Οι προσωπικοί της δίσκοι από το 1981 έως το 1989
1980-1990
Τη δεκαετία του ’80 πολλά πράγματα για την Ελλάδα αλλάζουν και το τραγούδι δεν μένει ανεπηρέαστο. Οι ηχογραφήσεις κύκλων τραγουδιών περιορίζονται αισθητά, δίνοντας τη θέση τους σε δίσκους-πορτρέτα των ερμηνευτών, όπου τα τραγούδια μοιράζονται διάφοροι συνθέτες και στιχουργοί. Ταυτόχρονα, πολλοί νέοι δημιουργοί κάνουν την εμφάνισή τους. Ξεχωρίζουν ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, επιστήθιοι φίλοι και συμφοιτητές στην Πάντειο, που καταθέτουν τις δικές τους μουσικές προτάσεις κι αλλάζουν το τοπίο του ελληνικού τραγουδιού. Η Δήμητρα Γαλάνη παρουσιάζει κι αυτή πολυσυλλεκτικούς δίσκους, με ομοιογενή, όμως, ήχο και τραγούδια με κοινή αισθητική. Η συνεργασία της με το Σταμάτη Κραουνάκη και τη Λίνα Νικολακοπούλου θα γεννήσει ένα δίσκο «ανένταχτο σ’ οποιαδήποτε ελληνική πραγματικότητα», όπως αναφέρει κι η ίδια η στιχουργός. Παράλληλα, θα τραγουδήσει λυρικά κομμάτια του Μίκη Θεοδωράκη και θα συναντηθεί για τελευταία φορά με το Γιάννη Σπανό και το Γιώργο Χατζηνάσιο.
1981 «Καλά είναι κι έτσι»
Ένας πολυσυλλεκτικός δίσκος που χαρακτηρίζεται από μια διάχυτη μελαγχολία, σηματοδοτώντας παράλληλα το πέρασμα της ερμηνεύτριας στη νέα δεκαετία, τόσο μέσα από τις ενορχηστρώσεις του Κώστα Γανωσέλη όσο και απ’ το υλικό αυτό καθ’ αυτό. Το «Καλά είναι κι έτσι» αποτυπώνει, επίσης, την τελευταία συνάντηση της Γαλάνη με το Γιάννη Σπανό και την πρώτη με τη Λίνα Νικολακοπούλου, βασική συνεργάτιδά της μέχρι και σήμερα. Μαζί υπογράφουν το «Δεν είναι η αγάπη ζωγραφιά», μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του δίσκου, το «Δύσκολοι καιροί» και το «Τι μπορούσα να σου πω». Στα σπαραχτικά «18 χρονών» και «Οδός Πειραιώς», των Δημήτρη Λέκκα-Γιώργου Χρονά, η Γαλάνη τραγουδάει με το διακριτό μελαγχολικό της ύφος για τη μοναξιά και την ερωτική απουσία, όπως και στα «Κίτρινα φωτιά», που η Νικολακοπούλου έγραψε πάνω στη μελωδία του «Famous blue raincoat» του Leonard Cohen. Ακούμε, επίσης, το κλασσικό «Σαν με κοιτάς», των Γιάννη Σπανού- Αλέξη Αλεξόπουλου, που είχε πρωτακουστεί από την Αφροδίτη Μάνου και το Γιάννη Φέρτη το 1971 στην ταινία «Εκείνο το καλοκαίρι».
