Ο Ελληνικός κινηματογράφος των Όσκαρ, των βραβείων και των διεθνών επιτυχιών. Άγνωστες ιστορίες και facts πισω απο τις 5 σπουδαιότερες Ελληνικές ταινίες που ταξίδεψαν σε όλο τον κόσμο.
Η πρώτη Ελληνική ταινία μεγάλου μήκους ήταν το βουκολικό δράμα “Γκόλφω”. Έκανε πρεμιέρα στις 22 Ιανουαρίου 1915. Από τότε πολλά έχουν γίνει στον Ελληνικό κινηματογράφο. Ακμή και παρακμή. Μεγάλα αριστουργήματα της έβδομης τέχνης, αλλά και πολλές μετριότητες. Η συστηματική παραγωγή ταινιών στην Ελλάδα ξεκίνησε περίπου το 1923. Αρχικά με βουβές ταινίες και από το 1930 με ομιλούσες. Η λεγόμενη “Χρυσή εποχή του Ελληνικού κινηματογράφου” οριοθετείται από το 1955 έως το 1973. Η Ελλάδα εκείνη την περίοδο έφτασε να είναι η χώρα με τις περισσότερες κατά κεφαλήν παραγόμενες ταινίες στον κόσμο, με αριθμούς που έφταναν τις 200 ταινίες το χρόνο! Ταινίες καλοφτιαγμένες από εμπνευσμένους σκηνοθέτες όπως ο Αλέκος Σακελλάριος, ο Γιώργος Τζαβέλλας ο Γιάννης Δαλιανίδης και άλλους. Οι ταινίες αυτές χαρακτηρίζονται από αυθεντικότητα, τρυφερότητα, αξιομνημόνευτους ήρωες και μουσική επένδυση που έχει μείνει στην ιστορία. Είναι η περίοδος που μας έχει χαρίσει τις ταινίες που απολαμβάνουμε πάλι και πάλι από τη μικρή οθόνη και ποτέ δεν τις χορταίνουμε! Με τη μεταπολίτευση έκανε την εμφάνισή του και ο “Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος” που χαρακτηρίστηκε από εσωστρέφεια. Δινόταν υπέρμετρη έμφαση σε πολιτικό και κοινωνικό περιεχόμενο και στην καλλιτεχνική υπόσταση των ταινιών, πράγμα που άφηνε το κοινό αδιάφορο με ελάχιστες ταινίες να καταφέρνουν να προβληθούν στο εξωτερικό. Στον απότομο αυτό μαρασμό του Ελληνικού κινηματογράφου συνέβαλλε και η έλευση της τηλεόρασης που οδήγησε τις εισπράξεις στο ναδίρ. Ήταν η εποχή που εκατοντάδες κινηματογραφικές αίθουσες, μην μπορώντας να ανταπεξέλθουν οικονομικά στην κρίση του κλάδου, γκρεμίστηκαν ή μετατράπηκαν σε σούπερ μάρκετ. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ελλάδα εκείνη την περίοδο έφτασε να παράγει μόνο 15-20 ταινίες το χρόνο. Ταινίες που προσπαθούσαν επιτηδευμένα να είναι ποιοτικές και κούραζαν τον θεατή. Επίσης εκείνη την περίοδο άρχισαν να κυκλοφορούν και πολλές φαρσοκωμωδίες γυρισμένες βιαστικά και πρόχειρα, με ανέμπνευστα σενάρια, χοντροκομμένο και χυδαίο χιούμορ και ερμηνείες κάτω του μετρίου. Η παρακμή αυτή απομάκρυνε περαιτέρω το κοινό από τις Ελληνικές παραγωγές και το έστρεψε στις ξένες, που υπερτερούσαν σε όλα τα επίπεδα. Το σημείο εκκίνησης του “Σύγχρονου Ελληνικού κινηματογράφου” ορίζεται περί το 2000. Εκεί γίνεται μια προσπάθεια επανεκκίνησης του Ελληνικού κινηματογράφου με ταινίες άλλοτε εμπορικές και άλλοτε ενταγμένες στον ωμό ρεαλισμό, στο νεονουάρ ή στο weird wave. Σταδιακά βγαίνουμε από το την παρακμή των προηγούμενων ετών και περνάμε σε μια νέα εποχή, με πολλές παραγωγές μας να καταφέρνουν να περάσουν τα σύνορά μας και να προβάλλονται σε άλλες χώρες. Σίγουρα όχι με την εμπορική δυναμική της δεκαετίας του ‘60, αλλά με ένα καλλιτεχνικό προφίλ απευθυνόμενο περισσότερο σε σινεφίλ κοινό. Ο Ελληνικός κινηματογράφος πέρασε πολλά στάδια μέχρι σήμερα. Όλες όμως οι ταινίες είχαν ένα κοινό στοιχείο. Δεν βασίζονταν στα φαντασμαγορικά εφέ και στις πολυδάπανες παραγωγές. Η μικρή Ελληνική αγορά δεν είναι το κατάλληλο μέρος για να επενδύσουν οι παραγωγοί τα χρήματά τους. Έτσι πάντα δινόταν βαρύτητα στο σενάριο, στη σκηνοθεσία και στις ερμηνείες. Αν και οι Ελληνικές παραγωγές είχαν ως στόχο μόνο την εγχώρια αγορά, κάποιες κατάφεραν να κάνουν διεθνή καριέρα και να διαπρέψουν στο εξωτερικό θριαμβεύοντας σε διεθνή φεστιβάλ και κάνοντας εισπρακτικές επιτυχίες στις κινηματογραφικές αίθουσες όλου του κόσμου. Σταχυολογήσαμε τις πέντε κυριότερες και σας προτείνουμε να τις απολαύσετε.
-
Ποτέ την Κυριακή (Never On Sunday) 1960
Σκηνοθεσία: Jules Dassin
Σενάριο: Jules Dassin
Πρωταγωνιστούν : Μελίνα Μερκούρη, Jules Dassin, Γιώργος Φούντας, Τίτος Βανδής, Δέσπω Διαμαντίδου, Δημήτρης Παπαμιχαήλ, Αλέξης Σολωμός, Θανάσης Βέγγος
Πλοκή:
Η ταινία διαδραματίζεται στον Πειραιά και επικεντρώνεται στην Ίλια (Μελίνα Μερκούρη), μια πόρνη που είναι ανεξάρτητη και δυναμική. Η Ίλια είναι δημοφιλής και αγαπητή από όλους τους άντρες της περιοχής και έχει τον θαυμασμό των συναδέλφων της αφού δουλεύει χωρίς προαγωγό και εναντιώνεται στους ιδιοκτήτες των σπιτιών. Σε κάποια φάση κάνει την εμφάνισή του ο Homer Thrace (Jules Dassin), ένας φτωχός Αμερικανός φιλέλληνας και επίδοξος φιλόσοφος. Επισκέπτεται την Ελλάδα για να βρει το νόημα της ζωής και να καταλάβει πώς η Ελλάδα από λίκνο του πολιτισμού έφτασε στην πτώση. Συναντά την Ίλια και μαγνητίζεται από την ομορφιά και τον χαρακτήρα της. Προσπαθεί να τη πείσει να σταματήσει την πορνεία. Για κακή του τύχη όμως, υπάρχει κι ένας λιμενεργάτης που τη διεκδικεί. O Tonio (Γιώργος φούντας). O Homer συναντιέται κρυφά με τον Mr. No-Face (Αλέξης Σολωμός) ιδιοκτήτη των σπιτιών που χρησιμοποιούν οι πόρνες της περιοχής που εξαιτίας της Ηλίας χάνει κέρδη. Ο Mr. No-Face συνάπτει μια μυστική συμφωνία με τον Homer και τον χρηματοδοτεί για να κάνει την Ίλια “καθώς πρέπει” και να τη βγάλει από το επάγγελμα. ο Homer αρχίζει την εντατική εκπαίδευση της Ίλιας με μαθήματα κλασσικής μουσικής, φιλοσοφίας, γεωγραφίας… Η Ίλια εντυπωσιάζεται από τη νέα της ζωή και πείθεται ότι θα γίνει κάτι πολύ σπουδαίο μακριά από τις σαρκικές απολαύσεις και πιο κοντά στις πνευματικές. Η Ίλια το έχει ρίξει στη μελέτη μέχρι που η φίλη της η Δέσπω (Δέσπω Διαμαντίδου) βλέπει τον Homer να συναντιέται με τον ιδιοκτήτη των σπιτιών και να του δίνει ένα φάκελο με χρήματα. Αποκαλύπτει στην Ίλια ότι πίσω από τα μαθήματα του Homer ήταν ο Mr.No-Face. Η Ίλια εξοργίζεται και επιτίθεται στον Homer. Την ίδια ώρα έχει έρθει στον Πειραιά ο Αμερικανικός στόλος και εκατοντάδες ναύτες κάνουν επέλαση στους δρόμους αναζητώντας τον αγοραίο έρωτα. Οι πόρτες των πορνείων όμως είναι κλειστές. Η Ίλια με τη Δέσπω δίνουν το σύνθημα με ένα σφύριγμα και όλες οι πόρνες βγαίνουν στα μπαλκόνια και πετάνε στο δρόμο κρεβάτια, στρώματα και μαξιλάρια εν είδη απεργίας. Η Επανάσταση αυτή έχει ως επικεφαλής την Ίλια. Όλες οι πόρνες οδηγούνται στο κρατητήριο και αρνούνται να δουλέψουν αν δεν ικανοποιηθούν τα αιτήματά τους για μείωση ενοικίων. Τελικά μετά από σκληρή διαπραγμάτευση της Ίλιας, έρχονται σε συμφωνία. Η Ίλια πηγαίνει στο καπηλειό όπου μετά τον θρίαμβο της, γλεντάει μαζί με τον Homer και όλους τους άντρες του λιμανιού. Ο Homer την άλλη μέρα φεύγει με γλυκόπικρα συναισθήματα και η Ίλια αφήνεται να εννοηθεί ότι γίνεται ζευγάρι με τον Tonio.
