Ιστορία μυστηρίου με ερωτικά και αλληγορικά στοιχεία, επιρροές από την ελληνική παράδοση και το ελληνικό τοπίο. Η Άλυτη του Μίνοα Νικολακάκη κυκλοφορεί στους κινηματογράφους μετά την συμμετοχή της στο σημαντικό 44ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο και την βράβευση της με βραβείο Βest Location σε αυτό της Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του γεννημένου στην Αθήνα το 1980 δημιουργού, έπειτα από σκηνοθεσίες σε πέντε ταινίες μικρού μήκους , που συμμετείχαν και διακρίθηκαν σε φεστιβάλ του είδους. Ένας νεαρός γιατρός (Προμηθέας Αλειφερόπουλος ) επισκέπτεται για το αγροτικό του ένα απομακρυσμένο χωριό. Σταδιακά μπλέκεται με τους παράξενους μύθους των κατοίκων και με τον έρωτα μιας νεαρής κοπέλας ( στο ρόλο της Δανάης η Αναστασία – Ραφαέλα Κονίδη). Εκείνη, άρρωστη από μια σπάνια δερματική ασθένεια ζει απομονωμένη από τους υπόλοιπους με μόνη της ελπίδα έναν ιδιαίτερο τρόπο θεραπείας.
Συμπρωταγωνιστούν οι : Μάνος Βακούσης, Κώστας Λάσκος, Αλέκα Τουμαζάτου, John de Holland, Μαρία Εγγλεζάκη, σημαίνουσες στην ατμόσφαιρα του έργου η φωτογραφία του Θοδωρή Μιχόπουλου και η μουσική του Σωτήρη Δεμπόνου.
Πόσο σύνθετο ήταν να εντοπιστούν η κατάλληλη μουσική και φωτογραφία προκειμένου να ενισχυθεί η μυστηριακή ατμόσφαιρα;
Η ατμόσφαιρα ήταν απαραίτητο στοιχείο στην Άλυτη και το βάρος έπεσε μοιραία στο διευθυντή φωτογραφίας και στο μουσικό, γιατί έπρεπε να κατασκευάσουν ένα ρεαλιστικό κόσμο που το μεταφυσικό στοιχείο να περικυκλώνει τον πρωταγωνιστή (και τον θεατή) δίχως να το καταλαβαίνει. Και με τους δύο ήταν η πρώτη φορά που συνεργαζόμουν. Με είχε ενθουσιάσει η προηγούμενη δουλειά του διευθυντή φωτογραφίας Θόδωρου Μιχόπουλου, κυρίως γιατί είχε την ικανότητα να “ζωγραφίζει” με φυσικές φωτιστικές πηγές και να τις κάνει να ξεδιπλώνουν μια μαγική αλλά συνάμα απτή αισθητική. Από τύχη ανακάλυψα το δίσκο “Film Musik” του Σωτήρη Δεμπόνου, ο οποίος συνδύαζε ετερόκλητα στοιχεία σε ένα ασαφές και υποβλητικό άκουσμα το οποίο βρήκα ξεχωριστό για την συγκεκριμένη ταινία.
Το φεστιβάλ των Καννών αναβλήθηκε ενώ αντίθετα αυτό της Βενετίας διεξάγεται αυτές τις μέρες κανονικά. Πως πήρατε την απόφαση να προχωρήσει στις αίθουσες η προβολή της ταινίας εν μέσω των ιδιαίτερων συνθηκών;
Η ταινία ήταν να κυκλοφορήσει στα μέσα Μαρτίου και πήρε αναβολή για τους γνωστούς λόγους. Όλος ο πλανήτης κάνει πλέον δειλά πειραματικά βήματα προς μία κάποια σταθερότητα, με την όποια μορφή μπορεί αυτή να είναι. Κι ο κινηματογράφος το ίδιο. Αν και είναι ιδιαίτερες οι συνθήκες, σκεφτήκαμε με το διανομέα ότι η επερχόμενη χειμερινή περίοδος κρύβει περισσότερα ερωτηματικά. Το ποδαρικό τον Σεπτέμβρη με τα θερινά, που ακροβατεί ανάμεσα στο καλοκαίρι και το χειμώνα μου έδινε μια ιδιαίτερη αίσθηση, όπως και κάθε Σεπτέμβρη σαν παιδί όπου το σινεμά γινόταν το αποκούμπι για τη νέα σχολική χρονιά. Όπως και να ‘χει, οι άνθρωποι διψούν για σινεμά και μόνο η ιδέα ότι θα τους υποβάλουμε σε μια ιστορία δυο χαρακτήρων περικυκλωμένων στο πυκνό δάσος, ενώ κι αυτοί είναι συχνά περικυκλωμένοι από τα δέντρα των θερινών και τον έναστρο ουρανό, ίσως προσέθετε λίγη μαγεία παραπάνω.