1981 «Τα τραγούδια της χτεσινής μέρας»
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 η Χάρις Αλεξίου και η Δήμητρα Γαλάνη ηχογραφούν έναν δίσκο-σταθμό για το ελληνικό τραγούδι. Αφορμή για την κυκλοφορία του στάθηκε μια τηλεοπτική εκπομπή υπό την επιμέλεια της Λιλάντας Λυκιαρδοπούλου, κατά τη διάρκεια της οποίας τραγούδησαν κι έπαιξαν στις κιθάρες τους αγαπημένα τους τραγούδια. Η σύμπραξή τους έκανε μεγάλη εντύπωση με αποτέλεσμα να οδηγηθούν στο studio και σε συνεργασία με τον Αντώνη Βαρδή και το Βασίλη Ρακόπουλο στις κιθάρες και τον Κώστα Γανωσέλη στο ακορντεόν και τη φυσαρμόνικα να ηχογραφήσουν κάποια απ’ τα τραγούδια αυτά. Έτσι, κομμάτια που είχαν ήδη ακουστεί κι αγαπηθεί, όπως η «Θάλασσα πλατειά», των Μάνου Χατζιδάκι-Γιώργου Ρούσου, η «Τζαμάικα», των Μάνου Λοΐζου-Λευτέρη Παπαδόπουλου, και το και το «Όχι δεν πρέπει», των Γιώργου Μαρκόπουλου-Γιώργου Χρονά, επανασυστήθηκαν στο κοινό, διαγράφοντας μια νέα πορεία. Ο δίσκος ξεπέρασε τα 100.000 αντίτυπα κι επανακυκλοφόρησε αρκετές φορές σε CD, με ελαφρώς παραλλαγμένο τίτλο («Τα τραγούδια της χθεσινής μέρας»). Είχε, μάλιστα, προταθεί στις δύο ερμηνεύτριες να κυκλοφορήσουν έναν παρόμοιο δίσκο με τη συμμετοχή του Γιάννη Πάριου, ωστόσο, εκείνες αρνήθηκαν, μην θέλοντας να χαλάσουν τον αυθορμητισμό και τη μαγεία της πρώτης στιγμής.
1982 «Χαιρετισμοί»
Η πρώτη και τελευταία -μέχρι στιγμής τουλάχιστον- δισκογραφική συνάντηση της ερμηνεύτριας με το Μίκη Θεοδωράκη περιλαμβάνει δέκα τραγούδια που δεν έχουν καμία σχέση με τα «έντεχνα-λαϊκά» που είχε υπογράψει τις προηγούμενες δεκαετίες, αφού οι πλούσιες ενορχηστρώσεις με βιολιά, φλάουτο, κόρνο και τσέλο, τα φωνητικά της χορωδίας της Τερψιχόρης Παπαστεφάνου και, φυσικά, οι λυρικές και συμφωνικές μελωδίες του, έχουν ως αποτέλεσμα τα κομμάτια να παραπέμπουν σε άριες. Το στιχουργικό βάρος επωμίζονται ο Γιάννης Θεοδωράκης και η Αγγελική Ελευθερίου, συμμετέχοντας με πέντε και τέσσερα ποιήματα αντίστοιχα. Ο αδερφός του συνθέτη, χάρη στα «Νύχτα μαγικιά», «Η αγάπη ζει με τ’ όνειρο» και «Χωρίσαμε» δίνει τη δυνατότητα στη Γαλάνη να ερμηνεύσει τρία πανέμορφα ερωτικά τραγούδια, ενώ τα «Κάνε κουράγιο» και «Μη με προδώσεις» χαρακτηρίζονται από δυναμισμό, αποτελώντας δύο μάλλον πολιτικά τραγούδια. Όσο για την Αγγελική Ελευθερίου, εμπνέει το συνθέτη να γράψει συγκλονιστικές συνθέσεις, μεστές από πάθος και λυρική ένταση, όπως «Τα μονοπάτια της φωνής σου», ένα υπόδειγμα λυρικού τραγουδιού. Ο δίσκος κλείνει με το «Χαίρε», έναν μικρό ύμνο στη χαρά, σε στίχους του συνθέτη. Λόγω του ύφους τους, τα τραγούδια του δίσκου δεν κατάφεραν ν’ ακουστούν ιδιαίτερα, με εξαίρεση το «Νύχτα μαγικιά», γνωστό και ως «Ποτέ ποτέ μαζί», που γνώρισε, μάλιστα, πολλές επανεκτελέσεις και είχε ήδη ηχογραφήσει η Μαρία Δημητριάδη. Το έργο παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ Πολιτικού τραγουδιού στο Ανατολικό Βερολίνο και στη Στοκχόλμη, υπό τη διεύθυνση του συνθέτη.
