Κλασσικός και ιδιαίτερος κινηματογράφος στο πιο φυσικό του περιβάλλον: τη μεγάλη οθόνη.
H Bibliotheque παρουσιάζει το πρώτο μέρος των φετινών της επιλογών με καλοκαιρινές ταινίες που θα επανακυκλοφορήσει αυτό το καλοκαίρι. Κλασσικός και ιδιαίτερος κινηματογράφος στο πιο φυσικό του περιβάλλον: τη μεγάλη οθόνη – για να μη ξεχάσουμε ό,τι αγαπήσαμε τόσο πολύ.
Η Bibliotheque διάλεξε και θα παρουσιάσει στα θερινά σινεμά ένα μικρό ανθολόγιο σπάνιων κινηματογραφικών στιγμών με πεντακάθαρες ψηφιακές κόπιες και φιναρισμένο ήχο, ελπίζοντας ότι οι ήρωες όλων αυτών των ταινιών θα κατέβουν ολοζώντανοι απ’ το πανί της μεγάλης οθόνης και θα κάνουν το κόσμο μας πιο ζωηρό, πιο ανθρώπινο και όμορφο σαν τον κόσμο που ονειρευτήκαμε σαν έφηβοι.
Οι ταινίες:
«Το παιχνίδι των λυγμών» («The crying game»)
Παραγωγή: 1992
Σκηνοθεσία / Σενάριο: Νιλ Τζόρνταν
Πρωταγωνιστούν: Στίβεν Ρία, Μιράντα Ρίτσαρντσον, Τζέι Ντάβιντσον, Φόρεστ Γουίτακερ
Διάρκεια: 111′
Ένας αγωνιστής του IRA, o Φέργκους (Στίβεν Ρία) αποτελεί μέλος συμμορίας που απάγει το Jody (Φόρεστ Γουίτακερ) και τον κρατάει όμηρο. Σταδιακά, μεταξύ των δύο ανδρών θα αναπτυχθεί μια φιλία. Εκεί, ο Φέργκους θα εκμυστηρευτεί στον ήρωα μας πως αναζητά μια παλιά του φίλη και, στη συνέχεια, η αναζήτηση αυτή θα βαρύνει το Τζόντι, όταν πια η αιχμαλωσία καταλήγει με τραγικά αποτελέσματα. Αναζητώντας ένα τρόπο να εξιλεωθεί, την εντοπίζει. Αποφασίζει να της κρύψει το παρελθόν του. Το πρόβλημα είναι πως και εκείνη έχει τα δικά της μυστικά.
Γυρισμένη ανεξάρτητα, με ελάχιστα χρήματα, και μετά από ένα μεγάλο σερί αποτυχιών του Νιλ Τζόρνταν στο Χόλιγουντ, η ταινία (της οποίας υπογράφει και το σενάριο) αποτέλεσε ένα από τα πιο θριαμβευτικά «comeback» δημιουργού της πρόσφατης κινηματογραφικής ιστορίας. Ήταν, επίσης, η πιο πολυσυζητημένη εκείνης της χρονιάς, μαζεύοντας επαίνους όσο και εισπράξεις, ενώ χάραξε βαθιά την pop κουλτούρα με το σεναριακό της twist. Ήταν, δε, τέτοια η ώθηση που έδωσε η ταινία στον σκηνοθέτη της, που η αμέσως επόμενη ταινία του ήταν η «Συνέντευξη μ’ ένα βρυκόλακα». Όλα αυτά με το «Παιχνίδι των λυγμών», ένα ανατρεπτικό φιλμ που παίζει με τα είδη, κρατώντας το θεατή σε διαρκ»ή εγρήγορση.
Σημειώνεται πως ο Νιλ Τζόρνταν «έκλεψε» τον τίτλο της ταινίας από μια αγγλική pop επιτυχία των 60s μετά από φιλική συμβουλή του φίλου του, Στάνλεϊ Κιούμπρικ, που πίστευε πως ο αρχικός τίτλος («Η γυναίκα του στρατιώτη») δε θα λειτουργούσε με το κοινό.
«Μπόμπ ο χαρτοπαίκτης» («Bob le flambeur)
Παραγωγής: 1956
Σκηνοθεσία: Ζαν–Πιερ Μελβίλ
Σενάριο: Ωγκύστ Λε Μπρετόν και Ζαν–Πιερ Μελβίλ
Πρωταγωνιστούν: Ιζαμπέλ Κορεΐ, Ντανιέλ Σοσί, Ροζέρ Ντουσέν, Χάουαρντ Βέρνον
Διάρκεια: 98′
Ο Μπομπ, ένας παλιός γκάγκστερ και χαρτοπαίκτης. Έχει μείνει στεγνός από λεφτά αλλά λατρεύει το τζόγο. Στο μεταξύ, όλοι νομίζουν ότι έχει αποσυρθεί από το «επάγγελμά», μαζί τους και ο αστυνόμος που διατηρεί πολύ φιλικές σχέσεις με το Μπομπ. Όμως, ο Μπομπ θα αποφασίσει να ληστέψει ένα καζίνο στο Ντοβίλ. Τα πάντα έχουν μελετηθεί μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας, όλα είναι σχεδιασμένα στην εντέλεια, εκτός από μια λεπτομέρεια: Η αστυνομία γνωρίζει τα πάντα.
