Ο Γάλλος ποιητής Αρθούρος Ρεμπώ (Arthur Rimbaud), περισσότερο γνωστός για τα έργα του «Μια εποχή στην κόλαση» και «Εκλάμψεις» έζησε μια ταραχώδη ζωή, εγκατέλειψε την ποίηση σε νεαρή ηλικία κι έγινε θρύλος ενώ ήταν ακόμα ζωντανός, πεθαίνοντας μόλις 37 ετών. Η ελεύθερη φόρμα της ποίησής του επηρέασε πολλούς μεταγενέστερους ποιητές, ώστε δικαίως θεωρείται ένας από τους «πατέρες» του μοντερνισμού.
Η ζωή του
Ο Ρεμπώ γεννήθηκε στην αγροτική Σαρλβίλ της Γαλλίας, κοντά στα σύνορα με το Βέλγιο. Μετά την εγκατάλειψη από τον – έτσι κι αλλιώς συνήθως απόντα – πατέρα του όταν ήταν έξι ετών, ο Ρεμπώ και τα τέσσερα αδέλφια του έζησαν φτωχικά, όμως η αυστηρή Καθολική μητέρα τους φρόντισε ιδιαίτερα για τη μόρφωσή τους.
Ο ποιητής διακρίθηκε τόσο στο Ινστιτούτο Ροσσά, κερδίζοντας αριστεία και επαίνους στα λατινικά, στη γραμματική, στην ιστορία, στη γεωγραφία και στην αριθμητική, αλλά και στο Κολέγιο της Σαρλβίλ, όπου μεταπήδησε από την πέμπτη τάξη του δημοτικού στην πρώτη τάξη του γυμνασίου. Παράλληλα δημοσίευε εργασίες του στην εφημερίδα της εκπαιδευτικής κοινότητας και κέρδιζε πολλά βραβεία σε διαγωνισμούς των σχολείων της περιφέρειας. Στο Κολέγιο της Σαρλβίλ γνώρισε τον δάσκαλο Ζωρζ Ιζαμπάρ (Georges Izambard), ο οποίος του δάνειζε βιβλία από την προσωπική του συλλογή (μεταξύ αυτών τους «Αθλίους» του Βίκτορα Ουγκώ) και τον συμβούλευε σχετικά με τη γραφή του. Τον Ιούλιο του 1870 με το Γαλλοπρωσικό Πόλεμο, το Κολέγιο έκλεισε και ο Ιζαμπάρ έφυγε από τη Σαρλβίλ. Ο Ρεμπώ ένιωσε έντονη μελαγχολία και στις 31 Αυγούστου πήρε το τρένο για το Παρίσι, όπου συνελήφθη και φυλακίστηκε επειδή ταξίδευε με εισιτήριο για μικρότερη διαδρομή.
Ο ποιητής έγραψε στον Ιζαμπάρ, ζητώντας βοήθεια, οπότε οι αρχές τον έστειλαν σε εκείνον στο Ντουαί. Έμεινε εκεί για περίπου τρεις εβδομάδες, εργαζόμενος ως δημοσιογράφος σε εφημερίδα που εξέδιδε ο Ιζαμπάρ, όμως τον Σεπτέμβριο ο Ιζαμπάρ τον πήγε πίσω στη μητέρα του. Μία εβδομάδα μετά, ο Ρεμπώ εγκατέλειψε ξανά τη Σαρλβίλ για τη βελγική πόλη Σαρλερουά. Μετά πήγε στο Φυμέ, στο Βιρέ, στις Βρυξέλλες, στο Ντουαί, όπου ξαναεπισκέφτηκε τον Ιζαμπάρ, και στο Παρίσι, όπου μία αστυνομική έκθεση του 1873 τον περιγράφει ως «μέλος των ατάκτων της Κομμούνας».
Γνωριμία με τον Πωλ Βερλαίν και λογοτεχνική πορεία
Κάτω από την πίεση της μητέρας του να βρει δουλειά και προσπαθώντας να εγκατασταθεί στο Παρίσι, ο Ρεμπώ έγραψε ένα αυτοβιογραφικό γράμμα στον ποιητή Πωλ Βερλαίν, δηλώνοντας θαυμαστής του και στέλνοντας μερικά ποιήματά του.
