Από την πρώτη στιγμή που τον συναντάς σε κάνει να νιώθεις οικεία. Είναι ευγενικός, προσιτός, αισιόδοξος, νιώθει τυχερός, δεν επιτρέπει τίποτα να τον απογοητεύσει και δεν μετανιώνει ποτέ. Είναι ένας άντρας με επιβλητική παρουσία, με ήρεμο λόγο, συγκροτημένη σκέψη, αφοπλιστικά ειλικρινής και έχω την εντύπωση ότι όταν αφήνεται χαμογελάει και γλυκαίνει αρκετά…
Ο χρόνος που περνάει τον κάνει ομορφότερο, σοφότερο και του προσφέρει εμπειρία την οποία εξαργυρώνει όταν χρειαστεί.
Τον καφέ του τον πίνει με πολύ ζάχαρη και τον ενοχλεί που δεν μπορεί να καπνίσει ελεύθερα σε όλους τους χώρους. Σκέφτεται χαρούμενα ουτοπικά, γιατί ξέρει ότι αν δεν λειτουργήσει έτσι η ζωή του θα είναι δυστοπική. Δηλώνει αγνωστικιστής, δεν πιστεύει σε αυτόν που ονομάζουμε Θεό, και αντλεί δύναμη από τους άλλους. Μέχρι τα δεκαοχτώ του ήθελε να γίνει μπασκετμπολίστας… και κάπου εκεί ανακαλύπτει το θέατρο και παθιάζεται αμέσως μαζί του.
Το Φεβρουάριο του 2017 έκανε ένα πέρασμα από το Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, θέλοντας να βοηθήσει… όταν κατάλαβε ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει αποχώρησε αθόρυβα, όπως αθόρυβα κινείται όλα αυτά τα χρόνια…
Σαράντα χρόνια με δυνατές συνεργασίες και όλες επιτυχημένες στον Κινηματογράφο Λούφα και Παραλλαγή, Ένας και Ένας, Λίστα Γάμου, Πρώτη Φορά Νονός, Μια Μέλισσα τον Αύγουστο… Στη τηλεόραση Εγνατία Οδός, Λάουρα, Αστροφεγγιά, Κίτρινος Φάκελος, Ακριβή μου Σοφία, Το Τελευταίο Αντίο, Στο Παρα Πέντε… Στο θέατρο Επτά επι Θήβας, Αντιγόνη, Οιδίπους Τύραννος, Άμλετ, Πλούτος, Συρανό ντε Μπερζεράκ, Επιθεωρητής, Έγκλημα και Τιμωρία, Γλάρος, Θείος Βάνιας, Ψηλά απ΄ τη Γέφυρα.
Φέτος ταξιδεύει παρέα με τη Φωτεινή Μπαξεβάνη έχοντας αποσπάσει διθυραμβικές κριτικές, σε ένα διαχρονικό έργο του Αλεξάντερ Γκέλμα, «Το Παγκάκι».
Το mikrofwno.gr τον συνάντησε ανάμεσα από τα ταξίδια του – ένα Σάββατο με πολύ ήλιο – κάτσαμε σε ένα παγκάκι, κάναμε λίγο παρέα και μια πολύ όμορφη συζήτηση.
Κυρίες μου ο πολύ ερωτεύσιμος και πάντα γοητευτικός κύριος Γιώργος Κιμούλης!!
