Τον ακούσαμε πρώτη φορά να τραγουδά μαζί με τον Sivert Hoyem το Somebody’s Man και η φωνή του μας εντυπωσίασε. Στα μέρη μας, ήρθε για πρώτη φορά τον περασμένο Απρίλιο, όταν και άνοιξε τις συναυλίες των Madrugada στις τρεις αξέχαστες sold out συναυλίες τους στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Μια ευχάριστη έκπληξη για το ελληνικό κοινό που μας εντυπωσίασε με τη μαγευτική του εμφάνιση και την υπέροχη φωνή του.
Ένα χρόνο αργότερα, ο Luke επιστρέφει και μας παρουσιάζει περήφανα τη νέα δισκογραφική του δουλειά, The Big Wind και το πρώτο single που κυκλοφορεί, All on Board! Το φθινόπωρο που μας έρχεται θα τον ξανα- δούμε ζωντανά να μας παρουσιάζει τη δουλειά του ολοκληρωμένα στις δύο συναυλίες που θα δώσει στη χώρα μας.
Ο ίδιος ο Luke Elliot σχολιάζει για το All on Board:
«Μου πήρε περίπου ένα χρόνο για να τελειώσω αυτό το τραγούδι. Πήγα στο στούντιο με μια ιδέα για τη μελωδία που έπαιζα στο πιάνο και εκεί εξελίχθηκε και στη συνέχεια ξανα-εξελίχθηκε λίγο περισσότερο σε κάτι που όλοι νιώθαμε ότι ήταν κάτι μεγάλο και σπουδαίο, αλλά ήθελε το χρόνο του για να ωριμάσει. Ένιωσα σαν αυτό το τραγούδι ήταν πολύ μεγάλο για να το πάρουμε τα χέρια μας, εκείνη τη στιγμή και έτσι το αφήσαμε να μεγαλώνει και να μεγαλώνει. Συνεχίσαμε να δουλεύουμε πάνω στο υπόλοιπο άλμπουμ, και κάθε τόσο επιστρέφαμε σε αυτό το τραγούδι για να δούμε πως πάει, πως προχωράει. Αλλά ήταν κοντά μας, μαζί μας, μας συντρόφευε σε όλη τη διαδικασία. Όταν το τραγούδι ήταν έτοιμο, ήταν και το υπόλοιπο άλμπουμ. Η όλη διαδικασία σηματοδοτήθηκε από αυτό το τραγούδι, ξεκίνησε και τελείωσε με αυτό το κομμάτι. Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν να γνωρίζουμε τη στιγμή που πλέον έπρεπε να σταματήσουμε. Νιώθω σαν να φτάσαμε στο σημείο που έπρεπε. Όταν το ακούω τώρα, νιώθω πως κάναμε το σωστό, το φτάσαμε στο σωστό σημείο, εκεί που θέλαμε…και νιώθω πως είναι τεράστιο».
Ο Luke γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Νιου Τζέρσεϋ, αλλά, ως καλλιτέχνης, ανδρώθηκε ανάμεσα στις τρεις πολιτείες της Νέας Υόρκης, Κονέκτικατ και Νιου Τζέρσεϋ. Είναι ένας πραγματικά διεθνής καλλιτέχνης, ο Luke μοιράζει το χρόνο του ανάμεσα στις ΗΠΑ, τη Γερμανία, την Αυστρία, την Ελβετία, τη Νορβηγία και την Ευρώπη.
Το The Big Wind, είναι το δεύτερο άλμπουμ του που θα κυκλοφορήσει στο τέλος Απριλίου. Είναι ένα να τολμηρό, καθηλωτικό άλμπουμ που αμέσως ανακαλεί στη μνήμη μας τη νουάρ αισθητική των τραγουδιών, πιο σωστά των ποιημάτων, του Tom Waits και του Nick Cave.
Ο Luke συγκρίνεται από τους κριτικούς με είδωλα της folk και rock μουσικής, σαν τους Hank Williams, Big Joe Turner, Bob Dylan, Elmore James, PJ Harvey και Nick Cave. Είναι ένα σκοτεινός crooner, με μία φωνή μελωδική και μελαγχολική ταυτόχρονα. Η μουσικότητα της φωνής του είναι μοιάζει να ‘χει ξεπηδήσει από κάποιες κινηματογραφικές σεκάνς, είναι σύγχρονη, κομψή, «γήινη» και σημερινή, οι στίχοι του είναι ποιητικοί, γεμάτοι συναισθηματικότητα, οι ιστορίες τους στοιχειώνουν το μυαλό και την ψυχή. Η φωνή του Luke σε χαϊδεύει, είναι η φωνή ενός άνδρα ώριμου, έμπειρου, που ο χρόνος άφησε το σημάδι του, την «πατίνα» του, και παράλληλα αποπνέει μία ευαισθησία.
Το άλμπουμ το οποίο περιέχει 10 τραγούδια, ανοίγει με το “All On Board“, το οποίο κλείνει το μάτι πονηρά σε hip-hop ρυθμούς ενώ για πρώτη φορά ο Luke δίνει την πρωτοκαθεδρία σε μία drum machine. Η πανέμορφη ορχηστρική ευαισθησία και η περιπετειώδης μουσικότητα του τραγουδιού θέτουν τον τόνο για ολόκληρο το άλμπουμ, και φυσικά σηματοδοτούν με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο τη διαφοροποίηση από το προηγούμενο.
Η πρώτη γεύση από το The Big Wind, δόθηκε με το «Somebody’s Man featuring Sivert Høyem». Ένας διάλογος μεταξύ ανδρών, μεταξύ φίλων – ένα «τραγούδι δρόμου», ύμνος στην αγάπη και τον αποχαιρετισμό. Σε αυτό το τραγούδι ο Luke τυχαία, θα λέγαμε, πειραματίστηκε για πρώτη φορά με τα βαρύτονα φωνητικά. Και του άρεσε. Αυτή η κατεύθυνση του πρόσφερε την συναισθηματική κάλυψη που ήταν απαραίτητη για να εκφραστεί το βαθύ συναίσθημα που πηγάζει από τους στίχους του και τη ψυχική του διάθεση.
Ο Luke έχει ήδη κυκλοφορήσει ένα EP, με τίτλο Provisions και ένα άλμπουμ, Dressed for The Occasion, την παραγωγή του οποίου ανέλαβε ο εμβληματικός εκπρόσωπος της indie σκηνής, John Agnello (Sonic Youth, Dinosaur Jr., Kurt Vile) και απέσπασε πολύ καλές κριτικές.