Ποιος δεν έχει τραγουδήσει και ποιος δεν έχει συγκινηθεί με τραγούδια σαν την «Ενδεκάτη εντολή», το «Θα σ’ αγαπώ», το «Μια παρέα είμαστε» και το «Ποιος να συγκριθεί μαζί σου»;
Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη το 1942, ο Γιώργος Χατζηνάσιος εκδήλωσε από νωρίς την κλίση του στη μουσική, παίζοντας τζαζ σε νυχτερινά κέντρα της γενέτειράς του. Ακολούθησαν μαθήματα πιάνου στο Μακεδονικό Ωδείο Θεσσαλονίκης, στο Εθνικό Ωδείο Αθηνών και μετέπειτα στο Παρίσι, όπου σπούδασε σύνθεση, ενορχήστρωση και διεύθυνση ορχήστρας. Στα τραγούδια του είναι αισθητές οι επιρροές του από την κλασσική μουσική και τη τζαζ, ενώ οι ενορχηστρωτικές του γνώσεις τού έδωσαν ένα σημαντικό προβάδισμα έναντι των συναδέλφων του που στην πλειοψηφία τους είτε ήταν αυτοδίδακτοι είτε δεν ενδιαφερόντουσαν ιδιαίτερα για τέτοια ζητήματα και περιορίζονταν σε μια λαϊκή ορχήστρα. Ο Χατζηνάσιος, βέβαια, δεν έστρεψε την πλάτη του ούτε στη λαϊκή ούτε στην ποπ μουσική. Οι συνεργασίες του με τις σημαντικότερες φωνές του ελληνικού πενταγράμμου τον ώθησαν να γράψει κομμάτια εμπνευσμένος από την ερμηνευτική τους ταυτότητα, που υπό άλλες συνθήκες πιθανότητα δεν θα έγραφε, ενώ δεν ήταν λίγες κι οι περιπτώσεις ερμηνευτών που αποτέλεσαν τον ιδανικό φορέα του δικού του μουσικού κόσμου:
Μαρινέλλα: «Η Μαρινέλλα του σήμερα» – 1978
Η πρώτη γνωριμία του Χατζηνάσιου με τη Μαρινέλλα έγινε στη Θεσσαλονίκη, όταν έπαιζε πιάνο στο κέντρο που τραγουδούσε. Η «Μεγάλη Κυρία του τραγουδιού» έμελλε να του δώσει το βάπτισμα του πυρός στη δισκογραφία μέσα από δίσκους 45 στροφών («Κρίμα το μπόι σου», σε στίχους Σέβης Τηλιακού, «Κατηγορώ» σε στίχους Γιάννη Πολίτη) στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Η πρώτη τους ολοκληρωμένη συνεργασία περιλαμβάνει κομμάτια που εντάσσονται στο «έντεχνο λαϊκό» και στο «σημερινό ελαφρό», όπως αναφέρει κι ο ίδιος ο συνθέτης στο ένθετο του δίσκου. Τα εξωστρεφή «Να παίζει το τρανζίστορ» και «Παιδί απ’ την Ανάβυσσο», σε στίχους Μιχάλη Μπουρμπούλη, καθώς και το «Σήμερα», σε στίχους Μίμη Θειόπουλου, ανήκουν στις πιο επιτυχημένες στιγμές της ερμηνεύτριας. Τα υπόλοιπα κομμάτια δεν είναι και τόσο εύπεπτα. Ο Μάνος Ελευθερίου καταθέτει το πολιτικοποιημένο «Έγιν’ ο κόσμος καφενές», τους σουρεαλιστικούς «Τρελούς» κι ένα τραγούδι-αφιέρωμα «Στην Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου». Οι μπαλάντες «Δεν είναι που φεύγεις», σε στίχους Μάνου Κουφιανάκη, και «Τικ τακ», σε στίχους Σοφίας Παπαδοπούλου, καθρεφτίζουν την ευαισθησία του συνθέτη, ενώ ο δίσκος κλείνει με τα «Σ’ ευχαριστώ», σε στίχους Σοφίας Παπαδοπούλου, και «Δε φταίμε εμείς», σε στίχους Νίκου Βρεττού, όπου επιχειρείται μία συνύπαρξη των κλασσικών ήχων με τις ποπ τάσεις της εποχής. Επομένως, αν κι ο εν λόγω δίσκος είναι σε μεγάλο βαθμό προσανατολισμένος στην περσόνα της Μαρινέλλας, καταφέρνει τελικά ν’ αποτυπώσει και το προσωπικό ύφος του δημιουργού.
