Ο τελευταίος από τους εθνικούς μας ποιητές που ένωσε παρελθόν, παρόν και μέλλον με χρώμα καθαρά ελληνικό.
Θεωρείται ένας από τους ανανεωτές της ελληνικής ποίησης. Στα ποιήματά του εκφράζονται κυρίως η αγάπη για τον Ελληνισμό, την ορθοδοξία, το καλοκαίρι, τον έρωτα και το Αιγαίο. Το έργο του έχει συνδεθεί με το κίνημα του υπερρεαλισμού, αν και δεν είναι καθαρά υπερρεαλιστής. Tον έλκυαν οι λέξεις με το έψιλον και το λάμδα, Ελλάδα, ελπίδα, ελευθερία, Ελένη, όλες αυτές που αρχίζουν από «ελ». Ίσως γι’αυτό θέλησε το ψευδώνυμό του να αρχίζει από «Ελ». Φρόντιζε ο στίχος του να έχει μια κρυφή «γεωμετρία», και είχε ακόμα εμμονές με τα ελληνικά χρώματα, λευκό, το πορφυρό, το γαλάζιο, την ώχρα, και τα νεαρά κορίτσια, λουσμένα στο ελληνικό φως και στη θάλασσα. Έχει πει για τον ποιητή ο Ν. Δήμου: Διαβάζοντας την ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη «είναι σα να κοιτάς αιγαιοπελαγίτικο τοίχο το καταμεσήμερο. Θαμπώνεσαι».
Ο ποιητής των 8.000 λέξεων
Ο λεκτικός πλούτος και η ικανότητά του να αναπλάθει τις λέξεις απετέλεσαν σημείο αναφοράς για τους μεταγενέστερους ποιητές και συγγραφείς. Η ποίησή του έχει γραφεί με τη χρήση περίπου 8.000 λέξεων, ενώ αυτή του Καβάφη, π.χ., με 3.500
Ο Οδυσσέας Αλεπουδέλης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, ήταν το πέμπτο παιδί της οικογένειας του Παναγιώτη και της Μαρίας Αλεπουδέλη. Οι γονείς του κατάγονταν από τη Λέσβο. Γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου 1911 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Εκεί είχε εγκατασταθεί ο πατέρας του από το 1895, ιδρύοντας με τον αδελφό του, Θεόδωρο, εργοστάσιο σαπωνοποιίας και πυρηνελουργίας. Μητέρα του ήταν η Μαρία Βρανά. Το 1914 η οικογενειακή επιχείρηση μεταφέρθηκε στον Πειραιά και μετακόμισαν στο κέντρο της Αθήνας. Ο πατέρας του ήταν φιλοβενιζελικός, προσωπικός φίλος, μάλιστα, του Ελ. Βενιζέλου. Αυτή η φιλία στοίχισε τη σύλληψη του πατέρα του και τη δίωξη όλης της οικογένειας μετά την πτώση του Βενιζέλου, το 1920. Τα καλοκαίρια ο Οδυσσέας τα περνάει με την οικογένειά του σε νησιά του Αιγαίου, όπου έρχεται σε επαφή με την ναυτική παράδοση. Το φθινόπωρο του 1924 γράφτηκε στο Γ’ Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών και εργάστηκε στο περιοδικό «Η Διάπλασις των Παίδων», χρησιμοποιώντας διάφορα ψευδώνυμα. Ξόδευε όλα του τα χρήματα, αγοράζοντας βιβλία και περιοδικά. Το 1935 θα γνωρίσει τον ποιητή και ψυχαναλυτή Ανδρέα Εμπειρίκο, που θα επηρεάσει καθοριστικά την ποίησή του, όπως και τη λαϊκή ζωγραφική του Θεόφιλου, η οποία θα ασκήσει σημαντική επίδραση στον εικονιστικό προσανατολισμό της ποίησής του. Γνωρίστηκε το 1936 με το Νίκο Γκάτσο, και όντας φανατικοί και οι δύο της μοντέρνας ποίησης και του υπερρεαλισμού, γίνονται αμέσως φίλοι. Μαζί με νέους της εποχής, όπως τον Σεφέρη, τον Σαραντάρη, τον Εμπειρίκο, τον Εγγονόπουλο και πολλούς ακόμη, δημιουργούν μια παρέα και προωθούν τις ιδέες και απόψεις τους μέσα από το περιοδικό «Νέα Γράμματα». Στην παρέα τους εντάσσονται οι ζωγράφοι Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας και Γιάννης Μόραλης, καθώς και ο ποιητής Νίκος Καρύδης, δημιουργός του εκδοτικού οίκου Ίκαρος, ο οποίος θα εκδώσει τα περισσότερα από τα βιβλία του Ελύτη.
