«Όπου και να ταξιδέψω. Περπατώντας σε 24 πόλεις»
Παρουσίαση του βιβλίου του Νίκου Βατόπουλου στη Λιβαδειά
Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2020 στις 8:15 μ.μ.
στο βιβλιοπωλείο Σύγχρονη Έκφραση
ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
Την Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2020 στις 8:15 μ.μ. στον χώρο του βιβλιοπωλείου Σύγχρονη Έκφραση (Δημάρχου I, Ανδρεαδάκη), στη Λιβαδειά ο Νίκος Βατόπουλος θα παρουσιάσει το βιβλίο του «Όπου και να ταξιδέψω. Περπατώντας σε 24 πόλεις».
Θα προλογίσουν ο Δήμαρχος Λεβαδέων Ιωάννης Ταγκαλέγκας και η αρχιτέκτονας-βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Γιώτα Πούλου.
Με το νέο βιβλίο ο Νίκος Βατόπουλος «Όπου και να ταξιδέψω. Περπατώντας σε 24 πόλεις αφήνει προσωρινά την Αθήνα και εξερευνά 24 αστικά κέντρα της χώρας, δίνοντας ισάριθμα πορτρέτα πόλεων με τρόπο υποκειμενικό και «ιμπρεσιονιστικό».
Ο Νίκος Βατόπουλος επιθυμεί, με το βιβλίο του αυτό, να προκαλέσει ένα νέο βλέμμα στο παραμελημένο αστικό απόθεμα των ελληνικών πόλεων και να συμβάλει σε ένα δημόσιο διάλογο για την αναγέννησή τους.
Περιλαμβάνονται κείμενα για τις πόλεις Άμφισσα, Άρτα, Βόλος, Δράμα, Ερμούπολη, Ζάκυνθος, Ηράκλειο, Ιωάννινα, Καλαμάτα, Καρδίτσα, Καστοριά, Κατερίνη, Κομοτηνή, Κόρινθος, Λαμία, Λάρισα, Λιβαδειά, Μυτιλήνη, Πάτρα, Ρόδος, Τρίκαλα, Τρίπολη, Φλώρινα.
Απόσπασμα από το βιβλίο για τη Λιβαδειά:
Είχα αφεθεί στο θέαμα των τρεχούμενων νερών έτσι όπως πάφλαζαν από τα υψώματα δημιουργώντας μια αίσθηση υπνωτιστική και ταυτόχρονα ευεργετική. Κοιτούσα τους αναβαθμούς πάνω στις οποίες έσκαγε το νερό, τις γέφυρες και τα ψηλά δέντρα. Ολόγυρα πέτρινα σπίτια και νεώτερα κτίσματα που δεν τάραζαν όμως την ηρεμία του τοπίου, έδιναν μια αύρα αστικής γαλήνης που αποζητούσα εκείνη την ώρα. Ο ήχος του νερού νανούριζε και ξεσήκωνε. Τα πλατάνια άγγιζαν τα νερά και ήταν σαν να υπήρχαν νύμφες και ξωτικά. Η Λιβαδειά μου πρόσφερε εκείνες τις στιγμές, αυτό που κάθε πόλη θα επιθυμούσε να μπορεί να κάνει: τη διεσταλμένη εμπειρία του εαυτού μπροστά στη φύση. Και ταυτόχρονα έφερνε τον μύθο μέσα στην καθημερινότητα, νότιζε με ιερότητα εμπειρίες πεζές και αδιάφορες. Αυτή η πόλη, σκέφτηκα, θα μπορούσε να είναι τουριστικός προορισμός, καθώς βρίσκεται τόσο κοντά στην Αθήνα αλλά και σε τόσα άλλα ενδιαφέροντα σημεία της Στερεάς Ελλάδας και δεν αναφέρομαι τόσο στην Αράχωβα ή στους Δελφούς, που είναι τα πλέον προφανή, αλλά στη Χαιρώνεια, στον Ορχομενό (που αλλάζει την εικόνα του με την ανάδειξη του μυκηναϊκού, ελληνιστικού και βυζαντινού παρελθόντος του), ακόμη και στη Θήβα, όπου το Αρχαιολογικό Μουσείο είναι από τα κορυφαία της χώρας. Το Δίστομο, με όλο το βάρος του συμβολισμού του, απέχει 25 χιλιόμετρα από την πόλη. Υπάρχει μεγάλη πυκνότητα. Αυτό από μόνο του με ρουφούσε σε μια χοάνη του χρόνου.
