Ο Laurent Baffie, το 2005 έγραψε ένα θεατρικό έργο το οποίο μεταφράστηκε και ανέβηκε στην Αργεντινή για εννιά χρόνια και στο Μεξικό ξεπέρασε τις 1.000 παραστάσεις. Ενώ στην Ισπανία μετά από οχτώ πετυχημένες θεατρικές σεζόν, μεταφέρθηκε στην μεγάλη οθόνη σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία.
Το έργο αυτό είναι το ‘TOC TOC‘ και στην Ελλάδα ήδη βρίσκεται στην ένατη θεατρική του σεζόν.
Νομίζω η πλοκή του έργου είναι γνωστή αλλά μια επανάληψη δεν κάνει κακό. Ένα γκρουπ ασθενών με ιδεοψυχαναγκαστικές διαταραχές αναμένουν το γιατρό στο κοινό χώρο του ιατρείου. Όσο η αναμονή μεγαλώνει τόσο οι παρεξηγήσεις και τα ευτράπελα μπερδεύουν την κατάσταση.
Ο τίτλος της ταινίας προέρχεται από το ”τοκ-τοκ” όπως περιγράφεται ο ήχος μιας πόρτας που χτυπιέται, αλλά και από το αρτικόλεξο της προαναφερθείσας διαταραχής στα ισπανικά: trastorno obsesivo compulsivo. Η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή περιλαμβάνεται στην ομάδα των αγχωδών διαταραχών και αυτές με τη σειρά τους στην ευρύτερη ομάδα των νευρώσεων. Χαρακτηρίζεται είτε από ιδεοληψίες είτε από ψυχαναγκασμούς είτε και από τα δυο. Ψυχοπαθολογικές εκδηλώσεις που συνιστούν πηγή δυσφορίας για το άτομο και απασχολούν σημαντικό μέρος από το χρόνο του και από την επαγγελματική, κοινωνική και την συναισθηματική του ζωή.
Στην παράσταση υπάρχουν δυο ηθοποιοί που δεν χρειάζονται πολλές αναλύσεις. Ο πρώτος είναι ο Κώστας Σπυρόπουλος, πρωταγωνιστής και σκηνοθέτης της παράστασης, που παίζει στο συγκεκριμένο έργο από το πρώτο ανέβασμα. Η αξία του είναι δεδομένη και η επιτυχία της παράστασης ορίζει την θεατρική του διαχρονικότητα. Ως ο ασθενής με αυτισμό και το τικ της αριθμομανίας, κεντρίζει το βλέμμα σου απο την πρώτη στιγμή. Ο δεύτερος είναι ο Δημήτρης Σταρόβας. Το σύνδρομο Gilles de LaTourette ή αλλιώς το σύνδρομο της κοπρολαλίας είναι εκείνο που ο ασθενής βρίζει, γαυγίζει και κάνει άσεμνες χειρονομίες χωρίς όμως να το συνειδητοποιεί. Εκ πρώτης όψεως μπορεί κάποιος να σκεφτεί ότι αυτό φέρνει εύκολα το γέλιο στο κοινό αλλά είναι αυτή η φαινομενική ευκολία που χρειάζεται την περισσότερη δουλειά.
Η Μαίρη Σταυρακέλλη είναι η περίπτωση που πάσχει από ψυχαναγκασμό, εμμονή θρησκοληψίας όπως και από ιδεοληψίες, καταναγκασμό και από ψυχαναγκαστικές πράξεις επαλήθευσης. Αυτό το τελευταίο, ο ψυχαναγκασμός της επαλήθευσης, ίσως είναι αυτό που θα ταυτιστούν εύκολα οι πιο πολλοί.
Η περίπτωση της Ρώπα είναι ξεχωριστή. Η Χρύσα Ρώπα είναι μια μεγάλη κωμική ηθοποιός με μια εκρηκτική σκηνική παρουσία. Με το σύνδρομο που ονομάζεται ”πάλι-πάλι” ή την γνωστή παλιλαλία, η Ρώπα χωρίς να λέει πολλά καταφέρνει και κερδίζει το κοινό από την πρώτη στιγμή. Είναι μια θεατρική της στιγμή που πολλοί θα έπρεπε να δουν για να αναγνωρίσουν ακόμα μια φορά το ταλέντο της.
