Είχα ετοιμάσει εδώ και μέρες αυτό το κείμενο. Δυστυχώς ανεβαίνει στη χειρότερη συγκυρία. Δε θα σε ξεχάσουμε ποτέ Ντιέγκο.
Ο Μέσι είναι ο καλύτερος ποδοσφαιριστής της εποχής μας. Έχει σπάσει όλα τα ρεκόρ σκοραρίσματος. Ο Μέσι έχει κερδίσει αμέτρητα τρόπαια και ατομικά βραβεία. Είναι το απόλυτο είδωλο, εκατομμύρια παιδιά φοράνε τη φανέλα του και έχουν την αφίσα του σαν εικόνισμα. Είναι ένα σωστό πρότυπο.
Ο Μέσι δε μπορεί να κερδίσει ούτε κυπελάκι παγωτό με την Εθνική Αργεντινής .Μπορεί να είναι να το κερασάκι στην τούρτα της Μπαρτσελόνα, αλλά δεν είναι ηγέτης. Τόσα χρόνια, είναι τόσο καλός ή κακός όσο και η ομάδα του, ένα εξάρτημα που δεν μπορεί να λειτουργήσει το ίδιο εντυπωσιακά σε οποιαδήποτε άλλη μηχανή. Ο Μέσι κερδίζει βραβεία, ακόμα κι όταν δεν τα αξίζει, γιατί το μαγαζί πρέπει να προσέχει τη βιτρίνα του.
Αφορμή για αυτές τις γραμμές είναι το ντοκιμαντέρ του Asif Kapadia (σκηνοθέτη των Senna και Amy μεταξύ άλλων) για το Ντιέγκο Μαραντόνα, το καλύτερο που είδα το 2019 ,άνετα στο top 3 της χρονιάς. Κάποιος θα αναρωτηθεί εύλογα “Μα καλά, τι σχέση έχει ο Μέσι, γιατί ξεκινάς αναφέροντας εκείνον;”.
Να ξεκαθαρίσω τις προθέσεις μου, δεν πρόκειται να κρατήσω αποστάσεις, αυτό είναι ένα καθαρά οπαδικό κείμενο. Ο Μέσι μου είναι αντιπαθής. Είναι αξιοθαύμαστο το ότι κατάφερε να ξεπεράσει το σοβαρό πρόβλημα υγείας που είχε και να κάνει τέτοια καριέρα. Δεν αμφισβητώ το ταλέντο του, όμως δεν τον αντέχω. Ίσως γιατί τόση τελειότητα είναι απωθητική, βαρετή.
Μερικές φορές μου θυμίζει παίκτη στο Pro, κάποιον που του έφτιαξες τέλεια όλα τα χαρακτηριστικά . Έχει πλάκα στην αρχή, αλλά σύντομα βαριέσαι.
Κυρίως όμως, μου ανακατεύει το στομάχι η εικόνα του καλού παιδιού. Που είναι ποιο ψεύτικη κι από το ξανθό μαλλί που είχε μέχρι πρόσφατα. Όπως και το φωτοστέφανο που του παρέχει όλο το ποδοσφαιρικό σύστημα, δίνοντας του βραβεία, ακόμα και όταν δεν τα αξίζει. Του καλού παιδιού που φοροδιαφεύγει, που κάνει ό,τι θέλει στα αποδυτήρια της Μπαρτσελόνα, απαξιώνοντας όποιον ποδοσφαιριστή δεν θέλει να αποδεχθεί το “δόγμα” του.
Αν ο Μέσι είναι ένας άνθρωπος που έγινε θεός, ο Μαραντόνα ήταν ένας θεός που ήθελε να είναι άνθρωπος. Το περσινό ντοκιμαντέρ είναι πάνω από όλα μια ιστορία αγάπης. Ανάμεσα στον Αργεντινό και την πόλης της Νάπολης. Που στα 8 χρόνια που έπαιξε εκεί τα έκανε όλα. Τα 130 λεπτά είναι πολύ λίγα. Το ντοκιμαντέρ ξεκινάει με την άφιξη του Μαραντόνα στην Νάπολη, το 1984 και τελειώνει το 1992 με τη φυγή του. Με αφηγητές κυρίως τον ίδιο, συμπαίκτες του στην Νάπολι, δικούς τους ανθρώπους και δημοσιογράφους. Οι συντελεστές επεξεργάστηκαν 500 ώρες αδημοσίευτου υλικού, κυρίως προσωπικά βίντεο του Αργεντινού, τα οποία φωτίζουν ακόμη καλύτερα, όλες τις πλευρές του.
