Υπάρχουν τελικά δύσκολοι και εύκολοι μαθητές;
Ο χορός στις παιδικές ηλικίες είναι μια δραστηριότητα που εν δυνάμει μπορεί να επηρεάσει πολύ θετικά την ανάπτυξη των παιδιών. Στα σωστά πλαίσια μπορεί να προσφέρει ποικίλα γνωστικά, σωματικά και συναισθηματικά οφέλη στους μικρούς μαθητές. Μέσω του χορού, τα παιδιά αναπτύσσουν κοινωνικές δεξιότητες, βελτιώνουν την κιναισθητική τους αντίληψη και τη φυσική τους κατάσταση, μαθαίνουν να λειτουργούν ως μέλη ενός συνόλου και να συνεργάζονται, εξασκούν τη μνήμη τους και, παράλληλα με όλα αυτά, ψυχαγωγούνται και εκφράζονται με έναν πολύ δημιουργικό τρόπο.
Πολλές φορές ωστόσο τυγχάνει να υπάρχουν μέσα στις τάξεις παιδιά τα οποία δείχνουν να μην ενδιαφέρονται για το μάθημα ή να δυσκολεύονται να συντονιστούν, με αποτέλεσμα να πέφτουν στην παγίδα της λεγόμενης “αυτοεκπληρούμενης προφητείας” και σταδιακά να αποκόπτονται από τη διαδικασία και να παραγκωνίζονται τόσο σωματικά όσο και πνευματικά από αυτήν. Αυτοί οι μαθητές τείνουν να είναι πιο “αντιδραστικοί”, να αποφεύγουν την οπτική επαφή, να κάθονται πάντα πίσω από τα υπόλοιπα παιδιά και να δείχνουν μειωμένη διάθεση να παρακολουθήσουν. Είναι αυτά τα παιδιά οι λεγόμενοι δύσκολοι μαθητές;
Η απάντηση φυσικά είναι ένα μεγάλο “όχι”! Οι λόγοι για τους οποίους κάποιοι μαθητές δείχνουν μειωμένη διάθεση είναι πολλοί και πρέπει να αναζητηθούν τόσο στις συνθήκες διεξαγωγής της εκπαιδευτικής διαδικασίας, όσο και στο περιβάλλον του ίδιου του παιδιού. Ωστόσο, πολλοί δάσκαλοι τείνουν να παραγκωνίζουν αυτά τα παιδιά, στιγματίζοντάς τα ως “δύσκολα” ή “ζωηρά” και εστιάζοντας στους λεγόμενους “χαρισματικούς μαθητές”, συνεχίζοντας έτσι τον φαύλο κύκλο της προαναφερθείσας “αυτοεκπληρούμενης προφητείας”.
Πρώτα απ’ όλα, είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε ότι ο χορός αποτελεί μια εξαιρετικά σύνθετη μορφή ανθρώπινης ενεργητικότητας και συμπεριφοράς, που απαρτίζεται από δεκάδες δομικά μέρη. Πριν φτάσουν στην χορευτική επίδοση, δηλαδή το αποτέλεσμα της πράξης του χορού, τα παιδιά είναι σημαντικό να κατανοήσουν, καταρχάς, τον τρόπο με τον οποίο θα φτάσουν εκεί.
Η τάση που υπάρχει γενικότερα εδώ και χρόνια στην διδασκαλία του χορού, είναι αυτή να αντιμετωπίζεται ως μια διαδικασία μίμησης εικόνων που προέρχονται από τον δάσκαλο. Οι δάσκαλοι χορού τείνουν να υιοθετούν τις αναπαραγωγικές μεθόδους διδασκαλίας τις οποίες βίωσαν οι ίδιοι ως μαθητές, με επικρατούσα τακτική τη μίμηση του προτύπου του δασκάλου (Bannon, 2010·Warburton, 2008).
Με τον τρόπο αυτό, ο χορός γίνεται για τα παιδιά μια διαδικασία παθητικής μετάδοσης δεξιοτήτων: Διαδοχικά βήματα τα οποία πρέπει να αναπαράγουν και να απομνημονεύσουν, χωρίς να κατανοούν ουσιαστικά τι κάνουν και γιατί το κάνουν. Επομένως, είναι λογικό να μη μπορούν να βρουν το κίνητρο για να συνεχίσουν, καθώς αυτό που εξελίσσεται στην τάξη δείχνει να είναι κάτι μακρινό, κάτι που δε τους αφορά και υφίσταται έξω από το σώμα και το μυαλό τους.