1983 «Ατέλειωτος δρόμος»
Άλλος ένας δίσκος που ηχογραφήθηκε με αφορμή μια τηλεοπτική εκπομπή, αφιερωμένη αυτή τη φορά στη Γαλάνη και στη μέχρι τότε πορεία της. Μαζί με το σκηνοθέτη Πάνο Παπαδόπουλο, η ερμηνεύτρια επέλεξε ελληνικά και ξένα κομμάτια, τραγούδια-σταθμούς απ’ το προσωπικό της ρεπερτόριο, καθώς και καινούρια κομμάτια. Έτσι, το «La chanson des vieux amants», του Jacques Brell, συναντά το «Βράδυ», της Λένας Πλάτωνος πάνω σε ποίηση Κώστα Καρυωτάκη, και το «Καρδιά απ’ αγάπη ορφανή», του Νίκου Χατζηαποστόλου, από μια οπερέτα του 1924, τα «Λιμάνια», του Βασίλη Τσιτσάνη, τραγουδισμένα μαζί με την «Οπισθοδρομική Κομπανία». Κάνοντας μια στάση στο ελαφρό τραγούδι, η Γαλάνη ερμηνεύει το «Ξύπνα αγάπη μου», του Κώστα Γιαννίδη, ενορχηστρωμένο από τον Κώστα Καπνίση. Το ετερόκλητο και ποικίλο ρεπερτόριο περιλαμβάνει και τη «Μαρίνα», των Μίκη Θεοδωράκη-Οδυσσέα Ελύτη, αν και γι’ άγνωστους λόγους δεν συμπεριλήφθηκε στην επανέκδοση του δίσκου σε CD. Ενορχηστρωμένα από τον Κώστα Γανωσέλη η Γαλάνη ξανατραγουδάει τα «Κάποιο τρένο», των Δήμου Μούτση-Νίκου Γκάτσου, «Σε ψάχνω», των Μάνου Λοΐζου-Δώρας Σιτζάνη, και «Ήταν μια φορά κι ένα καιρό», των Γιώργου Χατζηνάσιου-Χρήστου Στίππα, στο οποίο ο Γανωσέλης προσθέτει μια μικρή ουβερτούρα με μουσικά θέματα παλιότερων επιτυχιών της. Από τα καινούρια τραγούδια ξεχωρίζει η «Πλάκα-πλάκα», του Διονύση Σαββόπουλου, και τα «Περιμπανού» και «Αχ ουρανέ», των Μάνου Χατζιδάκι-Νίκου Γκάτσου, τα τελευταία, δηλαδή, τραγούδια του Χατζιδάκι που η Γαλάνη ηχογράφησε σε πρώτη εκτέλεση όσο ο μεγάλος συνθέτης ήταν εν ζωή. Όπως αναφέρει κι η ίδια, ο «Ατέλειωτος δρόμος» αποτελεί την πιο συνειδητή δισκογραφική της κίνηση μέχρι εκείνη την εποχή, ενώ οι διθυραμβικές κριτικές του Τάσου Φαληρέα, την οδήγησαν στο συμπέρασμα πως βρισκόταν σ’ έναν ατέλειωτο, αλλά σωστό δρόμο.