Είχε την τύχη να έχει καθηγητές διανοούμενους της εποχής: Ι.Θ. Κακριδής, Γ. Αποστολάκης, Ι. Σαρρής, Ι. Αργυρόπουλος, Ε. Παντελάκης. Στα τέλη της δεκαετίας του 1920 ολοκληρώνει τις σπουδές του και έρχεται σε επαφή με την ευρωπαϊκή λογοτεχνία και τον Πολ Ελυάρ. Την ίδια περίοδο γράφει τα πρώτα του ποιήματα. Γράφεται στη Νομική Σχολή Αθηνών και σταματά προσωρινά να γράφει ποίηση. Την περίοδο αυτή γίνεται η γνωριμία του με το μαρξισμό. Μεταφράζει Τρότσκι από τα γαλλικά για την εφημερίδα των φοιτητών.
Η καθιέρωση του Ελύτη έρχεται τρία χρόνια αργότερα, με τη δημοσίευση του άρθρου «Ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης» στο περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα Το 1939 εγκατέλειψε οριστικά τη Νομική και τυπώνει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Προσανατολισμοί». Τον επόμενο χρόνο, μεταφράστηκαν για πρώτη φορά ποιήματά του σε ξένη γλώσσα.
Στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στον οποίο ο Ελύτης συμμετέχει ως έφεδρος ανθυπολοχαγός, και σύντομα τον μετέθεσαν στην πρώτη γραμμή. Στις 26 Φεβρουαρίου 1941 ο Οδυσσέας Ελύτης προσβάλλεται από τύφο και αρρωσταίνει βαριά. Αυτή η περιπέτεια σημάδεψε τη ζωή και το έργο του. Ο πόλεμος, αλλά και η Κατοχή, τα Δεκεμβριανά και ο Εμφύλιος τον ενέπνευσαν να συνθέσει τα έργα «Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για τον Χαμένο Ανθυπολογαχό της Αλβανίας» και «Το Άξιον Εστί», «Αλβανιάδα», «Καλωσύνη στις Λυκοποριές» και «Βαρβαρία».
Την περίοδο 1945–1946 διορίστηκε για ένα μικρό διάστημα Διευθυντής Προγράμματος στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας. Από το 1946 ως το 1948 έγινε συνεργάτης της εφημερίδας «Καθημερινή». Το 1948 ταξίδεψε στην Ελβετία, για να εγκατασταθεί στη συνέχεια στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας στη Σορβόννη και είχε την τύχη να γνωρίσει προσωπικότητες της τέχνης και της διανόησης, όπως τους: Αντρέ Μπρετόν, Πωλ Ελυάρ, Αλμπέρ Καμύ, Τριστάν Τζαρά, Πιερ Ζαν Ζουβ, Ζουάν Μιρό, Ανρί Ματίς, Μαρκ Σαγκάλ, Αλμπέρτο Τζιακομέτι, Τζόρτζιο ντε Κίρικο και Πάμπλο Πικάσο. Το 1950 ταξίδεψε στην Ισπανία και στην Αγγλία, όπου συνεργάστηκε με το BBC πραγματοποιώντας τέσσερις ραδιοφωνικές ομιλίες. Όταν επιστρέφει στην Ελλάδα, το 1953 ανέλαβε για έναν χρόνο τη Διεύθυνση Προγράμματος του ΕΙΡ. Έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Πολιτισμού στη Βενετία και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του θεάτρου Τέχνης του Κάρολου Κουν.