Το “Ποτέ την Κυριακή” είναι μια καθοριστική ταινία για τη Μελίνα Μερκούρη, αλλά και για τον Ελληνικό κινηματογράφο γενικότερα. Εκτός από μια ανάλαφρη κωμωδία, είναι και μια αλληγορική ταινία. Η Ίλια αντιπροσωπεύει την Ελλάδα. Απαξιωμένη και αλλοπρόσαλλη, αλλά με δυναμισμό και μοναδικότητα. Όπως οι άντρες που γυροφέρνουν την Ίλια και προσπαθούν να τη διεκδικήσουν, έτσι και η Ελλάδα περιτριγυρίζεται ανέκαθεν από ξένους σωτήρες που της υπόσχονται στήριξη, όμως εκείνη προτιμά να συνεχίζει ελεύθερη και ακηδεμόνευτη. Ο Dassin δραστηριοποιείται πλέον στην Ελλάδα. Οι μέρες που μεσουρανούσε ως σκηνοθέτης του Hollywood και κύριος εκφραστής των film noir, έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Έχει από το 1952 εκδιωχθεί από τις ΗΠΑ λόγω των κομουνιστικών του πεποιθήσεων. Στο Ποτέ Την Κυριακή σκιαγραφεί γλαφυρά την λαϊκή Ελλάδα με το μπουζούκι, τα καπηλειά, τα τραγούδια, τους καλόκαρδους μάγκες του λιμανιού και παράλληλα δίνει τροφή για σκέψη με συχνές αναφορές στην ένδοξη αρχαία Ελλάδα και την σύγχρονη παρακμή. Ο Dassin θέλει να μας βάλει στην καθημερινότητα του Πειραιά και το καταφέρνει κάνοντας εξωτερικά γυρίσματα και σκιαγραφώντας πολλές και διαφορετικές προσωπικότητες της γειτονιάς. Δημιουργεί αστείες καταστάσεις βάζοντας έναν μορφωμένο Αμερικανό τουρίστα μέσα σε μια παρέα από τύπους του λιμανιού. Είναι φανερό ότι παρουσιάζει υπερβολικά ωραιοποιημένη την ατμόσφαιρα των πορνείων και των ανθρώπων του Πειραιά. Σχεδόν σαν μια μεγάλη χαρούμενη οικογένεια με τους πειραιώτες να είναι ευαίσθητοι και να κλαίνε με το παραμικρό και κάθε βράδυ να γλεντάνε σπάζοντας πιάτα και τις πόρνες να είναι χειραφετημένες και να έχουν τον σεβασμό όλων. Όλα αυτά απείχαν πολύ από την πραγματικότητα, όμως εξυπηρετούσαν το ύφος της ταινίας. Ένα άλλο ατόπημα είναι η απόφαση του Dassin να ερμηνεύσει ο ίδιος το ρόλο του Homer. Αυτό σίγουρα μείωσε τη δυναμική της ταινίας, αλλά έγινε για λόγους οικονομίας. Τα χρήματα είχαν τελειώσει και η Μερκούρη με τον Dassin ζητούσαν δανεικά από όποιον μπορούσαν για να καταφέρουν να ολοκληρώσουν τα γυρίσματα. Ένας επαγγελματίας ηθοποιός σίγουρα θα τους έβγαζε εκτός προϋπολογισμού. Έτσι πορεύτηκαν με τον Dassin ως συμπρωταγωνιστή. Τα εμπόδια όμως δεν σταματούν εκεί. Οι εισπράξεις στην Ελλάδα δεν ήταν οι αναμενόμενες με την ταινία να κόβει 184.524 εισιτήρια, τερματίζοντας τρίτη εκείνη τη χρονιά μετά το “Η Αλίκη στο ναυτικό” και το “Μανταλένα”. Σαν να μην έφτανε αυτό, η ταινία αντιμετώπισε πολλά προβλήματα εκτός συνόρων λόγω της θεματολογίας της. Η Καθολική Εκκλησία την είχε καταδικάσει λόγω προώθησης ανήθικων προτύπων. Η πολιτεία της Atlanta λογόκρινε την ταινία και απαγόρευσε την προβολή της, με τους δημιουργούς να οδηγούν στα δικαστήρια την υπόθεση, όπου δικαιώθηκαν. Παρ’ όλα αυτά, το Ποτέ Την Κυριακή δεν παύει να είναι ένα κλασσικό κομμάτι του διεθνούς κινηματογράφου. Προβλήθηκε με μεγάλη επιτυχία σε όλο τον κόσμο και συμμετείχε στο φεστιβάλ των Καννών όπου η Μελίνα Μερκούρη απέσπασε το βραβείο πρώτου γυναικείου ρόλου. Η μεγάλη διάκριση όμως ήταν για τη μουσική της ταινίας που είχε επιμεληθεί ο Μάνος Χατζιδάκις με σολίστ μπουζουκιού τον Γιώργο Ζαμπέτα. Το τραγούδι “Τα Παιδιά Του Πειραιά” τιμήθηκε με το βραβείο Όσκαρ και ήταν το πρώτο ξενόγλωσσο τραγούδι που πήρε αυτή τη διάκριση στο θεσμό. Είναι ένα από τα πιο γνωστά τραγούδια παγκοσμίως και διασκευάστηκε πάμπολλες φορές σε δεκάδες γλώσσες. Οι διασκευές αυτές όμως είχαν αποξενώσει το τραγούδι από την αρχική συναισθηματική υπόσταση που είχε στο περιβάλλον της ταινίας με στίχους που καμιά σχέση δεν είχαν με τους αρχικούς αλλά και με την Ελλάδα. Είχε μετατραπεί σε ένα τουριστικό τραγούδι και για αυτό το λόγο ο Χατζηδάκης δεν έχανε ευκαιρία να το απαξιώνει. “Το επίσημο κράτος με γιόρτασε για το Όσκαρ που πήρα ερήμην μου και έξω από τα δικά μου σχέδια. Πάλεψα χρόνια για να αφαιρέσω αυτό τον τίτλο τιμής από την πλάτη μου”. Πίστευε ότι αυτό και πολλά άλλα τραγούδια που είχε γράψει για τον κινηματογράφο, δεν τον αντιπροσώπευαν ως συνθέτη. Έσπευσε να πουλήσει τα δικαιώματα του τραγουδιού και με τα χρήματα που πήρε έφτιαξε τα δόντια του. Το Όσκαρ τελικά το πέταξε στα σκουπίδια όπου το βρήκε τυχαία η οικιακή βοηθός του και το παρέδωσε στην αδελφή του, Μιράντα. Η Ταινία μεταφέρθηκε την περίοδο 1967-1968 σε musical στο Broadway με τίτλο Ilia Darling σε σκηνοθεσία Jules Dassin και σημείωσε μεγάλη επιτυχία. Πρωταγωνίστρια ήταν πάλι η Μελίνα Μερκούρη. Τους ρόλους τους από την ταινία διατήρησαν επίσης η Δέσπω Διαμαντίδου και ο Τίτος Βανδής.