1984 «Κανονικά»
Πρόκειται για την πρώτη και τελευταία ολοκληρωμένη συνεργασία του Σταμάτη Κραουνάκη με τη Γαλάνη, αλλά και για τον πρώτο δίσκο που υπογράφει εξολοκλήρου η Λίνα Νικολακοπούλου. Το «Κανονικά» περιλαμβάνει δέκα τραγούδια ενιαίου ύφους, τόσο μουσικά όσο και στιχουργικά. Βασικός υπεύθυνος για το ηχητικό αποτέλεσμα φαίνεται να είναι ο «συνήθης ύποπτος» Κώστας Γανωσέλης. Στις ενορχηστρώσεις του χρησιμοποίησε συνθετητές, επιχειρώντας μια συνύπαρξη του ηλεκτρικού με τον ακουστικό ήχο και δημιουργώντας μια μυστηριώδη ατμόσφαιρα. Ως προς τους στίχους, η Γαλάνη τραγουδάει για τις ανθρώπινες σχέσεις αναφερόμενη σε καθημερινές εικόνες με φόντο το αστικό τοπίο: το «Ακατάλληλο» εκτυλίσσεται «στου πέμπτου ορόφου το δυάρι», στο «Απόψε πουθενά» μια «βόλτα μακρινή στην παραλία» αποκτά ονειρικές διαστάσεις, και στο «Video» ο έρωτας είναι κάθε άλλο παρά κινηματογραφικός, γι’ αυτό και το ζευγάρι χαζεύει την Καρέζη «μέσα απ’ τα ασπρόμαυρα φιλιά»… Στα «Παραδώσου» και «Άκουσέ με» το ερωτικό κάλεσμα γίνεται μέσα από σκληρούς, συχνά σκοτεινούς στίχους («Τα χείλια είναι για φιλιά/κι ο χωρισμός για χάδι/φαντάσου ένα σκοτάδι/να σου χαϊδεύει τα μαλλιά). Λόγω του ήχου του, ο δίσκος ξένισε τότε τους περισσότερους ακροατές, ωστόσο τα τραγούδια του εξακολουθούν ακόμα ν’ ακούγονται και ν’ ανακαλύπτονται.
1985 «Μια βραδιά μ’ ένα τραγούδι»
Έκπληξη προκαλεί τόσο η συνεργασία της με το βαρύτονο Σπύρο Σακκά όσο και τα τραγούδια που επέλεξαν να ηχογραφήσουν, ενορχηστρωμένα από τους Λένα Πλάτωνος, Παναγιώτη Καλαντζόπουλο, Βασίλη Τενίδη και Βαγγέλη Μπουντούνη. Μεταξύ άλλων, ακούμε το «Samba in Preludio» των Vinicin De Moraes-Sergio Bardotti, το αμερικάνικο λαϊκό τραγούδι «The little horses», τα «Λιανοτράγουδα» του Μάνου Χατζιδάκι απ’ το θρυλικό «Μεγάλο Ερωτικό», καθώς και τα «Κάλαντα της Σάμου» και το βυζαντινό ύμνο «Το νυμφώνα σου βλέπω». Τραγουδώντας σόλο το «Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα» του Βασίλη Τσιτσάνη σε στίχους Γεράσιμου Τσακάλου, η Γαλάνη τιμάει για μία ακόμη φορά το μεγάλο της δάσκαλο και μας χαρίζει μία από τις κορυφαίες της στιγμές στην ελληνική δισκογραφία. Με το εν λόγω δίσκο η μεγάλη ερμηνεύτρια αποδεικνύει πως μπορεί να κινηθεί άνετα και στο ξενόγλωσσο ρεπερτόριο και να υπερβεί τις όχθες που ενδεχομένως και να υπάρχουν στο τραγούδι.
1985 «Χάνομαι γιατί ρεμβάζω»
Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί άλλος ένας πολυσυλλεκτικός δίσκος, με ομοιογενή, όμως, ήχο και συγκεκριμένη αισθητική. Μέσα από τις πλούσιες ενορχηστρώσεις του συγκροτήματος «Χάνομαι Γιατί Ρεμβάζω» και του Μιχάλη Μουστάκη, γίνεται σαφές το αίτημα για τη δημιουργία ενός νοσταλγικού κλίματος με φόρους τιμής στο ελαφρό τραγούδι. Η παιχνιδιάρικη διάθεση είναι, πάντως, εξίσου έντονη, τόσο απ’ τον τίτλο και το εξώφυλλο, όπου η ερμηνεύτρια φοράει μια κονκάρδα με τη Μαλφάντα και ποζάρει σαν κι αυτήν, όσο και από τραγούδια σαν το «Της Ελενίτσας της κολυμβήτριας» του Γιώργου Φιλιππάκη με το χαρακτηριστικό ρεφρέν «Στης πισίνας τα νερά/τα παιδία παίζει». Το δίσκο ανοίγουν δύο κομμάτια του Χρήστου Νικολόπουλου: το τρυφερό «Μου ‘ταξες ταξίδι να με πας» σε στίχους Σώτιας Τσώτου, και το «Όταν τραγουδάω», ένα ιδιαίτερο ζεϊμπέκικο παιγμένο από πνευστά, σε στίχους Κώστα Κινδύνη. Ακούμε, ακόμη, δύο πανέμορφες μπαλάντες σε μουσική Μάνου Λοΐζου και στίχους Άκου Δασκαλόπουλου («Αχ τα μάτια σου», «Καρτ-ποστάλ»), που δεν πρόλαβαν να ηχογραφηθούν όσο ο συνθέτης ήταν εν ζωή, και το συγκινητικό «Για τη Σοφία Βέμπο». Οι στίχοι είχαν γραφτεί απ’ το Βασίλη Τσιτσάνη με σκοπό να τραγουδηθούν από την «τραγουδίστρια της νίκης», η συνεργασία τους, όμως, δεν ευοδώθηκε με αποτέλεσμα να τους βρει στο αρχείο του ο Κώστας Χατζηδουλής και να τους δώσει στο Σταμάτη Κραουνάκη. Ο Κραουνάκης συμμετέχει και με το «Καληνύχτα μη φοβάσαι», σε στίχους της Λίνας Νικολακοπούλου, ένα κομμάτι με κάπως πιο σύγχρονο ήχο από τα υπόλοιπα.