Ένα από τα πρώτα αριστουργήματα του Μελβίλ, ο «Μπομπ» αποτελεί ένα υποδειγματικό νουάρ, και μια από τις λιγότερο θλιμμένες ταινίες του. Σε αντίθεση για παράδειγμα, με το πολύ μεταγενέστερο «Un Flic», ο «Μπομπ» είναι μια ταινία που κρατά μια ελπιδοφόρα ματιά, ενίοτε στα πιο κρίσιμα σημεία. Ακόμα και το χιούμορ δεν απουσιάζει. Την ίδια στιγμή, πρόκειται ένα από τα πιο όμορφα – όσο και αγέραστα – νουάρ που γυρίστηκαν ποτέ: Στην τέταρτη μόλις ταινία του, ο Μελβίλ αποδεικνύει πως είναι ένας μεγάλος στυλίστας, τοποθετώντας το είδος σε ένα ρεαλιστικό καμβά – μια αισθητική τοποθέτηση που, με τον τρόπο της, προαναγγέλλει τη Nouvelle Vague. Ο Νιλ Τζόρνταν θα γύριζε ένα ριμέικ 44 χρόνια αργότερα με τον Νικ Νόλτε στον πρώτο ρόλο («Ο καλός κλέφτης» – 2002).
«Νύχτα πρεμιέρας» («Opening night»)
Παραγωγής: 1987
Σκηνοθεσία / Σενάριο: Τζον Κασσαβέτης
Πρωταγωνιστούν: Τζίνα Ρόουλαντς, Τζον Κασσαβέτης, Μπεν Γκαζάρα, Τζόαν Μπλόντελ
Διάρκεια: 144′
Η Τζίνα Ρόουλαντς πρωταγωνιστεί στο ρόλο της Μιρτλ Γκόρντον, μιας ηθοποιού του Μπρόντγουει που κάνει πρόβες για το τελευταίο της έργο: Το δράμα μιας γυναίκας αντιμέτωπης με τη θνητότητα της. Όταν, όμως, μια όμορφη, νεαρή της θαυμάστρια τραυματίζεται θανάσιμα σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, η Μιρτλ αρχίζει να αντιμετωπίζει ένα μετατραυματικό σοκ, συνειδητοποιώντας ταυτόχρονα και τη δική της θνητότητα. Καθώς η Νύχτα Πρεμιέρας πλησίαζει, η ηθοποιός φαίνεται πως έχει χάσει πια κάθε επαφή με την πραγματικότητα, καθηλωμένη ανάμεσα σε δυο θηρία: Τη ζωή και το θέατρο.
Αυτή η καταγραφή του τραύματος της, θα μπορούσε να είχε γίνει μονάχα από έναν σκηνοθέτη που αγαπά πραγματικά τους ηθοποιούς. Και μόνο μια ηθοποιός που αγαπά πραγματικά τον σκηνοθέτη της (ο κοινός τόπος όλων των συνεργασιών των Κασσαβέτη – Ρόουλαντς) θα μπορούσε να τον εμπιστευτεί τόσο ώστε να μπορούμε κι εμείς να δούμε το μέγεθος αυτού του τραύματος, καθώς η ίδια δείχνει να ακροβατεί στ’ αλήθεια στο λεπτό σκοινί που χωρίζει την πραγματικότητα από τη φαντασία. Οι Αμερικάνοι κριτικοί δυσκολεύτηκαν όταν η ταινία έκανε την έξοδο της στις αίθουσες – δεν ήταν η πρώτη φορά. Στην Ευρώπη, όμως, η ταινία εξυμνήθηκε από την κριτική, σημείωσε μια αξιοσημείωτη εμπορική επιτυχία, ενώ έφυγε από το Φεστιβάλ Βερολίνου με δυο βραβεία, ένα εκ των οποίων για τη συγκλονιστική ερμηνεία της Τζίνα Ρόουλαντς.
«Η ωραία της ημέρας» («Belle du jour»)
Παραγωγής: 1966
Σκηνοθεσία: Λουίς Μπουνιουέλ
Σενάριο: Λουίς Μπουνιουέλ, Ζαν Κλοντ Καριέρ και Ζοζέφ Κεσέλ
Πρωταγωνιστούν: Κατρίν Ντενέβ, Ζαν Σορέλ, Ζενεβιέβ Παζ, Μισέλ Πικολί, Πιέρ Κλεμεντί
Διάρκεια: 96′
Όλα κυλούν ομαλά στον συζυγικό της βίο της Σεβερίν εκτός από την ερωτική της ζωή, γιατί παρά τη μεγάλη αγάπη που τρέφει για το γιατρό σύζυγό της δε μπορεί να φτάσει μαζί του στην ερωτική ολοκλήρωση. Έτσι, γίνεται πόρνη πολυτελείας σε οίκο ανοχής, με το ψευδώνυμο «Ωραία της Ημέρας». Εκεί, εκπληρώνει όλες τις σεξουαλικές φαντασιώσεις της, αλλά και αυτές των πελατών της. Όσο περισσότερο επιδίδεται σε αυτές, τόσο πιο τρυφερή γίνεται με τον άντρα της. Η ταινία αρχίζει όπως ακριβώς τελειώνει, μ’ ένα όνειρο. Μήπως και το μεσοδιάστημα αποτελεί ένα όνειρο, μια σεξουαλική φαντασίωση της Σεβερίν; Μήπως όλα όσα βιώνει εκτυλίσσονται στη φαντασία της και δε λαμβάνουν ποτέ χώρα; Ποιος μπορεί να πει με σιγουριά ότι ο «ανίκανος» σύζυγος δεν είναι κατασκεύασμα της φαντασίας της για να δηλωθεί η ανικανότητά της να συνευρεθεί μαζί του – έστω κι αν δεν ευθύνεται ο ίδιος γι’ αυτή;