Κύριε Κιμούλη τι ήταν αυτό που σας εντυπωσίασε στο «Παγκάκι» και επιλέξετε να το ανεβάσετε;
Ο τρόπος με τον οποίο επιλέγω τα έργα που θα παίξω, θα σκηνοθετήσω ή θα μεταφράσω, έχει άμεση σχέση με το θέμα που με απασχολεί την περίοδο εκείνη. Δεν βρίσκω πρώτα το έργο και μετά σκέφτομαι πως θα το ανεβάσω. Πρώτα έχω το θέμα κι έπειτα ξεκινάω την αναζήτηση του έργου. Ακόμη κι όταν μου προτείνουν κάποιοι άλλοι ν’ ασχοληθώ μ’ ένα έργο, αν δεν έχει σχέση με τα ερωτήματα που με στοιχειώνουν εκείνη την περίοδο, δεν το αναλαμβάνω, όσο σημαντικό κι αν είναι. Η επιλογή του θέματος πάντα βασίζεται στις ερωτήσεις που ακούω από το περιβάλλοντα χώρο μου, στις ερωτήσεις που γεννιούνται σ’ εμένα και στους γύρω μου. Στην ουσία χρησιμοποιώ το έργο ως μια “λέμβο” για να καταθέσω τις δίκες μου ερωτήσεις ή τις δίκες μου σκέψεις. Υπό αυτό το πρίσμα επέλεξα και το «Παγκάκι». Το βασικό ερώτημα αυτού του έργου είναι το αν μπορούν να ζήσουν οι άνθρωποι πια μαζί, και αν θέλουν γιατί δεν το κατορθώνουν.
Βρίσκετε τις απαντήσεις που ζητάτε κάθε φορά;
Η δουλειά της τέχνης δεν είναι να δίνει απαντήσεις, δουλειά της τέχνης είναι να θέτει ερωτήματα. Η τέχνη δεν καθοδηγεί. Η τέχνη υπενθυμίζει. Υπομνηστικός είναι ο ρόλος της και η αποστολή του καλλιτέχνη είναι να υπενθυμίζει στους ανθρώπους αυτά που οι άνθρωποι ξεχνούν. Μια παράσταση, όπως και κάθε έργο τέχνης το οποίο εμφανίζεται στο κοινό, είναι μια δημόσια δήλωση, ένας δημόσιος διάλογος, μια ακόμα νέα δημόσια ερώτηση. Βεβαίως μετά από μία παράσταση κάποιες απαντήσεις δημιουργούνται, αλλά ο καθένας δίνει τις δικές του.
Πως είναι η συνεργασία σας με την Φωτεινή Μπαξεβάνη;
Η Φωτεινή είναι ένα ιδιαίτερο πλάσμα, δεν είναι μόνο μια σπουδαία ηθοποιός, είναι πλήρης καλλιτέχνης, γράφει μουσική, σκηνοθετεί, συγγράφει, οργανώνει πράγματα στο χώρο της τέχνης. Το να παίζεις με έναν τέτοιο πλήρη καλλιτέχνη, όσο κοινότοπο και αν ακούγεται, σε κάνει καλύτερο. Περνώντας κανείς το 24ωρό του με την Φωτεινή – εμείς έχουμε περάσει πολλά 24ωρα μαζί, λόγω της περιοδείας – διαπιστώνει ότι έχει μία ακόμα σπάνια ιδιαιτερότητα, δεν είναι ποιητικό πλάσμα μόνο πάνω στη σκηνή, είναι ποιητικό πλάσμα και στη ζωή!
Ο ήρωες συστήνονται με διαφορετικά ονόματα και παρουσιάζουν ο ένας στον άλλον μια ζωή που απέχει πολύ από την πραγματικότητα.
Όλοι οι άνθρωποι ξέρουν πολύ καλά τι είναι, όπως και ξέρουν επίσης τι θα ‘θελαν να γίνουν. Πολλές φορές όμως δοκιμάζουμε να μιμηθούμε και να παρουσιάσουμε αυτό το οποίο θα θέλαμε να γίνουμε, πριν γίνουμε, και βλέπουμε ότι πείθει. Δεν μας περνάει δυστυχώς απ’ το μυαλό ότι στην πραγματικότητα ο απέναντί μας καταλαβαίνει πως δεν έχει σχέση με την αλήθεια, αυτό που του παρουσιάζουμε, αλλά δεν το λέει ποτέ, γιατί ίσως να κάνει και αυτός το ίδιο. Πολλοί άνθρωποι λοιπόν μιμούνται και προσπαθούν να συνυπάρξουν με τους άλλους μιμούμενοι αυτό που θα ήθελαν να γίνουν και όχι αυτό που είναι. Αυτή η μάσκα όμως κάποια στιγμή πέφτει και αυτές οι σχέσεις έχουν ημερομηνία λήξης. Μέσα λοιπόν σε αυτή την προσπάθεια μίμησης του “είμαι κάτι άλλο και στην πραγματικότητα, αλλά δείχνω αυτό που θα ήθελα να γίνω και όχι αυτό που είμαι”, δηλώνουν και τα πρόσωπα του έργου, αλλά ονόματα, άλλες εργασίες κι άλλο παρελθόν.
