“Το 1935 κυκλοφορούσε στην Αθήνα σε μια καλαίσθητη έκδοση ένα περίεργο φυλλάδιο: “Ανδρέα Εμπειρίκου Υψικάμινος“. Το περιεχόμενό του δεν έμοιαζε με κανένα από τα καθιερωμένα είδη του έντεχνου λόγου, αλλά ούτε και με κανένα είδος λόγου -με κανένα είδος λογικής. Η σχολή του υπερρεαλισμού έκανε με την Υψικάμινο την πρώτη της εμφάνιση στην Ελλάδα επηρεάζοντας, άμεσα ή έμμεσα με τα ακατάληπτα και ασυνάρτητα στον μέσο αναγνώστη κείμενά της, όλη την κατοπινή ποιητική παραγωγή.
Τα ποιήματα της Υψικαμίνου εισήγαν τον υπερρεαλισμό γνήσιο και καθαρόαιμο. Ο Εμπειρικός, πιστός στη γραμμή του κινήματος, χρησιμοποιούσε την αυτόματη γραφή και αποδέσμευε έτσι από τους χώρους του υποσυνείδητου έναν πλούτο από εικόνες χωρίς λογικό ειρμό αλλά με τη γοητεία μιας νέας υπερ-πραγματικής (υπερρεαλιστικής) αίσθησης. Τα κομμάτια της συλλογής”ορόσημο” ενός νέου είδους ήταν γραμμένα σε πεζό λόγο κατεξοχήν στην καθαρεύουσα, ή φραστικά “κλίσε” από τη γλώσσα των εφημερίδων ή την επιστημονική ορολογία.
Ανδρέας Εμπειρίκος,”Τριαντάφυλλα στο παράθυρο”, από την Υψικάμινο (1935)
Το 1945 -έπειτα από μια δεκαετία- ο Εμπειρίκος κυκλοφόρησε την επόμενη συλλογή του Ενδοχώρα, με ποιήματα όμως γραμμένα αμέσως μετά την Υψικάμινο, μεταξύ 1934-37, εποχή γόνιμη σε νέες δοκιμές στη νεοελληνική ποίηση. Κυρίαρχη θέση το όνειρο και το ερωτικό ένστικτο στη φροϋδιανή του αδέσμευτη παντοδυναμία. Ένας δροσερός πρωτοφανέρωτος κόσμος, μια λυρική έκφραση αποδεσμευμένη από καθετί παλιό, γεμάτη από την ευδαιμονία της ελευθερίας. Το”υπερωκεάνιον που τραγουδά και πλέχει” παίρνει από αυτή την άποψη μια αξία συμβολική.” (ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, ΛΙΝΟΥ ΠΟΛΙΤΗ, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2003)
Η απαγγελία, από τον ηθοποιό Ανδρέα Νάτσιο, της τελευταίας στροφής του ποιήματος του Εμπειρίκου “Στροφές Στροφάλων” από την ταινία “Φτηνά Τσιγάρα”.
