Ένας από τους καλύτερους Έλληνες συνθέτες, που έφυγε πολύ νωρίς και που αγαπήθηκε όσο λίγοι ήταν ο Μάνος Λοΐζος. Την δεκαετία του ’60 συνυπήρξε το ερωτικό τραγούδι με το πολιτικό. Ο Μάνος Λοΐζος ήταν και ρομαντικός και επαναστάτης. Ήταν «παιδί» και του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη. Είχε βέβαια την τύχη να έχει φίλους και συνεργάτες τους καλύτερους της εποχής. Στα τραγούδια του κυριαρχεί η μελωδία, ό,τι κι αν έγραφε. Έδωσε μορφή στο όραμα των ανθρώπων, στις χαρές και τις λύπες τους, στους αγώνες τους, στους χωρισμούς και στους έρωτες. H καθαρότητα και η απλότητα των δημιουργιών του, η συμμετοχή του στα κοινά, που λείπει και αυτό από την σημερινή εποχή, ήταν τα στοιχεία που τον διέκριναν.
Γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 22 Οκτωβρίου του 1937 στο χωριό Άγιοι Βαβατσινιάς της Λάρνακας. Ήταν το μοναδικό παιδί του Ανδρέα Λοΐζου και της Δέσποινας Μανάκη, που καταγόταν από τη Ρόδο. Η οικογένειά του μετακόμισε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου όταν ήταν επτά ετών.
Άρχισε να μελετά βιολί στο Εθνικό Ωδείο της Αλεξάνδρειας, αλλά τον κέρδισε η κιθάρα. Το 1955 ήρθε στην Αθήνα για σπουδές. Αρχικά γράφτηκε στην Φαρμακευτική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά στις αρχές του 1956 την αφήνει για να φοιτήσει στην Ανωτάτη Εμπορική και αυτή για την ΑΣΟΕΕ. Φοίτησε για λίγο στη Σχολή Βακαλό για να σπουδάσει γραφιστική. Το 1960 αποφασίζει να εγκαταλείψει τις σπουδές του και να ασχοληθεί μόνο με τη μουσική. Για να επιβιώσει κάνει διάφορες δουλειές, γκαρσόνι σε ταβέρνα, γραφίστας σε διαφημιστικές εταιρείες, διακοσμητής και μουσικός σε μπουάτ.
Τον Απρίλιο του 1962 γίνεται ιδρυτικό μέλος και αντιπρόεδρος στο Σύλλογο Φίλων Ελληνικής Μουσικής με τους Χ. Λεοντή, Γ. Μαρκόπουλο, Δ. Σαββόπουλο, Μ. Φαραντούρη, Ν. Μαυρουδή, Μ. Ελευθερίου κ.ά. Συμμετέχει στις παραστάσεις της «Όμορφης Πόλης» του Μίκη Θεοδωράκη στο θέατρο Παρκ. Γνωρίζει τον Μίμη Πλέσσα και ηχογραφεί το πρώτο του τραγούδι, σε στίχους Νίκου Γκάτσου, το «Τραγούδι του δρόμου», ένα παραδοσιακό ισπανικό τραγούδι που έκανε γνωστό ο Federico Garcia Lorca, με τον Γιώργο Μούτσιο σε πρώτη εκτέλεση.