Διάσημο για τον τολμηρό ερωτισμό του, το μυθιστόρημα του Κεσέλ μας προσφέρει ένα μοναδικό πορτρέτο της γυναικείας ψυχής. Το βιβλίο, που κυκλοφόρησε το 1928, κατηγορήθηκε κατ’ επανάληψη για πορνογραφία και σαδομαζοχισμό, αλλά επικεντρώνεται στην παναγαθοσύνη της ηρωίδας του, καθώς αυτή μετατρέπει το θεσπέσιο σώμα της σε εργαλείο ηδονής, αλλά επιτρέπει να ανθίσει στα βάθη της ψυχής της μια ακατάβλητη αγάπη για τον άντρα της, τον οποίο προδίδει καθημερινά. Ιδανικότερη πρωταγωνίστρια από την Κατρίν Ντενέβ, δύσκολα θα μπορούσε κανείς να φανταστεί – αυτή είναι η ταινία που την καθιέρωσε. Πίσω από την κάμερα ο Μπουνιουέλ κρατά απ’ έξω κάθε συναισθηματισμό, καταγράφοντας την πτώση της «καλής κοινωνίας», την ίδια ώρα που μιλά για το σεξ ως μια μορφή τιμωρίας σε μια από τις πιο βαθυστόχαστες αλλά και πιο απολαυστικές δουλειές του: Κάθε πλάνο κρύβει και μια ιδέα, κάθε σκηνή έναν υπαινιγμό, κάθε κορύφωση μια ειρωνεία: Εκατοντάδες κείμενα γράφτηκαν για τη σημασία του χαμόγελου της Ντενέβ στο φινάλε – ο Μπουνιουέλ δε μπήκε ποτέ στον κόπο να μας την εξηγήσει, και καλά έκανε.
«Μια γυναίκα εξομολογείται» («A woman under influence»)
Παραγωγής: 1974
Σκηνοθεσία / Σενάριο: Τζον Κασσαβέτης
Πρωταγωνιστούν: Τζίνα Ρόουλαντς, Πίτερ Φολκ
Διάρκεια: 155′
Μια καθ’ όλα μέση φυσιολογική, κατά τα φαινόμενα, αμερικανική οικογένεια δοκιμάζεται όταν η γυναίκα του σπιτιού καταρρέει λόγω νευρικού κλονισμού. Ο σύζυγός της, παλεύει με κάθε δύναμη να διατηρήσει την ισορροπία, αλλά όταν φτάνει να επηρεάσει και τα παιδιά τους αναγκάζεται να την περιορίσει.
Ο Τζον Κασσαβέτης ξεκινά από μια στερεοτυπική εικόνα (η κλασσική Αμερικάνα νοικοκυρά που βυθίζεται στη μοναξιά και το αλκοόλ ενώ ο άνδρας της λείπει) την οποία ανατρέπει από την πρώτη στιγμή: Όλες οι συγκρούσεις ριζώνουν σε ένα καθηλωτικό ρεαλισμό, που είναι καθηλωτικός επειδή μονάχα μέσω αυτού, μας λέει ο Κασσαβέτης, μπορούμε να αναζητήσουμε τα αίτια πίσω από τη συντριβή της γυναίκας στη Δυτική κοινωνία. Ο Κασσαβέτης, όμως, δεν κάνει ρητορεία. Αυτά που έχει να πει, έχουν μια λαϊκή απεύθυνση και μια βαθιά ειλικρίνεια που καταργεί με μια τις κοινωνικές τάξεις και τις ηθικές αυταπάτες. Σημειώνεται πως αυτή η, φτιαγμένη με μεγάλη αγάπη ταινία ήταν πραγματικά μια οικογενειακή υπόθεση: Στο ρόλο της μητέρας του Πήτερ Φολκ εμφανίζεται η μητέρα του Κασαβέτη, Κατερίνα (Κάθριν) Δημήτρη – Κασαβέτη, ενώ τη μητέρα της Τζίνα Ρόουλαντς ερμηνεύει η αληθινή της μητέρα Λέιντι Ρόουλαντς.
Η Τζίνα Ρόουλαντς κέρδισε τη Χρυσή Σφαίρα γυναικείας ερμηνείας και ήταν υποψήφια για το αντίστοιχο Όσκαρ κι ο Τζον Κασαβέτης υποψήφιος για το Όσκαρ σκηνοθεσίας.
«Η συνομιλία» («The conversation»)
Παραγωγής: 1974
Σκηνοθεσία / Σενάριο: Φράνσις Φορντ Κόπολα
Πρωταγωνιστούν: Τζιν Χάκμαν, Φρέντερικ Φόρεστ, Τζον Καζάλ, Σίντι Γουίλιαμς, Χάρισον Φορντ
Διάρκεια: 114′
Ο Χάρι Κολ είναι ένας μοναχικός άντρας, που ασχολείται με τις παρακολουθήσεις, σε μια εποχή που βασιλεύουν οι «θεωρίες συνωμοσίας». Δεν έχει ουσιαστικά προσωπική ζωή. Η ύπαρξή του είναι ένα ανακάτεμα από αναμνήσεις, υποψίες για τα πρόσωπα με τα οποία συνδέεται, μεταφυσικούς φόβους και σκόρπιες συνομιλίες εκείνων που παρακολουθεί. Όταν ο διευθυντής μιας πολυεθνικής του αναθέτει να καταγράψει τις συζητήσεις ενός άνδρα και μιας γυναίκας, ο εσωτερικός του κόσμος αναστατώνεται. Η συνομιλία «μιλά» καθαρά για επικείμενη δολοφονία και ο Χάρι θα αναγκαστεί να παραβεί τις δικές του «αρχές προστασίας», προκειμένου να αποτρέψει το μοιραίο. Σύντομα όμως αρχίζει να υποψιάζεται ότι και ο ίδιος παρακολουθείται.
