Ένας κύκλος τραγουδιών που μπορεί να μην συμπεριλήφθηκε ποτέ στα «κλασσικά» έργα του συνθέτη, αλλά γνώρισε τρεις διαφορετικές εκτελέσεις κι εξακολουθεί ν’ ακούγεται και ν’ ανακαλύπτεται από το μουσικόφιλο κοινό.
Όντας πολυπράγμων και ανήσυχο πνεύμα, ο Μίκης Θεοδωράκης ασχολήθηκε με πολλά είδη μουσικής, γράφοντας συμφωνικά έργα, ορατόρια, μπαλέτα και μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Στους περισσότερους ακροατές είναι πιο γνωστοί οι κύκλοι τραγουδιών του, στους οποίους συναντάμε μελοποιημένα ποιήματα του Οδυσσέα Ελύτη, του Γιώργου Σεφέρη και του Πάμπλο Νερούδα, στίχους του Μάνου Ελευθερίου και του Λευτέρη Παπαδόπουλου, καθώς και στιχουργών της νεότερης γενιάς, όπως του Μιχάλη Γκανά και του Κώστα Τριπολίτη. Με τον Τριπολίτη υπέγραψε, μάλιστα, δύο δίσκους εν έτει 1981: το «Ραντάρ», με ερμηνευτή το Γιώργο Νταλάρα, και τον «Επιβάτη»,που κυκλοφόρησε ταυτόχρονα από δύο διαφορετικές εταιρίες με δύο διαφορετικές ερμηνεύτριες.
Η πρώτη εκδοχή του «Επιβάτη» κυκλοφόρησε από τη Lyra με τη φωνή της Μαργαρίτας Ζορμπαλά και τη συμμετοχή του Γιάννη Μπογδάνου. Τις ενορχηστρώσεις υπογράφει ο Τάσος Καρατσάνης, έχοντας μαζί του μια πλειάδα σημαντικών, «χατζιδακικών» -ως επί το πλείστον-, μουσικών (Στέλλα Κυπραίου στις κιθάρες, Δημήτρης Βράσκος στο βιολί και στο μαντολίνο, Κώστας Γρηγορέας στις ηλεκτρικές κιθάρες, και Ανδρέας Ροδουσάκης στο κοντραμπάσο). Η δεύτερη έκδοση κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά από τη MINOS με τη φωνή της Μαρίας Φαραντούρη και με λαϊκή ορχήστρα, με πρωτεργάτες τους δεξιοτέχνες του μπουζουκιού Κώστα Παπαδόπουλο και Λάκη Καρνέζη κι ενορχηστρωτή τον ίδιο το συνθέτη. Στις συνθέσεις συνυπάρχει το λαϊκό με το λυρικό ύφος, ενώ είναι έκδηλη η χαρακτηριστική επαναστατική γραφή του συνθέτη. Οι ίδιοι οι στίχοι, άλλωστε, είναι βαθιά πολιτικοί, με τον Τριπολίτη να χρησιμοποιεί λέξεις αλιευμένες από γιάφκες και νοσοκομεία, με το χαρακτηριστικό στίχο «Τα σύνορα εδώ/είναι μονάχα οι φυλακές και τα ψυχιατρεία» ν’ αποτυπώνει το γενικότερο κλίμα του έργου. Βασικό θέμα του «Επιβάτη» η σύγκρουση του ανθρώπου με την εξουσία («Τούτη η νύχτα ποτισμένη βιτριόλι/Και τα κάγκελα πεσμένα καταγής»), και η αδυναμία του να ενταχθεί σ’ ένα σύγχρονο κι ανοίκειο περιβάλλον («Σα να μην έζησα ποτέ/Dunhill και Ronson και Cartier/δε βρίσκω θέση να χωρέσω/Mobil, Jaguar και Esso»), που γίνεται συχνά επικίνδυνο κι απειλητικό («Έβγαλα εισιτήριο/σαν επιβάτης/στη χώρα αυτή που τρώει τα παιδιά της»).
Χωρίς αμφιβολία, η επαναστατική φωνή της Φαραντούρη ταιριάζει απόλυτα με το ύφος των κομματιών, χαρίζοντάς μας μοναδικές ερμηνείες, η φτωχή ενορχήστρωση, όμως, αποτελεί την αχίλλειο πτέρνα στην έκδοση της MINOS. Αντίθετα, ο Τάσος Καρακατσάνης προσεγγίζει προσεχτικά τα κομμάτια, καταφέρνοντας ν’ αναδείξει όλες τις πτυχές τους. Το «Στη νύχτα σου δοσμένος», που η Φαραντούρη τραγουδάει σόλο, μετατρέπεται σ’ έναν ευρηματικό διάλογο ανάμεσα στη Ζορμπαλά και το Μπογδάνο, ενώ η προσεγμένη ενορχήστρωση στο «Τώρα» αποδίδει επακριβώς τη μελαγχολία των στίχων. Βέβαια, η γλυκιά, σχεδόν κοριτσίστικη, φωνή της Ζορμπαλά δεν αποτελεί πάντα τον ιδανικότερο φορέα των σκληρών στίχων και σε αρκετές περιπτώσεις η σύγκριση με τη Φαραντούρη γίνεται αναπόφευκτη. Σε κάθε περίπτωση, και οι δύο προσεγγίσεις έχουν το δικό τους ενδιαφέρον και η αξία του έργου είναι αδιαμφισβήτητη.
