Με αφορμή το εγχώριο #metoo (που όπως όλα, έγινε καθυστερημένα σε αυτή τη χώρα) κάποιες σκόρπιες σκέψεις για το πως και πόσο, όλα αυτά επηρεάζουν τις ίδιες τις ταινίες.
Η νοητή αρχή στην “προοδευτική” στροφή του κινηματογραφικού mainstream στις Η.Π.Α. είναι το 2015, με το #OscarsSoWhite. Οι υποψηφιότητες των ηθοποιών εκείνη την χρονιά είχαν όλες λευκούς ηθοποιούς. Από τότε η -απαρχαιωμένη είναι η αλήθεια- Ακαδημία προσπάθησε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, δίνοντας υποψηφιότητες και βραβεία σε περισσότερους μαύρους ηθοποιούς και δημιουργούς, με κερασάκι στην τούρτα τον περσινό θρίαμβο των Παρασίτων.
Η συζήτηση εξακολουθεί να υπάρχει. Γίνανε σημαντικά πράγματα, αλλά είναι απλώς ξύσιμο της επιφάνειας. Και μέχρι να ισορροπήσει η κατάσταση, δυστυχώς θα πάμε στο άλλο άκρο. Κομμάτι των προοδευτικών δυνάμεων – οι διαφωνούντες τους αποκαλούν ειρωνικά social justice warriors- πάνω στον πυρετό να αποκατασταθούν όλες οι αδικίες, φτάνει σε επικίνδυνες υπερβολές, όπως να μην προβάλλονται ταινίες γιατί έχουν ρατσιστικό/σεξιστικό περιεχόμενο.
Μια από τις ρίζες του προβλήματος βρίσκεται στην αγωνία της σημερινής εποχής να χωρέσει σχεδόν 120 χρόνια κινηματογράφου και τα φέρει στα μέτρα της, με την αυταπάτη πως θα τα κάνει όλα καλύτερα. Αυτά γινόντουσαν μόνο σε Προκρούστειες κλίνες και δεν είχαν τα καλύτερα αποτελέσματα. Φυσικά, πολλά και σημαντικά φιλμ του παγκόσμιου σινεμά ήταν ρατσιστικά, σεξιστικά, σκληρά, προπαγάνδα, υπερβολικά βίαια, κτλ. Είναι όμως σημαντικά κομμάτια της αλυσίδας της εξέλιξης και πρέπει να κρίνονται με βάση την εποχή τους.
Αν προσπαθήσουμε να εξαγνίσουμε έναν αιώνα σινεμά μέσα από το φίλτρο του σήμερα, πιθανότητα θα μείνουμε με λιγότερο από το ένα τρίτο των ταινιών που έχουν γυριστεί. Πολλές φορές, όλες αυτές οι προοδευτικές δυνάμεις θυμίζουν ελληνική ποδοσφαιρική ομάδα, που φωνάζει για καθαρές διαιτησίες , ενώ στην πραγματικότητα θέλει απλά να αποκτήσει την εύνοια που δεν έχει. Πότε θα υπάρξει πραγματική ισότητα, ισοτιμία και βάλτε όποια λέξη θέλετε; Όταν το ότι θα υπάρχουν μαύροι\ΛΟΑΤΚ\γυναίκες ηθοποιοί, σκηνοθέτες, διευθυντές φωτογραφίας κτλ, δε θα αποτελεί είδηση. Όταν οι οποιεσδήποτε διακρίσεις θα είναι σπάνιες εξαιρέσεις.
Θα συμβούν όλα αυτά σύντομα; Αμφιβάλλω. Για να συμβούν όλα αυτά, θα πρέπει να αλλάξουν σχεδόν τ α πάντα, οι επόμενες γενιές να μεγαλώσουν σε πολύ καλύτερες κοινωνίες, με παιδεία που ο κύριος στόχος θα είναι η ανάπτυξη του κριτικού πνεύματος, με ανθρώπους ευτυχισμένους, γιατί μόνο οι ευτυχισμένοι άνθρωποι μαθαίνουν. Όλα αυτά βέβαια ακούγονται σαν σενάριο δευτεροκλασάτης sci fi ταινίας. Η μεγάλη αρετή του καπιταλισμού είναι το πόσο ευπροσάρμοστος είναι στις εποχές και το πόσο έξυπνα και αποτελεσματικά αφομοιώνει όλα τα λάθη του συστήματος.
Τα μεγάλα studio βρήκαν σοβαρή αφορμή να βάλουν μπροστά μια ασταμάτητη γραμμή παραγωγής remakes και reboots της κάθε ανθυποεπιτυχίας των τελευταίων 40 ετών. Λανσάρουμε ξανά ένα επιτυχημένο προιόν, αλλάζοντας το περιτύλιγμα, βάζοντας μαύρο\γυναίκα\ gay πρωταγωνιστή-ια και έχουμε και τον σκύλο χορτάτο και την πίτα ολάκερη. Σαν μαγαζί που προσπαθεί να πουλήσει ξανά και ξανά, το ίδιο στοκ που έχει στις αποθήκες του, αλλάζοντας απλά τις τιμές και τις ετικέτες.
