Στη σημερινή συνέντευξη συνομιλούμε με τη νεαρή συγγραφέα Μαριαλένα Γκογκίδη με αφορμή το πρώτο της βιβλίο με τίτλο Ζηλόφθων Οδοιπορώντας, έναν θεατρικό μονόλογο με θέμα την ερωτική ζήλια. Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ανάτυπο.
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα:
Η Μαριαλένα Γκογκίδη γεννήθηκε το 1998 στη Θεσσαλονίκη. Το 2016 αποφοίτησε από το Αμερικανικό Κολλέγιο Ανατόλια και σπουδάζει στο τμήμα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θες/νίκης. Από το 2011 είναι μέλος του Ομίλου ελληνικού θεάτρου του Κολλεγίου τον οποίο και υπηρετεί μέχρι σήμερα επί ή κάτω από τη σκηνή. Το παρόν έργο αποτελεί την πρώτη της συγγραφική απόπειρα.
Δεδομένων των σπουδών σου στη Φιλολογία και τη συμμετοχή σου σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς φαντάζομαι ότι είχες ανέκαθεν μια πολύ καλή σχέση με τη γραφή και τις ποικίλες εκφάνσεις της. Πότε ξεκίνησε αυτή η σχέση; Ποιο ήταν το πρώτο ερέθισμα που σε ώθησε να γράψεις;
Από μικρή με θυμάμαι να κρατώ σημειώσεις με φράσεις ή ατάκες από ταινίες και βιβλία που μου άρεσαν. Είχα ένα σημειωματάριο, όπου τις συγκέντρωνα. Τις σελίδες αυτού του, κατά κάποιο τρόπο, ημερολογίου τις διάβαζα πολλές φορές προτού κοιμηθώ. Ακόμα και τώρα μου αρέσει να καταγράφω φράσεις που με εντυπωσιάζουν ή απλώς τραβούν την προσοχή μου. Μετά, στο γυμνάσιο ξεκίνησα να γράφω τα πρώτα μου κείμενα. Είχα όμως, ίσως και λόγω ηλικίας, μια συστολή, δεν ήθελα με τίποτα να μάθει κάποιος πως γράφω, ούτε καν οι γονείς μου ή και οι φίλοι μου στο σχολείο. Κάποιες φορές πήρα την απόφαση να συμμετάσχω σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Όμως, την όλη διαδικασία του να πλάθω ιστορίες ή να καταγράφω σκέψεις την κρατούσα για μένα, ήταν κάτι σαν μυστικό. Οπωσδήποτε βέβαια, η αγάπη μου για τα βιβλία ήταν πάντοτε ολοφάνερη. Αυτό δεν θα μπορούσε να κρυφτεί, αφού ανέκαθεν αγόραζα και διάβαζα πυρετωδώς βιβλία.
Το πρώτο σου βιβλίο με τίτλο «Ζηλόφθων Οδοιπορώντας» είναι ένας θεατρικός μονόλογος με θέμα την ερωτική ζήλια. Πώς προέκυψε αυτή η ιδέα;
Δεν την προγραμμάτισα. Ποτέ δεν κάθομαι να σκεφτώ τι θα γράψω, σκέφτομαι μονάχα αφότου έρθει μια ιδέα και προσπαθώ να της δώσω λέξεις και νοήματα. Το θέμα της ερωτικής ζήλιας, λοιπόν, ήρθε αβίαστα και μου άρεσε πολύ. Ίσως επειδή αντιλαμβάνομαι πόσο πολύ μπορεί να βασανίσει έναν άνθρωπο και ως εκ τούτου, προσφέρεται για πολλή εσωτερικότητα. Ό,τι ζήτημα άπτεται του βαθέως ψυχισμού ενός ατόμου με συγκινεί και μου προκαλεί δέος. Με γοητεύει να γράφω για τα «μέσα μας». Είναι ό,τι πιο ειλικρινές έχουμε. Ό,τι πιο καθαρό και τελικά ό,τι πιο αληθινό.