«Το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας»
Το καλύτερο ζεϊμπέκικο που γράφτηκε ποτέ είναι του Μάνου. Το 1971 θα γράψει μουσική για την ταινία του Αλέξη Δαμιανού «Ευδοκία». Ο Λοΐζος μελέτησε το υλικό από τα γυρίσματα της ταινίας και γράφει την μελωδία πάνω στην σκηνή του χορού του φαντάρου και του γέλιου της Ευδοκίας. Αρχικά έπαιξε την μελωδία με τον ρεμπέτη Γιώργο Μουφλουζέλη και τον τζουρά του. Το μετανιώνει όμως και στην ηχογράφηση πείθει το Θανάση Πολυκανδριώτη να παίξει κι αυτός με τον τζουρά και όχι με το μπουζούκι. Παρακολουθούσε ξανά και ξανά τη σκηνή και προσάρμοσε κάθε νότα σε κάθε κίνηση του «λοχία» μέχρι να καταφέρει να το κάνει τον απόλυτο αντρικό ύμνο. Ζητάει από τον Λευτέρη Παπαδόπουλο να του γράψει στίχους, όμως εκείνος ακούγοντας τη μουσική αρνήθηκε. «Δεν τους χρειαζόταν», του είπε. Μιλάει μόνη της». Η σκηνή γυρίστηκε χωρίς κανείς από τους ηθοποιούς να ακούει την σύνθεση του Λοΐζου. Βάζει το τραγούδι με νέα ενορχήστρωση στο δίσκο «Να’χαμε τι να’χαμε» το 1972.
«Ο δρόμος είχε την δική του ιστορία»
Γνωρίζεται με την Κωστούλα Μητροπούλου γύρω στο 1960, στιχουργό και συγγραφέα και του δίνει ένα τετράδιο όπου είχε γράψει διάφορους στίχους. Δύο από αυτά τα τραγούδια θα σημαδέψουν την καριέρα του. Ο «Δρόμος» και ο «Στρατιώτης» που μαζί με το «Ακορντεόν» θα του ανοίξουν διάπλατα το δρόμο για πανελλήνια αναγνώριση. Η Μαρία Φαραντούρη το ερμήνευσε για πρώτη φορά με τον Γιώργο Ζωγράφο, αλλά η λογοκρισία της εποχής το απέρριψε και δεν ηχογραφήθηκε τότε. Ηχογραφείται με τη φωνή της Σούλας Μπιρμπίλη το 1965 σε ρυθμό Νέου Κύματος. Aγαπήθηκε αμέσως και το έπαιζαν πολύ τα ραδιόφωνα, όμως με την πολιτική κατάσταση που επικρατούσε και την επταετία της Χούντας που ακολούθησε, απαγορεύτηκε.
Το 1974 ο Μάνος Λοΐζος ηχογράφησε «Τα τραγούδια του δρόμου» με την Αλέκα Αλιμπέρτη και τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Συμπεριέλαβε στο δίσκο και τον «Δρόμο» ερμηνευμένο από τον ίδιο σε «εμβατηριακό» ρυθμό κι από τότε ακούγεται σε κάθε σχολική γιορτή.
«Σ’ ακολουθώ, σ’ αγγίζω και πονάω»
Ένα από τα ωραιότερα ελληνικά τραγούδια γράφτηκε από τον Λοΐζο το 1980 για μια γυναίκα που τον είχε γοητεύσει, τη Λίζυ, που γνώρισε την περίοδο της χούντας. Πέρναγε δύσκολα εκείνη την εποχή και είχε κλειστεί στον εαυτό του κι εκείνη τον έκανε όμορφα. Ο έρωτάς του όμως γι’αυτήν έμεινε πλατωνικός. Η πρώτη του γυναίκα, η Μάρω, σε συνέντευξή της στον Ισαάκ Σούση, που έγραψε το βιβλίο «Μάνος Λοΐζος – Για μια μέρα ζωής», του αποκάλυψε πως: «Ο Μάνος έγραψε γι’ αυτήν το «Σ’ ακολουθώ». Μάλιστα στην αρχή τους είχε τρελάνει όλους στο στούντιο. Ήθελε το τραγούδι να λέει: «Λίζυ κράτησέ με και περπάτησέ με, μεσ’ στο γαλανό σου το βυθό…». Καταλαβαίνεις… Έπεσε επάνω του ο Αχιλλέας (Θεοφίλου) ο παραγωγός του και όλοι να του αλλάξουν γνώμη…». Το ερμήνευσε ο ίδιος, αν και το γνωρίζουμε περισσότερο από τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Ήταν η τελευταία του επιτυχία.
