Σαν σήμερα γεννήθηκε ο μεγάλος βρετανός σκηνοθέτης Άλφρεντ Χιτσκόκ, θα έκλεινε τα 121 του χρόνια.
Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ (Alfred Hitchcock) γεννήθηκε στις 13 Αυγούστου 1899 στο Λέιτονστοουν του Λονδίνου. Δεν σπούδασε κινηματογράφο ούτε είχε εκφράσει την επιθυμία να καταπιαστεί με αυτό. Αρχικά φοίτησε μηχανική, ηλεκτρολογία και ναυπηγική ώστε να καλύψει τις βιοποριστικές του ανάγκες. Ωστόσο είχε μια φυσική κλίση προς τις τέχνες και παράλληλα με την εργασία, παρακολουθούσε μαθήματα στη Σχολή Καλών Τεχνών του Λονδίνου. Το πρώτο βήμα στον κόσμο του σινεμά έγινε όταν ξεκίνησε να εργάζεται το 1920 σε παράρτημα της Paramount Studios στη πρωτεύουσα, ως συνθέτης των τίτλων αρχής ταινιών της εν λόγω εταιρείας. Εκεί γνώρισε και την σύζυγο του Άλμα Ρέβιλ με την οποία και έμεινε παντρεμένος μέχρι το τέλος της ζωής του.
Η πρώτη σκηνοθετική πρόταση ήρθε εντελώς από τύχη δύο χρόνια αργότερα όταν ο σκηνοθέτης της ταινίας «Always tell your wife» αρρώστησε και δεν μπορούσε να ολοκληρώσει τα γυρίσματα. Έτσι ο Χίτσκοκ κλήθηκε να γυρίσει την ταινία μη έχοντας τεχνικές γνώσεις επάνω στο αντικείμενο. Οι συντελεστές και παραγωγοί ενθουσιάστηκαν από την οπτική του γωνία σκηνοθετικά και για ερασιτέχνης δεν τα πήγε διόλου άσχημα. Η πρώτη επίσημη πρόταση για δική του ταινία ήρθε λίγο αργότερα. Η ταινία ονομαζόταν « Number 13» . Τα πρώτα δειλά του βήματα στην πίστα της έβδομης τέχνης ήταν πλέον γεγονός. Το 1925 ολοκλήρωσε την ουσιαστική παρθενική του εμφάνιση με την ταινία «Pleasure Garden» που σηματοδότησε την καριέρα του και την εδραίωση του στο χώρο του σινεμά.
Από το 1925 μέχρι και το 1940 κατοικούσε στην Αγγλία και γύρισε αριστουργήματα όπως: «39 σκαλοπάτια» και «Σαμποτάζ». Οι ταινίες αυτές εντάχθηκαν στην «Αγγλική περίοδο» του μιας και με το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μετακόμισε στο Χόλυγουντ. Στην πιάτσα του Λος Άντζελες ωστόσο δεν τον υποδέχτηκαν και με μεγάλες αγκάλες. Αρχικά κανείς δεν εμπιστεύτηκε το σκηνοθετικό του ταλέντο. Βρήκε όλες τις πόρτες κλειστές καθώς πίστευαν πως ο ευρωπαίος δεν θα μπορούσε να χτίσει μια καριέρα στις ΗΠΑ την ιδιόρρυθμη εκείνη εποχή.
Η αλλαγή ωστόσο ήρθε όταν ο μεγαλοπαραγωγός Ντέιβιντ Σελζνικ του προσέφερε ένα επταετές συμβόλαιο και του ανέθεσε την ταινία «Ρεβέκκα», μια γοτθική μεταφορά του μυθιστορήματος της Δάφνης ντι Μωριέ, το 1940. Η ταινία κέρδισε το Όσκαρ καλύτερης ταινίας αλλά την δόξα έλαβε ο παραγωγός και όχι ο Χίτσκοκ.
Ωστόσο δεν έμεινε στάσιμος. Συνέχισε να καταπιάνεται με το σινεμά και άρχισε να γυρνάει την μια ταινία μετά την άλλη. Γύρισε περίπου 25 ταινίες μέσα σε 20 χρόνια και δεν μιλάμε για αρπαχτές αλλά για σημαντικές πρωτοποριακές ταινιάρες για την εποχή εκείνη. Μερικές από αυτές αποτελούν πλέον δείγματα του κλασικού διαχρονικού σινεμά και έδωσαν στον Χίτσκοκ το παρατσούκλι «Άρχοντας του Σασπένς» . Μερικές από αυτές που αξίζουν να αναφερθούν είναι το «Vertigo», το «Spellbound» και το «The man who knew too much».Σχεδόν σε όλες του τις ταινίες έκανε και από μια μικρή αλλά επιβλητική εμφάνιση ως κομπάρσος, είτε κάνοντας κάποιο περαστικό είτε μια τρομακτική φιγούρα πίσω από ένα άσπρο πανί.