Δήμητρα Γαλάνη: «Εικόνες» – 1979
Η καριέρα του Γιώργου Χατζηνάσιου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την καριέρα της Δήμητρας Γαλάνη. Η πρώτη τους συνάντηση χρονολογείται το 1972, όπου η νεαρή ερμηνεύτρια συμμετέχει στον πρώτο μεγάλο δίσκο του («4.5.3»), ερμηνεύοντας, μεταξύ άλλων, το «Ήταν μια φορά κι έναν καιρό», σε στίχους Χρήστου Στίππα. Οι συμμετοχές της στους μετέπειτα δίσκους του καθόρισαν το ρεπερτόριό της («Τα γαλάζια σου γράμματα», σε στίχους Γιώργου Κανελλόπουλου, «Αν μ’ αγαπάς φίλα σταυρό», σε στίχους Γιάννη Λογοθέτη), με την πρώτη τους ολοκληρωμένη δουλειά ν’ αποτελεί τη φυσική συνέχεια της συνεργασίας τους. Οι «Εικόνες» είναι ο κατεξοχήν δίσκος που εκφράζει την αισθητική του Χατζηνάσιου, με τη Γαλάνη ν’ αποδεικνύεται η ιδανική Μούσα του. Με εξαίρεση τα «Ζω», «Κοίτα πράγματα» και «Γρανάζι», σε στίχους Κώστα Τριπολίτη, όπου τα δύο τελευταία ειδικά εντάσσονται στο είδος της ποπ μουσικής, ο δίσκος περιλαμβάνει μελωδικότατες μπαλάντες, με την αισθαντική φωνή της ερμηνεύτριας και το ευαίσθητο πιάνο του συνθέτη να έχουν τον πρώτο ρόλο. Ο Γιάννης Καλαμίτσης υπογράφει το «Θα σ’ αγαπώ», ένα από τα πιο κλασσικά ερωτικά τραγούδια της ελληνικής δισκογραφίας, και το μελαγχολικό «Όταν γύρω νυχτώνει», που κέρδισε το Α’ Βραβείο στο Γαλλικό Φεστιβάλ «Rose d’ Or» το 1980. Εξίσου μελωδικά τα «Δεν έχουμε να πούμε τίποτα», σε στίχους Κυριάκου Ντούμου, «Να ‘ταν η καρδιά μου φύλλο», σε στίχους Μιχάλη Μπουρμπούλη, και «Πάρε μου την τελευταία πνοή», σε στίχους Μαρίας-Αλεξάνδρας, ένα λυρικό κομμάτι προερχόμενο από μια ανέκδοτη όπερα του συνθέτη.
Τάνια Τσανακλίδου: «Χωρίς ταυτότητα» – 1980
Ο συνθέτης χαρακτηρίζει τα τραγούδια «υπαρξιακά», αν και πρόκειται ουσιαστικά για μια πολιτική δουλειά, απ’ την οποία απουσιάζουν οι στρατευμένοι στίχοι και οι επαναστατικές ιαχές. Δημοφιλέστερο κομμάτι ο «Ανθρωπάκος», σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου, απ’ όπου προέρχεται και ο τίτλος του δίσκου, ενώ αρκετά γνωστά είναι «Τα Σάββατα», ένα κομμάτι με ρυθμό δημοτικού τραγουδιού και σύγχρονη ενορχήστρωση σε στίχους Κώστα Τριπολίτη, και «Τα παιδιά ζωγραφίζουν», σε στίχους Μιχάλη Μπουρμπούλη, που μετέπειτα καθιερώθηκε στα σχολεία ως παιδικό τραγούδι. Το «Χωρίς ταυτότητα» περιλαμβάνει, βέβαια, κι άλλες ενδιαφέρουσες στιγμές. Στα «Κόκκινα φώτα του μπαρ» ο Κώστας Τριπολίτης συμπεραίνει πως «οι άνθρωποι αλλάζουν/την ώρα που σπάζουν» υπό τους μελαγχολικούς ήχους του πιάνου του συνθέτη, ενώ οι αφοπλιστικά ειλικρινείς στίχοι του Μάνου Κουφιανάκη στο «Αν δε σ’ αρέσει το τραγούδι μου» δίνουν τη δυνατότητα στο Χατζηνάσιο να μας χαρίσει ένα ακόμη ατμοσφαιρικό σόλο και στην Τσανακλίδου μία ακόμη θεατρική ερμηνεία. Ο Κυριάκος Ντούμος αναφέρεται στα «Χρόνια τα φοιτητικά» και στην «Εφηβεία», ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κομμάτια του συνθέτη από άποψη μελωδίας που δικαίως επαναλαμβάνεται ως ορχηστρικό στο τέλος του δίσκου με τον τίτλο «Διάλογος». Όσο για το Μάνο Ελευθερίου, συμμετέχοντας μόνο με τρία κομμάτια, κάνει αισθητότατη την παρουσία του. Ξεχωρίζει «Ο τόπος ο δικός μας», ένα συγκλονιστικό τραγούδι για τη Μικρασιατική καταστροφή («και σαν επιτάφιος τα πλοία/κήδευαν τη μοίρα ενός λαού»). Εν τέλει, παρά τη διαχρονικότητα ορισμένων κομματιών, φαίνεται πως ο εν λόγω δίσκος δεν έχει ακόμη ακουστεί κι εκτιμηθεί στο σύνολό του.