2.Τα Κόκκινα Φανάρια (The Red Lanterns) 1963
Σκηνοθεσία: Βασίλης Γεωργιάδης
Σενάριο: Αλέκος Γαλανός
Πρωταγωνιστούν : Τζένη Καρέζη, Γιώργος Φούντας, Μαίρη Χρονοπούλου, Κατερίνα Χέλμη, Δέσπω Διαμαντίδου, Δημήτρης Παπαμιχαήλ, Μάνος Κατράκης, Φαίδων Γεωργίτσης, Αλεξάνδρα Λαδικού
Πλοκή:
Η ταινία καταπιάνεται με την καθημερινότητα ενός πορνείου στην κακόφημη Τρούμπα και τις ιστορίες των ανθρώπων που το πλαισιώνουν. Τη στυγνή Μαντάμ Παρί (Δέσπω Διαμαντίδου) που είναι επικεφαλής του πορνείου, τις πέντε πόρνες που η κάθε μία έχει τις δικές τις δυσκολίες και την Κατερίνα (Ηρώ Κυριακάκη) που υποδύεται τη θλιβερή καθαρίστρια. Όλες οι πόρνες στην ταινία έχουν παρελθόν, μυστικά και φιλοδοξίες. Η Ελένη (Τζένη Καρέζη) ερωτεύεται τον Πέτρο (Δημήτρης Παπαμιχαήλ) και δεν του αποκαλύπτει τη ζωή που κάνει. Η Μαρίνα (Κατερίνα Χέλμη) αγαπάει έναν σωματέμπορο που την κακομεταχειρίζεται. Η Άννα (Αλεξάνδρα Λαδικού) κρατάει κρυφό ότι έχει παιδί και εκδίδεται για να πληρώνει τις σπουδές του. Όλες υπομένουν τη σαδιστική συμπεριφορά της Μανταμ Παρί και ονειρεύονται κάποια μέρα να αφήσουν πίσω τη ζωή της Τρούμπας. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας υπάρχει μία διάχυτη αναστάτωση ότι ανά πάσα στιγμή η κυβέρνηση μπορεί να κλείσει τα πορνεία. Στο τέλος της ταινίας οι φήμες βγαίνουν αληθινές. Ο κάθε ένας παίρνει το δρόμο του και σε λίγες ώρες το σοκάκι που ήταν γεμάτο φωνές, τσακωμούς, γέλια και τραγούδια, ξαφνικά ερημώνει και ένας ολόκληρος κόσμος γίνεται παρελθόν.
Τα κόκκινα Φανάρια είναι ένα μελόδραμα βασισμένο στο θεατρικό έργο του Αλέκου Γαλανού “Το Σπίτι Με Τα Κόκκινα Φώτα” που ανέβηκε στο θέατρο Πορεία το 1962. Είναι μία από τις πολλές ταινίες της εποχής που διηγούνται ιστορίες μέσα από τα πορνεία του Πειραιά. Η ταινία δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα της εποχής, αφού στην Τρούμπα τα μαχαιρώματα μεταξύ προαγωγών, οι ξυλοδαρμοί των γυναικών και οι απάνθρωπες συνθήκες εργασίας ήταν η καθημερινότητα. Οι οδοί Ναυάρχου Νοταρά και Φίλωνος ήταν γεμάτες πορνεία από το 1936. Σταδιακά η περιοχή με τους οίκους ανοχής μεγάλωνε, με αποκορύφωμα τη δεκαετία του ’50 και τις αρχές του ’60. Φόνοι, ναρκωτικά, τζόγος, βία και άφθονος αγοραίος έρωτας συνέθεταν την αποπνικτική εικόνα της πιο κακόφημης περιοχής της Ελλάδας. Ο Γεωργιάδης μεταφέρει τον θεατή με ρεαλισμό στο κλίμα των πορνείων και είναι από αυτές τις ταινίες που είναι γυρισμένη με τέτοιο τρόπο που σε αιχμαλωτίζει. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να μην συγκινηθείς παρακολουθώντας την. Εκτός από το καλοδουλεμένο σενάριο και την ευρηματική σκηνοθεσία, είναι και η μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου που συμβάλλει σε αυτό. Με σολίστ μπουζουκιού τον Γιώργο Ζαμπέτα, καταφέρνει να ντύσει την ταινία με τραγούδια που τονίζουν τις δραματικές σκηνές και απογειώνουν το συναίσθημα. Πρωτεύοντα ρόλο στη δυναμική της ταινίας έπαιξαν βέβαια οι ηθοποιοί. Επιλέχθηκε η “αφρόκρεμα” της 7ης τέχνης. Ηθοποιοί με εκφραστικότητα, που εμβάθυναν στο ρόλο και κάθε ερμηνεία τους ήταν ανεπανάληπτη. Σίγουρα το παίξιμο για τα σημερινά δεδομένα θεωρείται υπερβολικό, αλλά για το 1963 ήταν σύνηθες. Δεν μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει κάποιος πρωταγωνιστής, αφού όλοι οι κεντρικοί χαρακτήρες μοιράζονται ισόποση προβολή. Ο Γαλανός περιγράφει την πόρνη ως ένα θύμα της κοινωνίας που η μοίρα και οι συγκυρίες την έκαναν να καταλήξει στην Τρούμπα. Δείχνει ότι παρά τη χυδαία φύση του επαγγέλματος, οι πόρνες έχουν ευαισθησίες και όνειρα για τη ζωή. Σε όλη τη διάρκεια της ταινίας γίνονται αναφορές για ένα πιθανό κλείσιμο των πορνείων. Ένα γεγονός που άλλοι το απεύχονται και για άλλους θα επιφέρει μια λύτρωση και όταν αυτό γίνεται, για κάποιους είναι το τέλος και για άλλους μια νέα αρχή. Το σενάριο αποδείχθηκε προφητικό. 4 χρόνια μετά την προβολή της ταινίας, η κυβέρνηση των Συνταγματαρχών μαζί με τον δήμαρχο Πειραιά Αριστείδη Σκυλίτση, έδωσαν προθεσμία τριών ημερών στους οίκους ανοχής να κλείσουν. Πράγματι, ακριβώς όπως έγινε στην ταινία, οι δρόμοι της Τρούμπας άδειασαν και από τη μία μέρα στην άλλη έγινε μια γειτονιά σαν όλες τις άλλες! Η ταινία ήταν υποψήφια για Όσκαρ στην κατηγορία καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, αλλά βρέθηκε στην 3η θέση ανάμεσα από 92 ταινίες. Ο Γαλανός είχε εκφράσει την αντίθεσή του στον τρόπο που μεταφέρθηκε το θεατρικό στη μεγάλη οθόνη. Ήθελε να διατηρηθεί το κείμενο με όλη του την ωμότητα και όχι ωραιοποιημένο. Σε συνέντευξη σε εφημερίδα της εποχής είχε δηλώσει: “δεν υπάρχει ούτε μία σκηνή που να μην έχουν παρέμβει οι “σοφοί” εγκέφαλοι που ασχολήθηκαν με την καλλιτεχνική πλευρά της ταινίας” . Ο σκηνοθέτης επίσης τροποποίησε το φινάλε και έβαλε ένα happy end το οποίο ο Γαλανός δεν ενέκρινε. Σε μια δήλωσή του από το Άγιον Όρος όπου διέμενε για 18 χρόνια ως δόκιμος μοναχός, υποστήριξε ότι αν ο σκηνοθέτης δεν είχε παρέμβει στο θεατρικό και το μετέφερε στον κινηματογράφο αυτούσιο, θα είχε κερδίσει το Όσκαρ. Η κατάληξη του Γαλανού είναι κι αυτή δραματική σαν την ταινία. Τα τελευταία του χρόνια ζούσε σε άθλιες συνθήκες σε ένα υγρό υπόγειο στον Κορυδαλλό, μόνος, άπορος και βυθισμένος στην κατάθλιψη με προχωρημένο αλτσχάιμερ. Πέθανε το 2008 ξεχασμένος από όλους. Το σπίτι όπου γυρίστηκε η ταινία βρίσκεται στην οδό Ναυάρχου Νοταρά στην Τρούμπα και σώζεται μέχρι και σήμερα.
