Έχουν μεταφερθεί οι εικόνες από το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο και τα ξυλόγλυπτα, ενώ με γοργούς ρυθμούς υλοποιείται στον α’ όροφο η τοποθέτηση των τεσσάρων ξυλόγλυπτων τέμπλων.
Μετά την ολοκλήρωση των έργων στο Μέγαρο Τσίλλερ – Λοβέρδου στην οδό Μαυρομιχάλη στο κέντρο της Αθήνας, το οποίο αποτελεί αρχιτεκτονικό, ιστορικό και πολιτιστικό τοπόσημο για την ανάδειξη της αστικής φυσιογνωμία της Αθήνας, στην τελική ευθεία βρίσκεται και η έκθεση της συλλογής Λοβέρδου.
Στο ανακαινισμένο Μέγαρο Τσίλλερ – Λοβέρδου έκαναν αυτοψία, την Τρίτη 13 Απριλίου, η Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Λ. Μενδώνη, ο Περιφερειάρχης Αττικής Γ. Πατούλης και ο Γενικός Γραμματέας Πολιτισμού Γιώργος Διδασκάλου, συνοδευόμενοι από τη Διευθύντρια του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου Αικατερίνη Δελλαπόρτα.
Όπως δήλωσε η Λίνα Μενδώνη: «Η παρουσία μας σήμερα εδώ με τον Περιφερειάρχη Αττικής κ. Γιώργο Πατούλη, δηλώνει ακριβώς τη συνεργασία και τις συνέργειες που έχουν αναπτυχθεί ανάμεσα στην Περιφέρεια Αττικής και το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού για την ανάδειξη έργων Πολιτισμού.
Είμαστε στο Μέγαρο Τσίλλερ – Λοβέρδου, το οποίο ετοιμάζεται να υποδεχθεί το κοινό, τις επόμενες εβδομάδες. Το Μέγαρο λειτουργεί ως παράρτημα του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου Αθηνών και αυτή τη στιγμή είναι σε εξέλιξη οι εργασίες της έκθεσής του. Το Μέγαρο αποκαταστάθηκε από τις υπηρεσίες του Υπουργείου, με χρηματοδότηση από το ΠΕΠ Αττικής, ενώ η έκθεση, που τώρα ολοκληρώνεται, υλοποιείται με χρηματοδότηση από το ΥΠΠΟΑ.
Έχουμε πει πολλές φορές, ότι το Υπουργείο Πολιτισμού, προφανώς, έχει την ευθύνη της προστασίας, της συντήρησης και της ανάδειξης των αρχαιολογικών χώρων, των μνημείων και των μουσειακών υποδομών. Συγχρόνως, όμως, ενδιαφέρεται, ιδιαίτερα, και για την Αθήνα. Η προβολή και η αποκατάσταση των πολιτιστικών αγαθών της πρωτεύουσας, σημαίνει και την απόδοση αυτού του «θησαυρού», που συνδέεται άμεσα με την αύξηση του χρόνου παραμονής των ξένων στην πόλη μας και με την ψυχαγωγία των πολιτών, που απολαμβάνουν αυτούς τους ιδιαίτερους χώρους οι οποίοι αναδεικνύονται μέσα από τις παρεμβάσεις που υλοποιεί το ΥΠΠΟΑ, με τη χρηματοδότηση από το Περιφερειακό Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Αττικής του ΕΣΠΑ 2014 – 2020. Έχουμε υποχρέωση στην πρωτεύουσα, την πόλη της Αθήνας, και ιδιαίτερα στο ιστορικό κέντρο, να αποδώσουμε τους χώρους που για δεκαετίες παρέμεναν υποβαθμισμένοι.
Είμαι βέβαιη, ότι λίγοι από τους Αθηναίους, οι οποίοι περπατούν στο κέντρο, συνειδητοποιούν το θησαυρό που κρύβεται εδώ μέσα. Είναι υποχρέωσή μας προς το δωρητή Διονύσιο Λοβέρδο, να αποδώσουμε το Μέγαρο Τσίλλερ – Λοβέρδου αποκατεστημένο στους Αθηναίους και τους επισκέπτες της πρωτεύουσας καθώς και τη μοναδική συλλογή του.