Το 1959 ολοκληρώνει το «Άξιον Εστί» που του χαρίζει το πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1961. Έρχεται τότε και η αναγνώριση, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Το 1975 ανακηρύσσεται επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης. Το 1977 αρνιέται την αναγόρευσή του ως Ακαδημαϊκού. Το 1979 του απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Το 1982 τιμήθηκε με το Χρυσό Μετάλλιο Τιμής του Δήμου Αθηναίων. Το 1987 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου της Ρώμης και των Αθηνών, ενώ το 1989 του απονεμήθηκε το γαλλικό παράσημο του Ανώτατου Ταξιάρχη της Λεγεώνας της Τιμής.
Το 1993 αποφάσισε να βαπτίσει το νέο κόμμα του στενού του φίλου και μετέπειτα Πρωθυπουργού, Αντώνη Σαμαρά, την Πολιτική Άνοιξη, την οποία δήλωσε ότι στηρίζει με γραπτή επιστολή του. Το 1995 ο Σαμαράς πρότεινε τον Ελύτη για Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αλλά αρνείται.
«Άξιον Εστί»
Το Άξιον Εστί, ένα από τα μνημειώδη έργα των ελληνικών γραμμάτων και ορόσημο για την μεταπολεμική μας ιστορία, έχει μελοποιηθεί, κατά ένα μέρος, από το Μίκη Θεοδωράκη και έχει αναχθεί σε άτυπο ελληνικό εθνικό ύμνο. Η επτάχρονη δικτατορία που ακολούθησε, βοήθησε ώστε το έργο να αποκτήσει συμβολική βαρύτητα.
Περιγράφει ο ίδιος πώς γεννήθηκε το «Άξιον Εστί»: «Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας. Σιγά – σιγά αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου. Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα έθνη ήταν ό,τι η μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας. Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας. Ήταν το πρώτο εύρημα, και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση, μου έδωσε το δεύτερο. Να δώσω δηλαδή σε αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο, τη μορφή μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας. Έτσι γεννήθηκε το Άξιον Εστί».
Το έργο διαιρείται σε τρία μέρη: «Η Γένεσις», «Τα Πάθη» και «Δοξαστικόν». Καθένα από τα μέρη αυτά έχει παράλληλες αναφορές στην προσωπική ιστορία του ποιητή και στην ελληνική ιστορία ως τα μέσα του 20ού αιώνα. Στις 19 Οκτωβρίου 1964 κάνει πρεμιέρα στο θέατρο «Ρεξ» της Αθήνας το λαϊκό ορατόριο του Μίκη Θεοδωράκη «Άξιον Εστί» σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη και συντελεστές τους Θόδωρο Δημήτριεφ, Μάνο Κατράκη, Γρηγόρη Μπιθικώτση.
