Η φωνή της αποτέλεσε το φορέα του μουσικού κόσμου των σημαντικότερων συνθετών.
Απ’ την παιδική της ηλικία αγαπούσε το τραγούδι. Έλεγε, μάλιστα, στη μητέρα της πως δεν χρειάζεται να μάθει να πλένει τα πιάτα γιατί θα γίνει τραγουδίστρια. Αν και πολλές φορές τα όνειρα δεν πραγματοποιούνται, η Μαρία Δημητριάδη κατάφερε όχι μόνο ν’ ασχοληθεί με το τραγούδι, αλλά να γίνει μια απ’ τις μεγαλύτερες φωνές του ελληνικού πενταγράμμου.
Η πρώτη της εμφάνιση στη δισκογραφία οφείλεται στο Σταύρο Ξαρχάκο. Ούσα ακόμη μαθήτρια, είχε γνωριστεί με το μεγάλο συνθέτη, ο οποίος τη χρησιμοποιούσε για να κάνει πρόβα τα τραγούδια του. Μια μέρα ηχογραφεί στο studio ένα κομμάτι του σε στίχους Γιώργου Παπαστεφάνου. Εκείνη νομίζει πως πρόκειται για demo, αλλά ο Ξαρχάκος της ζητάει ν’ ακουστεί με τη δική της φωνή στην ταινία «Κορίτσια στον ήλιο» (1968). Αρχικά διστάζει, αλλά στο τέλος δέχεται. Επειδή ήταν ακόμα ανήλικη και φοβόταν την αντίδραση των γονιών της, στους τίτλους της ταινίας και στην πρώτη έκδοση του δίσκου αναγράφεται απλώς ως «Μαρία». Το «Ένα πρωινό» ή αλλιώς «Ανναμπέλ» έμελλε να γίνει μια απ’ τις διαχρονικότερες ερωτικές μπαλάντες και το ξεκίνημα μιας λαμπρής καριέρας.
Η συνάντησή της με το Γιάννη Μαρκόπουλου θα έχει ως αποτέλεσμα να μπει στο τραγούδι πιο δυναμικά και συνειδητοποιημένα. Το 1969 συμμετέχει στο έργο του «Ήλιος ο πρώτος», σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη, ερμηνεύοντας, μεταξύ άλλων, το «Κάτω στης Μαργαρίτας τ’ αλωνάκι» κι ένα χρόνο μετά τραγουδάει στο «Χρονικό» σε ποίηση Κ. Χ. Μύρη το «Λιονταρόπουλο» και το «(1950) Καφενείο η Ελλάς».
Από ‘δω και πέρα θα ταυτιστεί πλήρως με το πολιτικό τραγούδι. Από το 1970 έως το 1972 τραγουδάει στο εξωτερικό σε συναυλίες του αυτοεξόριστου Μίκη Θεοδωράκη και ηχογραφεί κομμάτια του μεγάλου δημιουργού σε πρώτη εκτέλεση, τα οποία θα γίνουν γνωστά στην Ελλάδα μετά την πτώση της χούντας. Τα «Λαϊκά» (1971), σε στίχους Μάνου Ελευθερίου, ηχογραφούνται στο Παρίσι, περιλαμβάνοντας διαχρονικά κομμάτια, όπως το «Τρένο φεύγει στις οχτώ» και το «Σ’ αυτή τη γειτονιά», ενώ την ίδια χρονιά ηχογραφεί στο Λονδίνο τα «Τραγούδια του αγώνα», με χαρακτηριστικότερο το «Λεβέντη» σε στίχους Νότη Περγιάλη. Απ’ τις πιο ενδιαφέρουσες στιγμές της μουσικής δράσης του συνθέτη στο εξωτερικό, ο «Ήλιος και ο χρόνος» με δικά του ποιήματα, ηχογραφημένος ζωντανά το 1970 στο Theatre National Populaire του Παρισιού, μ’ εκτελεστές τη Μαρία Φαραντούρη, τον Αντώνη Καλογιάννη, τον Πέτρο Πανδή και τη Δημητριάδη. Η σημαντική ερμηνεύτρια θα συμμετάσχει και σε μία εκδοχή των «18 λιανοτράγουδων της πικρής πατρίδας» (1974) του Γιάννη Ρίτσου, τα οποία ηχογραφήθηκαν το ίδιο χρονικό διάστημα από πολλές διαφορετικές ομάδες τραγουδιστών. Η δική της εκτέλεση, πάντως, στη «Ρωμιοσύνη μην την κλαις» παραμένει αξεπέραστη.