Η ζήλια είναι ένα σύνηθες αλλά και επιζήμιο συναίσθημα τόσο για εκείνον που ζηλεύει όσο και για τους γύρω του. Θεωρείς ότι είναι έμφυτο χαρακτηριστικό ή όχι; Θα μπορούσε για παράδειγμα με τη σωστή παιδεία το άτομο να μην αναπτύσσει αισθήματα ζήλιας;
Χμμ… η ζήλια για μένα είναι αναπόσπαστο κομμάτι της παθιασμένης ερωτικής επιθυμίας. Δεν έχει μέτρα και σταθμά και οπωσδήποτε, καταδυναστεύει αυτόν που την αισθάνεται. Τρέφεται από αυτόν, με αποτέλεσμα πολλές φορές να τον αφήνει «στεγνό». Η καταπολέμησή της νομίζω προϋποθέτει αυταπάρνηση, γι’ αυτό και δεν πρόκειται για κάτι εύκολο ή και διαχειρίσιμο ακόμα. Το κατά πόσο είναι έμφυτη ή όχι, θα το πει η επιστήμη, αν κατορθώσει ποτέ να το διαπιστώσει. Εγώ μπορώ μονάχα να πω πως, οι ζηλόφθονες είναι στην ουσία ασθενείς. Η ζήλια, όπως και ο έρωτας, είναι μια ανωμαλία, για την οποία δεν πιστεύω πως τίθεται θέμα ίασης, αλλά επιβίωσης. Είναι ένας σταυρός που κουβαλάς για όσο διαρκεί η ερωτική επιθυμία. Βαρύς σταυρός.
Καμιά παιδεία, καμιά γνώση δεν είναι ικανή να την εμποδίσει, με τον ίδιο τρόπο που και η λογική δεν μπορεί να κάμψει τον έρωτα. Αν ο ερωτευμένος κατορθώσει να σκεφτεί με λογική, τότε στην πραγματικότητα παύει να υφίσταται ο έρωτάς του.
Δαμάζεται η ζήλια;
Όσο εύκολα δαμάζεται μια μύγα.
Πόσο εύκολο είναι στην Ελλάδα του 2019 ένας άνθρωπος που γράφει να εκδώσει το έργο του; Εσύ ποιες δυσκολίες αντιμετώπισες;
Η εκδοτική διαδικασία από τη μία με χαροποίησε, διότι πρόκειται ουσιαστικά για ένα κομμάτι της περιπέτειας του βιβλίου, έχοντας φύγει από τα δικά μου χέρια και προτού αυτό φτάσει στα χέρια του αναγνώστη. Από την άλλη, τα γραφειοκρατικά και διαδικαστικά ζητήματα είναι κουραστικά, απαιτούν χρόνο και υπομονή, όμως στο τέλος αισθάνομαι να δικαιώθηκα. Και κυρίως αισθάνθηκα όμορφα με τον εαυτό μου που έφερα σε πέρας ό,τι χρειάστηκε. Ήταν εξαιρετικά συνεργάσιμα βέβαια και τα παιδιά από τις εκδόσεις «Ανάτυπο», τους είμαι σίγουρα ευγνώμων.
Πολλές δυσκολίες προκύπτουν μετά την έκδοση, δεδομένου ότι και το αναγνωστικό κοινό είναι συνήθως περιορισμένο. Όντας καινούργια στον χώρο, πολλά πράγματα τα ανακαλύπτω τώρα και κάθε εμπόδιο το αντιμετωπίζω ψύχραιμα και με διάθεση. Σίγουρα δεν το βάζω κάτω όσο αντίξοες και αν είναι οι συνθήκες των καιρών.
Τα τελευταία χρόνια αυξάνονται συνεχώς τα εργαστήρια δημιουργικής γραφής που προσφέρουν συμβουλές και tips λογοτεχνικής γραφής. Πιστεύεις ότι βοηθούν ή ένας συγγραφέας δεν χρειάζεται μαθήματα αλλά απλώς να ακολουθεί το δικό του αισθητήριο;
Κάθε είδους τέχνη προκειμένου να φτάσει σε ένα πνευματικό έργο, στηρίζεται σε κάποιες γνώσεις, σε κάποιες εμπειρίες, σε ερεθίσματα και στη φαντασία του δημιουργού. Έτσι, και το γράψιμο πέρα από την «καλή πένα», που μπορεί να διαθέτει κανείς, χρειάζεται την εξάσκησή του. Η εξάσκηση αυτή επιτυγχάνεται τόσο μέσα από αναγνώσεις πολλών βιβλίων, αλλά και μέσα από την εκμάθηση τεχνικών. Δεν υπάρχουν μονάχα σεμινάρια δημιουργικής γραφής, υπάρχουν ολόκληρα προγράμματα σπουδών γύρω από αυτήν, τα οποία σίγουρα έχουν κάτι να προσφέρουν. Βέβαια, κατ’ εμέ, ξεχωρίζουν οι συγγραφείς που έχουν έφεση στη γραφή, κάτι το οποίο θεωρώ πως αποτυπώνεται και στα κείμενά τους. Δεν ξέρω δηλαδή, κατά πόσο τα μαθήματα της δημιουργικής γραφής μπορούν να «φτιάξουν» έναν Simenon ή Annouilh ή και έναν Cabre.