Δημήτρης Μητροπάνος: «Τα συναξάρια» – 1981
Στην προσπάθειά του να αποταυτιστεί από χαρακτηρισμούς όπως «δυτικός» κι «ελαφρός», ο Χατζηνάσιος εμπιστεύεται τη στιβαρή φωνή του Δημήτρη Μητροπάνου, γράφοντάς του 11 λαϊκά κομμάτια, τα περισσότερα σε στίχους Μιχάλη Μπουρμπούλη. Δεν είναι, βέβαια, η πρώτη φορά που ο συνθέτης στρέφεται στη λαϊκή μουσική, έχοντας ήδη υπογράψει την «Αφιλότιμη» με τους στίχους του Τάσου Οικονόμου και τη φωνή του Στράτου Διονυσίου. Συνοδοιπόροι του οι δεξιοτέχνες του μπουζουκιού Θανάσης Πολυκανδριώτης και Κώστας Παπαδόπουλος, με τον τελευταίο να χαρίζει ένα μοναδικό ταξίμι στο «Μαυραγορίτη μάγκα», ένα βαρύ ζεϊμπέκικο που δύσκολα θα μπορούσε φανταστεί κάποιος πως έχει γραφτεί από το Χατζηνάσιο. Στα υπόλοιπα τραγούδια το λαϊκό τραγούδι προσεγγίζεται μέσα από ένα πιο «λόγιο» δρόμο. Χαρακτηριστικές στιγμές τα «Στη μνήμη ενός παλιού ρεμπέτη», «Η αγάπη χάθηκε», «Μην παραπονιέσαι τώρα» σε στίχους Μάνου Κουφιανάκη, και η γλυκόπικρη μπαλάντα «Μια παρέα είμαστε», γνωστή και ως «Κλείσανε τα κέντρα», αν και δεν υπάρχει κανένα τραγούδι που να περνάει απαρατήρητο, όπως μαρτυρούν και οι 50.000 πωλήσεις που κατέστησαν το δίσκο χρυσό.
Νάνα Μούσχουρη: «Η ενδεκάτη εντολή» – 1985
Στις συνεντεύξεις του ο μεγάλος συνθέτης έχει ουκ ολίγες φορές αναφέρει πως στην αρχή της καριέρας του ήταν δύσκολο να τον εμπιστευτούν οι μεγάλοι μας στιχουργοί και πως αρκετά τραγούδια του υστερούσαν ως προς τους στίχους. Ωστόσο, ένας κύκλος τραγουδιών με στίχους του Νίκου Γκάτσου ασφαλώς και τον αποζημιώνει, ακόμα κι αν ήρθε κάπως αργοπορημένα. Ερμηνεύτριά του η διεθνής Νάνα Μούσχουρη. Ο δίσκος ηχογραφήθηκε στο Παρίσι και ναυαρχίδα του είναι η «Ενδεκάτη εντολή», ένα από τα σήματα κατατεθέν της ερμηνεύτριας στη χώρα μας. Εξίσου επικά κι αβανταδόρικα, όπως φαίνεται κι απ’ τους τίτλους τους, είναι τα «Αλληλούια», «Μακριά στο Κατμαντού» και το «Γιαρέμ Γιαρέμ», που είχε ήδη ηχογραφήσει η Δήμητρα Γαλάνη κι η Χριστιάνα, αν κι εδώ ακούγεται με την προσθήκη μίας ακόμη στροφής. Στο «Πέφτει η βροχή», ένα κομμάτι επίσης πολυακουσμένο, ο συνθέτης ενώνει το λαϊκό με το λυρικό ύφος, ενώ στα χαμηλόφωνα «Μια θέση στον ήλιο» και «Μικρό μου αλφαβητάρι» η ευαισθησία του Χατζηνάσιου συναντά την ποίηση του Γκάτσου. Το «Παιδί με το ταμπούρλο» φαίνεται ν’ αποτελεί την πιο αποκαλυπτική στιγμή του δίσκου και το προοίμιο ή τη συνέχεια του θρυλικού «Κεμάλ», αφού ο Γκάτσος, με φόντο έναν αφηρημένο χωροχρόνο, αναφέρεται στον πόλεμο, τη βία και την καταστροφή. Ο δίσκος έγινε πλατινένιος και αρκετά τραγούδια ακούστηκαν στο εξωτερικό και ηχογραφήθηκαν στα γαλλικά.