Εκτός από τα παραπάνω τραγούδια – θρύλους, πολυαγαπημένα είναι και τα «Πάγωσε η τσιμινιέρα», «Το Ακορντεόν», «Το παλιό ρολόι», «Η δουλειά κάνει τους άντρες», «Έχω ένα καφενέ», «Μάνα δε φυτέψαμε», «Τζαμάικα», «Αχ, Χελιδόνι μου», «Παποράκι του μπουρνόβα», «Τέλι, τέλι, τέλι», «Ο Φαντάρος», «Πες μου πώς γϊνεται», «Τίποτα δεν πάει χαμένο», «Πόσο σ’ αγαπώ», «Αυτό τ’ αγόρι με τα μάτια τα μελιά», «Κουτσή κιθάρα» και τόσα άλλα.
Ο πολιτικοποιημένος Μάνος
Υπήρξε ενεργό μέλος του Κ.Κ.Ε. Το 1964 γράφει «το Ακορντεόν», τον «Στρατιώτη» και τον «Γ΄ Παγκόσμιο», τραγούδια που θα αποτελέσουν σύμβολο των αγώνων του Ελληνικού λαού. Όταν γίνεται το πραξικόπημα φεύγει στο εξωτερικό για να γλυτώσει την σύλληψη και επιστρέφει στην Ελλάδα 6 μήνες μετά. Τη μέρα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου το 1973 θα συλληφθεί και θα κρατηθεί δέκα μέρες. Υπήρξε ένας από τους βασικούς εκφραστές του πολιτικού τραγουδιού τα χρόνια της δικτατορίας. Για το 2ο Φεστιβάλ ΚΝΕ-Οδηγητή ο Μάνος Λοΐζος, έγραψε «Τα Τραγούδια μας» σε στίχους του Φώντα Λάδη. Τα τραγούδια του κατέγραφαν το πολιτικό κλίμα της μεταπολίτευσης. Έγινε πρόεδρος της Ένωσης Μουσικοσυνθετών-Στιχουργών Ελλάδας το 1978 που ιδρύθηκε για την καταπολέμηση της κασετοπειρατείας και της λογοκρισίας, και βοηθά στην δημιουργία φορέα είσπραξης των πνευματικών δικαιωμάτων.
Στην προσωπική του ζωή ήταν εύθραυστος και συναισθηματικός, γενναιόδωρος στις φιλίες του, άλλοτε πράος και άλλοτε ισχυρογνώμων. Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος λέει για τον Λοΐζο: «Ερωτικός, ανατολίτης, τρυφερός, ευαίσθητος, γαλήνιος και ονειροπόλος μαζί, μαχητικός και πεισματάρης. Έτσι ήταν ο Μάνος. Του άρεσαν οι όμορφες γυναίκες, το καλό κρασί, οι νόστιμοι μεζέδες. Σπάνια θύμωνε. Συνήθως χαμογελούσε. «Είμαι απελπισμένος», έλεγε. Κι έτρεχε να κρυφτεί στο καταφύγιό του: το χιούμορ. Έπαιζε τάβλι, έπαιζε πόκα. Έπαιζε και με τη ζωή του. Έζησε μόνο 45 χρόνια, που είναι περισσότερο από 90, για πολλούς από εμάς». Σαν καλλιτέχνης ήταν τελειομανής και δούλευε ώρες για να ηχογραφήσει κάθε τραγούδι. Ήταν ο πιο δαπανηρός συνθέτης της εποχής σε ό,τι αφορά την παραγωγή ενός δίσκου.