Πηγή: https://www.footballstation.it/
Tα 8 χρόνια που έμεινε στον Ιταλικό Νότο είναι 5 ταινίες και σειρές μαζί. Δεν είναι τα τρόπαια που κέρδισε ή το θέαμα που πρόσφερε. Ο Ντιέγκο λατρεύτηκε περισσότερο κι από τον πολιούχο άγιο, ο θεός έγινε το συνώνυμο του Μαραντόνα και όχι το αντίθετο. To ντοκιμαντέρ είναι σαν να βλέπεις το Goodfellas, λατινοαμερικάνικη σαπουνόπερα, και Rocky με γαρνιτούρα ποδόσφαιρο. Μπορεί ο Μέσι να έχει κερδίσει δεκαπλάσια τρόπαια και να έχει σκοράρει πενταπλάσια τέρματα από τον Μαραντόνα, αλλά όλα τα γκολ που έχει βάλει στην Οσασούνα και την Αλμπαθέτε, και όλα τα κύπελλα Ισπανίας δεν φτάνουν να γείρουν τη ζυγαριά προς το μέρος του.
Γιατί αυτά που πέτυχε ο Ντιέγκο δεν χωράνε σε τροπαιοθήκες. Πήγε στον ΠΑΣ Γιάννενα της Ιταλίας ,κέρδισε δύο πρωταθλήματα και βγήκε πρώτος σκόρερ, στη Serie A που τότε ήταν το καλύτερο του κόσμου (Αγγλικό και Ισπανικό πρωτάθλημα μαζί, πιθανότατα το πιο ανταγωνιστικό όλων των εποχών) είχε τις πιο σκληρές άμυνες και έδωσε στην πόλη την περηφάνια που δεν είχε ποτέ. Το πιο φτωχό κομμάτι της χώρας που είναι γνωστό μόνο για το οργανωμένο του έγκλημα, η χωματερή της Ιταλίας σύμφωνα με τα συνθήματα των αντίπαλων οπαδών, έστω για λίγο ,έγινε το κέντρο του κόσμου. Έστω για λίγο, σηκώθηκε κάποια εκατοστά λίγο πιο ψηλά και ήταν για πρώτη φορά, καλύτερο σε κάτι από τον πλούσιο βορρά.
Δεν είναι τα δύο πρωταθλήματα ή το κύπελλο ΟΥΕΦΑ. Η πραγματική λειτουργία τις Κυριακές γινόταν στο Σάο Πάολο και όλα τα θαύματα έγιναν μαζεμένα την περίοδο 1986-90. Μια θρησκεία που ο παράδεισος ήταν τα γεωγραφικά όρια της πόλης. Ενδιάμεσα, ο μεσσίας έκανε μια στάση στο Μεξικό. Πήρε μια Εθνική Αργεντινής που δεν γέμιζε το μάτι, με δυόμιση καλούς παίκτες και την έκανε πρωταθλήτρια κόσμου.
Ο Μέσι είχε πολύ καλύτερους συμπαίκτες από το Μαραντόνα. Το ημερομίσθιο του Ιγκουαίν ή του Αγκουέρο πρέπει να είναι μεγαλύτερο από όσο κόστιζε όλη η Εθνική Αργεντινής το 1986. Όμως όλοι αυτοί οι παικταράδες δεν μπορέσαν να κερδίσουν ούτε τη Χιλή στο επετειακό -παρωδία- Κόπα Αμέρικα.
Στη κοιλάδα της αιωνιότητας -ειδικά της αιωνιότητας της καρδιάς-, ο Μαραντόνα έχει τα δικά του στρέμματα, και αυτά είναι τα γκολ με την Αγγλία. Στο πρώτο έκλεψε σαν παιδί και στο δεύτερο δημιούργησε ένα έργο τέχνης του 20ου αιώνα. Ναι, μπλα μπλα, ο Μέσι έχει βάλει καλύτερο με στην Χετάφε, κτλ. Ό,τι κι αν έχει κάνει, δεν μπορεί να συγκριθεί, με το ίσως πιο διάσημο γκολ στην ιστορία του αθλήματος, τη μονάδα μέτρησης της ποδοσφαιρικής τελειότητας.