Γιάννης Πάριος: «Επίθεση αγάπης» – 1991
Ο Γιώργος Χατζηνάσιος και ο Γιάννης Πάριος συναντήθηκαν στα πρώτα τους βήματα, με γνωστότερο τραγούδι της συνεργασίας τους το «Τι θέλεις να κάνω», σε στίχους Κώστα Ρουβηνέτη. Σχεδόν είκοσι χρόνια μετά, παρουσίασαν την πρώτη τους και τελευταία -μέχρι στιγμής τουλάχιστον- ολοκληρωμένη δισκογραφική δουλειά. Όπως μαρτυρά κι ο τίτλος της, η «Επίθεση αγάπης» περιλαμβάνει 12 ερωτικά τραγούδια, ερμηνευμένα ιδανικά από τον «τροβαδούρο του έρωτα». Το «Γι’ αυτό σου λέω πάμε», σε στίχους του ερμηνευτή, δεν άργησε ν’ αναδειχτεί ως η επιτυχία του δίσκου, ενώ περιλαμβάνονται και πιο ποπ κομμάτια, όπως το «220 Volt» και η «Μαρία» σε στίχους Χριστόφορου Μπαλαμπανίδη. Ωστόσο, η «Επίθεση αγάπης» στηρίζεται κυρίως σε μελωδικές μπαλάντες. Μεταξύ άλλων, ακούμε το «Κρυφά στο 9», σε στίχους Σαράντη Αλιβιζάτου, το «Όλο και πιο πολύ», σε στίχους Χριστόφορου Μπαλαμπανίδη, καθώς και τα πιο θεατρικά «Ναι, δεν μπορώ», σε στίχους Γιάννη Πάριου, και «Μόνο εσένα έχω», σε στίχους Χριστόφορου Μπαλαμπανίδη, με το οποίο κλείνει ιδανικά ο δίσκος. Το «Ποιος να συγκριθεί μαζί σου» σε στίχους Ντέλλας Ρούνικ, είναι ένα κομμάτι που άρχισε ν’ ανακαλύπτεται ουσιαστικά στις αρχές του 2000, καταφέρνοντας τελικά να γίνει ένα από τα κλασσικότερα τραγούδια του ρεπερτορίου του Πάριου και του Χατζηνάσιου.
