Μία αναδρομή στην εποχή του μεσοπολέμου και της κατοχής μέσω της συγγραφικής πένας του Κώστα Ταχτσή.
Λίγες μέρες απομένουν από την πολυαναμενόμενη πρεμιέρα της θεατρικής παράστασης, βασισμένης στο μυθιστόρημα του Κώστα Ταχτσή «Το Τρίτο Στεφάνι», σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη. Πρόκειται για μία νέα ανάγνωση του έργου, η οποία δίνει έμφαση τόσο στην αφηγηματικότητα όσο και στην ποιητική χροιά του. Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους θα απολαύσουμε τις Μαρία Καβογιάννη (Εκάβη) και Μαρία Κίτσου (Νίνα) μέσα σε έναν πολυμελή θίασο με δυνατά ονόματα της θεατρικής σκηνής (Κώστας Ανταλόπουλος, Ειρήνη Βαλατσού, Ντάνη Γιαννακοπούλου, Δανάη Επιθυμιάδη, Δημήτρης Καραβιώτης, Σύρμω Κεκέ, Τάσος Λέκκας, Ορνέλα Λούτη, Γιώργος Μακρής, Δημήτρης Μανδρινός, Στάθης Μαντζώρος, Καλλιρρόη Μυριαγκού, Γιώργος Νούσης, Ελευθερία Παγκάλου, Αλεξάνδρα Παντελάκη, Ελίζα Σκολίδη, Μενέλαος Χαζαράκης, Γιώργος Ψυχογιός).
Η νέα αυτή φιλόδοξη παραγωγή των Θεατρικών Σκηνών στοχεύει να αναδείξει μέσα από την ζωή των ηρώων και τα βιώματά τους την ελληνική σύγχρονη ιστορία όχι για να διδάξει ιστορία, αλλά για να θυμίσει πως η ζωή θέλει πάλη, υπομονή και επιμονή. Στο πλευρό του ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, που μαζί με το Νίκο Μανουσάκη έχει αναλάβει και θεατρική διασκευή του μυθιστορήματος έχει και τους Πάρη Μέξη (σκηνικά), Μίνωα Μάτσα (μουσική), Αλέκο Γιάνναρο (φωτισμοί),Claire Bracewell (κοστούμια) και Κική Μπάκα (κίνηση).
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Ο Κώστας Ταχτσής έγραψε το Τρίτο στεφάνι, ενώ βρισκόταν εκτός ελληνικών συνόρων μεταξύ των δεκαετιών 1950 και 1960. Το 1962 εκδόθηκε το έργο με δικά του έξοδα, αλλά δεν είχε επιτυχία. Η επιτυχία ήρθε μερικά χρόνια αργότερα με την επανέκδοση το 1970 που έκαναν οι εκδόσεις Ερμής. Με πολύ λίγα λόγια θα κάνουμε μία σύντομη αναφορά στην υπόθεση του έργου. Όπως είχε εξομολογηθεί ο ίδιος ο συγγραφέας πρόκειται για ένα αυτοβιογραφικό έργο και ο χαρακτήρας της Εκάβης Λόγγου είναι σε μεγάλο ποσοστό στην γιαγιά του, η οποία τον μεγάλωσε. Μέσα από τις αφηγήσεις δύο γυναικών, της Νίνας και της Εκάβης, για τα προσωπικά του βιώματα ζωντανεύουν τα χρόνια του Μεσοπολέμου και της Κατοχής. Έρωτας, γάμος, χωρισμός, θάνατος συνοδοιπόροι με τον αγώνα για επιβίωση, υπεράσπιση ιδεών, τη λύτρωση από πάθη και διωγμούς.