Η «Συνομιλία» συγκαταλέγεται ανάμεσα στις καλύτερες ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου και θεωρείται από τις πιο μεστές δημιουργίες του Κόπολα. Γυρίστηκε μετά το «Νονό» και μετά το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ και δεν είναι απλά ένα ευφάνταστο θρίλερ: ψυχογραφεί μια ολόκληρη γενιά, τη γενιά που ανέχτηκε το βρώμικο πόλεμο του Βιετνάμ, βίωσε το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων και οδήγησε στην παραίτηση τον πρόεδρο Νίξον. Το αίσθημα της εκμηδένισης του ατόμου σε μια κοινωνία που περιορίζει μυστικά τις ελευθερίες μας, χαρακτηριστικό του πολιτικού κινηματογράφου εκείνης της εποχής, δε βρήκε ποτέ ιδανικότερο εκφραστή από τον Φράνσις Φορντ Κόπολα. Είναι, επίσης, και η τελευταία ταινία στην οποία ο Τζιν Χάκμαν μπήκε τόσο βαθιά στο πετσί ενός χαρακτήρα – σύμφωνα πάντα με τα λόγια του.
Το φιλμ απέσπασε το Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες, και ήταν υποψήφια για τρία Όσκαρ και τέσσερις Χρυσές Σφαίρες.
«Το ατύχημα» («Accident»)
Παραγωγής: 1967
Σκηνοθεσία: Τζόζεφ Λόουζι
Σενάριο: Χάρολντ Πίντερ
Πρωταγωνιστούν: Ντερκ Μπόγκαρντ, Στάνλεϊ Μπέικερ, Μάικλ Γιορκ, Ζακλίν Σασάρ
Διάρκεια: 105′
Ο Στίβεν, ένας παντρεμένος καθηγητής της Οξφόρδης, περνάει κρίση μέσης ηλικίας. Αισθάνεται παγιδευμένος από τη ζωή του τόσο στο Πανεπιστήμιο όσο και στο γάμο. Τα πράγματα αλλάζουν για αυτό, όταν γνωρίζει την Άννα, μια όμορφη φοιτήτρια αρραβωνιασμένη με το Γουίλιαμ, ένα άλλο μαθητή του. Aντίπαλός του σ’ αυτή τη σχέση ένας συνάδελφός του, ιδιαίτερα κυνικός και επικίνδυνος. Μετά από ένα φρικτό δυστύχημα, όπου ο Γουίλιαμ σκοτώνεται και η Άννα χάνει τις αισθήσεις της, ο Στίβεν αναλαμβάνει να την κρατήσει σπίτι του κι ενώ η σύζυγος είναι εκτός πόλης. Τα γεγονότα που προηγήθηκαν του δυστυχήματος τώρα εμφανίζονται σε φλας-μπακ.
Το σενάριο του Χάρολντ Πίντερ βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Νίκολας Μόσλεϊ ενώ, από τα τρία έργα που έγραψαν μαζί, ο Πίντερ και ο Λόουζι, («Ο υπηρέτης», «Το ατύχημα» και «Ο μεσάζων») ο Λόουζι θεωρεί «Το ατύχημα» την πιο προβληματική και ταυτόχρονα την καλύτερη συνεργασία. Προβληματική γιατί το σενάριο «ήταν πολύ περίπλοκο, με όλα αυτά τα πηγαινέλα του χρόνου στο παρόν και στο παρελθόν». Καλύτερη γιατί το βιβλίο του Νίκολας Μόσλεϊ «μας ενέπνευσε τόσο ώστε να συνεργαστούμε πολύ πιο ελεύθερα, πιο ενδόμυχα με περισσότερο ενθουσιασμό κι ενδιαφέρον». Πρόκειται για τη δεύτερη συνεργασία του Πίντερ με τον Λόουζι, ύστερα από το θρίαμβο του «Yπηρέτη». Μοιάζει με μια μελέτη της βρετανικής καλής κοινωνίας του ’60, που παρουσιάζεται, όμως, ως εγκεφαλικό παιχνίδι, ερμητικά κλειστό, με κυρίαρχο το προσωπικό ύφος του σκηνοθέτη, μέχρι φυσικά η ιστορία να αποκαλυφθεί, σε ένα από τα πιο γοητευτικά φιλμ των 60s.