“Ο Ανδρέας Εμπειρίκος (1901 – 1975) γεννημένος στις 2 Σεπτεμβρίου στην Μπράιλα της Ρουμανίας, έζησε πολλά χρόνια στη Γαλλία και στην Αγγλία. Ως λογοτέχνης ανήκει στη γενιά του ’30, υπήρξε ο εισηγήτης του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα και ένας από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους του ελληνικού υπερρεαλισμού. Πολυδιαβασμένος και παραγωγικότατος, μελέτησε ιδιαίτερα φιλοσοφία και ψυχανάλυση (υπήρξε ο πρώτος Έλληνας ψυχαναλυτής και ο πρώτος Έλληνας ψυχαναλυτής που αναγνωρίστηκε από τη Γαλλική Ψυχαναλυτική Εταιρία, και κατ’ επέκταση από τη Διεθνή Ψυχαναλυτική Ένωση, ως “διδασκών ψυχαναλυτής”). Έχει γράψει εκτενή πεζογραφήματα, όπως “Ο Μέγας Ανατολικός”, “Ζεμφύρα ή το Μυστικόν της Πασιφάης”, που ωστόσο ο αδέσμευτος στην έκφραση ερωτισμός τους τα έκανε να μην μπορούν να δημοσιευτούν …
Μετά το 1960 φαίνεται πως έδωσε και μερικά νεότερα ποιήματα, απαγγελμένα καταπληκτικά από τον ίδιο (Ο Εμπειρίκος διαβάζει Εμπειρίκο, εκδ. Διόνυσος). Με εκφραστική λιτότητα και ενάργεια και με μια εντελώς νέα ωριμότητα, εκφράζεται μια πίστη ιδεαλιστική και η βαριά αίσθηση του θανάτου και του πεπρωμένου.” (ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, ΛΙΝΟΥ ΠΟΛΙΤΗ, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2003)
1. Οι Αθάνατοι 2. Ο Φωτοφράκτης 3. Οι Χαρταετοί 4. Η Πόρτα 5. Του Αιγάγρου (από την ποιητική συλλογή “Οκτάνα”, που εκφράζει ένα συγκροτημένο φιλοσοφικό και κοσμικό σύστημα, πραγματευόμενη τον έρωτα, τον θάνατο και το όραμα ενός νέου κόσμου ως βασικά θέματα)
- Ο Κορυδαλλός 2. Beat Beat Beatitude And Love And Glory 3. Πυρσός Λαμπρός Του Υπερτάτου Φανοδείκτου (από την ποιητική συλλογή “Οκτάνα”)
Μετά τον θάνατό του, εκδόθηκε για πρώτη φορά το μυθιστόρημα Ο Μέγας Ανατολικός (1990-1992) σε οκτώ τόμους. Το 2001, με αφορμή τα εκατό χρόνια από τη γέννησή του, τιμήθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού και το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου με τον εορτασμό του Έτους Εμπειρίκου, που συνοδεύτηκε από πολυάριθμες τιμητικές εκδηλώσεις, με σκοπό την επανεξέταση και προβολή του έργου του.(wikipedia.org).
Σε νεαρή ηλικία ο Εμπειρίκος ενστερνίστηκε τον Μαρξισμό ενθουσιασμένος από τη Ρωσική Επανάσταση. Ο ίδιος είχε δηλώσει σχετικά ότι «παλαιότερα είχα απόλυτα προσχωρήσει στον μαρξισμόν. Είχα βαθύτατα συγκινηθεί από τη ρωσική επανάσταση κ.λπ.». Οι πρώιμες ρομαντικές απόψεις του για τον Μαρξισμό και την Οκτωβριανή Επανάσταση αποτυπώνονται σε έξι ποιητικά σχεδιάσματα, τα περισσότερα από τα οποία παρέμειναν ημιτελή. Σε αυτά περιλαμβάνονται τα μη-υπερρεαλιστικά ποιήματά με τίτλο Κόκκινο Τραγούδι και Σκηνές μελλοντικών γεγονότων. Σύντομα ο Εμπειρίκος αποκήρυξε τον κομμουνισμό και η διάστασή του έγινε ακόμα μεγαλύτερη μετά από ένα αναπάντεχο γι’ αυτόν γεγονός, τη σύλληψή του από τον Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό, κατά τα Δεκεμβριανά, στις 31 Δεκεμβρίου. Αφότου πέρασε από ανάκριση, οδηγήθηκε μαζί με άλλους ομήρους που σχημάτιζαν φάλαγγα, στο χωριό Κρώρα, αλλά κατάφερε να δραπετεύσει στη Θήβα και από εκεί να επιστρέψει στην Αθήνα. Αυτή η εμπειρία ανήκει στη βάση της συγγραφής του Μέγα Ανατολικού που κατά μία ερμηνεία συμβολίζει μεταξύ άλλων και την άρνηση οποιασδήποτε κρατικής μορφής κομμουνισμού. H σχέση του Εμπειρίκου με την Αριστερά ανανεώθηκε λίγα χρόνια αργότερα, επηρεασμένος μεταξύ άλλων από το κίνημα των μπήτνικς αλλά και της Νέας Αριστεράς στην Αμερική, με αποτέλεσμα να ξαναγίνει αριστερός, όχι όμως και κομμουνιστής. (wikipedia.org)