Θέλω να σταθώ όμως παραπάνω στο ”φρέσκο” θεατρικό αίμα που έχει η παράσταση. Ο Ιωάννης Αθανασόπουλος – ο ρόλος που έχει πρόβλημα με την συμμετρία και δεν μπορεί να περπατήσει πάνω από γραμμές – και η Στέλλα Κωστοπούλου – με το τικ της αρρωστοφοβίας και μικροβιοφοβίας – είναι δυο νέοι ηθοποιοί που πρέπει να προσέξεις. Ο μεν Γιάννης που καταπιάνεται για πρώτη φορά με την κωμωδία καταφέρνει και κράτα με αξιόλογο τρόπο τους ρυθμούς της κωμωδίας ενώ η Κωστοπούλου είναι απόλυτα συνεπής με τον ρόλο της καθ’ όλη την διάρκεια της παράστασης και αυτό δεν είναι εύκολο όταν ο ρόλος σου δέχεται συνεχώς ερεθίσματα που προκαλούν διάφορες τυχαίες αντιδράσεις.
Στην παράσταση παίζει και η Εβελίνα Καραπάνου.
Στο σύνολο της η παράσταση είναι μια κωμωδία που ο κάθε θεατής θα βρει τον λόγο για να ταυτιστεί και να γελάσει με την ψυχή του.
Για ορισμένους θεατές ίσως είναι αρχικά δύσκολο να συνηθίσουν τις βρισιές αλλά αυτό είναι απλά θέμα χρόνου να το αποδεχτούν μιας και δικαιολογείται από το ίδιο το έργο.
Χρονικά πρόκειται για μια μεγάλη παράσταση με αρκετές διαφορές από την ταινία που ίσως κάποιοι να έχουν ήδη δει.
Ο Laurent Baffie, το 2005 έγραψε ένα θεατρικό έργο το οποίο μεταφράστηκε και ανέβηκε στην Αργεντινή για εννιά χρόνια και στο Μεξικό ξεπέρασε τις 1.000 παραστάσεις. Ενώ στην Ισπανία μετά από οχτώ πετυχημένες θεατρικές σεζόν, μεταφέρθηκε στην μεγάλη οθόνη σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία.
Το έργο αυτό είναι το ‘TOC TOC‘ και στην Ελλάδα ήδη βρίσκεται στην ένατη θεατρική του σεζόν.
Νομίζω η πλοκή του έργου είναι γνωστή αλλά μια επανάληψη δεν κάνει κακό. Ένα γκρουπ ασθενών με ιδεοψυχαναγκαστικές διαταραχές αναμένουν το γιατρό στο κοινό χώρο του ιατρείου. Όσο η αναμονή μεγαλώνει τόσο οι παρεξηγήσεις και τα ευτράπελα μπερδεύουν την κατάσταση.
Ο τίτλος της ταινίας προέρχεται από το ”τοκ-τοκ” όπως περιγράφεται ο ήχος μιας πόρτας που χτυπιέται, αλλά και από το αρτικόλεξο της προαναφερθείσας διαταραχής στα ισπανικά: trastorno obsesivo compulsivo. Η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή περιλαμβάνεται στην ομάδα των αγχωδών διαταραχών και αυτές με τη σειρά τους στην ευρύτερη ομάδα των νευρώσεων. Χαρακτηρίζεται είτε από ιδεοληψίες είτε από ψυχαναγκασμούς είτε και από τα δυο. Ψυχοπαθολογικές εκδηλώσεις που συνιστούν πηγή δυσφορίας για το άτομο και απασχολούν σημαντικό μέρος από το χρόνο του και από την επαγγελματική, κοινωνική και την συναισθηματική του ζωή.