Έχουν ήδη βγει ντοκιμαντέρ για τον Μέσι, και σίγουρα θα γυριστούν κι άλλα όταν σταματήσει. Κανένα δεν θα έχει το ίδιο ενδιαφέρον με αυτό του Ντιέγκο, όπως δεν έχει η καριέρα και η ζωή του.
Τους θεούς μου τους θέλω αλήτες, ίσως επειδή μπορώ να ταυτιστώ μαζί τους, ίσως γιατί είμαι πολύ φλώρος και βλέποντας τους, να νιώθω και’γω λίγο αλήτης. Και αυτό είναι ίσως, ο πιο βασικός λόγος που ο κόσμος λάτρεψε και μίσησε τον Μαραντόνα. Μπορούσες να ταυτιστείς μαζί του ,γιατί όσο θεϊκός ήταν μέσα στο γήπεδο, τόσο ανθρώπινος ήταν εκτός.
Ναρκωτικά, σχέσεις με τη Μαφία, νόθα παιδιά, βιτριολικές δηλώσεις, χειρονομίες, καμία διπλωματία, έκανε τη Νάπολη ποδοσφαιρική πρωτεύουσα της Ιταλίας και μετά την χώρισε στα δύο, στον ημιτελικό του Μουντιάλ το 1990.
Ο τέλειος επίλογος και σύνοψη αυτού του κειμένου και του ντοκιμαντέρ, είναι μια στιχομυθία του Μαραντόνα με το φίλο και προσωπικό γυμναστή του, Φερνάντο Σινιορίνι.
Ο Σινιορίνι αναφέρει πως ο Αργεντινός ήταν δύο άτομα. Ο Ντιέγκο που ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος και ο Μαραντόνα, μια περσόνα πανοπλία που δημιούργησε ο ίδιος για να αντέξει τη διασημότητα. Ο Ιταλός γυμναστής είπε πως για τον πρώτο θα έφτανε στην άκρη του κόσμου, όμως για τον δεύτερο δεν θα έκανε βήμα.
Ο Αργεντινός του απάντησε πως είχε δίκιο, όμως αν δεν είχε εφεύρει τον Μαραντόνα, δε θα είχε αφήσει ποτέ τη Villa Fiorito, την παραγκούπολη που μεγάλωσε.
Είχα ετοιμάσει εδώ και μέρες αυτό το κείμενο. Δυστυχώς ανεβαίνει στη χειρότερη συγκυρία. Δε θα σε ξεχάσουμε ποτέ Ντιέγκο.
Ο Μέσι είναι ο καλύτερος ποδοσφαιριστής της εποχής μας. Έχει σπάσει όλα τα ρεκόρ σκοραρίσματος. Ο Μέσι έχει κερδίσει αμέτρητα τρόπαια και ατομικά βραβεία. Είναι το απόλυτο είδωλο, εκατομμύρια παιδιά φοράνε τη φανέλα του και έχουν την αφίσα του σαν εικόνισμα. Είναι ένα σωστό πρότυπο.
Ο Μέσι δε μπορεί να κερδίσει ούτε κυπελάκι παγωτό με την Εθνική Αργεντινής .Μπορεί να είναι να το κερασάκι στην τούρτα της Μπαρτσελόνα, αλλά δεν είναι ηγέτης. Τόσα χρόνια, είναι τόσο καλός ή κακός όσο και η ομάδα του, ένα εξάρτημα που δεν μπορεί να λειτουργήσει το ίδιο εντυπωσιακά σε οποιαδήποτε άλλη μηχανή. Ο Μέσι κερδίζει βραβεία, ακόμα κι όταν δεν τα αξίζει, γιατί το μαγαζί πρέπει να προσέχει τη βιτρίνα του.
Αφορμή για αυτές τις γραμμές είναι το ντοκιμαντέρ του Asif Kapadia (σκηνοθέτη των Senna και Amy μεταξύ άλλων) για το Ντιέγκο Μαραντόνα, το καλύτερο που είδα το 2019 ,άνετα στο top 3 της χρονιάς. Κάποιος θα αναρωτηθεί εύλογα “Μα καλά, τι σχέση έχει ο Μέσι, γιατί ξεκινάς αναφέροντας εκείνον;”.