Για μεγάλο διάστημα, το ποιητικό έργο του Εμπειρίκου αγνοήθηκε, όχι μόνο στους ελληνικούς λογοτεχνικούς κύκλους, αλλά και στους κύκλους των υπερρεαλιστών εκτός Ελλάδας, όπου παρέμεινε πρακτικά άγνωστο. Σημαντική συμβολή στην αποδοχή του είχε η συμφιλίωση της «συντηρητικής» κριτικής με τον υπερρεαλισμό – με σημείο αναφοράς το άρθρο του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου «Συμφιλίωση με τον σουρρεαλισμό» (1938) – η οποία ευνοήθηκε επίσης από τα μετριοπαθή δείγματα γραφής του ελληνικού υπερρεαλισμού, όπως επιχειρήθηκε να πραγματωθεί με τη συνεισφορά άλλων λογοτεχνών, όπως του Ελύτη με τις συλλογές Προσανατολισμοί και Σποράδες, του Νίκου Γκάτσου με την Αμοργό, αλλά και την Ενδοχώρα του ίδιου του Εμπειρίκου, που θεωρήθηκε πως απομακρυνόταν από τον «ακραίο» υπερρεαλισμό της Υψικαμίνου. Μετά τον θάνατο του Εμπειρίκου η αποδοχή του έργου του έγινε σχεδόν καθολική, και ο ίδιος θεωρήθηκε μία από τις μείζονες παρουσίες στη νεοελληνική ποίηση, χωρίς ωστόσο να τύχει ανάλογης αναγνώρισης με άλλους ποιητές της Γενιάς του ’30, όπως ο Γιώργος Σεφέρης ή ο Οδυσσέας Ελύτης. Η νεότερη κριτική τοποθέτησε τον Εμπειρίκο στην κορυφή της ιεραρχίας του ελληνικού υπερρεαλισμού, χωρίς ωστόσο να θεωρούνται πλήρως δεδομένοι οι δεσμοί του με τις προγραμματικές αρχές του υπερρεαλισμού. (wikipedia.org)
Η γλώσσα της ποιητικής του Εμπειρίκου αποτέλεσε επίσης στοιχείο κριτικής ανάλυσης. Ο ίδιος αναφερόταν στη χρήση της καθαρεύουσας ως μία φυσική συνέπεια της εκπαίδευσής του, θεωρώντας τα εκφραστικά του μέσα στη δημοτική ως ακαδημαϊκά και «ψεύτικα». Κατά τον Ελύτη, η καθαρεύουσα προσφερόταν ως μέσο που τον διευκόλυνε να συμπαραθέτει εκφραστικούς τύπους διαφορετικών στρωμάτων και προελεύσεων. Σύμφωνα με τον Γκυ Σωνιέ, η φωνητική και η μορφολογία του Εμπειρίκου είναι πολύ συχνά λόγιες, ωστόσο η βάση της σύνταξής του είναι σαφώς δημοτική. H λεξιπλαστική ικανότητά του έχει επίσης τονιστεί, ειδικότερα η τάση του να χρησιμοποιεί δημοτικές καταλήξεις σε λόγιες λέξεις, πλάθοντας επίσης λόγιες λέξεις πάνω σε λαϊκές ρίζες ή ακόμα και βωμολοχίες. Η «μεικτή» γλώσσα του Εμπειρίκου επιτρέπει κατά συνέπεια την αξιοποίηση του πλούτου της νεοελληνικής γλώσσας, πέραν των ορίων δημοτικής και καθαρεύουσας, θέτοντας στην υπηρεσία της εκφραστικότητας την ελεύθερη χρήση όλων των δυνατοτήτων της. Όπως σημειώνει ο Δ. Ν. Μαρωνίτης, η επιλεκτική καθαρεύουσα του Εμπειρίκου κατοχυρώνει τον κηρυγματικό τόνο των ποιημάτων του, καθώς του προσφέρει άφθονα τεχνήματα ρητορικής πειθούς, έτσι ώστε ο ιδεολογικός οίστρος του ποιητή να μεταφράζεται σε γλωσσικό οίστρο. (wikipedia.org)
Το ποίημα του Εμπειρίκου με τίτλο “Διάφανες αυλαίες” έχει μελοποιηθεί από τον τραγουδοποιό Θανάση Παπακωνσταντίνου στον δίσκο του Αγία Νοσταλγία.