Το παγκάκι δηλώνει πέρασμα, κάτι παροδικό, όχι μόνιμο. Γιατί επιλέχθηκε ως τόπος συνάντησης;
Η ζωή η ίδια είναι ένα πέρασμα. Από ένα σκοτάδι περνάμε στο φως και μετά πάλι σκοτάδι. Το πώς θα αντιμετωπίσουμε αυτό το πέρασμα εξαρτάται από τον καθένα μας. Αν το αντιμετωπίσουμε αδιάφορα, εγωτικά και με μια ατομικιστική διάθεση, κακό του κεφαλιού μας. Σε αυτό το πέρασμα συνυπάρχουμε με κάποιους ανθρώπους και εκεί βρίσκεται η ουσία, ότι οι άνθρωποι που συναντούμε ουσιαστικά δεν είναι κάποιοι άλλοι με τη έννοια της αδιαφορίας που μπορεί να κρύβει αυτή η λέξη. Αυτοί οι “άλλοι άνθρωποι” είναι που μας προσδιορίζουν! Πιστεύω πως ο άνθρωπος αυτοετεροπροσδιορίζεται. Προσδιορίζεται από τους γύρω του και στη συνέχεια προσδιορίζει και τον εαυτό του μέσω των άλλων. Άρα οι “άλλοι” είναι ό,τι πιο σημαντικό υπάρχει στη ζωή του ανθρώπου. Η ευτυχία που ζητείται από τους περισσότερους βρίσκεται στο συλλογικό και όχι στο ατομικό. Το παγκάκι λοιπόν κατά τη γνώμη μου συμβολίζει το πέρασμα που είναι η ζωή μας. Το θέμα είναι πως αντιμετωπίζουμε αυτή τη ζωή και πως αντιμετωπίζουμε τους άλλους μέσα σ’ αυτό το πέρασμα.
Κατά τη διάρκεια της ζωής όμως μας υπάρχουν κάποιες μονιμότητες, που εμείς οι ίδιοι τις επιζητούμε.
Η βασική ανάγκη του ανθρώπου είναι να μείνει για πάντα στο φως. Ο άνθρωπος όμως είναι πεπερασμένος. Έχει όρια η ζωή του. Την ίδια στιγμή που δε γνωρίζει πότε θα αρχίσουν και πότε θα τελειώσουν. Μη αντέχοντας αυτή την ανασφάλεια, ζητάει απεγνωσμένα μια μονιμότητα, έναν οίκο να κατοικήσει και μάλιστα για πάντα. Ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως ανασφαλές ον, κι αντί να συμφιλιωθεί μ’ αυτήν την ανασφάλεια, φαντασιώνεται κάποια μονιμότητα, σαν να θέλει να ξορκίσει το παροδικό.
Εσείς έχετε συμφιλιωθεί με το ότι δεν υπάρχει το «για πάντα» και ποια είναι η σχέση σας με την μονιμότητα;
Προσπαθώ να συμφιλιωθώ με αυτό, όσο γίνεται. Το ότι πιστεύω κάτι δεν σημαίνει ότι μπορώ να το κάνω πάντα πράξη. Ένα βασικό ελάττωμα του ανθρώπου, από την αρχαία Ελλάδα, είναι η έννοια της ακρασίας, μια βασική αριστοτελική έννοια, που λέει ότι ο άνθρωπος ξέρει τι πρέπει να κάνει, αλλά δεν το κάνει. Εκ των πραγμάτων η φύση κινείται, άρα κινείται και ο άνθρωπος. Αν δεν συμφιλιωθείς με αυτή τη διαρκή κίνηση, αλίμονο σου. Την ίδια στιγμή όμως και εγώ άνθρωπος είμαι, οπότε πολλές φορές τελώ εν ακρασία. Πολλές φορές γεννιέται η ανάγκη της μονιμότητας, η ανάγκη για ξεκούραση, η ανάγκη της στάση – γιατί ας μην κοροϊδευόμαστε, η διαρκής κίνηση κουράζει.