Το Τρίτο Στεφάνι στο ραδιόφωνο …
Ο Γιώργος Παυριανός διασκευάζει και σκηνοθετεί το μυθιστόρημα στη ραδιοφωνική μεταφορά του για το Γ’ πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης που μεταδόθηκε το 1979 σε 78 συνέχειες με τις Ρένα Βλαχοπούλου και Σμαρώ Στεφανίδου στους ρόλους των Νίνα και Εκάβη. Το Γ’ Πρόγραμμα επανέλαβε τις ραδιοφωνικές μεταδόσεις σε 60 συνέχειες από τον Αύγουστο του 2008 σε επιμέλεια Αιμιλίας Κτενά. Μία ακόμα επανάληψη λαμβάνει χώρα τον Ιανουάριο του 2012 στην εκπομπή Θεατρικές Ερμηνείες σε επιμέλεια Μάρας Καλούδη.
… στην τηλεόραση …
Μετά την ραδιοφωνική παραγωγή ακολούθησε και η τηλεοπτική από το κανάλι του ΑΝΤ1 τη σαιζόν 1995-1996.Η σειρά έκανε πρεμιέρα 2 Οκτωβρίου 1995 και ολοκληρώθηκε σε 16 45λέπτα επεισόδια σε διασκευή και σκηνοθεσία Γιάννη Δαλιανίδη. Ο Σταμάτης Κραουνάκης έγραψε την μουσική, ενώ το τραγούδι σε ερμηνεία Άλκηστης Πρωτοψάλτη έγινε μεγάλη επιτυχία της εποχής.
Η Νένα Μεντή ως Νίνα Αραβαντινού εισέπραξε διθυραμβικές κριτικές, χωρίς αυτό να σημαίνει πως υστέρησαν οι υπόλοιπες ερμηνείες, όπως της Λήδας Πρωτοψάλτη ως Εκάβης Λόγγου. Ο Μιχάλης Ρέππας υποδύθηκε τον Αργύρη, τον πρώτο και μοναδικό έρωτα της Νίνας, ο Αντώνης Ντουράκης τον αδερφό της Ντίνο και την κόρη της Μαρία, η Χριστίνα Παπαδάκη. Τους τρεις συζύγους, Φώτη, Αντώνη, Θόδωρο, οι Κώστας Τερζάκης, Γιώργος Αρμένης και Κοσμάς Ζαχάρωφ, αντίστοιχα. Οι Τάνια Τρύπη και Υρώ Λούπη είναι οι κόρες Ελένη και Πολυξένη της Εκάβης. Ως νεαρή Εκάβη εμφανίζεται η Ελένη Κούρκουλα και στο ρόλο του Δημήτρη, γιου της Εκάβης, ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης.
Πλήθος γνωστών και άγνωστων ηθοποιών, για εκείνη την περίοδο, εμφανίστηκαν στην τηλεοπτική σειρά με την υψηλή ακροαματικότητα, όπως οι: Ζωή Βουδούρη, Μαργαρίτα Γεράρδου, Γιώργος Γεωγλερής, Τώνης Γιακωβάκης, Ελένη Ζαφειρίου, Καίτη Ιμπροχώρη, Δημήτρης Καλλιβωκάς, Παναγιώτης Καποδίστριας, Γιάννης Καρατζογιάννης, Λάμπρος Κοτσίρης, Χριστίνα Κουτσουδάκη, Αίας Μανθόπουλος, Νεφέλη Ορφανού, Κώστας Παληός, Αλεξάνδρα Παντελάκη, Μαρία Παπαλάμπρου,Νότα Παρούση,Δέσποινα Πόγκα, Πάνος Ρεντούμης,Ζωή Ρηγοπούλου,Χρύσα Ρώπα, Πάνος Σκουρολιάκος, Βίλμα Τσακίρη, Ναταλία Τσαλίκη, Ιάκωβος Ψαρράς και πολλοί ακόμα.
