Η Μαρία Αμαλία Μερκούρη, μια από τις σημαντικότερες Ελληνίδες του 20ού αιώνα και η πιο διάσημη από τους Έλληνες καλλιτέχνες στο εξωτερικό, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 18 Οκτωβρίου 1920.
Ήταν από μεγαλοαστική οικογένεια. Πατέρας της ήταν ο Σταμάτης Μερκούρης, βουλευτής που είχε χρηματίσει υπουργός Δημόσιας Τάξης και Δημοσίων Έργων και μητέρα της η Ειρήνη Λάππα, που ανήκε σε μια από τις καλύτερες αθηναϊκές οικογένειες. Είχε έναν αδελφό, τον Σπύρο Μερκούρη που πέθανε πρόσφατα. Οι γονείς της χώρισαν, δημιούργησαν νέες οικογένειες και η Μελίνα έζησε στο σπίτι του παππού της που τον λάτρευε, Σπύρου Μερκούρη, δημάρχου της Αθήνας για περισσότερα από 20 χρόνια.
Ήταν επανάστατρια, εκρηκτική και ανυποχώρητη σε ό,τι διεκδικούσε. Γράφει στην αυτοβιογραφία της «Γεννήθηκα Ελληνίδα»: «Υπάρχουν πολλοί Ντ’αρτανιάν» στην Αθήνα, αλλά όχι αρκετές μυλαίδες». Αποφάσισα να γίνω η «Μυλαίδη» ή η Λαίδη Χάμιλτον ή η Μεγάλη Αικατερίνη, αλλά ασφαλώς να μην δεχθώ τη ζωή της μητέρας μου ή της γιαγιάς μου. Με άλλα λόγια ήθελα ν’ αλλάξω την εποχή. Αμφιβάλλω αν ήμουν εγώ υπεύθυνη γι’αυτό, αλλά οι καιροί έχουν αλλάξει». Αρνούνταν να υποταχτεί σε αστικές αξίες και κοινωνικά πρότυπα. Δεξιών καταβολών και φιλομοναρχική στα νιάτα της, όπως η οικογένειά της. Με μεγαλοαστική καταγωγή και «αρρενωπή θηλυκότητα», συνδυασμένη με τον προκλητικό, για την εποχή, ερωτισμό της, μάγευε από πολύ μικρή τους πάντες. Η Ελλάδα μόλις είχε βγει από έναν καταστροφικό πόλεμο κι έναν εμφύλιο και έψαχνε να βρει το νέο της πρόσωπο. Και το βρήκε στο πρόσωπό της. Η Μελίνα έγινε σύμβολο της χαράς, της ζωής και της ελληνικής ψυχής. Ήταν η ανεπίσημη πρέσβειρα στο εξωτερικό, προβάλλοντας τον πολιτισμό της χώρας της, χωρίς να τονίζει τις δυσκολίες που ζούσε η μεταπολεμική Ελλάδα. Ό,τι κι αν έκανε γινόταν πρωτοσέλιδο.
Ονειρευόταν από μικρή να γίνει ηθοποιός. «Η Γκάρμπο είναι το πλάσμα για το οποίο έγινα θεατρίνα». Το Σεπτέμβρη του 1938 η Μελίνα γίνεται δεκτή στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου με συμμαθητές τη Δέσπω Διαμαντίδου, την Αλέκα Παΐζη, τον Ανδρέα Φιλιππίδη, τον Αλέξη Δαμιανό κ.ά.
Θέατρο
Πρωτοεμφανίζεται στην ελληνική σκηνή το 1944 στο θέατρο Βρετάνια στο έργο «Το μονοπάτι της λευτεριάς». Ακολουθούν: «H κόμισσα και ο καμαριέρης» «Μις Μπα», «Θα σε παντρευτώ Τέρας», «Το Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα», «Πωλείται Κέφι», «Η Μπόρα Πέρασε», «Επικίνδυνη Στροφή», «Ο Άνθρωπος και τα Όπλα», «Φαύλος Κύκλος», «Της Νύχτας τα Καμώματα», «Ένας Φίλος θα ‘ρθει απόψε» 1946 «Τρισεύγενη», «Ανατολικά του Σουέζ», «Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ», «Δεν θα τα πάρεις μαζί σου», 1947 «Άνθρωπος και Υπεράνθρωπος», «Γαμήλιο Εμβατήριο», «Ο Βασιλικός», «Το τραγούδι της Κούνιας», 1949 «Λεωφορείον ο Πόθος», «Το μικρό Καλύβι», «Το χαμόγελο της Τζοκόντα», «Ο Θάνατος του Εμποράκου», «Bolero», 1950 «Άννα Λουκάστα», «Η Άννα των Χιλίων Ημερών» (με τους Ειρήνη Παππά, Ά. Συνοδινού, Ν. Τσαγανέα, Χ. Τσαγανέα, Δημήτρη Μυράτ, Τίτο Βανδή, ο Ντ. Ηλιόπουλο, Μίμη Φωτόπουλο, Β. Ζουμουλάκη κλπ), 1951 «Το Επάγγελμα της Κυρίας Ουόρεν», «Η Μεγάλη Παρένθεση».
