“Ελάχιστα γνωρίζουμε για τους νόμους που διέπουν το τυχαίο.” – Jorge Luis Borges
Ο γιος του διαβόλου. Ο Mozart του μπάσκετ. Τα δύο προσωνύμια που κέρδισε ο Drazen Petrovic συνοψίζουν άριστα ολόκληρη την καριέρα του κι ολόκληρη τη ζωή του. Γιατί η καριέρα του ήταν η ζωή του. Και μοιραία, θα έφταναν μαζί στο τέλος τους.
Για τους θεατές ήταν ο Mozart του μπάσκετ. Ήταν ένας καλλιτέχνης που ξεδίπλωνε το ρεπερτόριό του, αφήνοντας το κοινό άφωνο. Παρουσιάζοντας στο παρκέ την τέχνη του και κάνοντας τις πιο περίτεχνες ενέργειες με φαινομενική άνεση. Όπως ένας καλλιτέχνης πειραματίζεται και ξοδεύει ατελείωτες ώρες δουλεύοντας πάνω σε ένα έργο του, έτσι κι ο Κροάτης θρύλος, εργασιομανής και τελειομανής, αφιέρωνε όλο του τον χρόνο στην προπόνηση. Όλοι όσοι υπήρξαν συμπαίχτες του μιλάνε για έναν άνθρωπο που ζούσε και ανέπνεε για το μπάσκετ. Δεν μιλούσε ποτέ για άλλα θέματα. Δεν σκεφτόταν ποτέ άλλα θέματα. Στο μυαλό και την καρδιά του υπήρχε μόνο το μπάσκετ. Δούλευε όταν οι άλλοι ξεκουράζονταν, πρόσθετε κάθε μέρα καινούρια στοιχεία στο παιχνίδι του, τελειοποιούσε κάθε κίνηση, έδινε προσοχή ακόμα και στην τελευταία λεπτομέρεια. Κι όταν έβγαινε στο παρκέ ήταν η ώρα της ανταμοιβής του για τους τόνους ιδρώτα και μόχθου. Η ώρα που το κοινό μαγεύεται κι ο καλλιτέχνης αποθεώνεται.
Για τους αντιπάλους του από την άλλη, ήταν ο γιος του διαβόλου. Αν βρισκόσουν έξω από το παρκέ ήσουν ο θεατής του και σκοπός του ήταν να σε ικανοποιήσει, Αν όμως βρισκόσουν απέναντί του, ήσουν ένας θανάσιμος εχθρός που έπρεπε πάση θυσία να ισοπεδώσει. Σαν μια ασταμάτητη μηχανή που εκτελεί χωρίς δεύτερη σκέψη και με τεράστια επιτυχία. Σαν ένας άτρωτος δαίμονας που γίνεται πιο δυνατός με κάθε νίκη του επί του αντιπάλου του. Σαν τον γιο του διαβόλου. Όλοι όσοι στάθηκαν απέναντί του το επιβεβαιώνουν, ενώ ο τεράστιος Reggie Miller τον έχει χαρακτηρίσει ως τη εφιάλτη του, τον παίχτη που μισούσε να αντιμετωπίζει και αδυνατούσε να νικήσει.Ο Drazen Petrovic γεννήθηκε στις 22 Οκτωβρίου του 1964 στο Sibenik της Κροατίας (τότε Γιουγκοσλαβίας). Ήρθε σε επαφή με το μπάσκετ από μικρή ηλικία, βαδίζοντας στα βήματα του μεγάλου του αδερφού, Alexander, και ξεκινώντας την καριέρα του από την τοπική Sibenka. Το τρομερό ταλέντο του τον οδήγησε στα 15 του να αποτελεί ήδη βασικό μέλος του αντρικού τμήματος της ομάδας. Μέχρι τα 18 του πρόλαβε να οδηγήσει την ομάδα του σε δύο τελικούς του κυπέλλου Korac και στην κατάκτηση του μοναδικού τίτλου στην ιστορία της, του γιουγκοσλαβικού πρωταθλήματος, ωστόσο ο τίτλος δεν αναγνωρίστηκε λόγω ύποπτης διαιτησίας.