Να ξεκαθαρίσω τις προθέσεις μου, δεν πρόκειται να κρατήσω αποστάσεις, αυτό είναι ένα καθαρά οπαδικό κείμενο. Ο Μέσι μου είναι αντιπαθής. Είναι αξιοθαύμαστο το ότι κατάφερε να ξεπεράσει το σοβαρό πρόβλημα υγείας που είχε και να κάνει τέτοια καριέρα. Δεν αμφισβητώ το ταλέντο του, όμως δεν τον αντέχω. Ίσως γιατί τόση τελειότητα είναι απωθητική, βαρετή.
Μερικές φορές μου θυμίζει παίκτη στο Pro, κάποιον που του έφτιαξες τέλεια όλα τα χαρακτηριστικά . Έχει πλάκα στην αρχή, αλλά σύντομα βαριέσαι.
Κυρίως όμως, μου ανακατεύει το στομάχι η εικόνα του καλού παιδιού. Που είναι ποιο ψεύτικη κι από το ξανθό μαλλί που είχε μέχρι πρόσφατα. Όπως και το φωτοστέφανο που του παρέχει όλο το ποδοσφαιρικό σύστημα, δίνοντας του βραβεία, ακόμα και όταν δεν τα αξίζει. Του καλού παιδιού που φοροδιαφεύγει, που κάνει ό,τι θέλει στα αποδυτήρια της Μπαρτσελόνα, απαξιώνοντας όποιον ποδοσφαιριστή δεν θέλει να αποδεχθεί το “δόγμα” του.
Αν ο Μέσι είναι ένας άνθρωπος που έγινε θεός, ο Μαραντόνα ήταν ένας θεός που ήθελε να είναι άνθρωπος. Το περσινό ντοκιμαντέρ είναι πάνω από όλα μια ιστορία αγάπης. Ανάμεσα στον Αργεντινό και την πόλης της Νάπολης. Που στα 8 χρόνια που έπαιξε εκεί τα έκανε όλα. Τα 130 λεπτά είναι πολύ λίγα. Το ντοκιμαντέρ ξεκινάει με την άφιξη του Μαραντόνα στην Νάπολη, το 1984 και τελειώνει το 1992 με τη φυγή του. Με αφηγητές κυρίως τον ίδιο, συμπαίκτες του στην Νάπολι, δικούς τους ανθρώπους και δημοσιογράφους. Οι συντελεστές επεξεργάστηκαν 500 ώρες αδημοσίευτου υλικού, κυρίως προσωπικά βίντεο του Αργεντινού, τα οποία φωτίζουν ακόμη καλύτερα, όλες τις πλευρές του.
Πηγή: https://www.footballstation.it/
Tα 8 χρόνια που έμεινε στον Ιταλικό Νότο είναι 5 ταινίες και σειρές μαζί. Δεν είναι τα τρόπαια που κέρδισε ή το θέαμα που πρόσφερε. Ο Ντιέγκο λατρεύτηκε περισσότερο κι από τον πολιούχο άγιο, ο θεός έγινε το συνώνυμο του Μαραντόνα και όχι το αντίθετο. To ντοκιμαντέρ είναι σαν να βλέπεις το Goodfellas, λατινοαμερικάνικη σαπουνόπερα, και Rocky με γαρνιτούρα ποδόσφαιρο. Μπορεί ο Μέσι να έχει κερδίσει δεκαπλάσια τρόπαια και να έχει σκοράρει πενταπλάσια τέρματα από τον Μαραντόνα, αλλά όλα τα γκολ που έχει βάλει στην Οσασούνα και την Αλμπαθέτε, και όλα τα κύπελλα Ισπανίας δεν φτάνουν να γείρουν τη ζυγαριά προς το μέρος του.
Γιατί αυτά που πέτυχε ο Ντιέγκο δεν χωράνε σε τροπαιοθήκες. Πήγε στον ΠΑΣ Γιάννενα της Ιταλίας ,κέρδισε δύο πρωταθλήματα και βγήκε πρώτος σκόρερ, στη Serie A που τότε ήταν το καλύτερο του κόσμου (Αγγλικό και Ισπανικό πρωτάθλημα μαζί, πιθανότατα το πιο ανταγωνιστικό όλων των εποχών) είχε τις πιο σκληρές άμυνες και έδωσε στην πόλη την περηφάνια που δεν είχε ποτέ. Το πιο φτωχό κομμάτι της χώρας που είναι γνωστό μόνο για το οργανωμένο του έγκλημα, η χωματερή της Ιταλίας σύμφωνα με τα συνθήματα των αντίπαλων οπαδών, έστω για λίγο ,έγινε το κέντρο του κόσμου. Έστω για λίγο, σηκώθηκε κάποια εκατοστά λίγο πιο ψηλά και ήταν για πρώτη φορά, καλύτερο σε κάτι από τον πλούσιο βορρά.