Από το 1951 αρχίζει να πρωταγωνιστεί παράλληλα και στην γαλλική θεατρική σκηνή και γίνεται μούσα του Μαρσέλ Ασάρ. Το 1960 παίζει με το θέατρο Τέχνης το «Γλυκό Πουλί της Νιότης» με τον Γιάννη Φέρτη. Μεγάλος σταθμός στην θεατρική της καριέρα είναι το «Illya Darling» που ανεβάζει με συμπρωταγωνιστή τον Νίκο Κούρκουλο, στο Μπρόντγουέι. Το έργο είναι η θεατρική διασκευή της ταινίας «Never on Sunday» (Ποτέ την Κυριακή), που της είχε χαρίσει παγκόσμια αναγνώριση.
«Στέλλα»
Το κινηματογραφικό της ντεμπούτο έγινε με ένα θεατρικό έργο που είχε γραφτεί από τον Ιάκωβο Καμπανέλλη ειδικά για τη Μελίνα Μερκούρη, το «Στέλλα με τα κόκκινα γάντια», που στην ταινία πήρε τον τίτλο «Στέλλα» (1955). Μέχρι τότε οι Έλληνες σκηνοθέτες την απέρριπταν γιατί έβρισκαν ότι είχε πολύ μεγάλο στόμα. Η ταινία αυτή ήταν η μόνη που έκανε η Μελίνα Μερκούρη στην Ελλάδα. Ο Καμπανέλλης της είχε πει: «Μελίνα είσαι η πιο χειραφετημένη γυναίκα της Ελλάδας. Θα γράψω ένα έργο για σένα». Έτσι γεννήθηκε το σενάριο της «Στέλλας». Την σκηνοθεσία κάνει ο Μιχάλης Κακογιάννης. Η σκηνή με τον Γιώργο Φούντα και το «Στέλλα φύγε, κρατάω μαχαίρι», είναι ίσως η πιο δυνατή σκηνή του ελληνικού κινηματογράφου.
«Ποτέ την Κυριακή»
Το 1958 αρχίζει τα γυρίσματα για το «Ποτέ την Κυριακή» (Never On Sunday), ίσως την πιο επιτυχημένη και αμφιλεγόμενη ελληνική ταινία, που την έκανε διάσημη σε όλο τον κόσμο. Βραβεύτηκε με Όσκαρ Καλύτερου Τραγουδιού (ήταν υποψήφια για άλλα τέσσερα Όσκαρ). Η ταινία της χάρισε αρκετές σημαντικές διακρίσεις και παγκόσμια αναγνώριση, όπως το βραβείο πρώτου γυναικείου ρόλου στις Κάννες που το μοιράστηκε με τη Ζαν Μορό, και υποψηφιότητα για Όσκαρ πρώτου γυναικείου ρόλου. Το έχασε απ’ την Ελίζαμπεθ Τέιλορ το 1961 που το κέρδισε για την ταινία «Ζήσαμε στην Αμαρτία».
Οι άλλες ταινίες της: «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται» 1957, «The Gipsy and the Gentleman» 1958, «Ο Νόμος» 1959, «Ποτέ την Κυριακή» 1960, «Vive Henry IV, vive l‘amour» 1961, «Il giudizio universale» 1961, «Φαίδρα» 1962, «The Victors» 1963, «Τοπ καπί» 1964, «Μηχανικά Πιάνα» 1965, «A Man Could Get Killed» 1966, «10:30 Ένα Καλοκαιρινό Βράδυ» 1966, «Gaily, Gaily» 1969, «Promise at Dawn» 1970, «The Rehearsal» 1974, «Once is Not Enough» 1975, «Nasty Habits» 1977, «A Dream of Passion» 1978.