Ο «Επιβάτης», όπως και το «Ραντάρ», δεν είχε μεγάλη εμπορική απήχηση. Το τέλος της δικτατορίας είχε έρθει προ πολλού, το πολιτικό τραγούδι δεν ήταν πια στο επίκεντρο και ο κόσμος αναζητούσε την ευθυμία και την ευμάρεια. Έτσι, εκφραζόταν πολύ περισσότερο με το «Ο λαός τραγούδι θέλει/φτάνουν τα προβλήματα» παρά με «Το τραγούδι μου σε κάνει να θυμάσαι/χίλια πράγματα/ανακρίσεις, χειρουργεία κι οδοφράγματα». Το γεγονός αυτός είχε στενοχωρήσει το συνθέτη, εκφράζοντας ανοιχτά την απογοήτευσή του μέσα από μία σειρά εκπομπών που έκανε στην ΕΡΑ το 1987. Αυτός φαίνεται πως ήταν και ο λόγος που το 2014 παρουσίασε μία ακόμη εκδοχή του «Επιβάτη», αυτή τη φορά με ερμηνεύτρια τη Φωτεινή Δάρρα. Όπως αναφέρει κι ο ίδιος στο δελτίου τύπου, στόχος του ήταν να επανασυστήσει τα κομμάτια και ν’ αναθεωρήσει τις ενορχηστρώσεις τους, μιας και στις δύο προηγούμενες εκδόσεις κινήθηκαν προς τον αμερικάνικο ήχο,γεγονός που έπληξε την ελληνικότητά τους. Για το λόγο αυτό, διηύθυνε ο ίδιος τη λαϊκή ορχήστρα «Μίκης Θεοδωράκης», επιδιώκοντας μια «ηχητική έκρηξη».
Οι δυναμικές ενορχηστρώσεις αποτελούν, χωρίς αμφιβολία, το δυνατό σημείο του «Επιβάτη του 2014», όπως είναι ο πλήρης τίτλος του CD που κυκλοφόρησε από την Cobalt Music. Ενσωματώνοντας ροκ στοιχεία, ο συνθέτης φαίνεται πως κατάφερε να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στη λαϊκή εκδοχή της Φαραντούρη και στη λυρική της Ζορμπαλά. Η επιλογή της ερμηνεύτριας, όμως, δεν τον δικαιώνει, καθώς η Δάρρα τραγουδάει συνεχώς με στόμφο και δείχνει πως δεν καταλαβαίνει ή μάλλον δεν ενδιαφέρεται να καταλάβει το νόημα των στίχων. Αν και πολλάκις ο συνθέτης έχει εμπιστευτεί το έργο του σε καλλιτέχνες της νεότερης γενιάς προκαλώντας αντιδράσεις, εδώ δεν πρόκειται για μια απλή άδεια, αλλά για μια προσπάθεια να παρουσιαστεί εκ νέου ένα παλιότερο έργο. Η Δάρρα, εξάλλου, υποτίθεται πως εκπροσωπεί το λεγόμενο «έντεχνο» και δεν είναι ούτε ο Ρουβάς ούτε η Πάολα, επομένως δεν υπάρχει καν το άλλοθι πως το νεανικό κοινό θα έρθει σ’ επαφή με το έργο του Θεοδωράκη μέσα από έναν εμπορικό καλλιτέχνη που ακούει κι αποδέχεται ως δικό του.
Εν τέλει, η τρίτη εκδοχή του «Επιβάτη» πέρασε παντελώς απαρατήρητη και οι ατυχείς εκτελέσεις της Δάρρα δεν κατάφεραν να λειτουργήσουν ούτε καν ως αρνητική διαφήμιση.Οι δύο πρώτες ερμηνείες παραμένουν αξεπέραστες και μπορεί ο «Επιβάτης» να μην συμπεριλήφθηκε ποτέ στα «κλασσικά» έργα του συνθέτη, αλλά εξακολουθεί ν’ ακούγεται και ν’ ανακαλύπτεται απ’ το μουσικόφιλο κοινό. Άλλωστε, ακόμα κι αν ο στίχος «Γύρεψα θάλαμο του ΟΤΕ/να σε ειδοποιήσω» φαντάζει παλιομοδίτικοςστην εποχή των socialmedia, η Ελλάδα εξακολουθεί να «τρώει τα παιδιά της» κι οι στίχοι του Τριπολίτη να παραμένουν τραγικά επίκαιροι.