Θέλω να ευχαριστήσω προσωπικά τον Περιφερειάρχη Γιώργο Πατούλη για την εξαιρετική συνεργασία, που έχουμε αναπτύξει προς όφελος του Πολιτισμού, αλλά και της Αττικής, όπως επίσης, εκτός από τις υπηρεσίες του ΥΠΠΟΑ τις υπηρεσίες της Περιφέρειας Αττικής, και τη Διαχειριστική Αρχή της».
Το έργο χρηματοδοτήθηκε από το Περιφερειακό Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Αττική» 2007 – 2013 και 2014 – 2020. Ο Συνολικός Προϋπολογισμός είναι 5.220.696 ευρώ, ενώ η Α’ φάση χρηματοδοτήθηκε από το ΠΕΠ Αττικής 2007 – 2013 με 3.600.000 ευρώ, και η Β’ Φάση από το ΠΕΠ Αττικής 2014 – 2020 με το ποσό των 1,765.075,05 ευρώ.
Η εικόνα μιας παλιάς αστικής οικίας αποτυπώνεται στην αποκαταστημένη νεοκλασική οικία στην οδό Μαυρομιχάλη 6. Το κτήριο διαθέτει την ημιυπόγεια αίθουσα δεξιώσεων – το περίφημο ελληνικό δωμάτιο – το παρεκκλήσι με τον τρούλο, την πτέρυγα που έχει πρόσβαση στην οδό Ακαδημίας 38 Α, το αίθριο, δηλαδή τον πρότερο εσωτερικό κήπο όπου θα λειτουργήσει καφέ, τον α’ όροφο όπου θα εκτεθούν έργα της επτανησιακής σχολής και το δώμα.
Έχουν μεταφερθεί οι εικόνες από το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο και τα ξυλόγλυπτα, ενώ με γοργούς ρυθμούς υλοποιείται στον α’ όροφο η τοποθέτηση των τεσσάρων ξυλόγλυπτων τέμπλων (μέσα του 18ου με αρχές του 19ου αιώνα).
Η έκθεση στο Μέγαρο Τσίλλερ – Λοβέρδου περιλαμβάνει και τη συλλογή από εικόνες της Παναγίας Θεοτόκου (το παλαιό Μουσείο Λοβέρδου περιλάμβανε «αίθουσα των Θεοτόκων» έργα της Βυζαντινής σχολής τα οποία θα εναλλάσσονται με εικόνες της συλλογής, όπως έργα και της Επτανησιακής σχολής, τα ξυλόγλυπτα τω Φώτη Κόντογλου και Δημητρίου Πελεκάση, κ.α.
Το Μέγαρο βρίσκεται στο κέντρο της Αθήνας, στην οδό Μαυρομιχάλη 6, και χτίστηκε το 1882 ως η κατοικία του Γερμανού αρχιτέκτονα Ερνστ Τσίλλερ. Η πρόσοψή του κοσμείται από κεφαλές Καρυάτιδων.
Το Μέγαρο Τσίλλερ, που κτίστηκε το 1882, από το Γερμανό αρχιτέκτονα ως μόνιμη κατοικία του, είναι υπόδειγμα δωρικής ελληνικής νεοκλασικής αρχιτεκτονικής. Ο Κεφαλλονίτης τραπεζίτης και συλλέκτης Διονύσιος Π. Λοβέρδος αγόρασε το Μέγαρο το 1912, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ως κατοικία, αλλά και ως μουσείο, για να εκθέσει τις πλούσιες συλλογές του.