Οι έρωτες της Μελίνας
Στην ηλικία των 14 ετών ερωτεύεται τον ηθοποιό Γιώργο Παππά και κάνει την πρώτη της απόπειρα αυτοκτονίας. Στα 16 της παντρεύεται τον Παναγή Χαροκόπο, παντρεμένο μεγαλοκτηματία, για να μπορέσει να απελευθερωθεί από τα δεσμά της οικογένειας της και να γίνει θεατρίνα. Τον χωρίζει για τον δοσίλογο μαυραγορίτη Φειδία Γιαδικιάρογλου, επίσης παντρεμένο, και ζει μαζί του. «Ίσως η μόνη τύψη που έχω στη ζωή μου», θα πει χρόνια μετά. Δεν κρατάει πολύ αυτή η σχέση. Ερωτεύεται κεραυνοβόλα τον αξιωματικό του Ναυτικού Πύρρο Σπυρομήλιο που χωρίζει την σύζυγό του και μένουν μαζί για 7 χρόνια.
Ο άντρας της ζωής της όμως, ήταν ο Ζυλ Ντασέν. Τον γνωρίζει την βραδιά του θριάμβου της στις Κάννες το 1956 και από εκείνη την μέρα δεν χώρισαν ποτέ. Εγκαταλείπει την οικογένειά του γι’αυτήν. Γίνεται ο μέντορας της και βάζει σε τάξη την ζωή της. Έχοντας συμπληρώσει πλέον τέσσερις δεσμούς με ισάριθμους παντρεμένους (τον Χαροκόπο, τον Γιαδικιάρογλου, τον Σπυρομήλιο και τον Ντασέν), η Μελίνα συνήθιζε να λέει – μ’ εκείνο το σαρδόνιο χιούμορ της: «Εμένα όποιος άνδρας με γνωρίσει, με το «καλημέρα» χωρίζει τη γυναίκα του». Για τον εαυτό της παραδεχόταν: «Έχω ερωτευτεί! Και βαθιά, και τρομερά, και ασφυκτικά, και μ’ έναν τρόπο ίσως πολύ άγριο…».
Χούντα και Πολιτική
Την περίοδο της Χούντας, έγινε η «Μελίνα της Ελλάδας», η αναρχική ντίβα, που έκανε αγώνα στο εξωτερικό για να πείσει τους ξένους να βοηθήσουν να φύγει η χούντα από την Ελλάδα. Της αφαίρεσαν την ελληνική ιθαγένεια κι εκείνη το έμαθε από τις εφημερίδες. Έκανε ντοκιμαντέρ με το BBC με τίτλο «Η Ελλάδα της Μελίνας», και εκπομπές στη Γαλλική και τη Γερμανική τηλεόραση. Η αυτοβιογραφία της με τίτλο «Γεννήθηκα Ελληνίδα», γράφτηκε για να διατεθούν τα έσοδα από τις πωλήσεις για τον αντιδικτατορικό αγώνα. Έγιναν εναντίον της απόπειρες δολοφονίας, μία από τις οποίες παραλίγο να της στερήσει τη ζωή. Είχε κρεμάσει στο σπίτι της μια φωτογραφία του Παπαδόπουλου: «Για να τον βλέπω κάθε μέρα και να τον μισώ…».
Το 1974 επιστρέφει στην Ελλάδα και γίνεται μέλος του ΠΑΣΟΚ. Το 1981 γίνεται υπουργός πολιτισμού στην κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου. Ο Ντασέν είχε πει σε συνέντευξή του: «Η Μελίνα ήταν πολύ πιο πάνω από το ΠΑΣΟΚ. Στην πολιτική δεν πήγε για το κόμμα, αλλά για τον Ανδρέα Παπανδρέου. Είχε έρωτα γι’ αυτόν. Τότε δεν ήταν ο Ανδρέας που έβλεπες μετά με τη Λιάνη και με τα σωληνάκια. Στην ουσία ήταν ερωτευμένη μαζί του».
Συνεχίζει τις εμφανίσεις της στο θέατρο και στον κινηματογράφο, με την «Όπερα της πεντάρας» σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασσέν (1975) και στη «Μήδεια» του Ευριπίδη από το Κρατικό θέατρο Βορείου Ελλάδος σε σκηνοθεσία Μίνου Βολανάκη (1976). Το 1978 γυρίζει μια ταινία βασισμένη στη «Μήδεια», την «Κραυγή γυναικών» σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασσέν και παίζει στο θέατρο Μάνου Κατράκη, στο «Συντροφιά με το Μπρεχτ». Τέλος, το 1980 πρωταγωνιστεί ξανά στο «Γλυκό πουλί της Νιότης» με τον Γιάννη Φέρτη και έκλεισε ουσιαστικά την θεατρική της καριέρα με το «Ορέστεια» στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου με το Θέατρο Τέχνης. Το 1992 κάνει μια τελευταία εμφάνιση στην όπερα «Πυλάδης», σε βιντεοσκοπημένη σκηνή, στο ρόλο της Κλυταιμνήστρας, που παρουσιάστηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
Δημιουργεί τα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. και ξεκινάει εκστρατεία για την επιστροφή των κλεμμένων μαρμάρων της Ακρόπολης από τον Λόρδο Έλγιν, τα οποία βρίσκονται στις προθήκες του Βρετανικού Μουσείου. Έκανε αυτό τον αγώνα προσωπική της υπόθεση. Είχε πει πριν πεθάνει: «Αν με ρωτήσετε εάν θα ζω όταν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα επιστρέψουν στην Ελλάδα, σας λέω πως ναι, θα ζω. Αλλά κι αν ακόμη δεν ζω πια, θα ξαναγεννηθώ».