… στο θέατρο
Η θεατρική διασκευή έρχεται σχεδόν δέκα χρόνια μετά, τον χειμώνα του 2009, από το Εθνικό Θέατρο, την οποία επιμελούνται οι Θανάσης Νιάρχος και Σταμάτης Φασουλής με τον τελευταίο να υπογράφει και την σκηνοθεσία. Οι Νένα Μεντή και Τάνια Τρύπη ξανασυναντιούνται από το τηλεοπτικό πλατό στο θεατρικό σανίδι. Η Μεντή εμφανίζεται στο ρόλο της Εκάβης αυτή τη φορά, ενώ η Τρύπη κρατά το ρόλο της Ελένης, της μίας από τις κόρες της. Το ρόλο της Νίνας ερμηνεύει η Φιλαρέτη Κομνηνού.
Σε αυτήν την παραγωγή του Εθνικού εμφανίζονται με αλφαβητική σειρά στους λοιπούς πρωταγωνιστικούς ρόλους οι: Αντίνοος Αλμπάνης (Φώτης), Ελένη Βεργέτη (Νίνα νέα, Πολυξένη Λόγγου), Όλγα Δαμάνη (Οσία Ευφημία, Γαλάτεια, θεία Κατίγκω), Μαρία Ζορμπά (Μαρία), Χρήστος Καρνάκης (Ντίνος), Δημήτρης Κουτρουβιδέας (Αραβαντινός, Θόδωρος Λόγγος), Ηρώ Μπέζου (Μάρθα, Εκάβη νέα, Βικτώρια, Ειρήνη), Γιάννης Νταλιάνης (Αντώνης), Φοίβος Ριμένας (Αργύρης), Ντόρα Σιμοπούλου (Ερασμία), Γιάννης Στάνκογλου (Δημήτρης), Νίκος Χύτας (Γιάννης Λόγγος). Τη διανομή ρόλων συμπληρώνουν και οι: Στέλλα Γκίκα, Γιώργος Δεπάστας, Παναγιώτης Κατσώλης, Μιχάλης Κοιλάκος, Μαργαρίτα Λουμάκη, Χριστιάννα Μαντζουράνη, Αγορίτσα Οικονόμου, Ελένη Σιδερά, Στράτος Χρήστου.
Για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων παρουσιάστηκε στο Παλλάς από 28 Σεπτεμβρίου έως 9 Οκτωβρίου 2011 σε συμπαραγωγή Ελληνικής Θεαμάτων και Εθνικού Θεάτρου.
Στα πλαίσια του 4ου Πανελλήνιου Φεστιβάλ Ερασιτεχνικού Θεάτρου Δίστομο 2014 που πραγματοποιήθηκε στο ανοικτό θέατρο Μαυσωλείου 21-27 Αυγούστου η θεατρική ομάδα Carpe Diem ανέβασε μία δίωρη εκδοχή του έργου σε σκηνοθεσία Ρουμπίνης Μοσχοχωρίτη, όπου απέσπασε τα βραβεία: Α΄ Καλύτερης παράστασης, Β’ Γυναικείου ρόλου (Ραλλού Γκίκα ως Ελένη), Μουσικής επιμέλειας (Δημήτρης Ιατρόπουλος), Κίνησης (Ιωάννα Βασιλακοπούλου).
Το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος ανεβάζει στην Μονή Λαζαριστών την διασκευή Νιάρχου-Φασουλή σε σκηνοθεσία Θανάση Παπαγεωργίου με την Ελισάβετ Κωνσταντινίδη στο ρόλο της Εκάβης την σαιζόν 2016-2017.
Ας διαβάσουμε απόσπασμα ενός κειμένου που υπογράφει ο ίδιος ο Κώστας Ταχτσής όπως παρουσιάζεται στο πρόγραμμα του Εθνικού Θεάτρου, σελίδες 26-28: «Πολλοί μου έχουν κάνει κατά καιρούς την απλοϊκή ερώτηση αν τα γραφτά μου είναι αυτοβιογραφικά, και ειδικότερα το Τρίτο Στεφάνι. Εξήγησα πιο πάνω γράφοντας πρώτα για το καλοκαίρι που πέρασα παιδί στο Ξερολίβαδο από τι παραμορφωτικά φίλτρα περνάει μια πραγματική εμπειρία, και πιο κάτω, μιλώντας για το ξεπαρθένεμά μου απ’ το γυιό του ταβερνιάρη, ότι δεν είμαι βέβαιος αν όλ’ αυτά, συμβάντα, λόγια, κτλ. όντως συνέβησαν έτσι, όντως έτσι ειπώθηκαν, κι ακόμα αν η γιαγιά μιλούσε έτσι και δεν τη βάζω τώρα να μιλάει έτσι επειδή έτσι την έβαλα να μιλάει σ’ ένα μυθιστόρημα.