Η δουλειά του δασκάλου εδώ, είναι να δημιουργήσει ένα περιβάλλον μάθησης, στο οποίο μέσα από βιωματικές δραστηριότητες (όπως το δημιουργικό παιχνίδι ή ο αυτοσχεδιασμός) τα παιδιά αποδομούν τα βασικά χαρακτηριστικά της κίνησης (ροή, κατεύθυνση, ταχύτητα) ώστε να κατανοήσουν αυτές τις έννοιες, πριν προχωρήσουν σε πιο σύνθετες (ρυθμός, μουσικότητα, τεχνική, έκφραση).
Δεύτερον, είναι πολύ συχνό, κυρίως στα παιδιά της δεύτερης παιδικής ηλικίας (9-12 ετών), να εμφανίζεται το στοιχείο του ανταγωνισμού. Η διαδικασία της σύγκρισης των επιδόσεων δεν είναι το ίδιο εύκολη για όλα τα παιδιά, καθώς πολλά αντιμετωπίζουν την αποτυχία ως έλλειψη ταλέντου και έτσι διστάζουν να επιχειρήσουν νέα πράγματα, φοβούμενοι τα επικριτικά βλέμματα των συμμαθητών τους ή του ίδιου του δασκάλου (κάτι που δυστυχώς συμβαίνει αρκετά συχνά…).
Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο δάσκαλος οφείλει να καταστήσει σαφές εξ’ αρχής ότι οι χορευτικές επιδόσεις των μαθητών αποτελούν στοιχείο προς βελτίωση και όχι μια αμετάβλητη κατάσταση (όπως έχουμε πει και σε προηγούμενο άρθρο, δε βγαίνουμε από τη κοιλιά της μαμάς μας με πιρουέτες). Αυτό επιτυγχάνεται με την διεξαγωγή δραστηριοτήτων στις οποίες όλοι οι μαθητές πειραματίζονται, προσπαθώντας ο καθένας ξεχωριστά να προάγει τις ικανότητές του, απαλλαγμένοι από άγχος και συγκρίσεις. Πρέπει, ακόμη, να ενθαρρύνει όλες τις προσπάθειες και να μην επικεντρώνει την προσοχή του μόνο σε μερίδα των μαθητών που θεωρεί χαρισματικούς ή πιο συνεργάσιμους. Έτσι, όλα τα παιδιά λειτουργούν σε ένα ασφαλές περιβάλλον αλληλοσεβασμού και ενθάρρυνσης.
Η συνδυαστική χρήση δημιουργικών μεθόδων διδασκαλίας και η συμμετοχή των μαθητών σε βιωματικές δραστηριότητες κιναισθητικής ανακάλυψης είναι εκείνες που θα αυξήσουν το ενδιαφέρον για προσπάθεια και συμμετοχή, επιφέροντας θετικές αλλαγές στο κινητικό δυναμικό όλων (Samuelsson και Carlsson, 2008).
Τελευταίο και σημαντικότερο, είναι το πλαίσιο της τάξης, ένας παράγοντας που συχνά οι δάσκαλοι αμελούν να εμβαθύνουν, στην προσπάθειά τους να παραδώσουν επιτυχώς την εκάστοτε ύλη τους, τόσο στις χορευτικές όσο και στις σχολικές τάξεις. Αυτές, είτε αποτελούνται από ένα ή δύο άτομα (ιδιαίτερο), είτε από περισσότερα (ομαδικό), έχουν κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Το πλαίσιο είναι αυτό που θα λέγαμε το υπόβαθρο του κάθε μαθητή, από την καταγωγή του και το φύλο του, μέχρι τα σωματικά και αναπτυξιακά χαρακτηριστικά. Ένας δάσκαλος πρέπει να έχει εξετάσει το πλαίσιο της τάξης του, έτσι ώστε όλη η μαθησιακή διαδικασία να κινείται γύρω από αυτό. Αυτός ο παράγοντας προηγείται οποιασδήποτε άλλης πράξης, γιατί καθορίζει κάθε εκπαιδευτική διαδικασία, είτε μιλάμε για χορό, είτε για οποιοδήποτε άλλο γνωστικό αντικείμενο και δεξιότητα.
Εν κατακλείδι, οι σύγχρονες προσεγγίσεις τείνουν προς μια παιδαγωγική του χορού με ολιστικό χαρακτήρα, με μεθόδους διδασκαλίας που προωθούν την βελτίωση της τεχνικής επίδοσης παράλληλα με την γνωστική, συναισθηματική και σωματική ανάπτυξη των μαθητών και όχι την στείρα αναπαραγωγή βημάτων και εικόνων. Είναι κατανοητό, επομένως, ότι δεν υπάρχουν δύσκολοι μαθητές, αλλά δάσκαλοι που δε χρησιμοποιούν τις κατάλληλες μεθόδους.
Αν κρίνετε ένα ψάρι από την ικανότητά του να σκαρφαλώσει σε ένα δέντρο, αυτό θα περάσει την υπόλοιπη ζωή του θεωρώντας ότι είναι ηλίθιο. – Albert Einstein