Νόμπελ Λογοτεχνίας
Το 1978 ο Ελύτης δεν ήταν ο μοναδικός Έλληνας υποψήφιος για το βραβείο Νόμπελ, καθώς προτάθηκε και ο Γιάννης Ρίτσος. Η πρόθεση της σουηδικής ακαδημίας ήταν να απονείμει το Νόμπελ και στους δύο, γι’ αυτό και έστειλε στην Ελλάδα το φιλόλογο Ίνγκεμαρ Ρέντιν. Ο Ρέντιν έκανε την επίσημη πρόταση στους δύο ποιητές, που συμφώνησαν χωρίς δεύτερη σκέψη, ότι δε θα μοιραστούν το βραβείο. Αυτό δε σήμαινε ότι ήταν αντίπαλοι. Το Νόμπελ έπρεπε να απονεμηθεί σε έναν από τους δύο και ο Σουηδός φιλόλογος λέγεται πως έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην απόφαση. Ο Ρέντιν, πριν τεθεί το «δίλημμα», είχε ήδη αρχίσει να μεταφράζει την ποίηση του Ελύτη, και συγκεκριμένα το πρώτο βιβλίο από το «Άξιον Εστί», τη «Γένεση». Όταν επέστρεψε στη Σουηδία, έδωσε τις μεταφράσεις στα μέλη της Ακαδημίας, που χαρακτήρισαν το έργο του Ελύτη συγκλονιστικό και η πλάστιγγα έγειρε υπέρ του. Υπήρξαν αρκετοί που υποστήριξαν ότι ο Ρίτσος έχασε το Νόμπελ για πολιτικούς λόγους, επειδή ήταν μάχιμος αριστερός. Ο ίδιος ο Ρέντιν σε σχετικά πρόσφατη συνέντευξή του απάντησε κατηγορηματικά, όχι. Η γνώμη του είναι πως ο Ρίτσος είχε γράψει πολύ ωραία ποιήματα, αλλά κανένα δε φτάνει το «Άξιον Εστί». Στις 18 Οκτωβρίου 1979, κερδίζει εκείνος τελικά το βραβείο, και το παραλαμβάνει από τον βασιλιά Κάρολο Γουσταύο, και ο Γιάννης Ρίτσος δηλώνει: «Η απονομή του βραβείου Νόμπελ στο μεγάλο μας Έλληνα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη δεν είναι μία τιμή προς τον Ελύτη, αλλά μία τιμή προς το ίδιο το Νόμπελ».
Ακολούθησε η αναγόρευσή του σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεστημίου της Σορβόνης, η ίδρυση έδρας νεοελληνικών σπουδών με τίτλο «Έδρα Ελύτη» στο Πανεπιστήμιο Ρούτγκερς του Νιου Τζέρσεϊ, καθώς και η απονομή του αργυρού μεταλλίου Benson από τη Βασιλική Φιλολογική Εταιρεία του Λονδίνου.
Ο Ελύτης διαβάζει Ελύτη
Το «Μονόγραμμα»
Προσωπική ζωή
Ο Ελύτης φρόντιζε αυστηρά, η προσωπική του ζωή να βρίσκεται μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Τελευταία σύντροφος της ζωής του ήταν η ποιήτρια Ιουλίτα Ηλιοπούλου, η οποία έζησε κοντά στον ποιητή τα τελευταία δεκατρία χρόνια της ζωής του, και είναι η γυναίκα, την οποία εκείνος όρισε κληρονόµο του. Ήταν η μούσα του Οδυσσέα Ελύτη. Του άρεσαν οι ορειβατικές εκδρομές, ο αθλητισμός, η λογοτεχνία, η ελληνική φύση, η ζωγραφική και το κολάζ, οι μεταφράσεις, το ραδιόφωνο, το θέατρο.
Ποιητικές συλλογές και ποιήματα