Ο Μέγας Ανατολικός και άλλα ποιήματα του Εμπειρίκου έχουν μελοποιηθεί, επίσης, από τον Παναγιώτη Βήχο. Τέλος, το ποίημα «Θεόφιλος Χατζημιχαήλ» έχει μελοποιηθεί στη δεκαετία του ’70 από τον Νίκο Μαμαγκάκη (τραγούδι Γιώργος Ζωγράφος) και πρόσφατα από τους αδερφούς Χάρη και Πάνο Κατσιμίχα.
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος ασχολήθηκε συστηματικά και με τη φωτογραφία, φέρνοντας, κατά τον Ελύτη, εις πέρας το έργο του «με τη δεξιοτεχνία και την επιμονή μανιακού». Ως «μανιώδη φωτογράφο» τον χαρακτήρισε επίσης ο φίλος του, Δ. Ι. Πολέμης. Κατά τον γιο του, Λεωνίδα Εμπειρίκο, «κυκλοφορούσε πάντα με [φωτογραφική] μηχανή, συχνά με δύο, ενίοτε και με τρεις». Το φωτογραφικό του έργο είναι εξαιρετικά πλούσιο, πολύμορφο και ποιοτικά άνισο. Χρονολογείται από το 1919, όταν σε ηλικία δεκαοκτώ ετών εμφάνισε τις πρώτες φωτογραφίες του, ως επί το πλείστον οικογενειακές, αν και για μεγάλο χρονικό διάστημα παρέμενε άγνωστο. Χωρίζεται συνήθως σε τρεις κατηγορίες που περιλαμβάνουν τις φωτογραφίες της προπολεμικής περιόδου, της μεταπολεμικής καθώς και μία σειρά φωτογραφιών του γιου του, από το 1957 έως το 1974. Τα θέματα που απεικόνισε είναι μεικτά και περιλαμβάνουν αναμνηστικές φωτογραφίες, τοπία στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, σκηνές δρόμου (κυρίως από το Παρίσι και το Λονδίνο), προσωπογραφίες οικείων προσώπων, γυμνά, νεκρές φύσεις καθώς και άλλες φωτογραφίες υπερρεαλιστικού χαρακτήρα. Ιδιαίτερη θέση κατέχουν επίσης οι φωτογραφίες μικρών κοριτσιών, αποκαλούμενα συχνά στο έργο του ως παιδίσκες. Οι περισσότερες από αυτές είναι τραβηγμένες ευκαιριακά, στο δρόμο, ενώ ορισμένες είναι αποτέλεσμα πιο εντατικής φωτογράφισης και μπορούν να συγκριθούν με τις αντίστοιχες δημιουργίες του Λιούις Κάρολ. (wikipedia.org)
«Μια φωτογραφία ζει, έχει ολόκληρη δική της δράση, συνυφασμένη με τη ζωή του θεατή, όπως ένα φλουρί, ένα κρύσταλλο, ή ένα γάντι», έγραψε κάποτε ο ποιητής και φωτογράφος Ανδρέας Εμπειρίκος.
O Ανδρέας Εμπειρίκος πέθανε στις 3 Αυγούστου του 1975 στην Κηφισιά, 74 ετών, από καρκίνο του πνεύμονα.