-
Αλέξης Ζορμπάς (Zorba the Greek) 1964
Σκηνοθεσία: Μιχάλης Κακογιάννης
Σενάριο: Μιχάλης Κακογιάννης (βασισμένο σε βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη)
Πρωταγωνιστούν: Anthony Quinn, Alan Bates, Eιρήνη Παπά, Lila Kedrova, Σωτήρης Μουστάκας, Άννα Κυριακού, Γιώργος Φούντας, Τάκης Εμμανουήλ
Πλοκή:
Ο Basil (Alan Bates), είναι ένας Άγγλος συγγραφέας που έρχεται στην Ελλάδα για να επισκευτεί το εγκαταλελειμμένο ορυχείο του πατέρα του στην Κρήτη. Βρίσκεται στον Πειραιά περιμένοντας να πάρει το πλοίο. Εκεί γνωρίζει τον τον Αλέξη Ζορμπά (Anthony Quinn) που είναι ένας περιπλανώμενος μουσικός. Του εξηγεί ότι θέλει να ταξιδέψει στην Κρήτη για να δει αν μπορεί να επαναλειτουργήσει το λιγνιτωρυχείο του. Ο Ζορμπάς του λέει ότι έχει πείρα ως ανθρακωρύχος και προθυμοποιείται να τον βοηθήσει. Έτσι φεύγουν μαζί για την Κρήτη. Οι φτωχοί χωρικοί υποδέχονται τον Άγγλο επισκέπτη πολύ θερμά. Φιλοξενούνται σε ένα πανδοχείο που το λειτουργεί η Μαντάμ Ορτάνς (Lila Kedrova). Ο Ζορμπάς συνάπτει σχέση με τη Μαντάμ Ορτάνς, όμως δεν θέλει να δεσμευτεί και να χάσει την ελευθερία του. Ο Basil με τον Ζορμπά πηγαίνοντας στο λατομείο ανακαλύπτουν οτι δέν είναι ασφαλές και το εγκαταλείπουν. Ο Ζορμπάς προτείνει να φτιάξουν ένα εργοστάσιο ξυλείας. Ύστερα γνωρίζουν μια νεαρή χήρα (Ειρήνη Παπά) που διεκδικεί ο Μανωλάκης (Τάκης Εμμανουήλ), ένας νεαρός χωρικός. Ο Basil την ερωτεύεται και περνάει το βράδυ μαζί της, όμως κάποιος τους βλέπει και το νέο διαδίδεται σύντομα σε όλο το χωριό. Το μαθαίνει ο Μανωλάκης και αυτοκτονεί. Στην κηδεία του επιχειρεί να έρθει και η χήρα, όμως οι χωρικοί την εμποδίζουν να μπει στην εκκλησία θεωρώντας την υπεύθυνη για τον θάνατο του Μανωλάκη. Το εξοργισμένο πλήθος της επιτίθεται και ο πατέρας του Μανωλάκη (Γιώργος Φούντας) τη δολοφονεί. Η Μαντάμ Ορτάνς που έχει ερωτευθεί σφόδρα τον Ζορμπά, κάνει όνειρα για τον γάμο τους. Ο Ζορμπάς της λέει ψέματα ότι έχει παραγγείλει ένα φανταχτερό νυφικό. Λίγο μετά όμως η Μαντάμ Ορτάνς προσβάλλεται από πνευμονία και είναι ετοιμοθάνατη. Οι φτωχοί χωρικοί συγκεντρώνονται έξω από το πανδοχείο περιμένοντας να πεθάνει για να μπουν και να κλέψουν τα υπάρχοντά της. Η Μαντάμ Ορτάνς πεθαίνει και ο Ζορμπάς προσπαθεί να προστατέψει το πανδοχείο από την επέλαση των χωρικών. Οι ντόπιοι όμως καταφέρνουν να εισβάλλουν και σε λίγη ώρα έχουν λεηλατήσει όλο το πανδοχείο και το απογυμνώνουν, αφήνοντας μόνο το κρεβάτι με τη νεκρή. Ο Ζορμπάς έχει εν τω μεταξύ ολοκληρώσει μια περίπλοκη κατασκευή για την εναέρια μεταφορά ξυλείας από την κορυφή του βουνού προς τη θάλασσα. Πραγματοποιείται μια εορταστική τελετή, συμπεριλαμβανομένου του αρνιού στη σούβλα και όλοι οι χωρικοί έρχονται για να ευχηθούν. Ο Ζορμπάς σηματοδοτεί την αρχή πυροβολώντας στον αέρα. Ένας κορμός έρχεται με ανησυχητικό ρυθμό, καταστρέφοντας ελαφρώς μέρος του εξοπλισμού. Ο Ζορμπάς παραμένει αδιάφορος και δίνει παραγγελία για ένα δεύτερο κορμό. Μέχρι τώρα οι χωρικοί και οι ιερείς τρέχουν φοβισμένοι να κρυφτούν. Ο Ζορμπάς παραμένει ατάραχος και δίνει σύνθημα να κατέβει και τρίτος κορμός, ο οποίος επιταχύνει προς τα κάτω με τέτοια βία, που αποσυνδέει ολόκληρη την κατασκευή, καταστρέφοντας τα πάντα! Οι χωρικοί φεύγουν, αφήνοντας πίσω τον Basil και τον Ζορμπά. Οι δύο φίλοι κάθονται δίπλα στην ακτή για να φάνε το ψητό αρνί. Ο Basil ανακοινώνει ότι θα επιστρέψει στην Αγγλία. Ο Ζορμπάς δηλώνει τη λύπη του. Ο Basil του ζητά να τον διδάξει να χορεύει. Ο Ζορμπάς του διδάσκει το συρτάκι και ο Basil αρχίζει να γελάει για το καταστροφικό αποτέλεσμα. Η ιστορία τελειώνει με τους δύο άντρες να χορεύουν με ενθουσιασμό το συρτάκι στην παραλία.