Σου έχουν δώσει κάποια συμβουλή σχετικά με τη συγγραφή που να σου φάνηκε χρήσιμη;
Να ακούω πολύ τις γνώμες των άλλων, αλλά να τις υιοθετώ με φειδώ.
Σαν είδος γραφής σε ενδιαφέρει μόνο η πεζογραφία; Θα καταπιανόσουν με κάτι διαφορετικό όπως το σενάριο ή η στιχουργική;
Κατά καιρούς γράφω διάφορα πράγματα. Όπως είπα και προηγουμένως, τίποτα δεν γίνεται κατά παραγγελία. Νομίζω η πεζογραφία μου ταιριάζει αρκετά. Αλλά αυτό δεν αποτελεί ούτε νομοτέλεια ούτε απαραίτητα θα καθορίσει κάτι.
Πολλοί λογοτέχνες αντιτίθενται στην ιδέα της ερμηνείας των λογοτεχνικών έργων επειδή έτσι αφαιρείται από το έργο η αισθητική του αξία και γίνεται μια στείρα εξέταση γλωσσικών και θεματικών επιλογών. Εσύ τι πιστεύεις για την ερμηνεία των κειμένων; Επικρατεί μέσα σου η φωνή του φιλολόγου ή του συγγραφέα;
Είναι πολύ μεγάλο στοίχημα για έναν άνθρωπο που σπουδάζει φιλολογία το να αποβάλλει το «φιλολογιλίκι» από τα κείμενα, αλλά και από την κριτική του. Πολύ μεγάλο στοίχημα, που ίσως και να μην κερδίσει ποτέ, τουλάχιστον στον απόλυτο βαθμό. Δυστυχώς αυτός ο τρόπος σκέψης, ο πιο κανονιστικός κατά μία έννοια, μεταδίδεται και στους μαθητές στο σχολείο, κατά τη διδασκαλία της λογοτεχνίας. Ο τρόπος ερμηνείας των κειμένων είναι στρεβλός και αδιανόητος. Προσωπικά υπήρξα από τους τυχερούς που, λόγω σχολής, αντιλήφθηκα τη διαφορά μεταξύ φιλολογικής και λογοτεχνικής προσέγγισης. Η φιλολογική προσέγγιση μπορεί να είναι αντικειμενική σε ό,τι έχει να κάνει με την γραμματολογία του κάθε κειμένου. Από ‘κει και πέρα η λογοτεχνική προσέγγιση είναι καθαρά υποκειμενικό ζήτημα. Το «τι θέλει να πει ο συγγραφέας» το ξέρουμε με την ίδια βεβαιότητα που ξέρουμε και τι θέλει να πει ένα πουλί που κελαηδάει. Το προσωπικό μου στοίχημα είναι, όταν κάποιος διαβάζει ένα κείμενό μου, να μη συμπεραίνει πως έχω σπουδάσει φιλολογία.
Θα ήθελα να κλείσουμε με κάποια αγαπημένα σου βιβλία, πιθανότατα και βιβλία που σε έχουν «σημαδέψει».
Βασανιστήριο αυτή η ερώτηση. Κάποια πρώτα που έρχονται στο μυαλό…
1) «Στο τέλος της γης» Νταβίντ Γκρόσμαν
2) «Επικίνδυνη συμπόνια» Στέφαν Τσβάιχ
3) «Ο τέταρτος τοίχος» Σορζ Σαλαντόν
4) «Ασκητική» Νίκος Καζαντζάκης
5) «Φάουστ» Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε
6) «Το κιβώτιο» Άρης Αλεξάνδρου
7) «Το πρόβλημα Σπινόζα» Ίρβιν Γιάλομ
8) «4 3 2 1» Πολ Όστερ
…και άλλα πολλά που δεν έρχονται!