Ο Βερλαίν γοητεύθηκε από το έργο του Ρεμπώ, του έστειλε χρήματα για το ταξίδι του και τον εγκατέστησε στο σπίτι του. Όμως η ερωτική σχέση που ξεκίνησαν οδηγούσε το γάμο του Βερλαίν σε διάλυση. Το Μάρτιο του 1872 ο Βερλαίν παρότρυνε τον Ρεμπώ να γυρίσει στη μητέρα του στη Σαρλβίλ. Τον Ιούλιο του ίδιου έτους, εγκατέλειψε τη σύζυγο και το γιο του, ταξιδεύοντας με τον Ρεμπώ στο Βέλγιο και στο Λονδίνο, όμως τον άφησε για να συναντήσει τη σύζυγό του στις Βρυξέλλες. Η κοινή ζωή τους υπήρξε προβληματική: Κάποια φορά ο Ρεμπώ μαχαίρωσε απροειδοποίητα τον Βερλαίν, ενώ μετά από μια επανασύνδεση στις Βρυξέλλες ο Βερλαίν, μεθυσμένος, πυροβόλησε τον Ρεμπώ τραυματίζοντάς τον στο χέρι. Αυτό του εξασφάλισε τη μέγιστη δυνατή ποινή: Δύο χρόνια φυλάκιση και πρόστιμο 200 φράγκων. Ο Ρεμπώ νοσηλεύτηκε λίγο σε νοσοκομείο των Βρυξελλών και ξαναγύρισε στο οικογενειακό αγρόκτημα της Ρος, όπου ολοκλήρωσε το «Μια εποχή στην κόλαση». Τύπωσε το βιβλίο με χρηματοδότηση της μητέρας του, σε τυπογραφείο των Βρυξελλών, παραγγέλνοντας πεντακόσια αντίτυπα από τα οποία παρέλαβε περίπου δέκα, χωρίς να πληρώσει για τα υπόλοιπα. Το βιβλίο παρέμενε στην αφάνεια μέχρι το 1884 και ο Ρεμπώ επέστρεψε στο Λονδίνο, όπου για ένα διάστημα συγκατοίκησε με τον ποιητή Ζερμαίν Νουβώ κι εργάστηκε κυρίως ως δάσκαλος, μέχρι που επέστρεψε στη Σαρλβίλ. Αργότερα πήγε στη Στουτγκάρδη για να μάθει γερμανικά. Εκεί το 1875 συνάντησε για τελευταία φορά τον Βερλαίν, στον οποίο παρέδωσε τα ποιήματα που είχε γράψει στο Λονδίνο και συγκρότησαν αργότερα τις Εκλάμψεις.
Αποχαιρετισμός στην ποίηση και περιπλανήσεις
Στα τέλη Απριλίου του 1875 ο Ρεμπώ εγκατέλειψε τη Γερμανία και περιπλανήθηκε στο Μιλάνο, στο Λιβόρνο (όπου εργάστηκε ως λιμενεργάτης) και στη Μασσαλία, όπου πήρε χρήματα από ένα στρατολογικό γραφείο των Καρλιστών για να ενταχθεί στον αντάρτικο ισπανικό στρατό – όμως αντί να ενταχθεί εκεί, γύρισε στο Παρίσι και αργότερα στη Σαρλβίλ, όπου συνέχισε να μελετά ξένες γλώσσες.
Τον Μάιο του 1875, ο Ρεμπώ κατατάχτηκε στον ολλανδικό αποικιακό στρατό. Από τις 18 Μαΐου έως τις 10 Ιουνίου παρακολούθησε τη βασική εκπαίδευση στο λιμάνι του Χάρντερβεϊκ, μαζί με περίπου 200 στρατιώτες, κυρίως μισθοφόρους. Όμως στις 15 Αυγούστου, ενώ το τάγμα του είχε προσαράξει στη Μπατάβια (Τζακάρτα), εκείνος λιποτάκτησε και ξέφυγε από το απόσπασμα του ολλανδικού στρατού που τον καταδίωξε. Είναι πιθανό να έφυγε με ψεύτικο όνομα, πάντως τον Δεκέμβριο του 1875 επέστρεψε στο σπίτι της μητέρας του και φίλος του ανέφερε ότι πρώτα είχε πάει στο Λίβερπουλ, τη Χάβρη και το Παρίσι.