Το 1930 ο αρχιτέκτονας Αριστοτέλης Ζάχος επιμελήθηκε το ιδιωτικό Μουσείο Βυζαντινής Τέχνης του Διονυσίου Π. Λοβέρδου, με τροποποιήσεις και προσθήκες, όπως το «παρεκκλήσι» χωρίς ανοίγματα, με τρούλο και οκταγωνικό τύμπανο και την αίθουσα με τους μαρμάρινους κίονες. Στην καρδιά της νεοκλασικής οικίας βρίσκεται το Ελληνικό Δωμάτιο (συνένωση δύο ημιυπόγειων), η αίθουσα δεξιώσεων στην οποία ο Δ. Λοβέρδος υποδεχόταν την πνευματική αφρόκρεμα της εποχής του. Κοσμείται με στοιχεία σκυριανής και ηπειρωτικής αρχιτεκτονικής παράδοσης, ευθυγραμμισμένα τζάκια, από ξύλινη επένδυση. Η Αγγελική Χατζημιχάλη η οποία επιμελήθηκε τη διακόσμηση, επέλεξε έργα λαϊκής τέχνης όπως και από τη Μικρά Ασία τα κεραμικά ΙΣΝΙΚ, προκειμένου να δώσει ανάγλυφο το παράδειγμα της παραδοσιακής τέχνης.
Το Μέγαρο έγινε, δωρεά εν ζωή στο ελληνικό δημόσιο το 1979 και το 1992, από τις κόρες του Διονύσιου Λοβέρδου, Μαρία Λοβέρδου και Ιωάννα Βασιλειάδη, με διαχειριστή το υπουργείο Πολιτισμού, για λογαριασμό του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου, με σκοπό τη δημιουργία του Μουσείου.
Οι επισκέπτες θα έχουν την ευκαιρία να δουν φωτογραφικό υλικό από την πρότερη κατάσταση του κτηρίου αλλά και πορτρέτα του Διονυσίου Λοβέρδου φιλοτεχνημένα από γνωστούς ζωγράφους.
Το Μέγαρο Τσίλλερ – Λοβέρδου θα είναι επισκέψιμο για το κοινό μόλις τα επιδημιολογικά δεδομένα της χώρας το επιτρέψουν.
Έχουν μεταφερθεί οι εικόνες από το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο και τα ξυλόγλυπτα, ενώ με γοργούς ρυθμούς υλοποιείται στον α’ όροφο η τοποθέτηση των τεσσάρων ξυλόγλυπτων τέμπλων.
Μετά την ολοκλήρωση των έργων στο Μέγαρο Τσίλλερ – Λοβέρδου στην οδό Μαυρομιχάλη στο κέντρο της Αθήνας, το οποίο αποτελεί αρχιτεκτονικό, ιστορικό και πολιτιστικό τοπόσημο για την ανάδειξη της αστικής φυσιογνωμία της Αθήνας, στην τελική ευθεία βρίσκεται και η έκθεση της συλλογής Λοβέρδου.
Στο ανακαινισμένο Μέγαρο Τσίλλερ – Λοβέρδου έκαναν αυτοψία, την Τρίτη 13 Απριλίου, η Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Λ. Μενδώνη, ο Περιφερειάρχης Αττικής Γ. Πατούλης και ο Γενικός Γραμματέας Πολιτισμού Γιώργος Διδασκάλου, συνοδευόμενοι από τη Διευθύντρια του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου Αικατερίνη Δελλαπόρτα.
Όπως δήλωσε η Λίνα Μενδώνη: «Η παρουσία μας σήμερα εδώ με τον Περιφερειάρχη Αττικής κ. Γιώργο Πατούλη, δηλώνει ακριβώς τη συνεργασία και τις συνέργειες που έχουν αναπτυχθεί ανάμεσα στην Περιφέρεια Αττικής και το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού για την ανάδειξη έργων Πολιτισμού.