Τα επόμενα χρόνια ο σημαντικός συνθέτης θ’ αφοσιωθεί κυρίως στη μουσική για τηλεοπτικές σειρές και στις ζωντανές του εμφανίσεις, που συνεχίζονται μέχρι και σήμερα. Ακόμη, δεν θα παραλείψει να παρουσιάσει τα δικά του συμφωνικά έργα και να τα παρουσιάσει στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης και στις Πυραμίδες της Αιγύπτου. Ο ίδιος νιώθει απολύτως ευτυχής για τα έργα αυτά, κι ας απευθύνονται εξορισμού σε πολύ μικρότερο κοινό. Ωστόσο, ο Γιώργος Χατζηνάσιος δεν χρειαζόταν ούτε τις συμφωνικές ορχήστρες ούτε το Ηρώδειο για να καταξιωθεί: ποιος δεν έχει τραγουδήσει και ποιος δεν έχει συγκινηθεί με τραγούδια σαν την «Ενδεκάτη εντολή», το «Θα σ’ αγαπώ», το «Μια παρέα είμαστε» και το «Ποιος να συγκριθεί μαζί σου»;
Ποιος δεν έχει τραγουδήσει και ποιος δεν έχει συγκινηθεί με τραγούδια σαν την «Ενδεκάτη εντολή», το «Θα σ’ αγαπώ», το «Μια παρέα είμαστε» και το «Ποιος να συγκριθεί μαζί σου»;
Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη το 1942, ο Γιώργος Χατζηνάσιος εκδήλωσε από νωρίς την κλίση του στη μουσική, παίζοντας τζαζ σε νυχτερινά κέντρα της γενέτειράς του. Ακολούθησαν μαθήματα πιάνου στο Μακεδονικό Ωδείο Θεσσαλονίκης, στο Εθνικό Ωδείο Αθηνών και μετέπειτα στο Παρίσι, όπου σπούδασε σύνθεση, ενορχήστρωση και διεύθυνση ορχήστρας. Στα τραγούδια του είναι αισθητές οι επιρροές του από την κλασσική μουσική και τη τζαζ, ενώ οι ενορχηστρωτικές του γνώσεις τού έδωσαν ένα σημαντικό προβάδισμα έναντι των συναδέλφων του που στην πλειοψηφία τους είτε ήταν αυτοδίδακτοι είτε δεν ενδιαφερόντουσαν ιδιαίτερα για τέτοια ζητήματα και περιορίζονταν σε μια λαϊκή ορχήστρα. Ο Χατζηνάσιος, βέβαια, δεν έστρεψε την πλάτη του ούτε στη λαϊκή ούτε στην ποπ μουσική. Οι συνεργασίες του με τις σημαντικότερες φωνές του ελληνικού πενταγράμμου τον ώθησαν να γράψει κομμάτια εμπνευσμένος από την ερμηνευτική τους ταυτότητα, που υπό άλλες συνθήκες πιθανότητα δεν θα έγραφε, ενώ δεν ήταν λίγες κι οι περιπτώσεις ερμηνευτών που αποτέλεσαν τον ιδανικό φορέα του δικού του μουσικού κόσμου:
Μαρινέλλα: «Η Μαρινέλλα του σήμερα» – 1978
Η πρώτη γνωριμία του Χατζηνάσιου με τη Μαρινέλλα έγινε στη Θεσσαλονίκη, όταν έπαιζε πιάνο στο κέντρο που τραγουδούσε. Η «Μεγάλη Κυρία του τραγουδιού» έμελλε να του δώσει το βάπτισμα του πυρός στη δισκογραφία μέσα από δίσκους 45 στροφών («Κρίμα το μπόι σου», σε στίχους Σέβης Τηλιακού, «Κατηγορώ» σε στίχους Γιάννη Πολίτη) στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Η πρώτη τους ολοκληρωμένη συνεργασία περιλαμβάνει κομμάτια που εντάσσονται στο «έντεχνο λαϊκό» και στο «σημερινό ελαφρό», όπως αναφέρει κι ο ίδιος ο συνθέτης στο ένθετο του δίσκου. Τα εξωστρεφή «Να παίζει το τρανζίστορ» και «Παιδί απ’ την Ανάβυσσο», σε στίχους Μιχάλη Μπουρμπούλη, καθώς και το «Σήμερα», σε στίχους Μίμη Θειόπουλου, ανήκουν στις πιο επιτυχημένες στιγμές της ερμηνεύτριας. Τα υπόλοιπα κομμάτια δεν είναι και τόσο εύπεπτα. Ο Μάνος Ελευθερίου καταθέτει το πολιτικοποιημένο «Έγιν’ ο κόσμος καφενές», τους σουρεαλιστικούς «Τρελούς» κι ένα τραγούδι-αφιέρωμα «Στην Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου». Οι μπαλάντες «Δεν είναι που φεύγεις», σε στίχους Μάνου Κουφιανάκη, και «Τικ τακ», σε στίχους Σοφίας Παπαδοπούλου, καθρεφτίζουν την ευαισθησία του συνθέτη, ενώ ο δίσκος κλείνει με τα «Σ’ ευχαριστώ», σε στίχους Σοφίας Παπαδοπούλου, και «Δε φταίμε εμείς», σε στίχους Νίκου Βρεττού, όπου επιχειρείται μία συνύπαρξη των κλασσικών ήχων με τις ποπ τάσεις της εποχής. Επομένως, αν κι ο εν λόγω δίσκος είναι σε μεγάλο βαθμό προσανατολισμένος στην περσόνα της Μαρινέλλας, καταφέρνει τελικά ν’ αποτυπώσει και το προσωπικό ύφος του δημιουργού.
