μια μεγάλη σκηνή, ώστε να κάνε το «κομμάτι» της στο χορό εντυπωσιάζοντας τα πλήθη.
Η Λάσκαρη «αναστατώνει» τις Κάννες
Ο στόχος του Φίνου να ανοιχτεί στην ξένη αγορά επιτυγχάνεται και η ταινία παρουσιάζεται στις Κάννες με τον τίτλο «Les Perles Grecques» προκαλώντας αίσθηση στο διεθνές κοινό, ενώ αποτελεί το πρώτο μιούζικαλ που προβάλλεται στο εξωτερικό. Παρ’όλο που μετείχε στο Φεστιβάλ δεν έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό σκέλος.
Το μεγαλύτερο ποσοστό της επιτυχίας που έκανε η ταινία στις Κάννες οφείλεται στην Ζωή Λάσκαρη. Η εμφάνιση της ελληνίδας καλλονής συζητήθηκε αρκετά εκείνη την περίοδο, καθώς θεωρήθηκε έντονα προκλητική για την συντηρητική Ελλάδα του 60’. Οι κριτικές ωστόσο ήταν αμφίρροπες. Κάποιοι έγραψαν για «άστοχη κίνηση», που δεν τιμά την ηθοποιό και επιτέθηκαν σε όσους την συμβούλεψαν να ξεχάσει τα «χειμερινά» της ρούχα στην Αθήνα, ενώ άλλοι μίλησαν για το ερωτικό ταπεραμέντο της Ζωής, που «αναστάτωσε» την Γαλλία. Το σίγουρο είναι ότι η παρουσία της έμεινε ανεξίτηλη και η ομορφιά της μάγεψε τους πάντες με πρώτους πρώτους τους γάλλους φωτορεπόρτερ που είχαν γίνει η σκιά της καθ’όλη την διάρκεια της παραμονής της εκεί.
Οι διάλογοι της ταινίας ήταν ντουμπλαρισμένοι στα γαλλικά, πάγια τακτική της εποχής για όλες τις ξένες ταινίες, που δεν «μιλούσαν» τις διεθνείς γλώσσες. Έτσι οι Γάλλοι δεν άκουσαν ποτέ την αληθινή φωνή της Ζωίτσας στη μεγάλη οθόνη… Αλλά για να λέμε την αλήθεια η γοητεία της ήταν τόση που λίγοι στάθηκαν στο πως θα ακουγόταν η φωνή της πραγματικά.
https://www.youtube.com/watch?v=lTpzyE_Dtjc