Μετά από έναν χρόνο στρατιωτικής θητείας, ο νεαρός Petrovic επιστρέφει στα παρκέ για λογαριασμό της Cibona Zagreb, με την οποία πανηγυρίζει σε τέσσερα χρόνια ένα πρωτάθλημα, τρία κύπελλα, ένα κύπελλο κυπελλούχων και τα δύο πρώτα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα στην ιστορία της ομάδας. Το ίδιο διάστημα εντάσσεται στην εθνική ομάδα της Γιουγκοσλαβίας, η οποία τότε αποτελούταν από πάρα πολύ σπουδαίους παίχτες, όμως ούτε ο ανταγωνισμός, ούτε το νεαρό της ηλικίας του τον εμποδίζουν να κερδίσει το ρόλο του ηγέτη της. Όλη η Ευρώπη παραμιλάει από το ταλέντο του νεαρού Γιουγκοσλάβου, που σε ένα παιχνίδι της Cibona πετυχαίνει 112 πόντους (ρεκόρ που κρατάει μέχρι σήμερα), οι μεγάλοι σύλλογοι στρώνουν χρυσάφι στα πόδια του για να τον αποκτήσουν, ενώ ακόμα και στην Αμερική, όπου εκείνη την εποχή οι Ευρωπαίοι παίχτες δεν είχαν θέση, οι Portland Trail Blazers τον επιλέγουν στον τρίτο γύρο του draft.
Ωστόσο, ο τελειομανής Petrovic θα προτιμούσε να μείνει άλλο λίγο στην Ευρώπη, όχι γιατί προτιμούσε να είναι πρώτος στο “χωριό”, αλλά γιατί δεν άντεχε να είναι δεύτερος στην “πόλη” του NBA. Θα έκανε το βήμα για την Αμερική μόνο όταν ένιωθε έτοιμος να πρωταγωνιστήσει και στο πιο ανταγωνιστικό πρωτάθλημα του κόσμου. Έτσι, ο επόμενος σταθμός του γίνεται η Ρεάλ Μαδρίτης, η οποία δαπανά το αστρονομικό για εκείνα τα χρόνια ποσό των 4 εκατομμυρίων για τις υπηρεσίες του. Στην Ισπανία έμεινε μόνο μία σεζόν αλλά πρόλαβε να πανηγυρίσει ένα κύπελλο κυπελλούχων και ένα κύπελλο Ισπανίας, πραγματοποιώντας μυθικές εμφανίσεις. Μέχρι εκείνο το σημείο της καριέρας του, είχε ήδη κατακτήσει ένα Eurobasket, μία Πανεπιστημιάδα και αρκετά μετάλλια με την εθνική ομάδα της χώρας του, έχοντας πάντα πρωταγωνιστικό ρόλο. Η Ευρώπη δεν χωρούσε πλέον το ταλέντο του και ο ίδιος το γνώριζε, σπάζοντας το συμβόλαιό του και διασχίζοντας τον Ατλαντικό.
Ο Petrovic γνώριζε την αξία του, όμως γνώριζε και την επιφύλαξη που επικρατούσε στο NBA απέναντι στους Ευρωπαίους παίχτες και είχε εκφράσει πολλές φορές την ανησυχία του για τον χρόνο συμμετοχής που θα έπαιρνε, τονίζοντας ότι αυτό θα ήταν το μόνο εμπόδιο που θα μπορούσε να τον περιορίσει. Η θητεία του στους Blazers επιβεβαίωσε τους φόβους του, αφού στο Portland πέρασε τις δύο χειρότερες σεζόν της καριέρας του, παίρνοντας ελάχιστο χρόνο συμμετοχής, τον οποίο αξιοποιούσε πάντα στο έπακρο, χωρίς να κερδίσει όμως ποτέ την εμπιστοσύνη του προπονητή του και τη θέση του βασικού. Ο γεννημένος νικητής Petrovic βρισκόταν σε μια πρωτόγνωρη κατάσταση, αφού δεν μπορούσε να δεχθεί το ρόλο του κομπάρσου. Ο πάγκος τον έκανε να νιώθει σαν θηρίο σε κλουβί κι ο τεράστιος πληγωμένος εγωισμός του τον οδηγούσε στην υπερβολή. Προπονούταν κυριολεκτικά μέρα και νύχτα, βελτίωνε όλους τους τομείς του παιχνιδιού του, χωρίς να βλέπει τους κόπους του να ανταμείβονται. Το καλοκαίρι που μεσολάβησε ανάμεσα στις δύο αυτές σεζόν κατέκτησε και το παγκόσμιο πρωτάθλημα με την Γιουγκοσλαβία, αλλά ούτε αυτό του έδωσε την αναγνώριση που δικαιούταν. Βλέποντας το αδιέξοδο μπροστά του, ζήτησε και πήρε ανταλλαγή, πηγαίνοντας στους New Jersey Nets για να διεκδικήσει την δόξα που του στερούσαν οι Blazers.