Το θέατρο το ανακαλύψατε όταν ήσασταν δεκαοχτώ. Από τότε μιαίνει καθημερινά στη ζωή σας;
Ξέρετε, το θέατρο δεν έχει να κάνει με το ψέμα. Είναι αμόρφωτο αυτό που λένε ότι η υποκριτική έχει σχέση με την υποκρισία. Η υποκριτική βγαίνει από το αρχαίο ρήμα αποκρίνομαι που σημαίνει απαντώ ερμηνεύοντας. Αυτό είναι η υποκριτική: ένας διαρκής διάλογος! Θέτουμε ένα ερώτημα στον άλλον και περιμένουμε απάντηση, ο άλλος μας θέτει ένα ερώτημα και περιμένει μία απάντηση. Μακάρι λοιπόν να έμπαινε συνεχώς το θέατρο στη ζωή μου και στη ζωή όλων. Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο του θεάτρου, είναι η βάση της τεχνικής της υποκριτικής, η οποία στηρίζεται στις διάφορες μάσκες συμπεριφοράς του ανθρώπου. Όλοι οι άνθρωποι χρησιμοποιούν δύο, τρεις, τέσσερις το πολύ, μάσκες συμπεριφοράς στη ζωή τους. Είτε γιατί έτσι τους έχουνε μάθει, είτε γιατι έτσι τους έχουν επιβάλει, είτε γιατί έτσι νομίζουν ότι θα αρέσουν. Αναγνωρίζουν όμως όλες τις μάσκες συμπεριφοράς από τον περιβάλλοντα χώρο τους, έτσι επικοινωνούν. Τις καταλαβαίνουν ασχέτως αν δεν τις χρησιμοποιούν οι ίδιοι, επειδή μπορεί να μη θέλουν ή επειδή μπορεί να φοβούνται. Άρα τις αναγνωρίζουν. Με τι; Με το μυαλό τους. Οπότε τις φέρουν μέσα τους. Το θέατρο σε αναγκάζει να χρησιμοποιήσεις όλες αυτές τις μάσκες συμπεριφοράς που αναγνωρίζεις από τον έξω κόσμο. Χρειάζεται πολύ δύναμη όμως να εμφανίσεις κάποιες μάσκες που στη ζωή σου δεν τις τολμάς. Αυτό ουσιαστικά αποδεικνύει και το πολυδιάστατο του ανθρώπου, ότι ενώ κάποιος έχει πάρα πολλές μάσκες συμπεριφοράς, επιλεγεί στη ζωή του να αφήσει στην άκρη κάποιες και να χρησιμοποιεί ελάχιστες. Το θέατρο, εκτός όλων των άλλων, υπενθυμίζει στον άνθρωπο ότι είναι πολυδιάστατος και πολυσήμαντος και πως ταυτόχρονα μπορεί άφοβα να χρησιμοποιεί όλες τις μάσκες συμπεριφοράς που χρησιμοποιεί η ανθρώπινη υπόσταση.
Τι είναι αυτό που απολαμβάνετε στο θέατρο κύριε Κιμούλη;
Η ύπαρξη ζωντανών ανθρώπων. Ζωντανοί άνθρωποι παρακολουθούν ζωντανούς ανθρώπους. Τα πάντα στην εποχή μας κινούνται στην περίφημη εικονική πραγματικότητα και κανείς δεν βλέπει τον ίδιο τον άνθρωπο. Βλέπει το είδωλό του. Το θέατρο λοιπόν, έρχεται και σπάει αυτή την συνθήκη. Εξανθρωπίζει τον άνθρωπο. Κι αυτό είναι ό,τι πιο γοητευτικό υπάρχει!