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας η Δημητριάδη εντάσσεται στο παράνομο ΕΚΚΕ με το μετέπειτα σύζυγό της, Ανδρέα Μικρούτσικο. Μαζί, θα λάβουν μέρος στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, όπου η νεαρή ερμηνεύτρια ξυλοκοπείται άγρια. Ήδη η μουσική της πορεία δίπλα στο Θεοδωράκη έχει αποτελέσει μια πολιτική πράξη, ενώ οι επαναστατικές ερμηνείες της έχουν ως συνέπεια να χαρακτηριστεί «θηλυκός Ξυλούρης». Ακολουθεί ο δίσκος «Αντόνιο Τόρρες Χερέδια» (1974) με μελοποιημένα ποιήματα του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα από το Γιάννη Γλέζο, και την ίδια χρονιά οι «Σκλάβοι πολιορκημένοι» σε μουσική του Νίκου Μαμαγκάκη και ποίηση Κώστα Βάρναλη.
Ένα χρόνο μετά, ξεκινά η εκτενής της συνεργασία με το Θάνο Μικρούτσικο. Ο νεαρός συνθέτης μελοποιεί ποιήματα από την παγκόσμια γραμματεία, ενορχηστρώνοντάς τα με πιάνο και πνευστά κι ενσωματώνοντας ροκ στοιχεία, κι εισάγει ένα είδος πολιτικού τραγουδιού που δεν έχει το ρυθμό εμβατηρίου ούτε στηρίζεται σε λαϊκές φόρμες, όπως τα αντίστοιχα κομμάτια του Θεοδωράκη. Ενδεικτικά, αναφέρονται τα «Αυτούς τους έχω βαρεθεί», του Βολφ Μπίρμαν, «Αν η μισή μου καρδιά» και «Η πιο όμορφη θάλασσα» του Ναζίμ Χικμέτ, «Η μπαλάντα του ξεσηκωμού» του Γιώργου Μιχαηλίδη, «Κι ήθελε ακόμη» του Μανόλη Αναγνωστάκη και «Ο φασισμός» του Φώντα Λάδη. Ο Μικρούτσικος παρουσιάζει, ακόμη, μια εκδοχή των αντάρτικων τραγουδιών με τη δική του ενορχηστρωτική ματιά και κεντρικές ερμηνεύτριες τη Δημητριάδη και την αδερφή της, Αφροδίτη Μάνου, αναδεικνύοντας το όποιο καλλιτεχνικό ενδιαφέρον των κομματιών.
Ακόμα, όμως, κι αν τραγούδια τύπου «Έτσι κι αλλιώς η γη θα γίνει κόκκινη» φαντάζουν πλέον υπέρ το δέον στρατευμένα και περιχαρακωμένα στα πλαίσια του αριστερού χώρου, κάτι τέτοιο δεν ισχύει σε καμία περίπτωση για τα «Τροπάρια για φονιάδες» (1977). Οι στίχοι του Μάνου Ελευθερίου αναφέρονται στο Νίκο Πλουμπίδη, στη Ρόζα Λούξεμπουργκ και στον Τσε Γκεβάρα, αλλά δεν αποτελούν απλές προσωπογραφίες, θίγοντας οικουμενικά και διαχρονικά ζητήματα, ενώ οι συνθέσεις του Μικρούτσικου φαντάζουν πρωτοποριακές ακόμα και για τα σημερινά δεδομένα.
Το 1980 κυκλοφορεί το «Δελτίο καιρού», ο πρώτος της πολυσυλλεκτικός δίσκος. Ο Μίκης Θεοδωράκης σε στίχους του αδερφού του, Γιάννη, υπογράφει το «Ποτέ ποτέ μαζί», μετέπειτα γνωστό ως «Νύχτα μαγικιά», ο Μάνος Χατζιδάκις με το Μιχάλη Μπουρμπούλη «Το παιδί από την Κρήτη», ο Θάνος Μικρούτσικος με τον Μάνο Ελευθερίου το «Αυτός ο τόπος», ο Σταύρος Ξαρχάκος με το Μάνο Ελευθερίου το «Ειν’ αρρώστια τα τραγούδια» και ο Γιάννης Μαρκόπουλος τον «Αντάρτη». Στην πορεία, τα περισσότερα απ’ αυτά τα τραγούδια ηχογραφούνται από άλλες φωνές και εντάσσονται σε προσωπικούς δίσκους των συνθετών, αλλά αυτό δεν αναιρεί το γεγονός πως οι σημαντικότεροι Έλληνες συνθέτες ενώθηκαν με αφορμή τη φωνή της και συμμετείχαν σ’ ένα δίσκο-πορτρέτο, παρότι σχεδόν πάντα κατέθεταν κύκλους τραγουδιών.