Παραμένει ωστόσο το νόμιμο ερώτημα: είναι ή δεν είναι τα κύρια τουλάχιστον πρόσωπα του μυθιστορήματος βασισμένα σε πρόσωπα που υπήρξαν, κι είναι σε γενικές γραμμές αυτό που λένε υπόθεση ενός μυθιστορήματος, βασισμένη κι αυτή σε πραγματικά γεγονότα; Η απάντηση είναι ναι και όχι. Όπως δεν υπήρξε κόρη στην οικογένεια του μεταξέμπορου, έτσι δεν υπήρξαν και πολλά απ’ τα πρόσωπα – ήρωες στο Τρίτο Στεφάνι. Άλλα όμως, τα πιο πολλά υπήρξαν, η ιστορία τους είναι περίπου έτσι όπως τη διηγείται η Νίνα – έτσι όπως υποτίθεται ότι την άκουσε κι έτσι όπως τη θυμόταν ή νόμιζε πως τη θυμόταν απ’ τις αφηγήσεις της Εκάβης. Καμιά φορά μάλιστα δε χρειάστηκε σχεδόν τίποτ’ άλλο από μια αλλαγή ονομάτων.
Ως τώρα, μιλώντας για τους δυο θείους μου, δε δίστασα να τους αναφέρω με το πραγματικό τους όνομα, Μίμης και Γιάννης. Ο Μίμης υπάρχει με το πραγματικό του όνομα και στη συλλογή διηγημάτων Τα ρέστα, αλλ’ όσοι έχουν διαβάσει κάτι απ’ τα γραφτά μου, δε θα δυσκολεύτηκαν ν’ αναγνωρίσουν πίσω απ’ αυτό το όνομα και το Θόδωρο του Τρίτου Στεφανιού. Όσο για το Γιάννη, απ’ όσα είπα εδώ ως τώρα, βγαίνει καθαρά πως είναι ο Δημήτρης – το πόση απ’ την ιστορία του βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα και πόσα είναι καθαρώς πλασματικά θα φανεί στη συνέχεια.
Στην περίπτωση των γυναικείων ονομάτων το πράγμα είναι λιγότερο απλό και συγχρόνως πιο ενδιαφέρον: τη γιαγιά μου λοιπόν δεν την έλεγαν Εκάβη – Εκάβη βάφτισαν τη θεία μου, χωρίς είμαι βέβαιος ο νονός ή η γιαγιά ή ίδια, η μάνα της, να βλέπει τίποτα το ειρωνικό σ’ αυτό μιας και τη γιαγιά τη λέγαν Πολυξένη. Γι’ αυτούς ήταν ένα αρχαίο όνομα, ούτε ο νονός ή η γιαγιά θα ‘χανε διαβάσει Όμηρο ή Ευριπίδη, ό,τι ήξεραν γι’ αυτούς τους ήρωες θα το ‘ξεραν πολύ αόριστα και μ’ έναν πολύ νεφελώδη τρόπο. Αντιστρέφοντας τα ονόματα διόρθωνα μια ιστορική ας πούμε ανορθογραφία της πραγματικότητας, και συγχρόνως μια διακριτική υπόμνηση πως έγραφα μια σύγχρονη