Έχει τύχει να κάνετε κάποια κακή συνεργασία και πως το διαχειριστήκατε; Μετανιώσατε;
Όταν ξεκινάς να ασχοληθείς με ένα έργο ή ξεκινάς μία συνεργασία, ξεκινάς με τις καλύτερες των προθέσεων. Μερικές φορές όμως αποδεικνύεται πως αυτό δεν ήταν το καλύτερο. Τότε πρέπει να έχεις τη δύναμη, να το σταματήσεις. Δεν είναι κακό να αποδέχεσαι κάποιες στιγμές μερικές καταστάσεις και να αλλάζεις πορεία. Και όχι με την έννοια της παραίτησης ή της ανυπαρξίας αξιακού κώδικα, αλλά περισσότερο με την έννοια του σεβασμού σου προς τον άλλον. Καλό λοιπόν είναι όταν δυο άνθρωποι δεν μπορούν να συνεργαστούν να σταματάνε την συνεργασία. Ο καθένας έχει κάποιους στόχους. Κι αυτοί οι στόχοι ίσως τη δεδομένη στιγμή μπορεί να μην κινούνται παράλληλα, αλλά αντίθετα. Οφείλεις να το σεβαστείς αυτό. Δεν μετανιώνω όμως. Η έννοια αυτής της λέξης έχει εμφανιστεί για να μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να χαϊδεύει τις ενοχές μας. Όταν κάνεις μια πράξη και στη συνέχεια μετανιώνεις για αυτή, την κρίνεις πάντα με το τρόπο που βλέπεις τα πράματα τη στιγμή της κρίσης σου. Όμως η πράξη έχει γίνει σε παρελθόντα χρόνο. Δεν μπορείς να κάνεις κάτι για αυτό. Άρα δεν μετανιώνω… έγινε. Αυτό δεν σημαίνει ότι αν αδικήσεις κάποιον ή αν του κάνεις κακό, θα αδιαφορήσεις. Αν το καταλάβεις, πρέπει να προσπαθήσεις να το διορθώσεις. Όχι όμως επειδή το έχεις μετανιώσει, αλλά επειδή τον έχεις αδικήσει ή του έχεις κάνει κακό.
Έχετε παίξει σε σειρές που άφησαν εποχή…. Αστροφεγγιά, Κίτρινος Φάκελος, Το Τελευταίο Αντίο….. έχετε εμφανιστεί όμως και σε σειρές που έχουν γραφτεί από νέους συγγραφείς όπως το Πάρα Πέντε. Τους εμπιστεύεστε τους νέους κύριε Κιμούλη;
Ναι. Δεν έχω να φοβηθώ κάτι από τους νέους. Συνήθως δεν εμπιστευόμαστε τους νεότερους, γιατί φοβόμαστε. Και αυτό που φοβόμαστε, δεν είναι ότι θα μας παρασύρουν σε κάτι που η ωριμότητά μας δεν το επιτρέπει. Τους φοβόμαστε μήπως είναι καλύτεροι από εμάς. Αυτή είναι η αιτία που ένας μεγαλύτερος δεν συνεργάζεται με μικρότερους. Φοβάται μήπως χάσει. Εγώ δεν έχω τέτοιο φόβο. Μακάρι να είναι καλύτερος. Δεν με ενοχλεί μήπως χάσω. Η δουλειά μας δεν είναι αθλητική, και ίσως γι’ αυτό την επέλεξα. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς πρώτος, δεύτερος ή τρίτος. Το θέατρο είναι πληθυντικού αριθμού. Κάποιοι άνθρωποι μαζί κάνουν ένα συγκεκριμένο πράγμα. Μαζί! Τον Γιώργο (Καπουτζίδη) τον θεωρώ πολύ καλό συγγραφέα. Πανέξυπνο άνθρωπο, ευαίσθητο πλάσμα, και ιδιαίτερα ικανό. Είναι σπουδαίος τεχνίτης. Είναι πολλοί οι λόγοι που με οδήγησαν στο να δεχτώ την πρόταση και να συμμετέχω σε μία σκηνή του “Παρά πέντε”. Ένας από αυτούς ήταν η φιλία μου με τον Αργύρη Αγγέλου και την Σμαράγδα Καρύδη, και ένας άλλος ήταν ότι τότε το έβλεπε η κόρη μου.