Μετά από μια αδρανή περίοδο από τις αρχές του 1876 μέχρι την άνοιξη του 1877, ξεκίνησε μία νέα περιπλάνηση στη βόρεια Γερμανία, τη Βρέμη, το Αμβούργο, την Κοπεγχάγη, τη Στοκχόλμη και πιθανά το Παρίσι. Το Δεκέμβριο του 1878 προσελήφθη ως διερμηνέας για μία γαλλική κατασκευαστική εταιρεία που δραστηριοποιούνταν στην Κύπρο. Μάλιστα το Δεκέμβριο του 1878 ανέλαβε επικεφαλής ενός λατομείου στην τοποθεσία Ποταμός στην Κύπρο, κι εκτέλεσε το έργο του επιτυχώς, σύμφωνα με τη συστατική επιστολή που έλαβε από την εταιρεία την άνοιξη του 1879. Στα τέλη Απριλίου του 1880 επέστρεψε στην Κύπρο, αλλά το καλοκαίρι του ίδιου έτους ξανά έφυγε ξαφνικά επειδή – σύμφωνα με μαρτυρία ενός Ιταλού εμπόρου που τον είχε συνοδεύσει σε αποστολές – είχε σκοτώσει από αμέλεια έναν ντόπιο εργάτη, πετώντας μία πέτρα.
Τo επόμενο διάστημα περιπλανήθηκε στην Αφρική προς αναζήτηση εργασίας. Στο Άντεν της Υεμένης εργάστηκε σε πρακτορείο, όπου επέβλεπε τη διαλογή και τη συσκευασία του προς εξαγωγή καφέ. Το Νοέμβριο του 1880 έπιασε δουλειά σε εμπορευματικό σταθμό του Χαράρ. Παράλληλα οργάνωσε εξερευνητικές αποστολές και περιοδείες για τη χαρτογράφηση άγνωστων περιοχών. Έτσι έφθασε μέχρι το Ογκαντέν της Αιθιοπίας, μία από τις μεγαλύτερες ανεξερεύνητες περιοχές του κόσμου τότε. Μία λεπτομερής αναφορά του για το Ογκαντέν δημοσιεύτηκε αργότερα από τη Γαλλική Γεωγραφική Εταιρεία, αποτελώντας την πρώτη αξιόπιστη περιγραφή της περιοχής. Όταν το εμπορικό πρακτορείο του Χαράρ έκλεισε, ο Ρεμπώ εγκαταστάθηκε ξανά στο Άντεν, όμως μετά από λίγους μήνες στην προηγούμενη εργασία του άρχισε να συνεργάζεται μ’ έναν άλλο Γάλλο έμπορο στο εμπόριο όπλων. Στα πλαίσια αυτής της συνεργασίας πήγε στη Σόα της Αιθιοπίας όταν βασίλευε ο Μενελίκ, μετέπειτα αυτοκράτορας της Αιθιοπίας, και η συνεργασία τους αποδείχθηκε εξαιρετικά επικερδής. Από τα τέλη του 1888, το μεγαλύτερο ποσοστό του ξένου εμπορίου στη νότια Αβησσυνία διεξαγόταν με επίκεντρο τον Αρθούρο Ρεμπώ, που είχε καταστεί ικανός να διαμορφώνει τις τιμές σημαντικών εμπορευμάτων.
Ασθένεια και θάνατος
Στις 7 Απριλίου του 1891 ο Ρεμπώ εγκατέλειψε το Χαράρ με κακή υγεία και πρησμένη δεξιά κνήμη. Στο νοσοκομείο του Άντεν διαγνώστηκε με προχωρημένη αρθροορογονίτιδα, όμως στο νοσοκομείο Κονσεψιόν της Μασσαλίας όπου μεταφέρθηκε στις 20 Μαΐου, η αρχική διάγνωση έκανε λόγο για «νεόπλασμα στο γοφό», και οι επόμενες για ένα είδος καρκίνου στα οστά. Μία εβδομάδα μετά, οι γιατροί του νοσοκομείου ακρωτηρίασαν το δεξί του πόδι. O Ρεμπώ παρέμεινε δύο μήνες στο νοσοκομείο και ύστερα επέστρεψε στο οικογενειακό αγρόκτημα της Ρος, όπου τον φρόντισε η αδελφή του Ιζαμπέλ. Στις 23 Αυγούστου έφυγε ξανά για τη Μασσαλία, για μία δεύτερη επέμβαση, όμως παρουσίασε επιδείνωση και το αριστερό του χέρι παρέλυσε κατά τα τρία τέταρτα. Τελικά πέθανε στις 10 Νοεμβρίου του 1891, σε ηλικία τριάντα επτά ετών, με την Ιζαμπέλ στο πλευρό του.