Τον Μάρτιο του 1965 παντρεύεται τη Μάρω Λήμνου, συγγραφέα παιδικών βιβλίων. Ένα χρόνο αργότερα, τον Αύγουστο του 1966, θα γεννηθεί η κόρη τους Μυρσίνη. Το 1978 παντρεύεται την ηθοποιό Δώρα Σιτζάνη, που του έγραψε και τους στίχους στο «Κι αν είμαι ροκ» το 1980.
Έγραψε μουσική για τις ταινίες: «Ευδοκία», «Μπετόβεν και Μπουζούκι», «Τρούμπα ’67», «Το Λεβεντόπαιδο», «Η Νεράιδα και το Παλικάρι», «Διακοπές στην Κύπρο», «Η Αλίκη Δικτάτωρ», «Τραγούδια της Φωτιάς» του Κούνδουρου από την συναυλία του στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, «Τζίμης ο Τίγρης» του Βούλγαρη. Για θέατρο: «Το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα», «Ένα Κορίτσι στο Παράθυρο», «Γη S.O.S»
Τραγούδια του ερμήνευσαν ο Γιάννης Καλατζής, ο Γιώργος Νταλάρας, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, η Χάρις Αλεξίου, ο Γιάννης Πουλόπουλος, ο Γιάννης Πάριος, η Μαρία Φαραντούρη, ο Στέλιος Καζαντζίδης, η Λίτσα Διαμάντη, η Δήμητρα Γαλάνη, η Μαρίζα Κωχ.
Δισκογραφία
1968 Ο Σταθμός, 1970 Θαλασσογραφίες, 1971 Ευδοκία, 1972 Να ‘χαμε τι να ‘χαμε, 1974 Καλημέρα ήλιε, 1974 Τα τραγούδια του δρόμου, 1975 Τα Νέγρικα, 1976 Τα τραγούδια μας, 1979 Πρώτες εκτελέσεις, 1979 Τα τραγούδια της Χαρούλας, 1980 Για μια μέρα ζωής, 1983 Γράμματα στην αγαπημένη, 1985 Ο δρόμος του Μάνου, 1985 Αφιέρωμα από το Ολυμπιακό στάδιο, 1992 Οι μπαλάντες του Μάνου, 1995 Κάτω από ένα κουνουπίδι, 1997 Ενθύμιο Τρυφερότητας, 2002 Εκτός Σειράς, Σαράντα σκόρπιες ηχογραφήσεις, 2003 Τα τραγούδια του Σεβάχ.
Τον Οκτώβριο του 1981 διαγνώστηκε με περικαρδίτιδα και νεφρική ανεπάρκεια και ταξιδεύει στη Μόσχα για ιατρικές εξετάσεις. Στις 8 Ιουνίου του 1982 υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο και νοσηλεύεται για ένα μήνα σε νοσοκομείο. Τον Αύγουστο ταξίδεψε μόνος για νοσηλεία στη η Μόσχα, ελπίζοντας ότι θα νικήσει την αρρώστεια, αλλά στις 7 Σεπτεμβρίου υφίσταται και δεύτερο εγκεφαλικό επεισόδιο. Πεθαίνει δέκα ημέρες αργότερα στις 17 Σεπτεμβρίου 1982 σε ηλικία 45 ετών.