Η έλευση της νέας δεκαετίας θα οδηγήσει την ερμηνεύτρια στην αναζήτηση νέων ατραπών. Το πολιτικό τραγούδι δεν θα το εγκαταλείψει ποτέ, αλλά τα πολιτικά κομμάτια που θα ερμηνεύσει από ‘δω και πέρα θα είναι πιο λόγια και υπαινικτικά. Άλλωστε, διαθέτει μια σπάνια λυρική φωνή, όπως έχει ήδη φανερώσει η συγκλονιστική της ερμηνεία στο «Ποτέ ποτέ μαζί», που έχει έρθει η ώρα ν’ αναδειχθεί.
Το 1982 τραγουδάει στην «Έρημη πόλη» του Γιώργου Σταυριανού. Με συνοδοιπόρο τον ενορχηστρωτή Δημήτρη Λέκκα, ο πρωτοεμφανιζόμενος συνθέτης και στιχουργός καταθέτει μελωδικότατες συνθέσεις, πλημμυρισμένες από λυρισμό κι ευαισθησία, βασισμένες στους δρόμος του λαϊκού και του δημοτικού μας τραγουδιού, ενώ η ερμηνεύτρια μας χαρίζει αισθαντικές ερμηνείες στον «Καημό της φυσαρμόνικας» και στο «Ήσουνα φεγγάρι», σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου. Ο Σταυριανός, μιλώντας για τη συνεργασία τους σε συνέντευξή του στο γράφοντα είχε πει: «Η Μαρία ήταν μια μεγάλη φωνή που σημάδεψε την εποχή της. Εγώ της είμαι ευγνώμων που την εποχή εκείνη, που ήμουν παντελώς άγνωστος, μου έδωσε τη δυνατότητα να μπω στο χώρο αυτό από μια μεγάλη πόρτα».
Το 1985 ο Μάνος Χατζιδάκις ηχογραφεί με τη φωνή της μια σειρά λαϊκών τραγουδιών -με τον τρόπο, βέβαια, που όριζε ο ίδιος το «λαϊκό»- «Για την Ελένη» σε στίχους Μιχάλη Μπουρμπούλη. Η φωνή της εντάσσεται αρμονικά στο χατζιδακικό σύμπαν, τραγουδώντας το «Μυρίζει ο κόσμος γιασεμί», το «Νυχτερινό άγγελο» και, φυσικά, το ομότιτλο κομμάτι σε στίχους του συνθέτη. Την ίδια χρονιά από το «Σείριο» του Χατζιδάκι κυκλοφορεί η «Μυθολογία του Σαββάτου» σε μουσική Μιχάλη Τρανουδάκη και ποίηση Γιώργου Χρονά, όπου με κομμάτια σαν το «Κάτι χαλασμένα τζουκ μποξ» η φωνή της δοκιμάζεται σε πιο σύγχρονους ήχους και φωτίζει τον κόσμο του περιθωρίου.
Το 1987 με το «Μαγικό κλειδί» δίνει το βάπτισμα του πυρός στο Στέφανο Κορκολή και στον Παρασκευά Καρασούλο, τραγουδώντας μπαλάντες («Βγάλε με απόψε βόλτα»), αλλά και ποπ κομμάτια («Έτσι όπως έμπαινε το φως»). Το 1991 κυκλοφορεί από το «Σείριο» η τελευταία της συνάντηση με το Θεοδωράκη σε στίχους Μάνου Ελευθερίου. Ο δίσκος «Μήπως ζούμε σ’ άλλη χώρα;» περιλαμβάνει λαϊκότροπα κομμάτια και δεν έχει ούτε την απήχηση ούτε την επαναστατικότητα των προηγούμενων καταθέσεων του συνθέτη. Δεν υπολείπεται, βέβαια, σε ενδιαφέρουσες στιγμές, περιλαμβάνοντας το ευαίσθητο «Με τη ζυγαριά στο χέρι» και τα «Μήπως ζούμε σ’ άλλη χώρα;» και «Κόσμε άσωτε», δύο πολιτικά, αλλά όχι στρατευμένα κομμάτια.