Δεν είναι τα δύο πρωταθλήματα ή το κύπελλο ΟΥΕΦΑ. Η πραγματική λειτουργία τις Κυριακές γινόταν στο Σάο Πάολο και όλα τα θαύματα έγιναν μαζεμένα την περίοδο 1986-90. Μια θρησκεία που ο παράδεισος ήταν τα γεωγραφικά όρια της πόλης. Ενδιάμεσα, ο μεσσίας έκανε μια στάση στο Μεξικό. Πήρε μια Εθνική Αργεντινής που δεν γέμιζε το μάτι, με δυόμιση καλούς παίκτες και την έκανε πρωταθλήτρια κόσμου.
Ο Μέσι είχε πολύ καλύτερους συμπαίκτες από το Μαραντόνα. Το ημερομίσθιο του Ιγκουαίν ή του Αγκουέρο πρέπει να είναι μεγαλύτερο από όσο κόστιζε όλη η Εθνική Αργεντινής το 1986. Όμως όλοι αυτοί οι παικταράδες δεν μπορέσαν να κερδίσουν ούτε τη Χιλή στο επετειακό -παρωδία- Κόπα Αμέρικα.
Στη κοιλάδα της αιωνιότητας -ειδικά της αιωνιότητας της καρδιάς-, ο Μαραντόνα έχει τα δικά του στρέμματα, και αυτά είναι τα γκολ με την Αγγλία. Στο πρώτο έκλεψε σαν παιδί και στο δεύτερο δημιούργησε ένα έργο τέχνης του 20ου αιώνα. Ναι, μπλα μπλα, ο Μέσι έχει βάλει καλύτερο με στην Χετάφε, κτλ. Ό,τι κι αν έχει κάνει, δεν μπορεί να συγκριθεί, με το ίσως πιο διάσημο γκολ στην ιστορία του αθλήματος, τη μονάδα μέτρησης της ποδοσφαιρικής τελειότητας.
Έχουν ήδη βγει ντοκιμαντέρ για τον Μέσι, και σίγουρα θα γυριστούν κι άλλα όταν σταματήσει. Κανένα δεν θα έχει το ίδιο ενδιαφέρον με αυτό του Ντιέγκο, όπως δεν έχει η καριέρα και η ζωή του.
Τους θεούς μου τους θέλω αλήτες, ίσως επειδή μπορώ να ταυτιστώ μαζί τους, ίσως γιατί είμαι πολύ φλώρος και βλέποντας τους, να νιώθω και’γω λίγο αλήτης. Και αυτό είναι ίσως, ο πιο βασικός λόγος που ο κόσμος λάτρεψε και μίσησε τον Μαραντόνα. Μπορούσες να ταυτιστείς μαζί του ,γιατί όσο θεϊκός ήταν μέσα στο γήπεδο, τόσο ανθρώπινος ήταν εκτός.
Ναρκωτικά, σχέσεις με τη Μαφία, νόθα παιδιά, βιτριολικές δηλώσεις, χειρονομίες, καμία διπλωματία, έκανε τη Νάπολη ποδοσφαιρική πρωτεύουσα της Ιταλίας και μετά την χώρισε στα δύο, στον ημιτελικό του Μουντιάλ το 1990.
Ο τέλειος επίλογος και σύνοψη αυτού του κειμένου και του ντοκιμαντέρ, είναι μια στιχομυθία του Μαραντόνα με το φίλο και προσωπικό γυμναστή του, Φερνάντο Σινιορίνι.
Ο Σινιορίνι αναφέρει πως ο Αργεντινός ήταν δύο άτομα. Ο Ντιέγκο που ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος και ο Μαραντόνα, μια περσόνα πανοπλία που δημιούργησε ο ίδιος για να αντέξει τη διασημότητα. Ο Ιταλός γυμναστής είπε πως για τον πρώτο θα έφτανε στην άκρη του κόσμου, όμως για τον δεύτερο δεν θα έκανε βήμα.
Ο Αργεντινός του απάντησε πως είχε δίκιο, όμως αν δεν είχε εφεύρει τον Μαραντόνα, δε θα είχε αφήσει ποτέ τη Villa Fiorito, την παραγκούπολη που μεγάλωσε.