Από τον πρόλογο του Νίκου Βατόπουλου:
«Το βιβλίο αυτό γεννήθηκε ως ανάγκη και ως επιθυμία. Από το 2016 άρχισα συστηματικά να περιηγούμαι στο σώμα της ηπειρωτικής Ελλάδας. Ήταν η ηπειρωτική χώρα αυτή που μου τραβούσε ιδιαίτερα το ενδιαφέρον, ιδίως οι πόλεις που δεν ήταν απολύτως ή καθόλου τουριστικές. Βεβαίως, το βλέμμα μου αγκάλιαζε το σύνολο της χώρας από την Κρήτη ως τη Μακεδονία και από τη Θράκη ως τα Επτάνησα, αλλά η ανάγκη μου ήταν να περιεργαστώ το αστικό απόθεμα, που ένιωθα ότι ήταν παραμελημένο, αγνοημένο, υποτιμημένο και σε απόσυρση.
Ξεκίνησα, αρχικά, ως περιηγητής στον τόπο μου. Ήταν ένα συναίσθημα ζωογόνο και ευεργετικό. Ένιωθα πως μου είχε δοθεί ένα κλειδί και ότι με αυτό θα μπορούσα να ανοίξω τα δωμάτια του νου μου. Ήταν ζήτημα οπτικής και διάθεσης. Ερχόμουν πλήρης από την Αθήνα, εκπαιδευμένος στην αστική ιχνηλασία, ώριμος να δεχθώ ποικίλες εκδοχές ενός τρόπου ζωής που μου ήταν οικείος και ξένος, αρχέγονος και καινοφανής, αλλά που, σε κάθε περίπτωση, ένιωθα την κυτταρική σχέση μου μαζί του. Η μεγάλη μου επιθυμία οριζόταν από αυτό που έβλεπα όλα αυτά τα χρόνια, σε όλη την Ελλάδα. Έναν ανεκμετάλλευτο πλούτο, θραύσματα αστικού πολιτισμού που έμοιαζαν με λάφυρα αφημένα, μια αχανής και ακανόνιστη παρακαταθήκη που ζητούσε ένα νέο βλέμμα.
Όσο προχωρούσα στο σώμα της Ελλάδας, από την Πελοπόννησο ως τη Θράκη, τόσο μεγάλωνε η επιθυμία αυτή. Έβλεπα την κακή οικιστική εξέλιξη, που σε πολλές πόλεις άρχισε στη διάρκεια της δικτατορίας, έβλεπα μια διάχυτη αδιαφορία και ασυδοσία, αλλά μαζί έβλεπα όχι μόνο τη δυνατότητα αλλά κυρίως την ομορφιά. Όψεις μιας Ελλάδας, εξωραϊσμένης πλέον στην κοινή αντίληψη, αλλά απολύτως υπαρκτής και ανοικτής σε ερμηνείες και προσεγγίσεις. Από ένα απλό σπίτι σε μια συνοικία ως ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο, από μία μισοσβησμένη αγιογραφία ως το περίγραμμα ενός αιωνόβιου δέντρου, και από την ατμόσφαιρα ενός παλιού καφενείου ως την αυλή ενός σχολείου, η Ελλάδα έστελνε διαρκώς σήματα. Υπήρχε μια συνέχεια και εγώ απλώς ακολουθούσα μια πορεία».