Στη συνέχεια, έχοντας πλέον πάρει διαζύγιο, η Δημητριάδη θ’ αφοσιωθεί στο μεγάλωμα του μοναχογιού της, Στέργιου, και η σχέση της με το τραγούδι θα περιοριστεί κυρίως στις καλοκαιρινές συναυλίες της. Το 1996 ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου επιμελείται το δεύτερο πολυσυλλεκτικό της δίσκο, «Αύριο», όπου τα τραγούδια μοιράζονται οι βασικοί συνεργάτες του και κυριαρχεί ο ροκ ήχος. Αν και πολλοί πιστεύουν πως της αξίζει ένα πιο δυνατό comeback, το «Αύριο» δεν προδίδει επ’ ουδενί το παρελθόν της, ενώ το «Για το αδύνατο ικανοί», σε μουσική Βασίλη Παπακωνσταντίνου και στίχους Άλκη Αλκαίου, παραμένει σχετικά γνωστό μέχρι και σήμερα.
Θ’ ακολουθήσει μία ακόμη περίοδος σιωπής, έως το 2001. Από τη «Μικρή Άρκτο» κυκλοφορούν οι «Δον Κιχώτες», σε μουσική του Θοδωρή Οικονόμου, γνωστός ήδη στους μουσικούς κύκλους ως πιανίστας, και του παλιού της γνώριμου, Παρασκευά Καρασούλου. Το εν λόγω έργο χαρακτηρίζεται από την αισθητική και την ποιότητα των κύκλων τραγουδιών που κυκλοφορούσαν τις προηγούμενες δεκαετίες, ενώ η Δημητριάδη υπερασπίζεται πλήρως τα τραγούδια, αφιερώνοντάς τα στο γιο της. Με τον «Τσε στη Νέα Υόρκη (Δον Κιχώτες)» και το «Άνθρωπος πέρασε από εδώ», το πολιτικό τραγούδι εκφράζεται μέσα από λυρικές συνθέσεις και ποιητικούς στίχους, ενώ στον «Ποταμό Ηριδανό» αναβιώνεται το χατζιδακικό κλίμα.
Την ίδια χρονιά εμφανίζεται στην ταινία των Μιχάλη Ρέππα-Θανάση Παπαθανασίου «Το κλάμα βγήκε απ’ τον Παράδεισο», μια παρωδία των κινηματογραφικών ταινιών της δεκαετίας του ’60, όπου, διακωμωδώντας τα μιούζικαλ του Δαλιανίδη και το «Άνοιξε πέτρα», σαν άλλη Μαρινέλλα τραγουδάει «Άνοιξε πόρτα»! Αν και ξαφνιάζει κάπως η εμφάνισή της σε μια τέτοιου είδους ταινία, η συμμετοχή αυτή οφείλεται τόσο στο ότι τα τραγούδια έχουν γραφτεί από την αδερφή της όσο και στο ότι ανέκαθεν της άρεσε να δοκιμάζεται σε διαφορετικά πράγματα. Αυτό, άλλωστε, φαίνεται κι απ’ το ότι η φωνή της αναμείχθηκε με τους ηλεκτρονικούς ήχους του Μιχάλη Δέλτα, συμμετέχοντας το 2003 στο τραγούδι του «Η μικρή Ελένη».
Ο γιος της έχει πια μεγαλώσει κι εκείνη δηλώνει έτοιμη να επανέλθει δυναμικά στη δισκογραφία και στις μουσικές σκηνές. Η μοίρα, όμως, θ’ ανακόψει τα σχέδιά της. Η συμμετοχή της στο βιβλίο-CD του Θανάση Μωραΐτη «Νάνι γέλιο μου και φως μου, άσπρο γιασεμί του κόσμου» (2005) θ’ αποτελέσει το κύκνειο άσμα της, αφού στις 7 Ιανουαρίου 2009 αφήνει την τελευταία της πνοή, σε ηλικία 58 ετών.
Το κενό που αφήνει είναι αναντικατάστατο, κι όχι επειδή απ’ το ελληνικό πεντάγραμμο απουσιάζουν οι χαρισματικές και διαχρονικές φωνές, αλλά επειδή η Μαρία Δημητριάδη είναι μία απ’ τις ελάχιστες ερμηνεύτριες που υπηρέτησαν με τόση αφοσίωση τα έργα των μεγαλύτερων Ελλήνων συνθετών. Η φωνή της αποτέλεσε τον ιδανικότερο φορέα του μουσικού κόσμου του εκάστοτε συνθέτη, ενώ μέσα από ετερόκλητες και ποικίλες συνεργασίες κατάφερε ν’ αλλάξει πολλά πρόσωπα και ν’ αναδείξει πολλές διαφορετικές πτυχές της.