Το 1960 έγινε το μεγάλο μπαμ για τον σκηνοθέτη. Κυκλοφόρησε το «Ψυχώ» που βασίστηκε στην ομώνυμη νουβέλα του Ρόμπερτ Μπλόχ και αποτέλεσε την πιο ατμοσφαιρική ταινία του και εκείνη που χαρακτηρίστηκε ως ταινία-σταθμός στην καριέρα του. Με αυτό το δημιούργημα εισήχθη στον κινηματογράφο η ορολογία «χιτσοκικό» και θεωρήθηκε ως η πιο εμβληματική ταινία σασπένς όλων των εποχών. Ωστόσο το ίδιο το έργο δεν είναι το μόνο το οποίο προκάλεσε ντόρο κατά την διανομή του. Εξ’ αρχής ο Χίτσκοκ είχε απαιτήσει από το κινηματογραφικό κοινό να μην προσέρχεται αργοπορημένο στις προβολές μετά την έναρξη της ταινίας ή κατά τη διάρκεια της. Είχε απαγορεύσει ρητά την προσέλευση του κοινού και προειδοποίησε πως η οποιαδήποτε προσπάθεια άσκοπης εισόδου θα τιμωρείται βίαια. Με την προσέγγιση αυτή του Χίτσκοκ εδραιώθηκε η έγκαιρη προσέλευση των θεατών πριν την προβολή, μιας και τότε θεωρείτο σύνηθες να πωλούνται εισιτήρια και κατά τη διάρκεια της. Πέραν αυτού, κατά την διάρκεια των γυρισμάτων είχε απαγορεύσει στα μέλη του συνεργείου να διαρρεύσουν πληροφορίες σχετικά με την πλοκή και προσπάθησε να αγοράσει οποιοδήποτε αντίτυπο της νουβέλας ώστε να ενισχύσει την αγωνία του κοινού για την ταινία. Φυσικά και δεν τα κατάφερε αλλά παρόλα αυτά ενισχύθηκε έντονα η φήμη του.
Το κινηματογραφικό του προφίλ όμως δεν ενισχύθηκε μόνο από το καλλιτεχνικό του έργο αλλά και από την ίδια του την ιδιοσυγκρασία συνολικά. Μεγάλωσε χτίζοντας μια πληθώρα ψυχώσεων και φόβων που δημιουργήθηκαν κυρίως στα παιδικά του χρόνια. Πρώτη φορά που γεύτηκε τον φόβο ήταν όταν σε μικρή ηλικία ο πατέρας του τον έστειλε στο αστυνομικό τμήμα για να αυτοτιμωρηθεί για μια αταξία που είχε κάνει. Εκεί ένας αστυνομικός τον έκλεισε σε ένα κελί για ώρες και έγινε η προσωποποίηση του φόβου του για πολλά χρόνια. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μην μάθει ποτέ του οδήγηση. Ακόμη, εμμονή φάνηκε να έχει με την ηδονοβλεψία το οποίο και δήλωσε σε μια συνομιλία του με τον Τριφώ με την γνωστή φράση «είμαστε όλοι ηδονοβλεψίες». Μεγάλες του φοβίες αποδείχτηκαν μελλοντικά τα αυγά και φυσικά το οποιοδήποτε πουλί ή πτηνό.
Γι αυτόν ακριβώς τον λόγο αποτύπωσε την ανάλογη φοβία και στην ταινία του «Τα Πουλιά» του 1963. Ωστόσο ο ίδιος φημολογείται πως αποτέλεσε τον εφιάλτη της πρωταγωνίστριας Τίπι Χέντρεν, μιας άσημης ηθοποιού που ο Χίτσκοκ ανακάλυψε σε μια τηλεοπτική διαφήμιση. Εκείνος γενικότερα έδειχνε μια ιδιαίτερα μεγάλη προτίμηση στις ξανθές πρωταγωνίστριες και η κόμη της ηθοποιού στάθηκε μεγάλο ατού της για τον ρόλο. Κατά την διάρκεια των γυρισμάτων φημολογείται πως οι προθέσεις του δεν ήταν μόνο επαγγελματικές αλλά και ερωτικές απέναντι στην Χέντρεν, η οποία δεν ανταποκρίθηκε. Φαίνεται πως το μαρτύριο της ξεκίνησε με την απόρριψη και γεύτηκε τα αντίποινα του Χίτσκοκ ο οποίος την «βασάνιζε» για χρόνια. Στην χαρακτηριστική σκηνή που η ηθοποιός πέφτει θύμα της επίθεσης των πουλιών, εκείνος αντικατέστησε τα μηχανικά πουλιά που προορίζονταν για το γύρισμα με αληθινά με αποτέλεσμα τον τραυματισμό, την πλήρη κατάρρευση της Χέντρεν και την παραίτηση της μετά την λήξη του συμβολαίου της. Έκτοτε ο Χίτσκοκ δεν αναφέρθηκε ποτέ για την ίδια με το όνομα της αλλά την αποκαλούσε « το κορίτσι».
