Κάποιες ταινίες τις θυμάσαι, κάποιες τις ξεχνάς. Κάποιες τις ξεπερνάς, κάποιες γερνάνε άσχημα και άλλες μεγαλώνουν μαζί σου. Και κάποιες λίγες τις ερωτεύεσαι. Και έχουν την ίδια επίδραση πάνω σου, όπως την πρώτη φορά. Τα δύο πρώτα φιλμ του Hal Harley είναι σαν τον πραγματικό έρωτα, δεν ξεπερνιούνται ποτέ.
Eίκοσι δύο χρόνια πριν, ο έφηβος εαυτός μου κάνει απεγνωσμένο ζάπινγκ, ψάχνοντας κάτι που να βλέπεται. Πέμπτη βράδυ, μετά τα μεσάνυχτα. Στα 90s, η τηλεόραση -μαζί με τα περιοδικά- ήταν το internet της εποχής.
Τα ιδιωτικά δεν έχουν τίποτα, το Mtv έχει αρχίσει να εκφυλίζεται, τα trash δεν είχαν κάτι αρκετά αστείο. Τα κρατικά κανάλια περνούσαν ακόμα κρίση ταυτότητας, δεν είχαν συνέλθει από την απώλεια του μονοπωλίου. Βάζω ΕΤ2, πετυχαίνω τη ταινία στην αρχή. Trust.
Ψάχνω το περιοδικό με το πρόγραμμα – ναι, τότε όλοι τα χρησιμοποιούσαμε, όχι μόνο οι γιαγιάδες- . Φιλμ του 1990, δεν έχω ιδέα ποιοι είναι οι ηθοποιοί ή ο σκηνοθέτης. Κολλάω. Δεν είχα ξαναδεί κάτι παρόμοιο. Αν και πολύ μακρυά από τα τότε γούστα μου, το Trust με σαγήνευσε. Αργό, αλλά όχι βαρετό. Περίεργο,αλλά γοητευτικά περίεργο. Ρομαντικό, όμως όχι σαν τις προκάτ ρομαντικές κομεντί 4 τυριά του Hollywood. Με έναν ανεπιτήδευτο, χαμηλών τόνων τρόπο.
Η ταινία δεν βγαίνει από το μυαλό μου. Μια εβδομάδα μετά την ίδια ώρα, ξαναβάζω ΕΤ2. Για καλή μου τύχη, παίζει την πρώτη ταινία του Hartley, το Unbelievable Truth. Μου αρέσει περισσότερο απο το Trust. Σε μια ηλικία, που αν οι ταινίες δεν είχαν εκρήξεις, ξύλο, και βαθιά ενδοσκοπικούς διαλόγους του στυλ “γαμήστε τους γαμημένους γαμιόληδες”, για μένα δεν ΗΤΑΝ ταινίες, γνώρισα τον ανεξάρτητο αμερικανικό κινηματογράφο, χωρίς να έχω ιδέα πως υπήρχε κάτι τέτοιο.
Respect, admiration and trust equals love
Δύο δεκαετίες μετά, ξέρω τι είναι ο ανεξάρτητος κινηματόγραφος και ποιος είναι ο Hartley. O 60χρονος σκηνοθέτης είναι το αουτσάιντερ των αουτσάιντερ του ανεξάρτητου κινηματογράφου. Με ένα στυλ κάπου ανάμεσα στον Jarmus, τον Rudolf και τo γαλλικό νέο κύμα, ο Hartley θα μπορούσε να φτάσει σε πολύ μεγαλύτερο κοινό, πέρα από τον κλειστό κύκλο των fan και των art house εστέτ. Να γίνει ο Woody Allen όσων μεγάλωναν στη δεκαετία του 90.
Γιατί δε το έκανε; Πιθανότατα γιατί δεν το ήθελε. Να χάσει την απόλυτη καλλιτεχνική και δημιουργική ελευθερία για μερικά εισιτήρια παραπάνω. Χωρίς μάλιστα να υστερεί σε σχέση με τον Jarmus ή κάποιες πολυδιαφημισμένες indie και μη εκκεντρικές μετριότητες, όπως ο Wes Anderson, η Sofia Coppola, ο Noah Baumbach και διάφοροι άλλοι αγαπημένοι των κριτικών. Μπορεί να μην ήταν τυχερός. Ή μάλλον η πορεία του δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες των δύο πρώτων φιλμ του.
Αν και έχω δει τις περισσότερες από τις ταινίες του Hartley, νομίζω πως δεν κατάφερε να ξεπεράσει τις δύο πρώτες. Ή μπορεί να μην τις ξεπέρασα εγώ.