Είχε κερδίσει την αναγνώριση και την αγάπη του κόσμου. Μια από τις μεγαλύτερες συγκινήσεις που είχε δοκιμάσει στη ζωή του, ήταν όταν λίγο μετά την μεταπολίτευση του 1974, κατεβαίνοντας στο κέντρο της Αθήνας άκουσε το πλήθος να τραγουδάει το «Καλημέρα ήλιε». «Ο Μάνος ήταν μια πλαγιά πολύχρωμα λουλούδια που έλαμπαν καθώς τα χτυπούσε ο ήλιος. Και θα λάμπουν για πάντα και πιο πολύ όσο θα υπάρχει και θα λάμπει στον κόσμο αυτός ο μοναδικός ήλιος: Η καρδιά του Ανθρώπου…». (Μίκης Θεοδωράκης)
Ένας από τους καλύτερους Έλληνες συνθέτες, που έφυγε πολύ νωρίς και που αγαπήθηκε όσο λίγοι ήταν ο Μάνος Λοΐζος. Την δεκαετία του ’60 συνυπήρξε το ερωτικό τραγούδι με το πολιτικό. Ο Μάνος Λοΐζος ήταν και ρομαντικός και επαναστάτης. Ήταν «παιδί» και του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη. Είχε βέβαια την τύχη να έχει φίλους και συνεργάτες τους καλύτερους της εποχής. Στα τραγούδια του κυριαρχεί η μελωδία, ό,τι κι αν έγραφε. Έδωσε μορφή στο όραμα των ανθρώπων, στις χαρές και τις λύπες τους, στους αγώνες τους, στους χωρισμούς και στους έρωτες. H καθαρότητα και η απλότητα των δημιουργιών του, η συμμετοχή του στα κοινά, που λείπει και αυτό από την σημερινή εποχή, ήταν τα στοιχεία που τον διέκριναν.
Γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 22 Οκτωβρίου του 1937 στο χωριό Άγιοι Βαβατσινιάς της Λάρνακας. Ήταν το μοναδικό παιδί του Ανδρέα Λοΐζου και της Δέσποινας Μανάκη, που καταγόταν από τη Ρόδο. Η οικογένειά του μετακόμισε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου όταν ήταν επτά ετών.
Άρχισε να μελετά βιολί στο Εθνικό Ωδείο της Αλεξάνδρειας, αλλά τον κέρδισε η κιθάρα. Το 1955 ήρθε στην Αθήνα για σπουδές. Αρχικά γράφτηκε στην Φαρμακευτική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά στις αρχές του 1956 την αφήνει για να φοιτήσει στην Ανωτάτη Εμπορική και αυτή για την ΑΣΟΕΕ. Φοίτησε για λίγο στη Σχολή Βακαλό για να σπουδάσει γραφιστική. Το 1960 αποφασίζει να εγκαταλείψει τις σπουδές του και να ασχοληθεί μόνο με τη μουσική. Για να επιβιώσει κάνει διάφορες δουλειές, γκαρσόνι σε ταβέρνα, γραφίστας σε διαφημιστικές εταιρείες, διακοσμητής και μουσικός σε μπουάτ.
Τον Απρίλιο του 1962 γίνεται ιδρυτικό μέλος και αντιπρόεδρος στο Σύλλογο Φίλων Ελληνικής Μουσικής με τους Χ. Λεοντή, Γ. Μαρκόπουλο, Δ. Σαββόπουλο, Μ. Φαραντούρη, Ν. Μαυρουδή, Μ. Ελευθερίου κ.ά. Συμμετέχει στις παραστάσεις της «Όμορφης Πόλης» του Μίκη Θεοδωράκη στο θέατρο Παρκ. Γνωρίζει τον Μίμη Πλέσσα και ηχογραφεί το πρώτο του τραγούδι, σε στίχους Νίκου Γκάτσου, το «Τραγούδι του δρόμου», ένα παραδοσιακό ισπανικό τραγούδι που έκανε γνωστό ο Federico Garcia Lorca, με τον Γιώργο Μούτσιο σε πρώτη εκτέλεση.