Στην παράσταση υπάρχουν δυο ηθοποιοί που δεν χρειάζονται πολλές αναλύσεις. Ο πρώτος είναι ο Κώστας Σπυρόπουλος, πρωταγωνιστής και σκηνοθέτης της παράστασης, που παίζει στο συγκεκριμένο έργο από το πρώτο ανέβασμα. Η αξία του είναι δεδομένη και η επιτυχία της παράστασης ορίζει την θεατρική του διαχρονικότητα. Ως ο ασθενής με αυτισμό και το τικ της αριθμομανίας, κεντρίζει το βλέμμα σου απο την πρώτη στιγμή. Ο δεύτερος είναι ο Δημήτρης Σταρόβας. Το σύνδρομο Gilles de LaTourette ή αλλιώς το σύνδρομο της κοπρολαλίας είναι εκείνο που ο ασθενής βρίζει, γαυγίζει και κάνει άσεμνες χειρονομίες χωρίς όμως να το συνειδητοποιεί. Εκ πρώτης όψεως μπορεί κάποιος να σκεφτεί ότι αυτό φέρνει εύκολα το γέλιο στο κοινό αλλά είναι αυτή η φαινομενική ευκολία που χρειάζεται την περισσότερη δουλειά.
Η Μαίρη Σταυρακέλλη είναι η περίπτωση που πάσχει από ψυχαναγκασμό, εμμονή θρησκοληψίας όπως και από ιδεοληψίες, καταναγκασμό και από ψυχαναγκαστικές πράξεις επαλήθευσης. Αυτό το τελευταίο, ο ψυχαναγκασμός της επαλήθευσης, ίσως είναι αυτό που θα ταυτιστούν εύκολα οι πιο πολλοί.
Η περίπτωση της Ρώπα είναι ξεχωριστή. Η Χρύσα Ρώπα είναι μια μεγάλη κωμική ηθοποιός με μια εκρηκτική σκηνική παρουσία. Με το σύνδρομο που ονομάζεται ”πάλι-πάλι” ή την γνωστή παλιλαλία, η Ρώπα χωρίς να λέει πολλά καταφέρνει και κερδίζει το κοινό από την πρώτη στιγμή. Είναι μια θεατρική της στιγμή που πολλοί θα έπρεπε να δουν για να αναγνωρίσουν ακόμα μια φορά το ταλέντο της.
Θέλω να σταθώ όμως παραπάνω στο ”φρέσκο” θεατρικό αίμα που έχει η παράσταση. Ο Ιωάννης Αθανασόπουλος – ο ρόλος που έχει πρόβλημα με την συμμετρία και δεν μπορεί να περπατήσει πάνω από γραμμές – και η Στέλλα Κωστοπούλου – με το τικ της αρρωστοφοβίας και μικροβιοφοβίας – είναι δυο νέοι ηθοποιοί που πρέπει να προσέξεις. Ο μεν Γιάννης που καταπιάνεται για πρώτη φορά με την κωμωδία καταφέρνει και κράτα με αξιόλογο τρόπο τους ρυθμούς της κωμωδίας ενώ η Κωστοπούλου είναι απόλυτα συνεπής με τον ρόλο της καθ’ όλη την διάρκεια της παράστασης και αυτό δεν είναι εύκολο όταν ο ρόλος σου δέχεται συνεχώς ερεθίσματα που προκαλούν διάφορες τυχαίες αντιδράσεις.
Στην παράσταση παίζει και η Εβελίνα Καραπάνου.
Στο σύνολο της η παράσταση είναι μια κωμωδία που ο κάθε θεατής θα βρει τον λόγο για να ταυτιστεί και να γελάσει με την ψυχή του.
Για ορισμένους θεατές ίσως είναι αρχικά δύσκολο να συνηθίσουν τις βρισιές αλλά αυτό είναι απλά θέμα χρόνου να το αποδεχτούν μιας και δικαιολογείται από το ίδιο το έργο.
Χρονικά πρόκειται για μια μεγάλη παράσταση με αρκετές διαφορές από την ταινία που ίσως κάποιοι να έχουν ήδη δει.