«Μπέτι Μπλου» («37° 2 le matin»)
Παραγωγής 1986
Σκηνοθεσία: Ζαν Ζακ Μπενέξ
Σενάριο: Ζάν–Ζάκ Μπενέξ και Φιλίπ Τζιάν
Πρωταγωνιστούν: Μπεατρίς Νταλ, Ζαν–Χιου Ανγκλάντ
Διάρκεια: 120′
«Γνώρισα τη Μπέτι εδώ και μια εβδομάδα. Κάναμε έρωτα κάθε βράδυ. Η μετεωρολογική πρόβλεψη ήταν καταιγίδες». Βασισμένη σε ένα βιβλίο του Φιλίπ Τζιαν, η «Μπέτι Μπλου» είναι η ιστορία ενός ζευγαριού που γεννήθηκε για να υπάρξει μαζί. Ο Ζοργκ κι η Μπέτι, δύο πόλοι του ίδιου μαγνήτη, απρόβλεπτοι και τρελοί ταυτόχρονα, ζουν στα όρια – όχι βάσει κάποιας εκκεντρικής κοσμοθεωρίας, αλλά γιατί είναι έτσι από τη φύση τους. Εκείνος, είναι ερασιτέχνης συγγραφέας, που έχει παρατήσει το έργο του και ζει μια νορμάλ, λιγότερο περίπλοκη καθημερινότητα, σε ένα παραλιακό μπανγκαλόου. Εκείνη, εισβάλει στη ζωή του με μια παθιασμένη αφοσίωση σε εκείνον και το ταλέντο του, αλλά και μια κυκλοθυμική συμπεριφορά που τον αναταράζει. Η αυτοκαταστροφική μανία που συνοδεύει το εκρηκτικό της ταπεραμέντο θέτει και τον τόνο του φιλμ.
37°2 κελσίου (ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας, αλλά και του βιβλίου του Φιλίπ Τζιάν – που συνεργάστηκε στο σενάριο με το σκηνοθέτη) είναι η θερμοκρασία του σώματος μιας εγκύου γυναίκας το πρωί, και οι ανεπιτυχείς προσπάθειες της ηρωίδας να μείνει έγκυος προκαλούν μια σειρά από αυτοκαταστροφικές κορυφώσεις. Μέχρι να οδηγηθούμε εκεί, ο Μπενεξ παραθέτει ένα λεπτοδουλεμένο ψυχογράφημα, αλλά και ερωτικές σκηνές αληθινά αισθησιακές, κινηματογραφημένες με μεγάλη σκηνοθετική μαεστρία. Υποβαστάζουσα τη μελαγχολία του στόρι, η σπουδαία μουσική του Γκάμπριελ Γιάρεντ έμεινε κλασσική τόσο «αυτονομημένη», όσο και ως κομμάτι μιας από τις μεγαλύτερες κινηματογραφικές εμπειρίες (με την κυριολεκτική έννοια του όρου) των 80s που γνώρισε άνευ προηγουμένου εμπορικό σουξέ στις ελληνικές αίθουσες.
«Μπίλι ο ψεύτης» («Billy the liar»)
Παραγωγής: 1963
Σκηνοθεσία: Τζον Σλέσινγκερ
Σενάριο: Κιθ Γουότερχαους και Γουίλις Χολ
Πρωταγωνιστούν: Τομ Κόρτνεϊ, Τζούλι Κρίστι
Διάρκεια: 98′
Ο Μπίλι είναι ένας νεαρός υπαλληλάκος γραφείου κηδειών με οργιώδη φαντασία, βομβαρδισμένη από την προπαγάνδα των ΜΜΕ. Έτσι, κάθε μια στο τόσο, το μυαλό του φεύγει και πηγαίνει στην Αμβροσία, ένα μυθικό βασίλειο στο οποίο είναι είτε βασιλιάς, είτε εραστής, είτε οποιοσδήποτε ήρωας που θα ανταπεξέρχονταν στις αληθινές καταστάσεις της ζωής του. Είναι, όμως, ο Μπίλι απλά ένας ονειροπόλος και εντελώς ανεύθυνος νέος που δεν ξέρει τι θέλει από τη ζωή του, βασανίζοντας αδίκως γονείς και συναδέλφους; Και είναι, άραγε, ικανός να βγει από αυτό το τέλμα, διεκδικώντας μια ζωή που μπορεί και να του αξίζει;
Δύο περίπου χρόνια μετά, ο Τζον Σλέσιντζερ υπέγραψε το «Ντάρλινγκ» που καθιέρωσε τη Τζούλι Κρίστι και έκανε τους πάντες να μιλούν για μια νέα κινηματογραφική γλώσσα που καθόρισε την ποπ κουλτούρα της δεκαετίας του ’60. Ο πρώτος σπόρος, όμως, ήταν εδώ, σε αυτή την ταινία – σταθμό του free cinema με τον Τομ Κόρτνεϊ στο ρόλο που τον καθόρισε. Ο Μπίλι είναι ένας αληθινός κινηματογραφικός αντί-ήρωας, αντιμέτωπος με μια κοινωνία που αλλάζει ραγδαία. Το απορημένο βλέμμα του, όμως, θα είναι πάντα διαχρονικό. Υποψήφιο για έξι Bafta – συμμετοχή στο διαγωνιστικό του φεστιβάλ Βενετίας.
«Οι Εραστές του Αρκτικού Κύκλου» («Los amantes de polar circular»)
Παραγωγής: 1999
Σκηνοθεσία / Σενάριο: Χούλιο Μέντεμ
Πρωταγωνιστούν: Νάγια Νίμρι, Φέλε Μαρτίνεθ, Νάντσο Νόβο, Μαρού Βαλντιβίεζο
Διάρκεια: 112′
Η Άννα και o Ότο, δυο παιδιά με αμφίδρομα ονόματα, γνωρίζονται στο σχολείο στην ηλικία των 8 ετών. Τα δύο παιδιά νιώθουν μια έλξη, αλλά θα πρέπει να την πνίξουν, όταν ο πατέρας του Ότο συγκατοικήσει με τη μητέρα της Άννας. Οι ζωές τους θα ακολουθήσουν μια μυστήρια κυκλική πορεία που θα ολοκληρωθεί στον αρκτικό κύκλο όπου η ημέρα ποτέ δεν τελειώνει τα μεσάνυχτα. Υπάρχουν πράγματα που ποτέ δεν τελειώνουν και η αγάπη είναι ένα από αυτά.