Στο New Jersey ο “Petro”,όπως τον αποκαλούσαν οι οπαδοί της νέας του ομάδας, βρήκε τον χρόνο συμμετοχής που έψαχνε μανιωδώς και άρχισε να θυμίζει τον Petrovic των ευρωπαϊκών χρόνων. Με εντυπωσιακούς μέσους όρους και φοβερά ποσοστά ευστοχίας μετατράπηκε σύντομα σε ηγέτη των Nets, τους οδήγησε στα play-off, όμως ακόμα και τότε ένιωθε ότι το ταλέντο του αδικείται. Η καριέρα του Κροάτη γκαρντ ήταν κοντά στην αναγέννησή της, αλλά ο πόλεμος που μόλις είχε ξεσπάσει στην πατρίδα του δεν θα τον άφηνε να βρει την γαλήνη που αναζητούσε. Η μόνιμη ανησυχία για την οικογένεια και τους φίλους του στην πατρίδα του τον επηρέασε έντονα, ενώ η “παρέα” της εθνικής ομάδας της Γιουγκοσλαβίας θα χανόταν για πάντα και οι μέχρι πρότινος φίλοι θα βρίσκονταν σε αντίπαλα στρατόπεδα.
Εκτός από τους τίτλους και την παγκόσμια αναγνώριση, η πορεία του στην εθνική ομάδα της Γιουγκοσλαβίας του προσέφερε κάτι ακόμα. Έναν πραγματικό φίλο. Ο Vlade Divac ακολούθησε τον ίδιο δρόμο με τον Petrovic. Μεγαλούργησε στην Ευρώπη κι έπειτα κυνήγησε την τύχη του στο NBA. Ο ένας πειθαρχημένος, στυγνός επαγγελματίας. Ο άλλος με ένα μόνιμο χαμόγελο και μία αστεία ατάκα για τα πάντα. Οι τεράστιες διαφορές των δύο σφυρηλάτησαν μια πολύ δυνατή φιλία. Ακόμα και στην Αμερική επικοινωνούσαν συνεχώς, με τον Divac να αποτελεί ένα στήριγμα στον προβληματισμένο κι απογοητευμένο Petrovic. Όπως διηγείται όμως και ο ίδιος ο Divac στο ντοκιμαντέρ του ESPN για τη σειρά 30 for 30, με τίτλο “Once we were brothers”, το τέλος της φιλίας τους θα ήταν ακόμα πιο απρόσμενο από το ξεκίνημά της. Μέσα στους πανηγυρισμούς μετά από μια νίκη της εθνικής Γιουγκοσλαβίας, κάποιος οπαδός αγκάλιασε τον Divac με μια σημαία της Κροατίας. Εκείνος την άρπαξε και την πέταξε από πάνω του, χωρίς να καταλάβει καν τι ήταν, όπως δήλωσε αργότερα. Σε ένα πολεμικό κλίμα, αυτό και μόνο φάνηκε αρκετό για να δώσει τέλος στη φιλία του Κροάτη Petrovic και του Σέρβου Divac. Ο Drazen απομακρύνθηκε και αρνήθηκε οποιαδήποτε προσπάθεια του Vlade να επανορθώσει για αυτή την κίνησή του. Την ώρα που στην πατρίδα τους φίλοι και συγγενείς αλληλοσκοτώνονταν, η φιλία τους δεν μπορούσε παρά να “παγώσει”, ειδικά εφ’ όσον ο Divac δήλωνε παντού πως νιώθει Γιουγκοσλάβος, ενώ ο Petrovic αποτέλεσε, με τη σύστασή της, αρχηγό της εθνικής ομάδας της Κροατίας και την οδήγησε μάλιστα και στη δεύτερη θέση των Ολυμπιακών Αγώνων του 1992.