Ήμουν επιφυλακτικός στο να τις ξαναδώ. Φοβήθηκα πως θα ξεθώριαζε το φωτοστέφανο της εφηβικής ανάμνησης. Ευτυχώς κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Αντιθέτως, μου άρεσαν ακόμη περισσότερο, ίσως πιο πολύ κι από τη πρώτη φορά. Κι ας είναι αργές. Τα πλάνα είναι μεγάλα σε διάρκεια, παρόλα αυτά δεν κουράζουν. Γιατί ο διάλογος αναπνέει, θέλει χρόνο για να ανθίσει. Και οι διάλογοι είναι το δυνατό σημείο του Hartley.
Χαμηλόφωνοι, άμεσοι, χωρίς υπερβολές, μελόδραμα και επιτήδευση. Οι χαρακτήρες του, γοητευτικά εκκεντρικοί και εκκεντρικά γοητευτικοί μπορούν να πουν τα πάντα και να είναι πειστικοί. Γιατί θυμίζουν συζητήσεις που έκανες, άκουσες, σκηνοθέτησες στο μυαλό σου. Απλές, μικρές και μεγάλες εξομολογήσεις, όλες εκείνες οι σκέψεις που θέλουμε να πούμε – αλλά δεν τολμάμε ποτέ- εδώ λέγονται.
Nαι,κάποιες φορές οι χαρακτήρες και οι διάλογοι γίνονται αυτοαναφορικοί. Ποιος auter δε το κάνει αυτό; Γιατί διαφέρουν τα φιλμ του Hartley; Γιατί έχουν χιούμορ. Υπόγειο, υπερσαρκαστικό, αλλά προσβάσιμο. Λυτρωτικό, που κάνει τους χαρακτήρες πιο συμπαθητικούς. Ακόμη και στους διαλόγους λούπες -σήμα κατατεθέν του σκηνοθέτη-, μπορείς να πιάσεις την ειρωνεία.
Αν και όταν μεγαλώσω ,θέλω να γίνω uber cool σαν τον χαρακτήρα του Martin Donovan στο Trust, το Unbelievable Truth κερδίζει στα σημεία το τίτλο της αγαπημένης μου ταινίας του Hartley. Μπορεί να είναι γυρισμένη το 1988, αλλά έχει την αύρα των early 90s, αυτή τη γλυκιά μελαγχολική αισιοδοξία. Με απλά λόγια ,είναι η καλύτερη ρομαντική κομεντί που δεν έχετε δει. Αν οι μέχρι τότε 80s ρομαντικές κομεντί, είναι η ωραία της τάξης, η πιο trendy και εξωστρεφούς θηλυκότητας (sic), που τη θέλει όλο το σχολείο, τότε το Unbelievable Truth είναι εκείνη η περίεργη, ατημέλητη συμμαθήτρια, η καλλιτεχνική φύση που κάθεται στο τελευταίο θρανίο, και ζωγραφίζει, ακούγοντας μουσική από τα ακουστικά.
Εκείνη, που μπορεί να μη σου γεμίζει το μάτι,ό μως είναι πιο όμορφη από τη Σταρ Ελλάς της τάξης. Εκείνη, που αν βαφτεί και φτιαχτεί λίγο, θα ψάχνεις το σαγόνι σου στην άσφαλτο. Εκείνη, που θα μοιραστεί μαζί σου το κόσμο της, και θα σε κάνει να την ερωτευτείς, πριν το καταλάβεις. Κάποια σαν την Andrienne Shelly. Αν η δεκαετία του 90 έπαιρνε τη μορφή γυναίκας, δεν θα μπορούσε να είναι άλλη. Με μια περίεργη, αλλόκοτη ομορφιά, αλαφροϊσκιωτη, σκοτεινή , εσωστρεφής, με αρκετά μυστικά πίσω από τα μάτια.
Οι περίεργοι εραστές των δύο αυτών φιλμ, έρχονται κοντά ο ένας στον άλλο αθόρυβα. Συζητάνε τα πάντα, από το νόημα της ζωής και του έρωτα μέχρι τα κιβώτια ταχυτήτων. Όλοι οι χαρακτήρες έχουν ανάσα και αίμα. Τσακώνονται, παραληρούν. Ασφυκτιούν, τόσο στο περιθώριο, όσο και στο πλήθος. Μοιάζουν καταδικασμένοι ν’αποτύχουν.
Όμως η διαδρομή της αποτυχίας θα γίνει όπως ακριβώς τη θέλουν, με τους δικούς τους όρους. Και μερικές φορές, αυτό είναι πραγματικά η επιτυχία, να μπορείς να αποτύχεις με τους δικούς σου όρους, με στυλ.
Αυτό το κείμενο δεν είναι κριτική, ούτε καν παρουσίαση. Απεχθάνομαι τους κριτικούς που λειτουργούν ως πλασιέ “υψηλής διανόησης”. Οι πρώτες δύο ταινίες του Hartley είναι μέσα στο top 100 μου, στο Hall Of Fame της καρδιάς. Αν έπρεπε να διαλέξω κάποιον να σκηνοθετήσει τη ζωή μου σαν ρομαντική κομεντί , μάλλον τον Hartley θα διάλεγα, και όχι τον John Hughes.