Μια δραματική ερωτική ιστορία αποτελεί το κεντρικό θέμα της βραβευμένης με 2 Γκόγια ταινίας «Οι εραστές του αρκτικού κύκλου» («Los amantes del circulo polar», 1998) που αγαπήθηκε ιδιαίτερα από το ελληνικό κοινό, όταν βγήκε στις αίθουσες. Ο Χούλιο Μέντεμ, δημιουργός με ιδιαίτερη κινηματογραφική γραφή, διακρίθηκε ήδη από την πρώτη του ταινία «Αγελάδες» («Vacas», 1992), ενώ το 2003 ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων με το ντοκιμαντέρ του «Το βασκικό ποδόσφαιρο: το δέρμα χτυπάει την πέτρα» («La pelota vasca, la piel contra la pierda»). Και εδώ ανασυνθέτει το ρομάντζο με κυκλικές αφηγηματικές διαδρομές που κυλούν με μια απαράμιλλη χάρη: Ο θεατής όχι μόνο δε χάνει τον ειρμό της ιστορίας, αλλά γοητεύεται απ’ αυτή ακόμα περισσότερο. Και το κοινό αγκάλιασε με θέρμη ένα από τα πιο ευαίσθητα love story που μας έδωσε το ευρωπαϊκό σινεμά.
«Επιστροφή στο Χάουαρντς Εντ» («Howard’s End»)
Σκηνοθεσία: Τζέιμς Άιβορι
Σενάριο: Ρουθ Πρόουλερ Ζαμπβάλα
Πρωταγωνιστούν: Έλενα Μπόναμ Κάρτερ, Βανέσσα Ρεντγκρέιβ, Αντονι Χόπκινς, Εμα Τόμσον
Διάρκεια: 140′
Η Μάργκαρετ και η Έλεν Σλέγκελ είναι δύο ανεξάρτητες, έξυπνες και καλλιεργημένες αδερφές. Η εύπορη οικογένεια Γουίλκοξ παραμένει ακαλλιέργητη και εντελώς συμβατική. Με φόντο την ανώτερη τάξη της εδουαρδιανής Αγγλίας, στήνεται ανάμεσα σε δύο οικογένειες: τους διανοούμενους Σλέγκελ και τους πραγματιστές Γουίλκοξ. Όλα θα ξεκινήσουν όταν η νεαρή και ατίθαση Έλεν Σλέγκελ επισκεφθεί την κατοικία των Γουίλκοξ, το Χάουαρντς Εντ. Εντυπωσιασμένη από τον κόσμο τους και τον τόσο διαφορετικό τρόπο σκέψης τους, η Έλεν θα παρασυρθεί και σε μια στιγμή επιπολαιότητας θα αρραβωνιαστεί τον Πολ Γουίλκοξ με απρόβλεπτα αποτελέσματα. Ο δε αναπάντεχος θάνατος της κυρίας Γουίλκοξ θα φέρει κοντά τις δύο οικογένειες, τονίζοντας από τη µία µεριά τις αντιθέσεις τους, αλλά και δημιουργώντας περίεργες συµµαχίες.
Ο Τζέιμς Αϊβορι μεγάλωσε στο Ορεγκον, φοίτησε στη σχολή κινηματογράφου του Πανεπιστημίου της Νότιας Καλιφόρνιας και ξεκίνησε την καριέρα του ως σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ. Το 1970, όμως, ο Αϊβορι, που ποτέ δεν είχε γυρίσει ταινία μυθοπλασίας, γνώρισε τον Ισμαήλ Μέρτσαντ, που ποτέ δεν είχε κάνει κινηματογραφική παραγωγή, και η παρέα συμπληρώθηκε από τη Ρουθ Πρόουλερ Ζαμπβάλα, πρωτάρα και αυτή στον κινηματογράφο. Με αυτή την ομάδα έκανε τα πρώτα του αριστουργήματα, με την ίδια υπογράφει και το μοναδικό αυτό φιλμ που αποτελεί ίσως την κορύφωση της φιλμογραφίας του – ένα φιλμ εποχής, όπου και μόνο η ανασύσταση της κρατά μέσα της κάτι από το δράμα που μας αφορά. Η ταινία προβλήθηκε το 1992 κι εκτός από τις 9 υποψηφιότητες στα Όσκαρ, απέφερε κι ειδικό βραβείο στον Τζέιμς Άιβορι στο φεστιβάλ των Καννών. Η ταινία απέσπασε, επίσης, πολλά βραβεία κριτικών, μια Χρυσή Σφαίρα για την ερμηνεία της Τόμσον, δυο Βραβεία BAFTA. Η Έμμα Τόμσον κέρδισε το Όσκαρ Α’ γυναικείου ρόλου.