Η ταινία αυτή ήταν η αφορμή να γίνει γνωστό σε όλο τον κόσμο το Ελληνικό ταμπεραμέντο και η ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία των Ελλήνων. Η ανεμελιά, ο αυθορμητισμός, η αγάπη για την ελευθερία και η συνεχής ανάγκη για γλέντι, είναι στερεότυπα που αυτή η ταινία έχει συμβάλλει για να δημιουργηθούν. Για τα σημερινά δεδομένα η ταινία φαίνεται λίγο ακατέργαστη και αληθοφανής με πολλά συνοριακά κενά και υπερβολικές ερμηνείες με πολλούς ρόλους να καταντάνε καρικατούρες, όπως αυτοί των χωρικών, αλλά και του ίδιου του πρωταγωνιστή. Όμως για την εποχή της ήταν μια αξιοπρεπής προσπάθεια. Η ταινία είναι βασισμένη στο βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη “Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά” του 1946. Η ιδέα να γυριστεί ταινία για τον Ζορμπά είχε πέσει στο τραπέζι άλλες δύο φορές. Μία από τον Ελιά Καζάν και μία από τον Ζύλ Ντασέν. Αυτός όμως που το πραγματοποίησε ήταν ο Μιχάλης Κακογιάννης που ήταν ήδη γνωστός στην Ελλάδα από τα αριστουργηματικά Στέλλα (1955), Το τελευταίο Ψέμα (1958), Ηλέκτρα (1962) και άλλα. Αρχικά όλες οι μεγάλες εταιρίες παραγωγής είχαν απορρίψει την ταινία. Ωστόσο κατάφερε να γυριστεί με ένα χαμηλό budget των 783.000$. Τα γυρίσματα έγιναν στα Χανιά και σε διάφορες άλλες περιοχές της Κρήτης, γενέτειρας του Καζαντζάκη. Τελικά η ταινία εξελίχθηκε σε τεράστια εισπρακτική επιτυχία παγκοσμίως με έσοδα πάνω από 23.500.000$! Επίσης η ταινία απέσπασε 3 βραβεία Όσκαρ, μεταξύ των οποίων Β’ γυναικείου ρόλου για τη Lila Kedrova. Ήταν τόσο δημοφιλής η ταινία που ο Amancio Ortega, ιδρύτης της εταιρίας ένδυσης Zara, ήθελε αρχικά να ονομάσει τα καταστήματά του Zorba! Από αυτή την ταινία έχει γίνει γνωστό το περιβόητο “Συρτάκι του Ζορμπά” που είναι μέχρι σήμερα η πιο αναγνωρίσιμη Ελληνική μελωδία στον όλων των εποχών! Υπάρχει όμως μια περίεργη ιστορία πίσω από αυτή τη μουσική. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, ο Κακογιάννης ζήτησε από τον Μίκη Θεοδωράκη που είχε αναλάβει τη μουσική επένδυση της ταινίας, να κάνει μια συρραφή δύο παλαιότερων κομματιών του για να ντυθεί η σκηνή του φινάλε. Ζήτησε ένα τραγούδι που να αρχίζει με την εισαγωγή του “Στρώσε Το Στρώμα Σου Για Δύο” του Μπιθικώτση και να συνεχίζει με ένα ορχηστρικό που είχε γραφτεί το 1961 για την ταινία του Αλέκου Αλεξανδράκη “Συνοικία Το Όνειρο”. Η μουσική αυτή θα ήταν προσωρινή για να γυριστεί η σκηνή, μέχρι ο Θεοδωράκης να γράψει ένα νέο κομμάτι. Πράγματι ο Θεοδωράκης μάζεψε τους μουσικούς του και ένωσαν τα δύο μουσικά μέρη, δημιουργώντας το κομμάτι που ζήτησε ο σκηνοθέτης. Όμως όταν τελείωσαν τα γυρίσματα, ο Θεοδωράκης έκρινε ότι η μουσική ταίριαζε πολύ και πρότεινε να μην αντικατασταθεί. Έτσι κι έγινε. Κάπου εδώ όμως ξεκίνησαν τα προβλήματα γιατί η μεν εισαγωγή του “Στρώσε Το Στρώμα Σου Για Δύο” είναι ένας αυτοσχεδιασμός του Γιώργου Ζαμπέτα που ήταν για ένα διάστημα σολίστ μπουζουκιού του Θεοδωράκη και όλο το υπόλοιπο κομμάτι ήταν σύνθεση του Κρητικού λαουτιέρη Γιώργη Κουτσουρέλη. Ο Κουτσουρέλης μάλιστα είχε κυκλοφορήσει το κομμάτι σε δίσκο από το 1950 με τίτλο “Αρμενοχωριανός Συρτός”. Όπως ήταν φυσικό οι δύο δημιουργοί (Ζαμπέτας και Κουτσουρέλης) στράφηκαν νομικά εναντίων του Θεοδωράκη που οικειοποιήθηκε τις μελωδίες τους. Ας πούμε δύο λόγια όμως και για τον κεντρικό ήρωα της ταινίας, το Ζορμπά, ο οποίος ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Ο Καζαντζάκης τον αναφέρει στο βιβλίο του ως Αλέξη, όμως το πραγματικό του όνομα ήταν Γιώργης Ζορμπάς. Γεννήθηκε στο Βελβεντό Κοζάνης το 1865 από πατέρα βοσκό. Ο Ζορμπάς ήταν Μακεδόνας και δεν είχε πατήσει ποτέ το πόδι του στην Κρήτη! Για κακή του τύχη, όταν ήταν δεκαπέντε ετών, ο πατέρας του έφυγε για να γίνει μοναχός στο Άγιον Όρος. Έτσι αναγκάστηκε να αναλάβει μόνος του το κοπάδι με τα γιδοπρόβατα. Για δύο χρόνια τα κατάφερνε καλά, όμως ξαφνικά έπεσε αρρώστια στο κοπάδι και το αποδεκάτισε. Ο Γιώργης έπρεπε να αναζητήσει την τύχη του αλλού κι έτσι έφυγε με τα πόδια από τον τόπο του και μετά από μέρες πεζοπορίας έφτασε στη Χαλκιδική όπου έπιασε δουλειά ως εργάτης σε ένα ορυχείο. Εκεί γνώρισε την Ελένη, την κόρη του αρχιεργάτη και την παντρεύτηκε. Απέκτησαν μαζί δώδεκα παιδιά από τα οποία έζησαν τα επτά. Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων πέθανε η σύζυγός του και το μεταλλείο έκλεισε. Αναγκάστηκε να αλλάξει πολλές δουλειές για να καταφέρει να μεγαλώσει τα παιδιά του και μετακόμιζε συχνά σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Το 1915 ο Γιώργης Ζορμπάς έφυγε για το Άγιον Όρος με σκοπό να γίνει καλόγερος. Ο Καζαντζάκης εκείνη την περίοδο είχε καταπιαστεί με μία επιχείρηση ξυλείας και βρισκόταν για επαγγελματικούς λόγους στο Άγιον Όρος. Εκεί γνώρισε τον Ζορμπά και τον προσέλαβε αμέσως ως αρχιεργάτη στις νέες του δραστηριότητες στον χώρο της εξόρυξης λιγνίτη στη Μεσσηνιακή Μάνη. Ο Καζαντζάκης γοητεύτηκε από την αυθεντικότητα και την ιδιοσυγκρασία του εργάτη του. Θαύμαζε ότι ήξερε να διασκεδάζει, ότι ήταν παρορμητικός και αγαπητός σε όλους, ότι γελούσε με την καρδιά του και είχε ψυχή μικρού παιδιού. Οι δύο τους έκαναν ατέλειωτες συζητήσεις στην παραλία της Καλογριάς και ανέπτυξαν μια δυνατή φιλία που κράτησε πολλά χρόνια. Οι δουλειές όμως στο λιγνιτωρυχείο του Καζαντζάκη δεν πήγαιναν καλά και το 1918 έκλεισε οριστικά. Το 1919 συνεργάστηκαν ξανά σε μία κυβερνητική αποστολή επαναπατρισμού 100.000 Ελλήνων από τον Καύκασο. Μετά από αυτό ο Ζορμπάς μετακόμισε στη Σερβία και ύστερα μόνιμα στα Σκόπια όπου απέκτησε δικό του μεταλλείο, ξαναπαντρεύτηκε και έκανε κι άλλα παιδιά. Κράτησε όμως επικοινωνία με τον Καζαντζάκη μέσω αλληλογραφίας μέχρι το τέλος της ζωής του. Δεν επέστρεψε ποτέ στην Ελλάδα. Πέθανε το 1941. Ο τάφος του βρίσκεται ακόμα και σήμερα στα Σκόπια. Δισέγγονος του ήταν ο τραγουδιστής Παύλος Σιδηρόπουλος.