«Το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας»
Το καλύτερο ζεϊμπέκικο που γράφτηκε ποτέ είναι του Μάνου. Το 1971 θα γράψει μουσική για την ταινία του Αλέξη Δαμιανού «Ευδοκία». Ο Λοΐζος μελέτησε το υλικό από τα γυρίσματα της ταινίας και γράφει την μελωδία πάνω στην σκηνή του χορού του φαντάρου και του γέλιου της Ευδοκίας. Αρχικά έπαιξε την μελωδία με τον ρεμπέτη Γιώργο Μουφλουζέλη και τον τζουρά του. Το μετανιώνει όμως και στην ηχογράφηση πείθει το Θανάση Πολυκανδριώτη να παίξει κι αυτός με τον τζουρά και όχι με το μπουζούκι. Παρακολουθούσε ξανά και ξανά τη σκηνή και προσάρμοσε κάθε νότα σε κάθε κίνηση του «λοχία» μέχρι να καταφέρει να το κάνει τον απόλυτο αντρικό ύμνο. Ζητάει από τον Λευτέρη Παπαδόπουλο να του γράψει στίχους, όμως εκείνος ακούγοντας τη μουσική αρνήθηκε. «Δεν τους χρειαζόταν», του είπε. Μιλάει μόνη της». Η σκηνή γυρίστηκε χωρίς κανείς από τους ηθοποιούς να ακούει την σύνθεση του Λοΐζου. Βάζει το τραγούδι με νέα ενορχήστρωση στο δίσκο «Να’χαμε τι να’χαμε» το 1972.
«Ο δρόμος είχε την δική του ιστορία»
Γνωρίζεται με την Κωστούλα Μητροπούλου γύρω στο 1960, στιχουργό και συγγραφέα και του δίνει ένα τετράδιο όπου είχε γράψει διάφορους στίχους. Δύο από αυτά τα τραγούδια θα σημαδέψουν την καριέρα του. Ο «Δρόμος» και ο «Στρατιώτης» που μαζί με το «Ακορντεόν» θα του ανοίξουν διάπλατα το δρόμο για πανελλήνια αναγνώριση. Η Μαρία Φαραντούρη το ερμήνευσε για πρώτη φορά με τον Γιώργο Ζωγράφο, αλλά η λογοκρισία της εποχής το απέρριψε και δεν ηχογραφήθηκε τότε. Ηχογραφείται με τη φωνή της Σούλας Μπιρμπίλη το 1965 σε ρυθμό Νέου Κύματος. Aγαπήθηκε αμέσως και το έπαιζαν πολύ τα ραδιόφωνα, όμως με την πολιτική κατάσταση που επικρατούσε και την επταετία της Χούντας που ακολούθησε, απαγορεύτηκε.
Το 1974 ο Μάνος Λοΐζος ηχογράφησε «Τα τραγούδια του δρόμου» με την Αλέκα Αλιμπέρτη και τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Συμπεριέλαβε στο δίσκο και τον «Δρόμο» ερμηνευμένο από τον ίδιο σε «εμβατηριακό» ρυθμό κι από τότε ακούγεται σε κάθε σχολική γιορτή.
«Σ’ ακολουθώ, σ’ αγγίζω και πονάω»
Ένα από τα ωραιότερα ελληνικά τραγούδια γράφτηκε από τον Λοΐζο το 1980 για μια γυναίκα που τον είχε γοητεύσει, τη Λίζυ, που γνώρισε την περίοδο της χούντας. Πέρναγε δύσκολα εκείνη την εποχή και είχε κλειστεί στον εαυτό του κι εκείνη τον έκανε όμορφα. Ο έρωτάς του όμως γι’αυτήν έμεινε πλατωνικός. Η πρώτη του γυναίκα, η Μάρω, σε συνέντευξή της στον Ισαάκ Σούση, που έγραψε το βιβλίο «Μάνος Λοΐζος – Για μια μέρα ζωής», του αποκάλυψε πως: «Ο Μάνος έγραψε γι’ αυτήν το «Σ’ ακολουθώ». Μάλιστα στην αρχή τους είχε τρελάνει όλους στο στούντιο. Ήθελε το τραγούδι να λέει: «Λίζυ κράτησέ με και περπάτησέ με, μεσ’ στο γαλανό σου το βυθό…». Καταλαβαίνεις… Έπεσε επάνω του ο Αχιλλέας (Θεοφίλου) ο παραγωγός του και όλοι να του αλλάξουν γνώμη…». Το ερμήνευσε ο ίδιος, αν και το γνωρίζουμε περισσότερο από τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Ήταν η τελευταία του επιτυχία.