«Η ταβέρνα της Τζαμάικα» («Jamaica Inn»)
Παραγωγή: 1939
Σκηνοθεσία: Άλφρεντ Χίτσκοκ
Σενάριο: Τζοάν Χάρισον, Σίντνεϊ Γκίλατ, Τζ.Μπ. Πρίστλεϊ
Πρωταγωνιστούν: Τσαρλς Λότον, Μορίν Ο’ Χάρα, Λέσλι Μπανκς
Σε μια απόκρημνη και βραχώδη ακτή της Κορνουάλλης γύρω στα 1800, μια συμμορία κακοποιών ληστεύει πλοία που ναυαγούν και δολοφονεί όσους ναυαγούς επιβιώνουν, ώστε να μη μπορούν να τους καταδώσουν. Μόνο που τα ναυάγια είναι προσχεδιασμένα από το μυστηριώδη αρχηγό της σπείρας. Εκεί, φτάνει μια όμορφη Αγγλίδα για να επισκεφτεί το θείο της, αγνοώντας ότι είναι το στέκι συμμορίας και ο θείος της μέλος αυτής. Ταυτόχρονα, οι ναυτιλιακές εταιρίες στέλνουν στην περιοχή ένα «δικό τους άνθρωπο» προκειμένου να εξιχνιάσει τα απανωτά ναυάγια, που κι αυτός καταλύει στο ίδιο πανδοχείο. Οταν, όμως, οι ληστές ανακαλύπτουν το λόγο της παρουσίας του εκεί, αποφασίζουν να το σκοτώσουν.
Αρκετά από τα βιβλία της Δάφνη ντι Μωριέ μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο και την τηλεόραση, όπως η «Ρεβέκκα» (1938) και τα «Πουλιά» (1963) που, επίσης, σκηνοθέτησε ο Άλφρεντ Χίτσκοκ. Εδώ, αποδεικνύει πως εκτός από μαέστρος του σασπένς, είναι και ένας μετρ του δράματος, συνεπικουρούμενος από μια πέρα από κάθε κριτική ερμηνεία του πρωταγωνιστή του, Τσαρλς Λότον. Αποτέλεσε την τελευταία ταινία της Βρετανικής Περιόδου του σκηνοθέτη, καθώς αμέσως μετά ο Χίτσκοκ θα εγκατέλειπε οριστικά τη Μεγάλη Βρετανία για να μετακομίσει στο Χόλιγουντ, όπου τον περίμενε μια νέα, μεγάλη καριέρα. Η «Ταβέρνα της Τζαμάικα» παραμένει μια από τις πιο ιδιόμορφες ταινίες του σκηνοθέτη της, μια ταινία που κανείς λάτρης του «Χιτς» δεν πρέπει να χάσει.
Κλασσικός και ιδιαίτερος κινηματογράφος στο πιο φυσικό του περιβάλλον: τη μεγάλη οθόνη.
H Bibliotheque παρουσιάζει το πρώτο μέρος των φετινών της επιλογών με καλοκαιρινές ταινίες που θα επανακυκλοφορήσει αυτό το καλοκαίρι. Κλασσικός και ιδιαίτερος κινηματογράφος στο πιο φυσικό του περιβάλλον: τη μεγάλη οθόνη – για να μη ξεχάσουμε ό,τι αγαπήσαμε τόσο πολύ.
Η Bibliotheque διάλεξε και θα παρουσιάσει στα θερινά σινεμά ένα μικρό ανθολόγιο σπάνιων κινηματογραφικών στιγμών με πεντακάθαρες ψηφιακές κόπιες και φιναρισμένο ήχο, ελπίζοντας ότι οι ήρωες όλων αυτών των ταινιών θα κατέβουν ολοζώντανοι απ’ το πανί της μεγάλης οθόνης και θα κάνουν το κόσμο μας πιο ζωηρό, πιο ανθρώπινο και όμορφο σαν τον κόσμο που ονειρευτήκαμε σαν έφηβοι.
Οι ταινίες:
«Το παιχνίδι των λυγμών» («The crying game»)
Παραγωγή: 1992
Σκηνοθεσία / Σενάριο: Νιλ Τζόρνταν
Πρωταγωνιστούν: Στίβεν Ρία, Μιράντα Ρίτσαρντσον, Τζέι Ντάβιντσον, Φόρεστ Γουίτακερ
Διάρκεια: 111′
Ένας αγωνιστής του IRA, o Φέργκους (Στίβεν Ρία) αποτελεί μέλος συμμορίας που απάγει το Jody (Φόρεστ Γουίτακερ) και τον κρατάει όμηρο. Σταδιακά, μεταξύ των δύο ανδρών θα αναπτυχθεί μια φιλία. Εκεί, ο Φέργκους θα εκμυστηρευτεί στον ήρωα μας πως αναζητά μια παλιά του φίλη και, στη συνέχεια, η αναζήτηση αυτή θα βαρύνει το Τζόντι, όταν πια η αιχμαλωσία καταλήγει με τραγικά αποτελέσματα. Αναζητώντας ένα τρόπο να εξιλεωθεί, την εντοπίζει. Αποφασίζει να της κρύψει το παρελθόν του. Το πρόβλημα είναι πως και εκείνη έχει τα δικά της μυστικά.
Γυρισμένη ανεξάρτητα, με ελάχιστα χρήματα, και μετά από ένα μεγάλο σερί αποτυχιών του Νιλ Τζόρνταν στο Χόλιγουντ, η ταινία (της οποίας υπογράφει και το σενάριο) αποτέλεσε ένα από τα πιο θριαμβευτικά «comeback» δημιουργού της πρόσφατης κινηματογραφικής ιστορίας. Ήταν, επίσης, η πιο πολυσυζητημένη εκείνης της χρονιάς, μαζεύοντας επαίνους όσο και εισπράξεις, ενώ χάραξε βαθιά την pop κουλτούρα με το σεναριακό της twist. Ήταν, δε, τέτοια η ώθηση που έδωσε η ταινία στον σκηνοθέτη της, που η αμέσως επόμενη ταινία του ήταν η «Συνέντευξη μ’ ένα βρυκόλακα». Όλα αυτά με το «Παιχνίδι των λυγμών», ένα ανατρεπτικό φιλμ που παίζει με τα είδη, κρατώντας το θεατή σε διαρκ»ή εγρήγορση.