Η σορός του μεταφέρθηκε στο Παρίσι και στη συνέχεια στη Σαρλβίλ, όπου σήμερα λειτουργεί το Μουσείο Αρθούρου Ρεμπώ, με χειρόγραφα έργα του και προσωπικά του αντικείμενα. Δέκα χρόνια μετά το θάνατό του, στήθηκε μνημείο προς τιμή του στην πλατεία de la Gare της Σαρλβίλ, ενώ το 1984 στήθηκε μνημείο στο Παρίσι, στην Πλας Ντε λ’ Αρσενάλ.
Έργο
Ο Ρεμπώ επηρεάστηκε από τον Σαρλ Μπωντλαίρ. Ήταν από τους πρώτους μοντέρνους ποιητές που θέλησε να εγκαταλείψει τον αλεξανδρινό στίχο του κλασικού μέτρου, που κυριαρχούσε στη γαλλική ποίηση. Στον ποιητικό λόγο του συνέδεε αντίθετα ή απομακρυσμένα στοιχεία και χρησιμοποιούσε ελεύθερους συνειρμούς, στοιχεία που υπήρξαν αργότερα σημεία επαφής του με τον υπερρεαλισμό. Το ποιητικό του όραμα εκφράστηκε σε επιστολές του προς τον Ιζαμπάρ και τον Πωλ Ντεμενύ. Η επιστολή προς τον Ντεμενύ έχει αναφορές στο ρόλο του ποιητή ως «προφήτη» και της ποίησης ως μέσου που θα ξεπερνούσε την πραγματικότητα, παύοντας να συμβαδίζει μαζί της. Ο ποιητής, κατά τον Ρεμπώ, θα γινόταν «προφήτης» μέσω μίας «μακράς, απέραντης και λελογισμένης απορρύθμισης όλων των αισθήσεων». Σε αυτή την απορρύθμιση ίσως στόχευε η χρήση ψυχοτρόπων ουσιών, που μπορεί να ευθύνεται για το παραισθησιακό ή παραληρηματικό ύφος ορισμένων ποιημάτων του.
Ο Ρεμπώ ήταν μέχρι το θάνατό του γνωστός σε έναν περιορισμένο λογοτεχνικό κύκλο της αβάν-γκαρντ, ενώ άσκησε μεγάλη επιρροή στους Γάλλους υπερρεαλιστές και στους συγγραφείς της μπητ γενιάς. Ο Αλμπέρ Καμύ τον αποκάλεσε «ποιητή της εξέγερσης», ο Χένρυ Μίλλερ εξέφρασε θαυμασμό για το έργο και την προσωπικότητά του στο βιβλίο του Ο Καιρός των Δολοφόνων (1956). Αποτέλεσε είδωλο των φοιτητών του Μάη του ’68, κι ενέπνευσε διάσημους καλλιτέχνες όπως ο Τζιμ Μόρισον, ο Μπομπ Ντίλαν, ο Τζον Λένον και η Πάτι Σμιθ.
Αναφορές στον Ρεμπώ
Η σχέση Ρεμπώ και Βερλαίν περιγράφεται στην ταινία «Καταραμένη σχέση» της Ανιέσκα Χόλαντ (Total eclipse, 1995) με πρωταγωνιστή τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο. Τμήμα των Εκλάμψεων μελοποιήθηκε το 1939 από τον Μπέντζαμιν Μπρίτεν για να τραγουδηθεί από σοπράνο ή τενόρο. Στον ελληνικό χώρο, ο Γιώργος Καρράς μαζί με τον Γιάννη Αγγελάκα και άλλους μουσικούς, μελοποίησαν το ποίημα Μια Εποχή Στην Κόλαση στο δίσκο τους Υπέροχο Τίποτα, ενώ ο Θάνος Μικρούτσικος έγραψε το 1987 την όπερα «Μια εποχή στην κόλαση» με απαγγελία του Γιώργου Κιμούλη. Τον Μάιο του 2014 παρουσιάστηκε στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης το θεατρικό έργο “Σαρλβίλ” του συγγραφέα Αχιλλέα Κούμπου, το οποίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη τo 2015.