Την Παρασκευή 5 Μαρτίου, στις 23:00, στην εκπομπή της ΕΡΤ1 «Προσωπικά», με την Έλενα Κατρίτση, η Ζωζώ Σαπουντζάκη ξεφυλλίζει τα άλμπουμ της ζωής της, μας δείχνει φωτογραφίες, μιλάει για τα αγαπημένα της πρόσωπα και θυμάται ξεχωριστές στιγμές. Γελάει, τραγουδάει, συγκινείται…
Περιγράφει τις εκδηλώσεις λατρείας και θαυμασμού που ζούσε καθημερινά με τους εκατοντάδες θεατές, όρθιους, να την αποθεώνουν ενόσω εκείνη γελαστή, πάντα με νάζι και μπρίο, έκτιζε τον μύθο της «βασίλισσας της νύχτας».
Πήγαμε μαζί της στην Κινέτα, εκεί όπου είχε φτιάξει το σπίτι που πάντα ονειρευόταν, στο δικό της μικρό «βασίλειο». Σήμερα, αναπολεί τις όμορφες ημέρες που έζησε και ξαναφέρνει στη μνήμη της αξέχαστες στιγμές από ένα μεγάλο κεφάλαιο της ζωής της, που χάθηκε στην καταστροφική πυρκαγιά του 2018.
Το όνομά της αποτελούσε πάντοτε εγγύηση για την επιτυχία που θα είχε μία παράσταση. Ήταν εμπορική και τη θεωρούσαν τυχερή. Ήταν προληπτική, αλλά παράλληλα πολύ θρήσκα. Συνεργάστηκε με τον Μάνο Χατζιδάκι και τραγούδησε, σε πρώτη εκτέλεση, τη μεγάλη επιτυχία «Ο μήνας έχει 13», που για εκείνη, αντίθετα με ό,τι πιστεύεται, είναι γουρλίδικη ημερομηνία.
Θυμάται τη Σμυρνιά μητέρα της, τις αντιρρήσεις που είχε αρχικά να ασχοληθούν τα παιδιά της με τον καλλιτεχνικό χώρο, αλλά και πόσο πολύ τη στήριξε στη συνέχεια σε κάθε της βήμα: «Όταν πέθανε ο αδερφός μου, θυμάμαι, δούλευα σ’ ένα κέντρο και μου είπαν ότι έπρεπε οπωσδήποτε να πάω. Η μάνα μου τι είχε κάνει; Κάθισε σε μια καρέκλα, χωρίς να κλαίει, αν και λάτρευε τον αδερφό μου, και κοίταγε εμένα που τραγουδούσα. Και μου έδινε κουράγιο».
Για τον μύθο της μοιραίας γυναίκας που την ακολουθούσε, η ίδια υποστηρίζει ότι δεν είχε καμιά σχέση με τον χαρακτήρα της: «Νομίζω ότι όλα τα πράγματα που έκανα, έβγαιναν από μέσα μου. Πετούσα τα παπούτσια μου ξαφνικά και χόρευα ξυπόλυτη. Έτσι μου ερχόταν. Έκανα πράγματα σαν Ζωζώ, αλλά ήταν όμορφα. Ήταν με αξιοπρέπεια ό,τι έκανα».
Μιλώντας για τη μοναξιά και τον ρόλο που παίζουν οι άνδρες στη ζωή της, η Ζωζώ Σαπουντζάκη εξομολογείται: «Από μικρή ήμουν αδύναμη. Ο χαρακτήρας μου ήταν έτσι. Κάποτε είχα τη μάνα μου συντροφιά. Τα ξεπερνούσα όλα, γιατί αισθανόμουν σιγουριά. Θέλω ένα σύντροφο, θέλω έναν άνθρωπο δίπλα μου. Όχι για τα χρήματα. Για τα χρήματα δεν φοβάμαι».