Η σεζόν 1992-1993 αποτέλεσε την καλύτερη του Petro επί αμερικανικού εδάφους, αφού οδήγησε τους Nets στα play-off, πραγματοποιώντας σπουδαίες εμφανίσεις, όμως και πάλι αδικείται από το NBA, αφού δεν καλείται για το all star game, παρά τα φοβερά ποσοστά ευστοχίας και τους μέσους όρους του. Μονίμως υποτιμημένος και απογοητευμένος, σκέφτεται πλέον σοβαρά το ενδεχόμενο να επιστρέψει στην Ευρώπη.
Με το τέλος της σεζόν, ταξιδεύει με την εθνική ομάδα της Κροατίας στην Πολωνία για έναν αγώνα των προκριματικών. Μετά τον αγώνα, η ομάδα επιστρέφει με αεροπλάνο, όμως ο ίδιος αποφασίζει για προσωπικούς λόγους να ταξιδέψει με το αυτοκίνητό του. Ο συμπαίχτης του Stojan Vrankovic, προσπαθεί να του αλλάξει γνώμη, λέγοντάς του πως έχει ένα κακό προαίσθημα, αλλά ο Drazen τον καθησυχάζει και τελικά φεύγει αργότερα συνοδευόμενος από την κοπέλα του, και μια μπασκετμπολίστρια. Δεν οδηγεί ο ίδιος, αλλά η κοπέλα του. Εκείνος κοιμάται στη θέση του συνοδηγού και δεν ξυπνά ποτέ ξανά. Το αυτοκίνητο συγκρούεται με ένα φορτηγό και όλοι σώζονται, εκτός από τον 28χρονο Drazen Petrovic. Αν είχε ακούσει τον Vrankovic. Αν κάτι τον εμπόδιζε να ταξιδέψει οδικώς. Αν ο οδηγός του φορτηγού δεν έχανε τον έλεγχο. Ακόμα κι αν ξεκινούσε το ταξίδι του πέντε λεπτά νωρίτερα ή πέντε λεπτά αργότερα, ο Drazen μπορεί να ζούσε ακόμα. Μπορεί να είχε πετύχει ακόμα περισσότερα στην ήδη θρυλική καριέρα του. Μπορεί να είχε περάσει κι από τη χώρα μας, αφού λίγο μετά τον θάνατό του, ο Παύλος Γιαννακόπουλος έκανε λόγο για υπογεγραμμένο προσύμφωνο του παίχτη με τον Παναθηναϊκό. Τραγική ειρωνεία; Η τύχη τα έφερε έτσι ώστε ο γιος του διαβόλου να φύγει νικημένος μόνο από τον ίδιο το διάβολο κι ο Mozart του μπάσκετ να αφήσει το έργο του ημιτελές, φεύγοντας από τη ζωή στις 7 Ιουνίου 1993.
Ο μπασκετικός κόσμος δεν ξέχασε και δεν θα ξεχάσει ποτέ έναν από τους σπουδαιότερους παίχτες όλων των εποχών. Στο Ζάγκρεμπ το όνομά του έχει δοθεί σε μία πλατεία, καθώς και στο γήπεδο της Cibona. Το 1993 οι Nets απέσυραν τη φανέλα με το 3 και το 1994 ο τίτλος του MVP στο NBA πήρε το όνομά του. Μπροστά από το Ολυμπιακό Μουσείο της Λωζάνης ανεγέρθη άγαλμα προς τιμήν του, ενώ το 2002 μπήκε στο Hall of Fame, το πάνθεον του παγκόσμιου μπάσκετ. Στις 7 Ιουνίου 2006, ακριβώς 13 χρόνια από το θάνατό του, εγκαινιάστηκε το Μουσείο Drazen Petrovic, όπου υπάρχει ακόμα ένα άγαλμα προς τιμήν του αδικοχαμένου μπασκετμπολίστα.
Όλες αυτές οι τιμές αποτελούν έναν ελάχιστο φόρο τιμής σε έναν τόσο σπουδαίο αθλητή, που όπως είχε πει κι ο ίδιος, αναφερόμενος στην εμπειρία του στο NBA, το μόνο που κατάφερε τελικά να τον περιορίσει, ήταν πως δεν του δόθηκε αρκετός χρόνος. Ούτε στα παρκέ, ούτε στη ζωή.