-
Μια Αιωνιότητα και μια Μέρα (Eternity and a Day) 1998
Σκηνοθεσία: Θεόδωρος Αγγελόπουλος
Σενάριο: Θεόδωρος Αγγελόπουλος
Παίζουν: Bruno Ganz, Isabelle Renauld, Fabrizio Bentivoglio, Αχιλλέας Σκέβης, Δέσποινα Μπεμπεδέλη, Ίρις Χατζηαντωνίου, Ελένη Γερασιμίδου, Νίκος Κούρος, Αλεξάνδρα Λαδικού
Τη φωνή του Ganz τη ντουμπλάρει στα Ελληνικά ο Πέτρος Φυσσούν και της Renauld η Πέμη Ζούνη.
Πλοκή:
Η ταινία ακολουθεί τον Αλέξανδρο (Bruno Ganz), έναν μεσόκοπο ποιητή που κάνει μια θλιβερή ανασκόπηση στη μάταιη ζωή του. Απορροφημένος με τη συγγραφή των ποιητικών του συλλογών, ήταν πάντα απών από το πλευρό της συζύγου και τις κόρης του. Τώρα είναι βαριά άρρωστος και αφήνεται να εννοηθεί οι του μένουν λίγες μέρες ζωής. Τελευταία του επιθυμία είναι να ολοκληρώσει το έργο του Διονύσιου Σολωμού “Ελεύθεροι Πολιορκημένοι”. Όμως του λείπουν οι λέξεις. Φεύγει από το σπίτι του για ένα ταξίδι. Στο δρόμο καθώς οδηγούσε, συναντά ένα παιδί των φαναριών (Αχιλλέας Σκεύης) και το σώζει από την αστυνομία που το κυνηγά. Το αφήνει λίγο παρακάτω. Ύστερα πηγαίνει επίσκεψη στην κόρη του για να ανακοινώσει ότι φεύγει και της ζητάει να κρατήσει το σκύλο του. Εκείνη αρνείται. ο Αλέξανδρος πάει σε ένα φαρμακείο να πάρει τα χάπια του και στον απέναντι δρόμο βλέπει το παιδί των φαναριών και άλλο ένα που απαγάγονται με ένα αγροτικό. Ακολουθεί το όχημα και καταλήγει σε ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο. Εκείνη τη στιγμή καταφθάνει ένα πούλμαν και αποβιβάζει πολλά εύπορα ζευγάρια. Μπερδεύεται με το πλήθος και τους ακολουθεί για να δει τι συμβαίνει. Μπαίνουν στο εσωτερικό του κτιρίου που είναι εντελώς διαλυμένο. Τα ζευγάρια μαζεύονται σε ένα σημείο και διαλέγουν παιδιά τα οποία στέκονται στη σειρά σε ένα τοίχο. Κάποια στιγμή ένα από αυτά σπάει ένα παράθυρο και το σκάει. Προκαλείται αναστάτωση και ο Αλέξανδρος βρίσκει την ευκαιρία να πάρει κοντά του το παιδί των φαναριών. Βγαίνοντας από το κτίριο, συναντά τους απαγωγείς. Τους αφήνει ότι λεφτά έχει και φεύγει με το παιδί. Ο μικρός του λέει ότι έχει τη γιαγιά του στην Αλβανία. Ο Αλέξανδρος δεν μπορεί να τον αφήσει μόνο. Θέλει να τον πάει στην πατρίδα του. Καταφέρνουν να φτάσουν στα Ελληνοαλβανικά σύνορα όπου λίγο πριν τον αφήσει, ο μικρός του αποκαλύπτει ότι του είπε ψέματα και δεν έχει κανέναν στην Αλβανία. Πάνε πίσω. Ο Αλέξανδρος του εξιστορεί την ζωή του αγαπημένου του ποιητή Διονύσιου Σολομού. Του μιλάει για το ημιτελές ποίημά του “Ελεύθεροι Πολιορκημένοι”. Του λέει ότι ο Σολωμός επειδή δεν ήξερε καλά Ελληνικά, αγόραζε λέξεις από τους ντόπιους για να φτιάξει τα ποιήματά του. Ο Αλέξανδρος μία-μία λύνει όσες εκκρεμότητες έχει. Δίνει το σκύλο του, αποχαιρετά τη μητέρα του… Είναι απογοητευμένος από τη ζωή. Τώρα που πλησιάζει το τέλος καταλαβαίνει πόσες στιγμές έχασε. Ο μικρός επανενώνεται με τα άλλα παιδιά των φαναριών και κανονίζει μαζί τους ένα λαθραίο ταξίδι με πλοίο. Βρίσκει τον ποιητή και του το ανακοινώνει. Ο Αλέξανδρος τον παρακαλά να μείνει μαζί του αυτές τις τελευταίες ώρες που του απομένουν. Ο μικρός του κάνει τη χάρη. Μπαίνουν σε ένα τυχαίο λεωφορείο που κάνει ένα νυχτερινό δρομολόγιο με διάφορους αξιοπερίεργους επιβάτες που εναλλάσσονται. Φτάνει η ώρα του αποχωρισμού. Ο μικρός κλαίει, αλλά πρέπει να φύγει. Ο Αλέξανδρος βλέπει το πλοίο να σαλπάρει. Πάει στο πατρικό του που είναι πλέον άδειο και έτοιμο για κατεδάφιση. Επιστρέφει με τη φαντασία του πάλι στο παρελθόν. Αυτή η μία μέρα τον έκανε να βρει όλες τις λέξεις που έψαχνε.