ελληνική τραγωδία – που επειδή ήταν σύγχρονη δε μπορούσε παρά να είναι ιλαροτραγωδία. Το ίδιο και με τη μάνα μου που τη λέγανε Έλλη. Την έκανα Ελένη – επειδή στο βιβλίο είναι η κατ’ εξοχήν σκανταλιάρα κόρη, άπιστη σύζυγος κτλ. Απ’ τα περιστατικά που εξιστορούσα, αναγνώρισαν φυσικά κι η μάνα μου κι η θεία μου τον εαυτό τους – απ’ τους άντρες ήρωες δε ζούσε πια κανείς στο μεταξύ – αλλά διαμαρτυρήθηκαν κι οι δυο τους ότι τίποτα απ’ όσα είχα γράψει δεν είχε συμβεί «έτσι». Η θεια μου η Εκάβη μάλιστα θεώρησε πως τη συκοφαντούσα. Εντάξει, είχε ένα φίλο που αντί να ‘ναι μεταξέμπορος κι απ’ τη Βέροια τον είχα κάνει εγώ συμβολαιογράφο απ’ τη Καβάλα. Αλλ’ ούτε είχε παντρευτεί με γιατρό που σκοτώθηκε στην Πάτρα, ούτε είχε κάνει αργότερα παρθενοραφή για να ξαναπαντρευτεί, έγινε θηρίο, είπε ότι θα τη χώριζα απ’ τον άντρα της, ότι θα με σκότωνε αν διάβαζε τι έλεγα για τη γυναίκα του, και τέλος έκανε το βιβλίο κομμάτια κι έκανε καιρό να μου μιλήσει. Η μάνα μου πάλι περιορίστηκε να πει πως ήξερε ότι είμαι τρελός όπως όλοι όσοι γράφουν βιβλία, αλλά κατά τ’ άλλα δε διαμαρτυρήθηκε γιατί θα είδε κι εκείνη ότι, τελικά, η μεταχείριση που είχα επιφυλάξει στην Ελένη ήταν πολύ καλύτερη απ’ το πρότυπό της.
Όλ’ αυτά είναι τόσο απλοϊκά, όσο κι η ερώτηση για την οποία μίλησα στην αρχή. Υπάρχει όμως κι άλλη μια κατηγορία στοιχείων στα γραφτά μου, και ιδιαίτερα στο Τρίτο Στεφάνι που έχουνε πολύ πιο μεγάλη σημασία: είναι πρώτον αυτά που εφεύρα, δεύτερον αυτά που υπήρξαν μεν, αλλ’ απέκρυψα. Η Νίνα, λόγου χάρη, και τα πρόσωπα της δικής της οικογένειας μ’ εξαίρεση την κόρη της, είναι σε μεγάλο βαθμό πλασματικά. Ούτε Αργύρης υπήρχε στα νιάτα της – που τον παράτησε επειδή κάποιος θείος της τον κατηγόρησε ως ομοφυλόφιλο – ούτε ο πρώτος άντρας της καβάλησε τον αδελφό της στην ταράτσα δυο βράδια ύστερ’ απ’ το γάμο τους. Κατά τ΄ άλλα, ναι, είχε παντρευτεί τρεις φορές, κι ο τρίτος άντρας της ήταν ο θείος μου ο Μίμης.