Δήμητρα Γαλάνη: «Εικόνες» – 1979
Η καριέρα του Γιώργου Χατζηνάσιου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την καριέρα της Δήμητρας Γαλάνη. Η πρώτη τους συνάντηση χρονολογείται το 1972, όπου η νεαρή ερμηνεύτρια συμμετέχει στον πρώτο μεγάλο δίσκο του («4.5.3»), ερμηνεύοντας, μεταξύ άλλων, το «Ήταν μια φορά κι έναν καιρό», σε στίχους Χρήστου Στίππα. Οι συμμετοχές της στους μετέπειτα δίσκους του καθόρισαν το ρεπερτόριό της («Τα γαλάζια σου γράμματα», σε στίχους Γιώργου Κανελλόπουλου, «Αν μ’ αγαπάς φίλα σταυρό», σε στίχους Γιάννη Λογοθέτη), με την πρώτη τους ολοκληρωμένη δουλειά ν’ αποτελεί τη φυσική συνέχεια της συνεργασίας τους. Οι «Εικόνες» είναι ο κατεξοχήν δίσκος που εκφράζει την αισθητική του Χατζηνάσιου, με τη Γαλάνη ν’ αποδεικνύεται η ιδανική Μούσα του. Με εξαίρεση τα «Ζω», «Κοίτα πράγματα» και «Γρανάζι», σε στίχους Κώστα Τριπολίτη, όπου τα δύο τελευταία ειδικά εντάσσονται στο είδος της ποπ μουσικής, ο δίσκος περιλαμβάνει μελωδικότατες μπαλάντες, με την αισθαντική φωνή της ερμηνεύτριας και το ευαίσθητο πιάνο του συνθέτη να έχουν τον πρώτο ρόλο. Ο Γιάννης Καλαμίτσης υπογράφει το «Θα σ’ αγαπώ», ένα από τα πιο κλασσικά ερωτικά τραγούδια της ελληνικής δισκογραφίας, και το μελαγχολικό «Όταν γύρω νυχτώνει», που κέρδισε το Α’ Βραβείο στο Γαλλικό Φεστιβάλ «Rose d’ Or» το 1980. Εξίσου μελωδικά τα «Δεν έχουμε να πούμε τίποτα», σε στίχους Κυριάκου Ντούμου, «Να ‘ταν η καρδιά μου φύλλο», σε στίχους Μιχάλη Μπουρμπούλη, και «Πάρε μου την τελευταία πνοή», σε στίχους Μαρίας-Αλεξάνδρας, ένα λυρικό κομμάτι προερχόμενο από μια ανέκδοτη όπερα του συνθέτη.
Τάνια Τσανακλίδου: «Χωρίς ταυτότητα» – 1980
Ο συνθέτης χαρακτηρίζει τα τραγούδια «υπαρξιακά», αν και πρόκειται ουσιαστικά για μια πολιτική δουλειά, απ’ την οποία απουσιάζουν οι στρατευμένοι στίχοι και οι επαναστατικές ιαχές. Δημοφιλέστερο κομμάτι ο «Ανθρωπάκος», σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου, απ’ όπου προέρχεται και ο τίτλος του δίσκου, ενώ αρκετά γνωστά είναι «Τα Σάββατα», ένα κομμάτι με ρυθμό δημοτικού τραγουδιού και σύγχρονη ενορχήστρωση σε στίχους Κώστα Τριπολίτη, και «Τα παιδιά ζωγραφίζουν», σε στίχους Μιχάλη Μπουρμπούλη, που μετέπειτα καθιερώθηκε στα σχολεία ως παιδικό τραγούδι. Το «Χωρίς ταυτότητα» περιλαμβάνει, βέβαια, κι άλλες ενδιαφέρουσες στιγμές. Στα «Κόκκινα φώτα του μπαρ» ο Κώστας Τριπολίτης συμπεραίνει πως «οι άνθρωποι αλλάζουν/την ώρα που σπάζουν» υπό τους μελαγχολικούς ήχους του πιάνου του συνθέτη, ενώ οι αφοπλιστικά ειλικρινείς στίχοι του Μάνου Κουφιανάκη στο «Αν δε σ’ αρέσει το τραγούδι μου» δίνουν τη δυνατότητα στο Χατζηνάσιο να μας χαρίσει ένα ακόμη ατμοσφαιρικό σόλο και στην Τσανακλίδου μία ακόμη θεατρική ερμηνεία. Ο Κυριάκος Ντούμος αναφέρεται στα «Χρόνια τα φοιτητικά» και στην «Εφηβεία», ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κομμάτια του συνθέτη από άποψη μελωδίας που δικαίως επαναλαμβάνεται ως ορχηστρικό στο τέλος του δίσκου με τον τίτλο «Διάλογος». Όσο για το Μάνο Ελευθερίου, συμμετέχοντας μόνο με τρία κομμάτια, κάνει αισθητότατη την παρουσία του. Ξεχωρίζει «Ο τόπος ο δικός μας», ένα συγκλονιστικό τραγούδι για τη Μικρασιατική καταστροφή («και σαν επιτάφιος τα πλοία/κήδευαν τη μοίρα ενός λαού»). Εν τέλει, παρά τη διαχρονικότητα ορισμένων κομματιών, φαίνεται πως ο εν λόγω δίσκος δεν έχει ακόμη ακουστεί κι εκτιμηθεί στο σύνολό του.