Η προσωπική μου εμπειρία με τη συγκεκριμένη ταινία ήταν όταν ήμουν 12 ετών. Μου είχε φανεί ακατάληπτη και βαρετή. Βλέποντάς τη ξανά, διαπίστωσα ότι είναι ένα έργο τέχνης. Μέσα από τα μάτια του γέρου ποιητή βλέπουμε έναν άνθρωπο που άφησε τη ζωή να κυλίσει χωρίς να τη ζήσει. Μια αιωνιότητα μάταιη, που όμως της έδωσε νόημα για μια μέρα ένα παιδί των φαναριών. Το διαρκές ζητούμενο είναι το ταξίδι. Μια φυγή που θα φέρει μια νέα αρχή ή το οριστικό τέλος. Έτσι και το λαθραίο ταξίδι του παιδιού φέρνει ελπίδα και προσδοκίες για κάτι καλύτερο, ενώ ο ποιητής δεν θα προλάβει άλλο ταξίδι παρά μόνο περιμένει τον επικείμενο θάνατο. Υπάρχουν πολλοί παραλληλισμοί στην ταινία όπως η διαδρομή με το λεωφορείο που οι εναλλαγές των επιβατών συμβολίζουν τα διάφορα στάδια που έρχονται στη ζωή μας. Το δρομολόγιο αρχίζει με πολύ κόσμο. Μετά το πλήθος φεύγει και έρχεται το ζευγάρι που μας δίνει τον έρωτα και την απογοήτευση. Μετά μπαίνει ο διαδηλωτής που υποδηλώνει την επανάσταση που όμως κατά τη διάρκεια της διαδρομής τον παίρνει ο ύπνος όπως τον δυναμισμό και τα ιδεώδη που μεγαλώνοντας σταματάμε να παλεύουμε για αυτά. Η ατμόσφαιρα σε όλα τα πλάνα είναι στο γνωστό ομιχλώδες μοτίβο του Αγγελόπουλου που ισορροπεί μεταξύ πραγματικότητας και ονειρικής δυστοπίας. Το σήμερα το βλέπουμε μέσα από τα μάτια του ποιητή. Δεν υπάρχει ενθουσιασμός. Όλα γίνονται μηχανικά. Οι άνθρωποι είναι σαν υπνωτισμένοι και δε φαίνεται να προσμένουν τίποτα. Μόνο όταν ο Αγγελόπουλος κάνει φλας μπακ στα νεανικά χρόνια του ποιητή, φαίνεται ότι οι άνθρωποι απολαμβάνουν τη ζωή. Εκεί όμως, αντί να δούμε τον ποιητή σε νέα ηλικία, τον βλέπουμε πάλι μεσόκοπο. Ένα σκηνοθετικό τρικ. Το φλάς μπάκ δεν προβάλλεται για εμάς τους θεατές, αλλά μας δείχνει ότι ο ποιητής ταξιδεύει με το νου του στο παρελθόν και θέλει να ξαναζήσει αυτές τις στιγμές. Μέσα από τις τελευταίες του μέρες καταλαβαίνει ότι όπως το ανολοκλήρωτο ποίημα, έτσι και η ζωή του θα μείνει ανεκπλήρωτη και γεμάτη λάθη. Δυστυχισμένος αλλά συνειδητοποιημένος, μένει μόνος με τις αναμνήσεις του περιμένοντας το τέλος. Η ταινία δεν έχει κάποια δυνατή πλοκή. Οι διάλογοι είναι λίγοι και το σενάριο πολύ λιτό έως και ανύπαρκτο. Βασίζεται περισσότερο στην ατμόσφαιρα και στα συναισθήματα που σου δημιουργεί. Κάθε πλάνο είναι σαν μελαγχολικός πίνακας και χωρίς να χρησιμοποιούνται ερμηνευτικές υπερβολές, καταφέρνει να σε βάλει στην ψυχολογία του πρωταγωνιστή. απέσπασε τον Χρυσό Φοίνικα το 1998 και προβλήθηκε σε όλο τον κόσμο. Η μουσική είναι της Ελένης Καραΐνδρου, μόνιμης συνεργάτιδας του Αγγελόπουλου. Ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος ήταν ένας σκηνοθέτης που δεν είχε την αποδοχή που του άξιζε στην Ελλάδα. Ναι μεν όλοι τον σέβονταν και τον είχαν ψηλά ποιοτικά, όμως ο μέσος Έλληνας θεατής δεν κατάφερε να αναγνωρίσει την τέχνη του. Ήταν πολύ “βαρύς” για τα ανάλαφρα Ελληνικά γούστα. Ένας αμφιλεγόμενος καλλιτέχνης που έφτασε ακόμα και να αφοριστεί από την Εκκλησία λόγω μιας ταινίας του. Όμως ο Αγγελόπουλος είχε την παγκόσμια αποδοχή και ένα διεθνές κοινό που τον θαύμαζε και τον παρακολουθούσε φανατικά. Ένα ακόμα ενδιαφέρον fact για την ταινία είναι ότι ο Αχιλλέας Σκεύης που υποδύεται το παιδάκι των φαναριών, δεν επιλέχθηκε από κάποια οντισιόν. Τον είδε τυχαία ο Αγγελόπουλος να κάνει ποδήλατο σε ένα δρόμο στο Καπανδρίτι και έτσι τον επέλεξε για το ρόλο.
5.Κυνόδοντας (Dogtooth) 2009
Σκηνοθεσία: Γιώργος Λάνθιμος
Σενάριο: Γιώργος Λάνθιμος – Ευθύμης Φιλίππου
Πρωταγωνιστούν : Χρήστος Στέργιογλου, Michelle Valley, Αγγελική Παπούλια, Μαίρη Τσώνη, Χρήστος Πασσαλής, Άννα Καλαϊτζίδου
Πλοκή:
Βρισκόμαστε σε μια πολυτελή μονοκατοικία σε μια απομονωμένη περιοχή, όπου ζει μια οικογένεια. Ο πατέρας έχει μια διοικητική θέση σε ένα εργοστάσιο και η μητέρα δεν εργάζεται. Έχουν 3 παιδιά γύρω στα 20-25. Δύο κόρες και ένα γιό. Από την αρχή της ταινίας καταλαβαίνουμε ότι κάτι περίεργο συμβαίνει. Ο πατέρας σε συνεργασία με τη μητέρα έχουν αποκλείσει τα παιδιά τους από την κοινωνία και έχουν φτιάξει μια δική τους πραγματικότητα που τους παρουσιάζουν. Τα παιδιά δεν αμφισβητούν αυτά που τους λένε οι γονείς τους και δεν έχουν βγει ποτέ από το σπίτι. Ο πατέρας έχει αναθρέψει τα παιδιά με φόβο για τον έξω κόσμο κατασκευάζοντας ένα σωρό ιστορίες όπως το ότι κάποτε είχαν άλλο ένα αδελφό που είχε την απερισκεψία να βγει από το σπίτι και τον έφαγε μιά γάτα. Έχουν πει στα παιδιά ότι μόνο όταν τους πέσουν οι κυνόδοντες θα είναι έτοιμοι να βγουν από το σπίτι. Τη μόρφωσή τους έχουν αναλάβει επίσης οι γονείς τους με προηχογραφημένα μαθήματα σε κασέτες. Οι λέξεις που μπορεί να βάλουν τα παιδιά σε πειρασμό να φύγουν από το σπίτι, έχουν αλλάξει έννοια. Έτσι στα ηχογραφημένα μαθήματα ακούμε “Θάλασσα είναι η πολυθρόνα με μπράτσα. Αυτοκινητόδρομος είναι ο πολύ δυνατός αέρας. Εκδρομή είναι ένα πολύ δυνατό υλικό. Παράδειγμα: Ο πολυέλαιος έπεσε στο πάτωμα, αλλά δεν έπαθε καμία ζημιά γιατί είναι φτιαγμένο 100% από εκδρομή.” Η συμπεριφορά των παιδιών παραπέμπει σε πολύ μικρές ηλικίες, κάτω των 10 ετών, δείγμα ότι δεν έχουν αναπτύξει την προσωπικότητά τους. Ο πατέρας επιβραβεύει τα παιδιά με αυτοκόλλητα και προνόμια όπως η επιλογή βραδινής ψυχαγωγίας που μπορεί να περιλαμβάνει ακρόαση μουσικής, πχ Frank Sinatra. Εκεί ο πατέρας λέει στα παιδιά ότι τραγουδά ο παππούς τους και μεταφράζει τους στίχους εντελώς παραποιημένους. Επίσης μπορεί να παρακολουθήσουν ταινία, που δεν είναι τίποτε άλλο από οικογενειακά βίντεο γυρισμένα στον κήπο ή μέσα στο σπίτι. Τα παιδιά μάλιστα ξέρουν απ’ έξω τους διαλόγους, πράγμα που μας κάνει να καταλάβουμε ότι έχουν δει αυτά τα βίντεο αναρίθμητες φορές. Το μόνο άτομο από τον έξω κόσμο που ξέρει τι συμβαίνει, είναι μια security από το εργοστάσιο που δουλεύει ο πατέρας. Τη φέρνει συχνά στο σπίτι για να καλύπτει τις σεξουαλικές ανάγκες του γιου επί πληρωμή. Η security νιώθει πολύ άβολα σε αυτό το περιβάλλον, αλλά δεν δείχνει να έχει σκοπό να βοηθήσει τα παιδιά. Ωστόσο μιλάει με τα κορίτσια και τους δίνει δύο βιντεοκασέτες. Η μια κόρη βλέπει κρυφά μία από τις ταινίες (Rocky) και την επόμενη μέρα μιμείται τον μποξέρ. Ο πατέρας ανακαλύπτει τις ταινίας και αντιλαμβάνεται ότι η security διατάραξε την ισορροπία της οικογένειάς του. Την επισκέπτεται στο σπίτι της και τη χτυπάει με μια συσκευή βίντεο στο κεφάλι, αφήνοντάς την ετοιμοθάνατη. Η μεγάλη κόρη πάει στην τουαλέτα και σπάει τους κυνόδοντές της ώστε να θεωρείται έτοιμη να βγει στον έξω κόσμο. Κρύβεται στο Πορτ πάγκα του αυτοκινήτου και δεν μαθαίνουμε την εξέλιξή της.