Ακόμα πιο μεγάλη σημασία έχουν αυτά που απέκρυψα, κι οι λόγοι εδώ είναι αδύνατο να ερμηνευτούν σαν προσπάθεια να μη βγάλω στη φόρα μυστικά της οικογένειας: είναι καθαρά αισθητικής τάξεως – κι αυτά άλλωστε τα στοιχεία είναι και τα μόνα που κάνουν να διαφέρει μια απλή αυτοβιογραφία από ένα μυθιστόρημα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα: τι την ένοιαζε τη Νίνα, μετά το θάνατο της κυρά-Εκάβης τι απέγινε η Φρόσω, η μεγάλη της αντίζηλος; η μισητή ξαδέρφη της που της είχε κλέψει τον άντρα της για την οποία έλεγε η γιαγιά «εγώ μπορεί να μη ζήσω να το δω, μα θα ζήσετε εσείς και θα το δείτε, κι αυτή και τα παιδιά της θα ‘χουνε κακό τέλος»; Τη Νίνα – αν υποθέσουμε ότι είχε μάθει εν τω μεταξύ κάτι για την τύχη της Φρόσως ή των παιδιών της – δεν τη νοιάζει. Η ιστορία της κυρά-Εκάβης του λοιπού την ενδιαφέρει μόνο στο βαθμό που επηρεάζει τη δική της τη ζωή – πρώτον ένα πρόσχημα για να πει και τη δική της ιστορία που καταλήγει στον τρίτο γάμο της, δεύτερον επειδή υπάρχουν ακόμα απ’ την οικογένειά της Εκάβης πρόσωπα ζωντανά με τα οποία έρχεται σ’ άμεση επαφή. Δεν την ένοιαζε λοιπόν τι απόγινε η Φρόσω, και θα μπορούσε κάλλιστα και να μην ξέρει.
Αλλά νομίζω ότι το ‘ξερε, όπως το ‘ξερα κι εγώ. Αν όμως την έβαζα να το λέει, όχι μόνο θα παραήτανε μελό, αλλά θα μίκραινε στα μάτια του αναγνώστη την Εκάβη, θα την έκανε αντιπαθή, ο αναγνώστης θα ‘παυε να τη λυπάται, σκεπτόμενος ότι είχε πάρει η βρωμόγρια την εκδίκησή της ακόμα και μέσα από τον τάφο. Συγχρόνως όλ’ αυτά θ’ αφαιρούσαν και κάτι απ’ την ένταση – την βιασύνη της αφήγησης – των τελευταίων σελίδων, και, αναδρομικά, και όλων των άλλων. Τώρα όμως η Εκάβη δεν κινδυνεύει πια από κάτι τέτοια, έχει αποχτήσει τη δική της ύπαρξη, δεν είναι πια η γιαγιά μου η Πολυξένη, μπορώ λοιπόν να πω τι απόγινε αυτή η Φρόσω.
Είπα στην αρχή ότι τη γνώρισα όταν φτάσαμε στην Αθήνα κι ότι την έλεγαν Δέσποινα. Ήταν κι αυτή απ’ την Άντρο όπως όλο το συγγενολόι της γιαγιάς απ’ τη μεριά της μάνας της. Κι είχε πραγματικά παντρευτεί τον παππού μου. Όλ’ αυτά τα ‘χα ακούσει απ’ τη γιαγιά μικρός, αλλά μου ήταν λίγο δύσκολο να τα συνδέσω μ’ αυτή τη γυναίκα που συναντήσαμε στο δρόμο, αργότερα μάλιστα, καθώς χάσαμε τα ίχνη της και δεν την ανέφερε πια καθόλου η γιαγιά, σχεδόν τη ξέχασα. Τη θυμήθηκα αναγκαστικά στην Κατοχή, κι επειδή ήμουν τώρα και μεγαλύτερος στην ηλικία, ήταν φυσικό να την δω πιο ανάγλυφα και να συνδέσω αυτά που ήξερα αόριστα απ’ το παρελθόν μ’ αυτά που έβλεπα τώρα σ’ όλη τους την τρισδιάστατη και τραγική πραγματικότητα.[….]»
Ανυπομονούμε να δούμε τη νέα διασκευή του μυθιστορήματος, αισιοδοξώντας πως η σκηνοθετική προσέγγιση του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη, του τηλεοπτικού Δημήτρη, θα είναι μία ακόμα πολύ δυνατή δουλειά που θα αγκαλιάσει το θεατρόφιλο κοινό.
Πηγές φωτογραφιών:
http://vlahopoulou.blogspot.com/2012/01/blog-post_23.html
https://www.ntng.gr/Φωτογράφος: Τάσος Θώμογλου