Δημήτρης Μητροπάνος: «Τα συναξάρια» – 1981
Στην προσπάθειά του να αποταυτιστεί από χαρακτηρισμούς όπως «δυτικός» κι «ελαφρός», ο Χατζηνάσιος εμπιστεύεται τη στιβαρή φωνή του Δημήτρη Μητροπάνου, γράφοντάς του 11 λαϊκά κομμάτια, τα περισσότερα σε στίχους Μιχάλη Μπουρμπούλη. Δεν είναι, βέβαια, η πρώτη φορά που ο συνθέτης στρέφεται στη λαϊκή μουσική, έχοντας ήδη υπογράψει την «Αφιλότιμη» με τους στίχους του Τάσου Οικονόμου και τη φωνή του Στράτου Διονυσίου. Συνοδοιπόροι του οι δεξιοτέχνες του μπουζουκιού Θανάσης Πολυκανδριώτης και Κώστας Παπαδόπουλος, με τον τελευταίο να χαρίζει ένα μοναδικό ταξίμι στο «Μαυραγορίτη μάγκα», ένα βαρύ ζεϊμπέκικο που δύσκολα θα μπορούσε φανταστεί κάποιος πως έχει γραφτεί από το Χατζηνάσιο. Στα υπόλοιπα τραγούδια το λαϊκό τραγούδι προσεγγίζεται μέσα από ένα πιο «λόγιο» δρόμο. Χαρακτηριστικές στιγμές τα «Στη μνήμη ενός παλιού ρεμπέτη», «Η αγάπη χάθηκε», «Μην παραπονιέσαι τώρα» σε στίχους Μάνου Κουφιανάκη, και η γλυκόπικρη μπαλάντα «Μια παρέα είμαστε», γνωστή και ως «Κλείσανε τα κέντρα», αν και δεν υπάρχει κανένα τραγούδι που να περνάει απαρατήρητο, όπως μαρτυρούν και οι 50.000 πωλήσεις που κατέστησαν το δίσκο χρυσό.
Νάνα Μούσχουρη: «Η ενδεκάτη εντολή» – 1985
Στις συνεντεύξεις του ο μεγάλος συνθέτης έχει ουκ ολίγες φορές αναφέρει πως στην αρχή της καριέρας του ήταν δύσκολο να τον εμπιστευτούν οι μεγάλοι μας στιχουργοί και πως αρκετά τραγούδια του υστερούσαν ως προς τους στίχους. Ωστόσο, ένας κύκλος τραγουδιών με στίχους του Νίκου Γκάτσου ασφαλώς και τον αποζημιώνει, ακόμα κι αν ήρθε κάπως αργοπορημένα. Ερμηνεύτριά του η διεθνής Νάνα Μούσχουρη. Ο δίσκος ηχογραφήθηκε στο Παρίσι και ναυαρχίδα του είναι η «Ενδεκάτη εντολή», ένα από τα σήματα κατατεθέν της ερμηνεύτριας στη χώρα μας. Εξίσου επικά κι αβανταδόρικα, όπως φαίνεται κι απ’ τους τίτλους τους, είναι τα «Αλληλούια», «Μακριά στο Κατμαντού» και το «Γιαρέμ Γιαρέμ», που είχε ήδη ηχογραφήσει η Δήμητρα Γαλάνη κι η Χριστιάνα, αν κι εδώ ακούγεται με την προσθήκη μίας ακόμη στροφής. Στο «Πέφτει η βροχή», ένα κομμάτι επίσης πολυακουσμένο, ο συνθέτης ενώνει το λαϊκό με το λυρικό ύφος, ενώ στα χαμηλόφωνα «Μια θέση στον ήλιο» και «Μικρό μου αλφαβητάρι» η ευαισθησία του Χατζηνάσιου συναντά την ποίηση του Γκάτσου. Το «Παιδί με το ταμπούρλο» φαίνεται ν’ αποτελεί την πιο αποκαλυπτική στιγμή του δίσκου και το προοίμιο ή τη συνέχεια του θρυλικού «Κεμάλ», αφού ο Γκάτσος, με φόντο έναν αφηρημένο χωροχρόνο, αναφέρεται στον πόλεμο, τη βία και την καταστροφή. Ο δίσκος έγινε πλατινένιος και αρκετά τραγούδια ακούστηκαν στο εξωτερικό και ηχογραφήθηκαν στα γαλλικά.