Είμαστε στο Μέγαρο Τσίλλερ – Λοβέρδου, το οποίο ετοιμάζεται να υποδεχθεί το κοινό, τις επόμενες εβδομάδες. Το Μέγαρο λειτουργεί ως παράρτημα του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου Αθηνών και αυτή τη στιγμή είναι σε εξέλιξη οι εργασίες της έκθεσής του. Το Μέγαρο αποκαταστάθηκε από τις υπηρεσίες του Υπουργείου, με χρηματοδότηση από το ΠΕΠ Αττικής, ενώ η έκθεση, που τώρα ολοκληρώνεται, υλοποιείται με χρηματοδότηση από το ΥΠΠΟΑ.
Έχουμε πει πολλές φορές, ότι το Υπουργείο Πολιτισμού, προφανώς, έχει την ευθύνη της προστασίας, της συντήρησης και της ανάδειξης των αρχαιολογικών χώρων, των μνημείων και των μουσειακών υποδομών. Συγχρόνως, όμως, ενδιαφέρεται, ιδιαίτερα, και για την Αθήνα. Η προβολή και η αποκατάσταση των πολιτιστικών αγαθών της πρωτεύουσας, σημαίνει και την απόδοση αυτού του «θησαυρού», που συνδέεται άμεσα με την αύξηση του χρόνου παραμονής των ξένων στην πόλη μας και με την ψυχαγωγία των πολιτών, που απολαμβάνουν αυτούς τους ιδιαίτερους χώρους οι οποίοι αναδεικνύονται μέσα από τις παρεμβάσεις που υλοποιεί το ΥΠΠΟΑ, με τη χρηματοδότηση από το Περιφερειακό Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Αττικής του ΕΣΠΑ 2014 – 2020. Έχουμε υποχρέωση στην πρωτεύουσα, την πόλη της Αθήνας, και ιδιαίτερα στο ιστορικό κέντρο, να αποδώσουμε τους χώρους που για δεκαετίες παρέμεναν υποβαθμισμένοι.
Είμαι βέβαιη, ότι λίγοι από τους Αθηναίους, οι οποίοι περπατούν στο κέντρο, συνειδητοποιούν το θησαυρό που κρύβεται εδώ μέσα. Είναι υποχρέωσή μας προς το δωρητή Διονύσιο Λοβέρδο, να αποδώσουμε το Μέγαρο Τσίλλερ – Λοβέρδου αποκατεστημένο στους Αθηναίους και τους επισκέπτες της πρωτεύουσας καθώς και τη μοναδική συλλογή του.
Θέλω να ευχαριστήσω προσωπικά τον Περιφερειάρχη Γιώργο Πατούλη για την εξαιρετική συνεργασία, που έχουμε αναπτύξει προς όφελος του Πολιτισμού, αλλά και της Αττικής, όπως επίσης, εκτός από τις υπηρεσίες του ΥΠΠΟΑ τις υπηρεσίες της Περιφέρειας Αττικής, και τη Διαχειριστική Αρχή της».
Το έργο χρηματοδοτήθηκε από το Περιφερειακό Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Αττική» 2007 – 2013 και 2014 – 2020. Ο Συνολικός Προϋπολογισμός είναι 5.220.696 ευρώ, ενώ η Α’ φάση χρηματοδοτήθηκε από το ΠΕΠ Αττικής 2007 – 2013 με 3.600.000 ευρώ, και η Β’ Φάση από το ΠΕΠ Αττικής 2014 – 2020 με το ποσό των 1,765.075,05 ευρώ.
Η εικόνα μιας παλιάς αστικής οικίας αποτυπώνεται στην αποκαταστημένη νεοκλασική οικία στην οδό Μαυρομιχάλη 6. Το κτήριο διαθέτει την ημιυπόγεια αίθουσα δεξιώσεων – το περίφημο ελληνικό δωμάτιο – το παρεκκλήσι με τον τρούλο, την πτέρυγα που έχει πρόσβαση στην οδό Ακαδημίας 38 Α, το αίθριο, δηλαδή τον πρότερο εσωτερικό κήπο όπου θα λειτουργήσει καφέ, τον α’ όροφο όπου θα εκτεθούν έργα της επτανησιακής σχολής και το δώμα.