Αποτέλεσμα; Ατελείωτη πλήξη, γιατί τα 11 στα 10όλων αυτών των remakes, reboots είναι άθλια. Δεν έχει σημασία βέβαια, οι μηχανές παραγωγής δουλεύουν και έχουμε και μια επίστρωση ισότητας. Τα ίδια και χειρότερα κάνουν και οι κριτικοί, τα φεστιβάλ και οι οργανισμοί πίσω από τα μεγάλα βραβεία. Η Ακαδημία βράβευσε το πολύ μέτριο Moonlight μόνο γιατί την έκραξαν την προηγούμενη χρονιά. Μόνο για το θέμα της και πιθανόν για τον σκηνοθέτη που είναι μαύρος ομοφυλόφιλος. Την ίδια χρονιά, βράβευσε ως καλύτερο σκηνοθέτη τον Chazelle. Δεν είναι παράνοια η καλύτερη ταινία να μην έχει και τον καλύτερο σκηνοθέτη; Καθαρά κινηματογραφικά και καλλιτεχνικά το Lalaland ήταν ένας θρίαμβος. Κι όμως δεν πήρε το Όσκαρ καλύτερης ταινίας, επειδή η Ακαδημία έκανε μπακαλίστικα πολιτική.
Τα βραβεία δε σημαίνουν τίποτα, οι μονάδες μέτρησης αξίας ενός έργου είναι η διαχρονικότητα και η επιδραστικότητα. Δεν είναι φυσικά η πρώτη φορά που οι γερουσία των Όσκαρ δεν καταλαβαίνει τι συμβαίνει. Αν τους ένοιαζε τόσο να βραβεύσουν ένα φιλμ με έναν ομοφυλόφιλο μαύρο χαρακτήρα, θα έπρεπε να έχουν δώσει έστω μια υποψηφιότητα, στο πολύ ανώτερο του Moonlight, Pariah του 2011. Αλλά ο Jenkins ήταν τυχερός, ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη στιγμή. Όπως ο Jordan Peele, που το Get Out είναι ένα μέτριο επεισόδιο Black Mirror και που πριν από 10 χρόνια δε θα έβγαινε ούτε σε DVD.
Όπως τα υπερεκτιμημένα Παράσιτα και ο σκηνοθέτης τους, που κέρδισαν επειδή την ακριβώς προηγούμενη χρονιά δε θέλει να βραβεύσει για πρώτη φορά μια μη αγγλόφωνη ταινία με το Όσκαρ καλύτερης ταινίας το Roma, γιατί ήταν παραγωγή Netflix, κι ας κέρδισε σχεδόν τα ίδια βραβεία με το κορεάτικο φιλμ. Έλα όμως που ο Covid θα το διορθώσει αυτό φέτος. Δυστυχώς αυτή η τάση παγιώνεται και αποθεώνονται ταινίες μόνο και μόνο για τη θεματολογία τους ή γιατί έχουν μη λευκό άντρα σκηνοθέτη. Είναι κακό αυτό θα ρωτήσει κάποιος; Όχι αν υπάρχει σωστή εκπροσώπηση. Αλλά όταν σχηματίζεται ένα δόγμα το οποίο θα ξεχωρίζει ταινίες μόνο για το μήνυμα και τους συντελεστές που δεν είναι λευκοί άντρες, υπάρχει πρόβλημα. Ισότητα με το ζόρι δε γίνεται, όσες ρήτρες κι αν βάλεις στα συμβόλαια. Και υπάρχουν πολλά παραδείγματα, από το κακό Wonder Woman που η πρωταγωνίστρια είναι πολύ κακή ηθοποιός μέχρι το φετινό φαβορί (;) για τα Όσκαρ και αγαπημένο των κριτικών Nomadland, μια αφόρητα αδιάφορη ταινία που δεν συμβαίνει σχεδόν τίποτα και μοιάζει με ντοκιμαντέρ που προσπάθησε ανεπιτυχώς να μεταμφιεστεί σε μυθοπλασία.
Καλώς ή κακώς στην τέχνη πολλά είναι υποκειμενικά. Υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες το καλύτερο φιλμ του 2020, το Mank να μην κερδίσει τίποτα. Θα μειώσει αυτό την αξία του; Όχι, απλά θα φανεί στον χρόνο πόσο κοντόφθαλμη είναι η εποχή. Το μήνυμα είναι πολύ σημαντικό, δεν υπάρχει αμφιβολία. Όμως όταν γίνεται το βασικό ζητούμενο, καταλήγουμε με στείρα κηρύγματα. Όπως στη φύση, έτσι και στην τέχνη η πολυμορφία και οι επιμειξίες δίνουν καλύτερα αποτελέσματα και διατηρούν την ισορροπία του συστήματος. Δεν αποκαθιστάς την αδικία, με την αντικατάσταση ενός δόγματος με ένα άλλο.