Εκτός από τα παραπάνω τραγούδια – θρύλους, πολυαγαπημένα είναι και τα «Πάγωσε η τσιμινιέρα», «Το Ακορντεόν», «Το παλιό ρολόι», «Η δουλειά κάνει τους άντρες», «Έχω ένα καφενέ», «Μάνα δε φυτέψαμε», «Τζαμάικα», «Αχ, Χελιδόνι μου», «Παποράκι του μπουρνόβα», «Τέλι, τέλι, τέλι», «Ο Φαντάρος», «Πες μου πώς γϊνεται», «Τίποτα δεν πάει χαμένο», «Πόσο σ’ αγαπώ», «Αυτό τ’ αγόρι με τα μάτια τα μελιά», «Κουτσή κιθάρα» και τόσα άλλα.
Ο πολιτικοποιημένος Μάνος
Υπήρξε ενεργό μέλος του Κ.Κ.Ε. Το 1964 γράφει «το Ακορντεόν», τον «Στρατιώτη» και τον «Γ΄ Παγκόσμιο», τραγούδια που θα αποτελέσουν σύμβολο των αγώνων του Ελληνικού λαού. Όταν γίνεται το πραξικόπημα φεύγει στο εξωτερικό για να γλυτώσει την σύλληψη και επιστρέφει στην Ελλάδα 6 μήνες μετά. Τη μέρα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου το 1973 θα συλληφθεί και θα κρατηθεί δέκα μέρες. Υπήρξε ένας από τους βασικούς εκφραστές του πολιτικού τραγουδιού τα χρόνια της δικτατορίας. Για το 2ο Φεστιβάλ ΚΝΕ-Οδηγητή ο Μάνος Λοΐζος, έγραψε «Τα Τραγούδια μας» σε στίχους του Φώντα Λάδη. Τα τραγούδια του κατέγραφαν το πολιτικό κλίμα της μεταπολίτευσης. Έγινε πρόεδρος της Ένωσης Μουσικοσυνθετών-Στιχουργών Ελλάδας το 1978 που ιδρύθηκε για την καταπολέμηση της κασετοπειρατείας και της λογοκρισίας, και βοηθά στην δημιουργία φορέα είσπραξης των πνευματικών δικαιωμάτων.
Στην προσωπική του ζωή ήταν εύθραυστος και συναισθηματικός, γενναιόδωρος στις φιλίες του, άλλοτε πράος και άλλοτε ισχυρογνώμων. Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος λέει για τον Λοΐζο: «Ερωτικός, ανατολίτης, τρυφερός, ευαίσθητος, γαλήνιος και ονειροπόλος μαζί, μαχητικός και πεισματάρης. Έτσι ήταν ο Μάνος. Του άρεσαν οι όμορφες γυναίκες, το καλό κρασί, οι νόστιμοι μεζέδες. Σπάνια θύμωνε. Συνήθως χαμογελούσε. «Είμαι απελπισμένος», έλεγε. Κι έτρεχε να κρυφτεί στο καταφύγιό του: το χιούμορ. Έπαιζε τάβλι, έπαιζε πόκα. Έπαιζε και με τη ζωή του. Έζησε μόνο 45 χρόνια, που είναι περισσότερο από 90, για πολλούς από εμάς». Σαν καλλιτέχνης ήταν τελειομανής και δούλευε ώρες για να ηχογραφήσει κάθε τραγούδι. Ήταν ο πιο δαπανηρός συνθέτης της εποχής σε ό,τι αφορά την παραγωγή ενός δίσκου.