Τηλεόραση, Κινηματογράφος ή Θέατρο; Βάλτε τα σε μια σειρά.
Ασυζητητί θέατρο – κινηματογράφος – τηλεόραση. Προτιμώ το θέατρο κατ’ αρχάς, γιατί οι συνθήκες εργασίας σε βοηθούν περισσότερο στο να έρθεις πιο κοντά σε αυτό που φαντάζεσαι. Ποτέ δεν έρχεσαι απόλυτα δίπλα σ’ αυτό που φαντάζεσαι, αλλά στο θέατρο έρχεσαι πιο κοντά, λόγω των συνθηκών. Στους άλλους δυο χώρους δυστυχώς δεν υπάρχουν αυτές τις συνθήκες. Ειδικά στον κινηματογράφο που είναι βιομηχανικό είδος. Στην Ελλάδα βιομηχανία δεν υπάρχει. Μόνο βιοτεχνίες υπάρχουν. Παράλληλα, όπως σας είπα στο θέατρο, ζωντανοί άνθρωποι συναντούν ζωντανούς ανθρώπους.
Πόσο δίκαιο μπορεί να είναι για τον συνάδελφό σας να υπάρχετε ως ηθοποιός και ως σκηνοθέτης στην ίδια παράσταση;
Αν και δεν τίθεται μεταξύ δικαίου και αδίκου, νομίζω πως δίκαιο δεν είναι το να δεις ένα έργο ολόκληρο και να προτείνεις σε κάποιον άλλον να το σκηνοθετήσει. Γιατί τότε, θες δε θες, θα προσπαθήσεις να του επιβάλεις, έστω κι άθελα σου, τη δική σου θέση και οπτική που έχεις για το έργο. Εάν όμως δεν δεις το έργο ως όλο, αλλά δεις μόνο το πρόσωπο το οποίο θα ερμηνεύσεις, τότε θα είναι άδικο προς στα άλλα πρόσωπα, οπότε προτείνεις σε έναν άλλον σκηνοθέτη να το σκηνοθετήσει.
Ηθοποιός ή σκηνοθέτης κύριε Κιμούλη;
Και τα δύο. Εξαρτάται κάθε φορά σε ποια κατάσταση βρίσκομαι. Αν έχω κάποια πρόταση κάποιου σκηνοθέτη, που εκτιμώ, και μ’ ενδιαφέρει, τότε είμαι μόνον ηθοποιός.
Το Παγκάκι γράφτηκε το 1983 στη Ρωσία όμως το θέμα που αγγίζει μας απασχολεί και σήμερα, το 2019 στην Ελλάδα. Πιστεύετε ότι γράφονται έργα διαχρονικά σήμερα;
Σπάνια πια. Ένα έργο θεωρείται κλασσικό, επειδή είναι σαν να έχει γραφτεί τη στιγμή που παρουσιάζεται. Και τότε αντέχει σε κάθε χρόνο και σε κάθε τόπο. Παλιά ο συγγραφέας βιώνοντας ένα είδος κλειστότητας στη χώρα του, άφηνε τη φαντασία του και γινόταν παγκόσμια. Τώρα η τεχνολογία και η περίφημη έννοια της παγκοσμιοποίησης, που υποτίθεται “άνοιξε” τα πάντα, έσπρωξε τους συγγραφείς σε μια κλειστότητα της ίδιας τους της φαντασίας. Γι’ αυτό βλέπουμε να γράφονται, χρόνο με το χρόνο, όλο και πιο κλειστά έργα. Έργα τα οποία έχουν σχέση μόνο με το τώρα και μόνο με τον τόπο που γράφονται ή αναφέρονται. Κι αυτό δεν μπορεί να πει κάποιος ότι είναι ωραίο.