1986 «Παιχνίδι για δύο»
Η τελευταία δισκογραφική συνάντηση της Γαλάνη με το Γιώργο Χατζηνάσιο, με τη Λίνα Νικολακοπούλου να υπογράφει τους στίχους. Ο συνθέτης καταθέτει κι εδώ μελωδικές συνθέσεις, αν και απουσιάζει ο πηγαίος λυρισμός των «Εικόνων». Ίσως επειδή οι εποχές έχουν πλέον αλλάξει, ίσως κι επειδή η Νικολακοπούλου έχει αποδεσμευτεί από το ρομαντικό ύφος των 70s. Εδώ πάντως η γλώσσα της είναι αρκετά κατανοητή, σε αντίθεση με άλλες δουλειές της, όπως διαπιστώνει κανείς κι απ’ το ερωτικό «Παιχνίδι για δύο», στο οποίο συμμετέχει ο Γιάννης Πάριος. Σε παρόμοιο κλίμα κινείται το «Μ’ αυτόν τον έρωτα», το μουσικό θέμα του οποίου είχε ακουστεί ως ορχηστρικό το 1971 στην ταινία του Τάκη Βουγιουκλάκη «Σ’ αγαπώ». Πιο παιχνιδιάρικο το «Σ’ όποιον αρέσουμε», κατάφερε εκτός από σλόγκαν να γίνει διαχρονικότατη επιτυχία, και το «Ταμπού», με τη συμμετοχή του συνθέτη και της Τάνιας Τσανακλίδου, με αφορμή τις εμφανίσεις τους στο ομώνυμο κέντρο. Μαζί τους στο «Ταμπού» ήταν και ο Διονύσης Θεοδόσης, που εδώ τραγουδάει με τη Γαλάνη το «Για σένα εγώ».
1988 «Εξ’ επαφής»
Αν υπάρχουν κάποιες ενστάσεις για το «Παιχνίδια για δύο», αυτές έγκεινται κυρίως στο ότι δεν έχει καμία σχέση με την πρωτοτυπία, πόσω μάλλον με την πρωτοπορία. Στο «Εξ’ επαφής» το επίπεδο είναι, σαφώς, χαμηλότερο: εδώ παρουσιάζονται δέκα κομμάτια σε μουσική Νίκου Ιγνατιάδη, στίχους Αντώνη Ανδρικάκη κι ενορχηστρώσεις Χάρη Ανδρεάδη. Πρόκειται για έναν ποπ δίσκο με ρυθμικά τραγούδια («Εξ’ επαφής», «Θ’ αλλάξω τακτική», «Μια ευκαιρία») και μπαλάντες («Εκπέμπω SOS», «Θα γυρίσεις») με το χαρακτηριστικό ήχο των 80s. Το υλικό μπορεί να μην είναι κακό, ωστόσο δεν προσδίδει κάτι στο βιογραφικό της Γαλάνη και θα ταίριαζε πολύ περισσότερο σε μία νεαρή ερμηνεύτρια που κάνει τα πρώτα της βήματα και ψάχνει το προσωπικό της ύφος. Πάντως, το «Εξ’ επαφής» και το «Θ’ αλλάξω τακτική» ακούστηκαν πολύ τότε και τραγουδήθηκαν σε αρκετές συναυλίες της.