Έχουν μεταφερθεί οι εικόνες από το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο και τα ξυλόγλυπτα, ενώ με γοργούς ρυθμούς υλοποιείται στον α’ όροφο η τοποθέτηση των τεσσάρων ξυλόγλυπτων τέμπλων (μέσα του 18ου με αρχές του 19ου αιώνα).
Η έκθεση στο Μέγαρο Τσίλλερ – Λοβέρδου περιλαμβάνει και τη συλλογή από εικόνες της Παναγίας Θεοτόκου (το παλαιό Μουσείο Λοβέρδου περιλάμβανε «αίθουσα των Θεοτόκων» έργα της Βυζαντινής σχολής τα οποία θα εναλλάσσονται με εικόνες της συλλογής, όπως έργα και της Επτανησιακής σχολής, τα ξυλόγλυπτα τω Φώτη Κόντογλου και Δημητρίου Πελεκάση, κ.α.
Το Μέγαρο βρίσκεται στο κέντρο της Αθήνας, στην οδό Μαυρομιχάλη 6, και χτίστηκε το 1882 ως η κατοικία του Γερμανού αρχιτέκτονα Ερνστ Τσίλλερ. Η πρόσοψή του κοσμείται από κεφαλές Καρυάτιδων.
Το Μέγαρο Τσίλλερ, που κτίστηκε το 1882, από το Γερμανό αρχιτέκτονα ως μόνιμη κατοικία του, είναι υπόδειγμα δωρικής ελληνικής νεοκλασικής αρχιτεκτονικής. Ο Κεφαλλονίτης τραπεζίτης και συλλέκτης Διονύσιος Π. Λοβέρδος αγόρασε το Μέγαρο το 1912, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ως κατοικία, αλλά και ως μουσείο, για να εκθέσει τις πλούσιες συλλογές του.
Το 1930 ο αρχιτέκτονας Αριστοτέλης Ζάχος επιμελήθηκε το ιδιωτικό Μουσείο Βυζαντινής Τέχνης του Διονυσίου Π. Λοβέρδου, με τροποποιήσεις και προσθήκες, όπως το «παρεκκλήσι» χωρίς ανοίγματα, με τρούλο και οκταγωνικό τύμπανο και την αίθουσα με τους μαρμάρινους κίονες. Στην καρδιά της νεοκλασικής οικίας βρίσκεται το Ελληνικό Δωμάτιο (συνένωση δύο ημιυπόγειων), η αίθουσα δεξιώσεων στην οποία ο Δ. Λοβέρδος υποδεχόταν την πνευματική αφρόκρεμα της εποχής του. Κοσμείται με στοιχεία σκυριανής και ηπειρωτικής αρχιτεκτονικής παράδοσης, ευθυγραμμισμένα τζάκια, από ξύλινη επένδυση. Η Αγγελική Χατζημιχάλη η οποία επιμελήθηκε τη διακόσμηση, επέλεξε έργα λαϊκής τέχνης όπως και από τη Μικρά Ασία τα κεραμικά ΙΣΝΙΚ, προκειμένου να δώσει ανάγλυφο το παράδειγμα της παραδοσιακής τέχνης.
Το Μέγαρο έγινε, δωρεά εν ζωή στο ελληνικό δημόσιο το 1979 και το 1992, από τις κόρες του Διονύσιου Λοβέρδου, Μαρία Λοβέρδου και Ιωάννα Βασιλειάδη, με διαχειριστή το υπουργείο Πολιτισμού, για λογαριασμό του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου, με σκοπό τη δημιουργία του Μουσείου.
Οι επισκέπτες θα έχουν την ευκαιρία να δουν φωτογραφικό υλικό από την πρότερη κατάσταση του κτηρίου αλλά και πορτρέτα του Διονυσίου Λοβέρδου φιλοτεχνημένα από γνωστούς ζωγράφους.
Το Μέγαρο Τσίλλερ – Λοβέρδου θα είναι επισκέψιμο για το κοινό μόλις τα επιδημιολογικά δεδομένα της χώρας το επιτρέψουν.