Ανήκετε σε μια γενιά ανθρώπων που είχαν τι δικαίωμα να κάνουν όνειρα. Κύριε Κιμούλη έχουν πραγματοποιηθεί τα όνειρα που κάνατε εσείς;
Αρκετά από αυτά. Είμαι από τους ανθρώπους που πιστεύουν ότι αν τα όνειρα δεν γίνουν πραγματικότητα, γίνονται εφιάλτες. Απλώς για να πραγματώσει κάποιος κάποια όνειρα, διακυβεύει πολλά πράγματα. Και χρησιμοποιώ τη λέξη με όλη της τη σημασία, όχι μόνο με την έννοια του κίνδυνου αλλά και με την έννοια της τυχαιότητας και του παιγνίου. Αν θες να πραγματώσεις κάποια όνειρα σου οφείλεις να είσαι ρέκτης. Να σπρώχνεις τον εαυτό σου να δραστηριοποιείται διαρκώς. Άρα και να ριψοκινδυνεύει. Η βασική διαφορά με τις σημερινές γενιές, βρίσκετε στον τρόπο που βλέπουν τον μέλλοντα χρόνο. Οι άνθρωποι πια σκέφτονται, όπως και οι πολιτικοί. Σε δίχρονα ή τρίχρονα. Μάξιμουμ τέσσερα χρόνια. Και όσο και αν δε το θέλουν και όσο αν αποφεύγουν πολλοί να ασχοληθούν με τα της πολιτικής, επηρεάζει τον πολίτη ο τρόπος που βλέπουν τα πράγματα οι πολιτικοί. Ένα από τα τεράστια λάθη των πολιτικών είναι να βλέπουν την πολιτική και τη ζωή σε τετράχρονα και τρίχρονα, ανάλογα με τη διάρκεια της διακυβέρνησης στην οποία μπορεί να βρίσκονται ή να εύχονται να βρεθούν. Έτσι έχει κλείσει ο ορίζοντας του χρόνου. Δεν βλέπουν οι νέοι τον εαυτό τους στα 45, 50, όπως τον βλέπαμε και τον φανταζόμασταν εμείς. Γι’ αυτό ίσως και η πράξη της κάθε μας στιγμή είχε και μια άλλη προοπτική. Επίσης σημαντικό ρόλο έχει παίξει και η τεχνολογία, η οποίο έχει μικρύνει τις αποστάσεις λόγω της ταχύτητας. Ο άνθρωπος βλέπει τα μακρινά του πράγματα πάρα πολύ κοντά, φαντάζεται ότι μπορεί να είναι κοντά. Η απόσταση έχει μικρύνει πάρα πολύ, άρα και ο ορίζοντας το ίδιο. Αυτό έχει αλλοιώσει και την έννοια της λέξης ουτοπία. Η ουτοπία είναι σαν τον ορίζοντα, όσο τον πλησιάζεις αυτός απομακρύνεται. Και σε τι μπορεί αυτό να χρησιμεύσει; Μα στο να προχωράς! Αν δεν πιστεύεις στην ουτοπία, ζεις δυστοπικά.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό της γενιάς σας είναι ότι έχετε – οι περισσότεροι – μόρφωση, ωραίο λόγο. Κάτι που σπάνια συναντάς στη νέα γενιά. Όμως αυτή η γενιά σας ακολουθεί.
Αυτό έχει σχέση με τη λατρεία και την επικράτηση της εικόνας. Εμείς περιγράφαμε την εικόνα μέσω του λόγου. Οι νέοι σήμερα δεν χρειάζονται το λόγο για να περιγράψουν την εικόνα. Την βλέπουν. Εμείς διαβάζαμε περισσότερα μυθιστορήματα και φανταζόμασταν την εικόνα μέσω των λέξεων, τώρα το μυθιστόρημα σχεδόν δεν διαβάζεται. Δίνεις σ’ έναν νέο ένα έργο να διαβάσει, το Πόλεμος και Ειρήνη του Τολστόι ας πούμε, και σου απαντάει είναι μεγάλο. Ο άνθρωπος όμως ορίζεται από τις λέξεις του και από το λόγο του, όσο και αν ζούμε στην εποχή της εικόνας, ο λόγος ορίζει τα πράγματα.
