ΝΙΚΟΣ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΣ
«ΟΠΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΤΑΞΙΔΕΨΩ.
ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ ΣΕ 24 ΠΟΛΕΙΣ»
ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
Το νέο βιβλίο του Νίκου Βατόπουλου «Όπου και να ταξιδέψω. Περπατώντας σε 24 πόλεις» είναι ήδη στα βιβλιοπωλεία όλης της Ελλάδας και η παρουσίαση του στον Ιανό πραγματοποιήθηκε με πολύ μεγάλη επιτυχία. Για την νέα συγγραφική δουλεία του Νίκου Βατόπουλου μίλησαν η ποιήτρια-στιχουργός Λίνα Νικολακοπούλου και ο εκδότης Νώντας Παπαγεωργίου.
Το βιβλίο «Όπου και να ταξιδέψω. Περπατώντας σε 24 πόλεις» εξερευνά 24 αστικά κέντρα της χώρας, δίνοντας ισάριθμα πορτρέτα πόλεων με τρόπο υποκειμενικό και «ιμπρεσιονιστικό».
Ο Νίκος Βατόπουλος επιθυμεί, με το βιβλίο του αυτό, να προκαλέσει ένα νέο βλέμμα στο παραμελημένο αστικό απόθεμα των ελληνικών πόλεων και να συμβάλει σε ένα δημόσιο διάλογο για την αναγέννησή τους.
Περιλαμβάνονται κείμενα για τις πόλεις Άμφισσα, Άρτα, Βόλος, Δράμα, Ερμούπολη, Ζάκυνθος, Ηράκλειο, Ιωάννινα, Καλαμάτα, Καρδίτσα, Καστοριά, Κατερίνη, Κομοτηνή, Κόρινθος, Λαμία, Λάρισα, Λιβαδειά, Μυτιλήνη, Πάτρα, Ρόδος, Τρίκαλα και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο
Από τον πρόλογο του Νίκου Βατόπουλου:
«Το βιβλίο αυτό γεννήθηκε ως ανάγκη και ως επιθυμία. Από το 2016 άρχισα συστηματικά να περιηγούμαι στο σώμα της ηπειρωτικής Ελλάδας. Ήταν η ηπειρωτική χώρα αυτή που μου τραβούσε ιδιαίτερα το ενδιαφέρον, ιδίως οι πόλεις που δεν ήταν απολύτως ή καθόλου τουριστικές. Βεβαίως, το βλέμμα μου αγκάλιαζε το σύνολο της χώρας από την Κρήτη ως τη Μακεδονία και από τη Θράκη ως τα Επτάνησα, αλλά η ανάγκη μου ήταν να περιεργαστώ το αστικό απόθεμα, που ένιωθα ότι ήταν παραμελημένο, αγνοημένο, υποτιμημένο και σε απόσυρση.
Ξεκίνησα, αρχικά, ως περιηγητής στον τόπο μου. Ήταν ένα συναίσθημα ζωογόνο και ευεργετικό. Ένιωθα πως μου είχε δοθεί ένα κλειδί και ότι με αυτό θα μπορούσα να ανοίξω τα δωμάτια του νου μου. Ήταν ζήτημα οπτικής και διάθεσης. Ερχόμουν πλήρης από την Αθήνα, εκπαιδευμένος στην αστική ιχνηλασία, ώριμος να δεχθώ ποικίλες εκδοχές ενός τρόπου ζωής που μου ήταν οικείος και ξένος, αρχέγονος και καινοφανής, αλλά που, σε κάθε περίπτωση, ένιωθα την κυτταρική σχέση μου μαζί του. Η μεγάλη μου επιθυμία οριζόταν από αυτό που έβλεπα όλα αυτά τα χρόνια, σε όλη την Ελλάδα. Έναν ανεκμετάλλευτο πλούτο, θραύσματα αστικού πολιτισμού που έμοιαζαν με λάφυρα αφημένα, μια αχανής και ακανόνιστη παρακαταθήκη που ζητούσε ένα νέο βλέμμα.
Όσο προχωρούσα στο σώμα της Ελλάδας, από την Πελοπόννησο ως τη Θράκη, τόσο μεγάλωνε η επιθυμία αυτή. Έβλεπα την κακή οικιστική εξέλιξη, που σε πολλές πόλεις άρχισε στη διάρκεια της δικτατορίας, έβλεπα μια διάχυτη αδιαφορία και ασυδοσία, αλλά μαζί έβλεπα όχι μόνο τη δυνατότητα αλλά κυρίως την ομορφιά. Όψεις μιας Ελλάδας, εξωραϊσμένης πλέον στην κοινή αντίληψη, αλλά απολύτως υπαρκτής και ανοικτής σε ερμηνείες και προσεγγίσεις. Από ένα απλό σπίτι σε μια συνοικία ως ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο, από μία μισοσβησμένη αγιογραφία ως το περίγραμμα ενός αιωνόβιου δέντρου, και από την ατμόσφαιρα ενός παλιού καφενείου ως την αυλή ενός σχολείου, η Ελλάδα έστελνε διαρκώς σήματα. Υπήρχε μια συνέχεια και εγώ απλώς ακολουθούσα μια πορεία».