Βραβεία
191-1963 Βραβείο BAFTA για τον καλύτερο γυναικείο ρόλο για τις ταινίες «Φαίδρα» και «Ποτέ την Κυριακή», 1965 Χρυσή Σφαίρα Καλύτερου Α’ γυναικείου Ρόλου για το «Τοπ καπί», 1968 Βραβείο Τόνι Καλύτερου Α’ γυναικείου ρόλου για το «Illya Darling», 1963 και 1971 Χρυσή Σφαίρα για τον Καλύτερο Α’ γυναικείο ρόλο για «Υπόσχεση την Αυγή» και «Φαίδρα». Μετά το θάνατό της τιμήθηκε με πολλές οδούς, πλατείες κ.λπ., που φέρουν το όνομά της σε όλη την Ελλάδα. Στη μνήμη της απονέμεται το βραβείο «Μελίνα Μερκούρη» κάθε χρόνο στην εκάστοτε πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης και από την UNESCO το Βραβείο «Μελίνα Μερκούρη» για την διάσωση ή διατήρηση πολιτισμικών μνημείων της ανθρωπότητας. Έχει ιδρυθεί μετά τον θάνατό της, το Πολιτιστικό Ίδρυμα Μελίνα Μερκούρη, το οποίο έχει ως στόχο την επιστροφή των κλαπέντων γλυπτών του Παρθενώνα.
Τα τραγούδια της Μελίνας
Η Μελίνα τραγούδησε Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Ξαρχάκου, Μαρκόπουλου, Λοϊζου, Τσιτσάνη, Κούρτ Βάϊλ κά., με κορυφαίες ερμηνείες της Τα Παιδιά Του Πειραιά, Αγάπη Που ‘Γινες Δίκοπο Μαχαίρι, Αστέρι Μου Φεγγάρι Μου, Εφτά Τραγούδια Θα Σου Πω, Να Με Θυμάσαι Και Να Μ’ Αγαπάς, Χάρτινο Το Φεγγαράκι, Πάμε Μια Βόλτα Στο Φεγγάρι, Έγινε Παρεξήγηση, Είμαι Ρωμιά κ.ά.
Το τέλος
«Τι είναι αυτό που μπορεί να σας δαμάσει;», την είχε ρωτήσει ένας δημοσιογράφος. «Μόνο ο θάνατος», είχε απαντήσει. Αρρωσταίνει βαριά από καρκίνο και στις 6 Μαρτίου του 1994 πεθαίνει στο νοσοκομείο Memorial της Νέας Υόρκης. Είχε καρκίνο του πνεύμονα. Ήταν μανιώδης καπνίστρια και το πλήρωσε με την ζωή της. Λίγο πριν φύγει για την επέμβαση έγραψε σε ένα πακέτο τσιγάρα «Θα ξαναγυρίσω» και το άφησε πάνω στο γραφείο της στο υπουργείο. Δεν επέστρεψε ποτέ… Όταν η σορός της φτάνει στην Ελλάδα τίθεται σε λαϊκό προσκύνημα και κηδεύεται με τιμές πρωθυπουργού. Την ώρα της κηδείας της τα θέατρα και τα μαγαζιά στο Μπρόντγουεϊ παραμένουν κλειστά. Η «Corriere della Sera» την αποκαλεί «Η τελευταία Ελληνίδα θεά».
Η Μελίνα Μερκούρη ήταν ένα πλάσμα που παθιαζόταν με όλους τους αγώνες της και έγινε σύμβολο. Ο μεγαλύτερος φόβος της ήταν να πάψουν να την αγαπούν. Αν και πολλοί αμφισβήτησαν το ταλέντο της στην υποκριτική, τουλάχιστον το ταλέντο που είχε για την ζωή δεν πρόκειται να της αμφισβητηθεί ποτέ.