1989 «Η παράσταση αρχίζει»
Ο διπλός αυτός δίσκος αποτυπώνει τις ζωντανές εμφανίσεις της Χάρις Αλεξίου, της Δήμητρας Γαλάνη και του Γιάννη Πάριου στο «Rex» Θεσσαλονίκης, αναβιώνοντας την κοινή τους εμφάνιση στο «Ζυγό» δέκα χρόνια πριν. Όπως είναι αναμενόμενο, εδώ ακούμε επιτυχίες από το προσωπικό τους ρεπερτόριο και αγαπημένα τους τραγούδια. «Η παράσταση αρχίζει», αλλά και κλείνει, με το «Χειροκρότημα», γνωστό και ως «Κι είμαστε ακόμα ζωντανοί», σε στίχους Λίνας Νικολακοπούλου, ερμηνευμένο για πρώτη φορά από την Άλκηστη Πρωτοψάλτη σε προσωπικό της δίσκο ένα χρόνο νωρίτερα. Το «Χειροκρότημα», μαζί με το «Δικαίωμα» από τον ίδιο δίσκο, είναι το πρώτο τραγούδι που η Γαλάνη υπογράφει ως συνθέτις. Από ‘δω και πέρα, το εν λόγω κομμάτι θ’ αφήσει το δικό του αποτύπωμα στο ελληνικό τραγούδι, αποτελώντας μέχρι και σήμερα αναπόσπαστο κομμάτι πολλών συναυλιών.
1989 «Παλίρροια»
Ο Στέφανος Κορκολής και ο Παρασκευάς Καρασούλος είχαν πάρει το βάπτισμα του πυρός από τη Μαρία Δημητριάδη το 1987 με το «Μαγικό κλειδί», για ν’ ακολουθήσει το «Λες κι είσαι νύχτα» (1988), όπου ο νεαρός συνθέτης ανέλαβε και το ρόλο του ερμηνευτή. Η Γαλάνη τους συνάντησε με σκοπό να συμμετάσχει στον επερχόμενο δίσκο τους, αλλά τελικά αποφάσισαν να συνεργαστούν εξολοκλήρου. Τ’ ατμοσφαιρικά «Και σ’ αγαπώ» και «Δεν είσαι εδώ» συμπεριλαμβάνονται στα διαχρονικότερα ερωτικά τραγούδια της ελληνικής δισκογραφίας, αν και αποτελούν μόνο την κορυφή του παγόβουνου. Στην «Παλίρροια» ο Καρασούλος καταθέτει ένα ατόφιο ποίημα και ο Κορκολής επιδίδεται σ’ ένα μοναδικό πιανιστικό σόλο. Εξίσου μελωδική, η «Φιλήσυχη ζωή» δίνει τη δυνατότητα στο συνθέτη ν’ αναδείξει την κλασσική του παιδεία. Το «Λυκόφως» και το «Τίποτα» είναι δύο πεσιμιστικά πολιτικά κομμάτια, εν πολλοίς προφητικά: στο πρώτο ο Καρασούλος θίγει μέσα από λυρικούς στίχους την παρακμή των αξιών («Δύσαν οι μύθοι κι οι Θεοί/κι η ομίχλη δυναμώνει/Κι ακόμα εγώ δεν έχω βρει/τι τους αναπληρώνει»), ενώ στο δεύτερο, ο συνθέτης υιοθετεί έναν πιο σύγχρονο ήχο κι ο στιχουργός χρησιμοποιεί πιο άμεσους στίχους, αναφερόμενος στην Αθήνα του ’80. Δυστυχώς, και τα δύο κομμάτια παραμένουν τραγικά επίκαιρα και ο «βαρύς χειμώνας διαρκεί» πολύ περισσότερο από «δυο δεκαετίες».