Γιάννης Πάριος: «Επίθεση αγάπης» – 1991
Ο Γιώργος Χατζηνάσιος και ο Γιάννης Πάριος συναντήθηκαν στα πρώτα τους βήματα, με γνωστότερο τραγούδι της συνεργασίας τους το «Τι θέλεις να κάνω», σε στίχους Κώστα Ρουβηνέτη. Σχεδόν είκοσι χρόνια μετά, παρουσίασαν την πρώτη τους και τελευταία -μέχρι στιγμής τουλάχιστον- ολοκληρωμένη δισκογραφική δουλειά. Όπως μαρτυρά κι ο τίτλος της, η «Επίθεση αγάπης» περιλαμβάνει 12 ερωτικά τραγούδια, ερμηνευμένα ιδανικά από τον «τροβαδούρο του έρωτα». Το «Γι’ αυτό σου λέω πάμε», σε στίχους του ερμηνευτή, δεν άργησε ν’ αναδειχτεί ως η επιτυχία του δίσκου, ενώ περιλαμβάνονται και πιο ποπ κομμάτια, όπως το «220 Volt» και η «Μαρία» σε στίχους Χριστόφορου Μπαλαμπανίδη. Ωστόσο, η «Επίθεση αγάπης» στηρίζεται κυρίως σε μελωδικές μπαλάντες. Μεταξύ άλλων, ακούμε το «Κρυφά στο 9», σε στίχους Σαράντη Αλιβιζάτου, το «Όλο και πιο πολύ», σε στίχους Χριστόφορου Μπαλαμπανίδη, καθώς και τα πιο θεατρικά «Ναι, δεν μπορώ», σε στίχους Γιάννη Πάριου, και «Μόνο εσένα έχω», σε στίχους Χριστόφορου Μπαλαμπανίδη, με το οποίο κλείνει ιδανικά ο δίσκος. Το «Ποιος να συγκριθεί μαζί σου» σε στίχους Ντέλλας Ρούνικ, είναι ένα κομμάτι που άρχισε ν’ ανακαλύπτεται ουσιαστικά στις αρχές του 2000, καταφέρνοντας τελικά να γίνει ένα από τα κλασσικότερα τραγούδια του ρεπερτορίου του Πάριου και του Χατζηνάσιου.
Τα επόμενα χρόνια ο σημαντικός συνθέτης θ’ αφοσιωθεί κυρίως στη μουσική για τηλεοπτικές σειρές και στις ζωντανές του εμφανίσεις, που συνεχίζονται μέχρι και σήμερα. Ακόμη, δεν θα παραλείψει να παρουσιάσει τα δικά του συμφωνικά έργα και να τα παρουσιάσει στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης και στις Πυραμίδες της Αιγύπτου. Ο ίδιος νιώθει απολύτως ευτυχής για τα έργα αυτά, κι ας απευθύνονται εξορισμού σε πολύ μικρότερο κοινό. Ωστόσο, ο Γιώργος Χατζηνάσιος δεν χρειαζόταν ούτε τις συμφωνικές ορχήστρες ούτε το Ηρώδειο για να καταξιωθεί: ποιος δεν έχει τραγουδήσει και ποιος δεν έχει συγκινηθεί με τραγούδια σαν την «Ενδεκάτη εντολή», το «Θα σ’ αγαπώ», το «Μια παρέα είμαστε» και το «Ποιος να συγκριθεί μαζί σου»;