Στα πλαίσια της δυσπιστίας προς τον νεαρό γιατρό οι κάτοικοι αμφισβητούν την επιστήμη ως κάτοχο της απόλυτης αλήθειας. Με αφορμή την πανδημία είδαμε πρόσφατα ( μακριά από συνωμοσιολογίες ) να διεξάγεται μια παρόμοια συζήτηση από διάφορους ευρωπαίους διανοούμενους. Πως τοποθετείστε ;
Οι κάτοικοι των χωριών ζουν με μία σειρά από ακλόνητους κανόνες εθιμοτυπικού δικαίου. Είναι ο εμπειρικός τρόπος τους να επιβιώνουν απέναντι σε συνθήκες που δεν μπορούν εύκολα να κατανοήσουν, ή δε μπορούσαν να κατανοήσουν οι παλαιότεροί τους και τους γαλούχησαν με αυτές. Οι οργανωμένες αστικές κοινωνίες πάλι, νομίζω ότι έχουν ένα αντίστοιχο φόβο ο οποίος δεν προέρχεται από την απουσία αλλά από την υπερπληθώρα πληροφορίας. Σε ειδικά δύσκολες συνθήκες, όπως η πρόσφατη πανδημία, είναι αναμενόμενο να αναθεωρούνται πολλές αξίες, ιδιαίτερα όταν απειλείται με έναν ανοίκειο, τρόπο η υγεία. Νομίζω ότι αυτό που αμφισβητήθηκε από ευρωπαίους διανοούμενους, ήταν περισσότερο η οργάνωση και η αξιοπιστία των συστημάτων υγείας και κατ’ επέκταση ο τρόπος λειτουργίας των δυτικών κοινωνιών, σε έντονες καταστάσεις όπου όλοι αποζητούσαν ασφάλεια.
Πέρα από το δημοτικό τραγούδι και την ελληνική παράδοση ποιες είναι οι κινηματογραφικές αναφορές σας ; Η ταινία φαίνεται να συγγενεύει τόσο με τον ρωσικό απόκρυφο μυστικισμό όσο και με τον πιο εξωστρεφή αμερικανικό.
Για να είμαι ειλικρινής δεν επιχειρήσαμε να υλοποιήσουμε ακριβώς μια παραλογή. Αυτό που με είχε γοητεύσει στην ελληνική παράδοση ήταν μια λιτότητα στις ιστορίες αλλά και μία καθημερινή διάθεση. Είναι ιστορίες που δε ‘φωνάζουν’ αλλά ‘ψιθυρίζουν’. Από αυτά τα γνωρίσματα κατασκευάσαμε μια ταινία που είναι μακριά από το συχνό “θόρυβο” και “όγκο” της αμερικάνικης αφήγησης. Θέλαμε η Άλυτη να δίνει την αίσθηση ότι θα μπορούσε να συμβεί στον οποιονδήποτε και δεν υπογραμμίζει ότι βρισκόμαστε στο χώρο του μύθου από την αρχή. Σε σχέση με τις αναφορές μου, εμπνέομαι από τον ιαπωνικό κινηματογράφο ο οποίος συνδυάζει με μαεστρία τις ιστορίες παράδοσης με μεταφυσικά στοιχεία. Χαίρομαι για τα γνωρίσματα που αναφέρατε για το ρώσικο μυστικισμό, δεν ήταν κάτι που έγινε συνειδητά. Αυτή όμως είναι και η μαγεία του να κάνεις ταινίες, αν αφήσεις μια ιστορία να σου πει τι δομικά υλικά χρειάζονται, μπαίνουν μέσα στοιχεία ασυνείδητα.