Τον Μάρτιο του 1965 παντρεύεται τη Μάρω Λήμνου, συγγραφέα παιδικών βιβλίων. Ένα χρόνο αργότερα, τον Αύγουστο του 1966, θα γεννηθεί η κόρη τους Μυρσίνη. Το 1978 παντρεύεται την ηθοποιό Δώρα Σιτζάνη, που του έγραψε και τους στίχους στο «Κι αν είμαι ροκ» το 1980.
Έγραψε μουσική για τις ταινίες: «Ευδοκία», «Μπετόβεν και Μπουζούκι», «Τρούμπα ’67», «Το Λεβεντόπαιδο», «Η Νεράιδα και το Παλικάρι», «Διακοπές στην Κύπρο», «Η Αλίκη Δικτάτωρ», «Τραγούδια της Φωτιάς» του Κούνδουρου από την συναυλία του στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, «Τζίμης ο Τίγρης» του Βούλγαρη. Για θέατρο: «Το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα», «Ένα Κορίτσι στο Παράθυρο», «Γη S.O.S»
Τραγούδια του ερμήνευσαν ο Γιάννης Καλατζής, ο Γιώργος Νταλάρας, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, η Χάρις Αλεξίου, ο Γιάννης Πουλόπουλος, ο Γιάννης Πάριος, η Μαρία Φαραντούρη, ο Στέλιος Καζαντζίδης, η Λίτσα Διαμάντη, η Δήμητρα Γαλάνη, η Μαρίζα Κωχ.
Δισκογραφία
1968 Ο Σταθμός, 1970 Θαλασσογραφίες, 1971 Ευδοκία, 1972 Να ‘χαμε τι να ‘χαμε, 1974 Καλημέρα ήλιε, 1974 Τα τραγούδια του δρόμου, 1975 Τα Νέγρικα, 1976 Τα τραγούδια μας, 1979 Πρώτες εκτελέσεις, 1979 Τα τραγούδια της Χαρούλας, 1980 Για μια μέρα ζωής, 1983 Γράμματα στην αγαπημένη, 1985 Ο δρόμος του Μάνου, 1985 Αφιέρωμα από το Ολυμπιακό στάδιο, 1992 Οι μπαλάντες του Μάνου, 1995 Κάτω από ένα κουνουπίδι, 1997 Ενθύμιο Τρυφερότητας, 2002 Εκτός Σειράς, Σαράντα σκόρπιες ηχογραφήσεις, 2003 Τα τραγούδια του Σεβάχ.
Τον Οκτώβριο του 1981 διαγνώστηκε με περικαρδίτιδα και νεφρική ανεπάρκεια και ταξιδεύει στη Μόσχα για ιατρικές εξετάσεις. Στις 8 Ιουνίου του 1982 υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο και νοσηλεύεται για ένα μήνα σε νοσοκομείο. Τον Αύγουστο ταξίδεψε μόνος για νοσηλεία στη η Μόσχα, ελπίζοντας ότι θα νικήσει την αρρώστεια, αλλά στις 7 Σεπτεμβρίου υφίσταται και δεύτερο εγκεφαλικό επεισόδιο. Πεθαίνει δέκα ημέρες αργότερα στις 17 Σεπτεμβρίου 1982 σε ηλικία 45 ετών.
Είχε κερδίσει την αναγνώριση και την αγάπη του κόσμου. Μια από τις μεγαλύτερες συγκινήσεις που είχε δοκιμάσει στη ζωή του, ήταν όταν λίγο μετά την μεταπολίτευση του 1974, κατεβαίνοντας στο κέντρο της Αθήνας άκουσε το πλήθος να τραγουδάει το «Καλημέρα ήλιε». «Ο Μάνος ήταν μια πλαγιά πολύχρωμα λουλούδια που έλαμπαν καθώς τα χτυπούσε ο ήλιος. Και θα λάμπουν για πάντα και πιο πολύ όσο θα υπάρχει και θα λάμπει στον κόσμο αυτός ο μοναδικός ήλιος: Η καρδιά του Ανθρώπου…». (Μίκης Θεοδωράκης)