Φυσικά η σχέση σκηνοθέτη και ηθοποιού δεν ήταν το μόνο μυστήριο στη ζωή του Χίτσκοκ. Η σχέση που είχε με την σύζυγο του ήταν και το μεγάλο ερωτηματικό για το κοινό. Εκείνη αποτέλεσε την «αιώνια μούσα» του και στήριξε το έργο του ως βοηθός του μιας και μοιραζόντουσαν το ίδιο πάθος για το σινεμά αλλά και την τελειότητα. Κάποια στιγμή εκείνος δήλωσε πως έχει συνευρεθεί σεξουαλικά μόνο μια φορά μαζί της(τη φορά που συνέλαβαν και την κόρη τους) και πως η σεξουαλική δραστηριότητα του φαίνεται μια εξαιρετικά δυσάρεστη διαδικασία και γι αυτό το λόγο και ο κίτρινος τύπος ισχυριζόταν πως η Άλμα Χίτσκοκ διατηρούσε παράνομες σχέσεις. Ωστόσο καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του οι φήμες δεν περιορίστηκαν εκεί. Συνεχώς γινόταν λόγος για «τσιλημπουρδήματα» με τις πρωταγωνίστριες του έδιναν και έπαιρναν, πράγμα ιδιαίτερα οξύμωρο με βάση την πιο πάνω δήλωση.
Ο πληθωρικός σκηνοθέτης φαίνεται πως πέραν από «περίεργος» πήρε και τον χαρακτηρισμό του «βίαιου», μιας και συνεργάτες του διηγήθηκαν πώς τους υπέβαλλε σε μια σειρά από φάρσες που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως κακοποιητικές. Δεν υπήρξε καθόλου εύκολος άνθρωπος. Οι ηθοποιοί δεν ήταν η μεγαλύτερη του συμπάθεια και τους αποκαλούσε «ηλίθιους» με ελάχιστες εξαιρέσεις όπως η Γκρέις Κέλι και η Ίνγκριτ Μπέργκμαν. Έτσι δικαίως πήρε τον χαρακτηρισμό «δικτάτορας του πλατό».
Πέραν του ότι ο Χίτσκοκ αποτέλεσε μια εκκεντρική φυσιογνωμία στον χώρο της showbiz που συζητιόταν για χρόνια, αξιοζήλευτη και εντυπωσιακή ήταν η παρουσία του ως σκηνοθέτης. Υπήρξε αρκετά πρωτοποριακός για την εποχή του και μετέτρεψε το είδος των θρίλερ σε αρκετά ανερχόμενο σε σχέση με τα είδη που άκμαζαν. Αποτελεί σημείο αναφοράς για τον παγκόσμιο κινηματογράφο και αξιοσημείωτο είναι το πώς μέσω της τελειομανίας του και του δυνατού του μοντάζ , μας έχει χαρίσει κομβικές σκηνές όπως εκείνη της μπανιέρας του «Ψυχώ». Η εν λόγω σκηνή χρειάστηκε 1 εβδομάδα να γυριστεί και τραβήχτηκε από 77 διαφορετικές κάμερες. Αποτέλεσε ένα από τα πιο μελετημένα μοντάζ στην ιστορία με 70 αλλαγές μέσα σε 45 δευτερόλεπτα. Είναι αδιαμφισβήτητα μια από τις θρυλικότερες σκηνές που έχουν γυριστεί ποτέ.
Ο ταλαντούχος και ευφυής Χίτσκοκ άφησε παρακαταθήκη 54 ταινιών για το σινεφίλ κοινό. Ωστόσο δεν τιμήθηκε ποτέ από την Ακαδημία των Όσκαρ. Ωστόσο η ακαδημία κατάλαβε το λάθος της και τον τίμησε το 1979 με βραβείο για την συνολική του προσφορά στον κινηματογράφο. Ακολούθησε η συντομότερη δήλωση κατά την παραλαβή του χρυσού αγαλματίδιου, «σας ευχαριστώ όλους, πραγματικά» είπε και κατέβηκε από την σκηνή. Ένα χρόνο μετά ο Άλφρεντ Χίτσκοκ άφησε την τελευταία του πνοή γνωρίζοντας ότι πίσω αφήνει και λαμπρό έργο που χωρίς αυτό το σινεμά θα ήταν δραματικά φτωχότερο.