Η κόρη σας ανήκει στην νέα γενιά, έχει όμως γονείς που ανήκουν στην προηγούμενη. Έχει επηρεαστεί καθόλου από εσάς;
Πιστεύω πως ναι. Αν και δεν ξέρω πόσο. Σε σχέση με τον λόγο και την εικόνα που λέμε, υπάρχει μία αλήθεια. Το να ζεις σε μια εποχή και να την αρνείσαι είναι πολύ μεγάλο λάθος. Τώρα πια σχεδόν οφείλεις να έχεις την εικόνα και την ίδια στιγμή να διατηρείς την διάθεση να την περιγράψεις ακόμα και όταν αυτή φαίνεται. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι φλύαρο, είναι αναγκαίο. Θα ήθελα να πιστεύω πως η κόρη μου, αλλά και οι άλλο νέοι, θα το κάνουν αυτό, να αγαπούν την εικόνα και παράλληλα να μπορούν και να την περιγράψουν.
Νιώθετε τυχερός;
Ναι. Συνηθίζω να λέω, πως για να υπάρξεις μέσα σε αυτό το χώρο χρειάζονται τρία ισοζυγή στοιχεία: να έχεις ταλέντο, τύχη και αντοχή στη χυδαιότητα των άλλων. Στη πραγματικότητα όμως πιστεύω στην μοίρα και όχι στην τύχη. Ξέρετε η μοίρα βγαίνει απ’ το μοιράζω. Στον καθένα μας έχει μοιραστεί ένας τόπος. Αυτόν πρέπει να σεβόμαστε. Επειδή ο άνθρωπος δεν μπορεί να ορίσει στη πραγματικότητα το χρόνο, ας σεβαστεί τουλάχιστον τον κάθε χώρο που βρίσκεται την κάθε του στιγμή. Το ότι αριθμούμε τον χρόνο, δε σημαίνει πως τον ορίζουμε. Δεν μπορούμε να σκεφτούμε το χρόνο. Η σκέψη του ανθρώπου δεν μπορεί να συλλάβει τον χρόνο. Ο μοναδικός χρόνος που υπάρχει είναι το “τώρα”. Με το που τον σκεφτούμε, έχει γίνει ήδη παρελθόν. Άρα η σκέψη του ανθρώπου δεν σκέφτεται τον πραγματικό χρόνο. Σκέφτεται χρόνους που δεν υπάρχουν. Ή θα σκεφτεί το παρελθόν ή θα σκεφτεί το μέλλον, το παρόν δεν μπορεί να το παγώσει και να το σκεφτεί. Αφού λοιπόν δεν μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο, θα πρέπει να κάνει κάτι για να εκτιμήσει τον χώρο που βρίσκεται κάθε στιγμή. Είναι αυτό το πέρασμα που είπαμε στην αρχή. Αυτή είναι η ζωή μας. Αυτό ακριβώς συμβολίζει και «Το Παγκάκι», το να εκτιμά ο άνθρωπος τον τόπο που περνάει, και κατ’ επέκταση κάθε άνθρωπο που συναντά σε κάθε τόπο, και τότε μπορεί να εκτιμήσει όλο το πέρασμα της ζωής του. Μόνον τότε μπορεί να αντιμετωπίσει και το χρόνο διαφορετικά, όχι ως φόβο αλλά ως την αξία που έχει αυτό το πέρασμα μας. Υπό αυτή την έννοια λέω ότι πιστεύω στη μοίρα, γιατί ένας τόπος έχει μοιραστεί και σ’ εμένα.
Κύριε Κιμούλη μπορούν πλέον οι άνθρωποι να ζήσουν πραγματικά μαζί;
Αν συνειδητοποιήσουν πως μόνο μαζί μπορούν να είναι, τότε θα μπορέσουν να είναι και μαζί. Αυτό ελπίζω.