Παρατηρείται την τελευταία δεκαετία μια στροφή του ελληνικού κινηματογράφου και όχι μόνο σε αλληγορικά σενάρια. Αλληγορίες διαφαίνονται κ στην δική σας ταινία. Ποια ανάγκη σας έστρεψε μαζί με τον σεναριογράφο σε μια τέτοια επιλογή αφήγησης;
Νομίζω απλά συνέπεσε σαν συγκυρία, ήδη από το 2007 στις μικρού μήκους που έκανα (με πρώτη την ταινία ‘Μαριονέτα’) είχα γοητευτεί με το να αφηγηθώ ιστορίες που φλερτάρουν με την αλληγορία και με δόσεις μαγικού ρεαλισμού. Ειδικά τότε το τοπίο ήταν αφιλόξενο στο είδος. Αποτελούσε όμως πρόκληση και ήταν ένας πιο οικείος σε μένα τρόπος να ξεδιπλώνονται, μέσα σε ένα μεταφυσικό πέπλο, ανθρώπινες ιστορίες οι οποίες ήταν πάντα ο πυρήνας της ταινίας. Το ακολούθησα πιστά σε κάθε ταινία από τότε, οπότε η Άλυτη ήταν μία φυσική εξέλιξη. Ταυτίζομαι άμεσα όταν περίεργα πράγματα συμβαίνουν σε μη περίεργους ανθρώπους ενός καθημερινού κόσμου. Κάπως έτσι δεν είναι και αυτό που ζούμε εξ’ άλλου;
Οι κάτοικοι φαινομενικά είναι πολύ φιλόξενοι αργότερα όμως αυτό μοιάζει αρκετά επιφανειακό , είναι μια γνώριμη συνθήκη στις κλειστές κοινωνίες . Έχετε ζήσει σε τέτοιες ;
Έχω εμπειρίες σε πολύ μικρό βαθμό, από τα πρώτα χρόνια της ζωής μου. Παρότι είχα αρκετές επαφές με συγγενείς εκεί (είναι χαρακτηριστικό ότι η Άλυτη είναι εμπνευσμένη από ιστορίες των γιαγιάδων μου και του χωριού), έχω συγκρατήσει μόνο το φαιδρό κομμάτι τέτοιων συμπεριφορών οπότε δε μπορώ να πω ότι ξέρω τί σημαίνει κάποιος να υποχρεώνεται να εναρμονίσει την συμπεριφορά του με αυτή του συνόλου. Πιθανόν οδηγεί πολλούς να διεκδικήσουν τον πραγματικό τους εαυτό και άλλους να τον χάσουν. Οι κλειστές κοινωνίες έχουν πολλά παράδοξα, ένα από αυτό το ότι θέλουν να διατηρούν εθιμοτυπικούς και συχνά περιοριστικούς κανόνες ζωής, ενώ ταυτόχρονα προς τα έξω δε θέλουν να είναι δακτυλοδεικτούμενοι ως οπισθοδρομικοί.
Η πρωταγωνίστρια (Δανάη ) υπάρχει σαν ένα εξωτικό πλάσμα , συγχρόνως εκτός από τον πολιτισμό που εκπροσωπεί ο γιατρός , αλλά και από την υπόλοιπη τοπική κοινωνία. Η δε εκφορά του λόγου της μου έμοιαζε στιγμές στιγμές πιο θεατρική. Πόσο δύσκολο ήταν να ενταχθεί στο υπόλοιπο σύνολο αφηγηματικά;
Δύο ηθοποιοί οι οποίοι ακολουθούν διαφορετική ερμηνευτική φόρμα είναι πάντα ένα δύσκολο στοίχημα. Ιδιαίτερα όταν ο ένας υποδύεται ένα άχρονο ρομαντικό πλάσμα, το οποίο αν το βλέπαμε ακόμα κι εμείς μπροστά μας θα αισθανόταν ανοίκειο, διότι αντιβαίνει το σύνηθες. Κάναμε αρκετές πρόβες για να μπορούν να ‘δέσουν’ σα ζευγάρι ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος με την Αναστασία-Ραφαέλα Κονίδη, οι οποίοι είναι εξαιρετικοί ηθοποιοί. Κάθε επιλογή νομίζω μπορεί να υποστηριχθεί (ή όχι) από την ιστορία που εξυπηρετεί. Στην περίπτωσή μας οι χαρακτήρες ανήκουν σε διαφορετικούς κόσμους και δε μπορούν να δουν τα πράγματα ο ένας με τη ματιά του άλλου. Άρα ήταν δραματουργικά θεμιτό και ενδιαφέρον, αυτή την αδυναμία τους να ‘συναντηθούν’ να την υποστηρίζουν και με τις ερμηνείες τους όπου είναι διακριτές και διαφορετικές.