Προσανατολισμοί 1936, Οι κλεψύδρες του αγνώστου 1937, Ήλιος ο Πρώτος, Μαζί με τις παραλλαγές πάνω σε μιαν αχτίδα 1943, Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας 1962, «Ωδή στον Πικασσό» 1948, «Το Άξιον Εστί» 1959, «Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό» 1960, Ποίημα «Μικρόν Ανάλογον για τον Ν. Χατζηκυριάκο-Γκίκα» 1960, «Ψαλμός και ψηφιδωτό για μιαν άνοιξη στην Αθήνα», «Δώδεκα Νήσων Άγγελος» και «Της Σελήνης της Μυτιλήνης» 1965, «Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας» 1971, «Το Φωτόδεντρο» και η «Δέκατη Τέταρτη Ομορφιά» 1971, Ποίημα «Θάνατος και ανάστασις του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου» 1971, «Το Μονόγραμμα», 1972, «Τα Ρω του Έρωτα, Αστερίας 1972», Ποίημα «Villa Natacha» 1973, «Φυλλομάντης», στη σειρά «Ένας Ποιητής, ένα Ποίημα» 1973, Ποίημα «Αιώνος Είδωλον» 1973, «Τα Ετεροθαλή» 1974, «Η καλωσύνη στις λυκοποριές» 1947, «Μαρία Νεφέλη» 1978, «Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας» 1982, «Ωδή στην Σαντορίνη» 1984, «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου» 1984, «Ο μικρός ναυτίλος» 1985, «Ιουλίου Λόγος» 1991, «Τα ελεγεία της Οξώπετρας» 1991, «Η ποδηλάτισσα» 1991, «Δυτικά της λύπης» 1995, «Εκ του πλησίον» 1998 (μεταθανάτια έκδοση)
Δοκίμια: «Η αληθινή φυσιογνωμία και η λυρική τόλμη του Ανδρέα Κάλβου» 1946, «Ο ζωγράφος Θεόφιλος» 1973, «Ανοιχτά χαρτιά», «Αστερίας» 1974, «Η μαγεία του Παπαδιαμάντη» 1976, «Σηματολόγιον», «Ερμείας» 1977, «Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο» 1979,«Ιδιωτική οδός», «Ύψιλον» 1989, «Τα δημόσια και τα ιδιωτικά» 1990, «Εν λευκώ», «Ίκαρος» 1992, «Ο κήπος με τις αυταπάτες» 1995
Μεταφράσεις: Μπέρτολτ Μπρεχτ, Ο κύκλος με την κιμωλία, Πωλ Ελυάρ, «Ποιήματα», «Δημόσιο Ρόδο», Σαπφώ, Πιέρ Ζαν Ζουβ, «Ποιήματα Ι–ΧΧVΙΙ», Ζαν Ζιρωντού, Νεράιδα: Ονειρόδραμα σε τρεις πράξεις, Δεύτερη γραφή (Αρτύρ Ρεμπό, Κόμης του Λοτρεαμόν, Πωλ Ελυάρ, Πιέρ Ζαν Ζουβ, Τζουζέπε Ουνγκαρέτι, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, Βλάντιμιρ Μαγιακόφσκι,, Απόστολος Ιωάννης, Η Αποκάλυψη, Κριναγόρας, Ζαν Ζενέ, Οι Δούλες
Μελοποιημένα έργα του Ελύτη: «Άξιον Εστί», Της δικαιοσύνης Ήλιε νοητέ, Ένα το χελιδόνι, Μικρές Κυκλάδες, Του μικρού Βοριά, Η ποδηλάτισσα, Μίκης Θεοδωράκης, Θεοδωράκης, Όλα τα πήρε το καλοκαίρι Δημήτρης Παπαδημητρίου, Το θαλασσινό τριφύλλι, Λίνος Κόκκοτος, Η πεντάμορφη στον κήπο, Γιώργος Κουρουπός, Η νεροσταγόνα, Θόδωρος Αντωνίου, Με την πρώτη σταγόνα της βροχής, Μάνος Χατζιδάκις, Ο Ήλιος ο ηλιάτορας, Δημήτρης Λάγιος και Ζαράνης Πέτρος, «Προσανατολισμοί», Ηλίας Ανδριόπουλος, Ο Αύγουστος, Ζαράνης Πέτρος, Το τραγούδι της Μαρίας-Νεφέλης, Ωχρά Σπειροχαίτη, Όμορφη και παράξενη πατρίδα, Λάγιος, Ω, αμάραντο πέλαγο, Γ. Μαρκόπουλος, κ.ά.
Αγαπημένα αποφθέγματα του ποιητή
Την άνοιξη αν δεν την βρεις την φτιάχνεις
«Θε μου τι μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε»
«Εάν αποσυνθέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις».
Κι έναν πόντο πιο ψηλά να πάτε, άνθρωποι, ευχαριστώ θα σας πει ο Θεός.
Η πρώτη αλήθεια είναι ο θάνατος. Απομένει να μάθουμε ποια είναι η τελευταία
«Όλα μένουν. Εγώ φεύγω. Εσείς να δούμε τώρα…».
Ο ποιητής του Αιγαίου απεβίωσε στις 18 Μαρτίου του 1996 από ανακοπή καρδιάς στην Αθήνα, σε ηλικία 85 ετών.