Είναι μία ταινία που σίγουρα σε κάνει να νιώσεις άβολα και σε σοκάρει, αλλά αυτό είναι το ζητούμενο. Σίγουρα δεν είναι από τις κλασικές ταινίες που θα απολαύσεις με την παρέα σου ή την οικογένειά σου ένα Σαββατόβραδο. Σενάριο δεν υπάρχει. Απλά παρατηρούμε την ιδιόμορφη καθημερινότητα μιας οικογένειας. Ίσως να μην τη δεις μέχρι το τέλος, αν και θα σου το συνιστούσα. Προσωπικά την παρακολούθησα τις πρώτες μέρες προβολής της στην Ελλάδα. Άκουγα αφοριστικές κριτικές και πολύ αιχμηρούς χαρακτηρισμούς. Έτσι έτρεξα να τη δω! Ήξερα ότι μπορεί να είναι κάτι πολύ κακό, ή ένα αριστούργημα. Την πρώτη φορά που είδα τον Κυνόδοντα, κατάλαβα ότι βλέπω κάτι πολύ ενδιαφέρον. Κάτι που δεν το έχω ξαναδεί. Αρχικά γέλασα πολύ (αν και δεν θεωρείται κωμωδία). Ύστερα άρχισα να σκέφτομαι αυτό το εφιαλτικό σενάριο πόσο εύκολα μπορεί να προσαρμοστεί αλληγορικά στον τρόπο που λειτουργεί η κοινωνία μας. Άρχισα να μεταφράζω κάθε σκηνή και σιγά μου αποκαλύφθηκε το ιδιοφυές project του Λάνθιμου. Ο πατέρας είναι δικτατορικός. Πάει τη λέξη “υπερπροστατευτικός” σε άλλο επίπεδο. Κρατά τα παιδιά του έγκλειστα για να τα προφυλάξει από τους κινδύνους του έξω κόσμου. Τους έχει παρουσιάσει μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα που αυτός έχει επινοήσει. Η σύζυγος βοηθάει τον πατέρα στο έργο του και μαζί εφευρίσκουν διάφορους τρόπους να κρατήσουν τα παιδιά τους μακριά από τον πειρασμό να δραπετεύσουν. Η security από την άλλη, ξέρει για αυτό τον παραλογισμό, αλλά δεν το βλέπει ως χρέος της να αφυπνίσει τα παιδιά. Τέλος, τα παιδιά συμπεριφέρονται αλλοπρόσαλλα λόγω της έλλειψης άλλων ερεθισμάτων. Ακόμα και αν νομίζουν ότι επαναστατούν, γίνεται μέσα στο πλαίσιο των κανόνων που έχει ορίσει ο πατέρας. Η αλληγορία φανερώνεται αν στο ρόλο του πατέρα βάλουμε μια διεφθαρμένη κυβέρνηση που είναι χειριστική και μας παρουσιάζει μια παραποιημένη αλήθεια, στο ρόλο της συζύγου τη δικαιοσύνη, που προσχηματικά μπορεί να εμπνέει εμπιστοσύνη, αλλά είναι το δεξί χέρι της κυβέρνησης, στο ρόλο της security τα σώματα ασφαλείας που βλέπουν τα κακώς κείμενα, αλλά αδιαφορούν και εκτελούν τυφλά εντολές και στο ρόλο των παιδιών, τους πολίτες που ζουν μέσα στην πλάνη χωρίς να έχουν λόγο και δύναμη να ορίσουν τις ζωές τους. Η ταινία ήρθε μία περίοδο που ο Ελληνικός Κινηματογράφος είχε πιάσει πάτο. Όπως ήταν αναμενόμενο, δεν πέρασε απαρατήρητη και βραβεύτηκε στο φεστιβάλ των Καννών και ήταν υποψήφια ακόμα και για Όσκαρ. Έγινε ένας παγκόσμιος ντόρος για τη ταινία. Όλοι μιλούσαν για αυτή την περίεργη οικογένεια. Άρθρα που εκθείαζαν την ταινία γράφονταν με καταιγιστικό ρυθμό από τη Guardian, New York Times κ.α. Με την ευρηματική αυτή ταινία η Ελλάδα ήρθε ξανά στο προσκήνιο και με αφορμή τον Κυνόδοντα δημιουργήθηκε το περιβόητο Greek Weird Wave όπως το χαρακτήρισε ο Steve Rose της Guardian. Ένα πρωτοπόρο είδος κινηματογράφησης με αποχρωματισμένα και ψυχρά φίλτρα, στατικά πλάνα, αφύσικους και λιγοστούς διαλόγους και απόκοσμη ατμόσφαιρα. Με σενάρια λιτά, αλλά με έντονα ξεσπάσματα ωμής βίας ή σεξ και με τη μουσική να απουσιάζει σχεδόν παντελώς. Μερικές Ελληνικές ταινίες που εντάσσονται στο Weird Wave είναι το Attenberg, το “Chevalier”, το “Miss Violence”, το “Ο Γιος Της Σοφίας” το “Park” και άλλες. Αν μη τι άλλο ο Κυνόδοντας εισήγαγε ένα εντελώς νέο κινηματογραφικό στιλ που ξεκίνησε από την Ελλάδα και επεκτάθηκε παγκοσμίως. Η ταινία αυτή άνοιξε για τον Λάνθιμο το δρόμο για τις μεγάλες διεθνής παραγωγές και τώρα πια δραστηριοποιείται στις Η.Π.Α. με μεγάλη επιτυχία αφού συγκαταλέγεται στους πιο αναγνωρισμένους σκηνοθέτες της γενιάς του. Ωστόσο ένα γεγονός ήρθε να αμαυρώσει το έργο του Λάνθιμου. Βρέθηκε ότι υπάρχει έντονη ομοιότητα του Κυνόδοντα με την Μεξικανική ταινία του Arturo Ripstein “El Castillo De La Pureza” του 1973 που έχει ίδιο σενάριο. Ο Ripstein είχε εμπνευστεί από ένα πραγματικό γεγονός που είχε γίνει πρωτοσέλιδο. Στις 24 Ιουλίου 1959, η αστυνομία της Ομοσπονδιακής Περιφέρειας Μεξικού συνέλαβε τον Rafael Pérez στο σπίτι του στην Avenida Insurgentes Norte. Ο άντρας είχε διατηρήσει επί 15 χρόνια φυλακισμένους τη σύζυγο και τα 6 του παιδιά (δυο εκ των οποίων πέθαναν κατά τον εγκλεισμό). Πριν τη ταινία του 1973 είχε γραφτεί ένα βιβλίο (La Carcajadas Del Gato) του Luis Spota το 1964 και ένα θεατρικό (Los Motivos Den Lobos) του Sergio Magaña το 1965, βασισμένα στην ίδια υπόθεση. Ο Magaña είχε γράψει ένα αλληγορικό έργο με πολιτικές προεκτάσεις. Ο ίδιος το 1988 είχε δηλώσει για το θεατρικό «Η αναζήτηση μη μόλυνσης συμβαίνει επίσης πολιτικά. Η Σοβιετική Ένωση απομόνωσε τους ανθρώπους της από τη ζωή». Ο Ripstein αρχικά ανέθεσε στον Magaña το σενάριο για την ταινία του, αλλά οι διαφωνίες μεταξύ των δύο κατέληξαν να διαλύσουν τη συνεργασία. Στο τέλος ο Ripstein χρησιμοποίησε ένα κείμενο του José Emilio Pacheco. Το 2010 ο ίδιος ο Ripstein έκανε μια ειρωνική δήλωση απευθυνόμενος στον Λάνθιμο, κάνοντας φανερό οτι θεωρεί τον Κυνόδοντα εμπνευσμένο από τη δική του ταινία. “Έμαθα για την υποψηφιότητα στα Όσκαρ. Ελπίζω να κερδίσουμε”. Ο Λάνθιμος δεν το έχει σχολιάσει μέχρι σήμερα._