Σημειώνεται πως ο Νιλ Τζόρνταν «έκλεψε» τον τίτλο της ταινίας από μια αγγλική pop επιτυχία των 60s μετά από φιλική συμβουλή του φίλου του, Στάνλεϊ Κιούμπρικ, που πίστευε πως ο αρχικός τίτλος («Η γυναίκα του στρατιώτη») δε θα λειτουργούσε με το κοινό.
«Μπόμπ ο χαρτοπαίκτης» («Bob le flambeur)
Παραγωγής: 1956
Σκηνοθεσία: Ζαν–Πιερ Μελβίλ
Σενάριο: Ωγκύστ Λε Μπρετόν και Ζαν–Πιερ Μελβίλ
Πρωταγωνιστούν: Ιζαμπέλ Κορεΐ, Ντανιέλ Σοσί, Ροζέρ Ντουσέν, Χάουαρντ Βέρνον
Διάρκεια: 98′
Ο Μπομπ, ένας παλιός γκάγκστερ και χαρτοπαίκτης. Έχει μείνει στεγνός από λεφτά αλλά λατρεύει το τζόγο. Στο μεταξύ, όλοι νομίζουν ότι έχει αποσυρθεί από το «επάγγελμά», μαζί τους και ο αστυνόμος που διατηρεί πολύ φιλικές σχέσεις με το Μπομπ. Όμως, ο Μπομπ θα αποφασίσει να ληστέψει ένα καζίνο στο Ντοβίλ. Τα πάντα έχουν μελετηθεί μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας, όλα είναι σχεδιασμένα στην εντέλεια, εκτός από μια λεπτομέρεια: Η αστυνομία γνωρίζει τα πάντα.
Ένα από τα πρώτα αριστουργήματα του Μελβίλ, ο «Μπομπ» αποτελεί ένα υποδειγματικό νουάρ, και μια από τις λιγότερο θλιμμένες ταινίες του. Σε αντίθεση για παράδειγμα, με το πολύ μεταγενέστερο «Un Flic», ο «Μπομπ» είναι μια ταινία που κρατά μια ελπιδοφόρα ματιά, ενίοτε στα πιο κρίσιμα σημεία. Ακόμα και το χιούμορ δεν απουσιάζει. Την ίδια στιγμή, πρόκειται ένα από τα πιο όμορφα – όσο και αγέραστα – νουάρ που γυρίστηκαν ποτέ: Στην τέταρτη μόλις ταινία του, ο Μελβίλ αποδεικνύει πως είναι ένας μεγάλος στυλίστας, τοποθετώντας το είδος σε ένα ρεαλιστικό καμβά – μια αισθητική τοποθέτηση που, με τον τρόπο της, προαναγγέλλει τη Nouvelle Vague. Ο Νιλ Τζόρνταν θα γύριζε ένα ριμέικ 44 χρόνια αργότερα με τον Νικ Νόλτε στον πρώτο ρόλο («Ο καλός κλέφτης» – 2002).
«Νύχτα πρεμιέρας» («Opening night»)
Παραγωγής: 1987
Σκηνοθεσία / Σενάριο: Τζον Κασσαβέτης
Πρωταγωνιστούν: Τζίνα Ρόουλαντς, Τζον Κασσαβέτης, Μπεν Γκαζάρα, Τζόαν Μπλόντελ
Διάρκεια: 144′
Η Τζίνα Ρόουλαντς πρωταγωνιστεί στο ρόλο της Μιρτλ Γκόρντον, μιας ηθοποιού του Μπρόντγουει που κάνει πρόβες για το τελευταίο της έργο: Το δράμα μιας γυναίκας αντιμέτωπης με τη θνητότητα της. Όταν, όμως, μια όμορφη, νεαρή της θαυμάστρια τραυματίζεται θανάσιμα σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, η Μιρτλ αρχίζει να αντιμετωπίζει ένα μετατραυματικό σοκ, συνειδητοποιώντας ταυτόχρονα και τη δική της θνητότητα. Καθώς η Νύχτα Πρεμιέρας πλησίαζει, η ηθοποιός φαίνεται πως έχει χάσει πια κάθε επαφή με την πραγματικότητα, καθηλωμένη ανάμεσα σε δυο θηρία: Τη ζωή και το θέατρο.
Αυτή η καταγραφή του τραύματος της, θα μπορούσε να είχε γίνει μονάχα από έναν σκηνοθέτη που αγαπά πραγματικά τους ηθοποιούς. Και μόνο μια ηθοποιός που αγαπά πραγματικά τον σκηνοθέτη της (ο κοινός τόπος όλων των συνεργασιών των Κασσαβέτη – Ρόουλαντς) θα μπορούσε να τον εμπιστευτεί τόσο ώστε να μπορούμε κι εμείς να δούμε το μέγεθος αυτού του τραύματος, καθώς η ίδια δείχνει να ακροβατεί στ’ αλήθεια στο λεπτό σκοινί που χωρίζει την πραγματικότητα από τη φαντασία. Οι Αμερικάνοι κριτικοί δυσκολεύτηκαν όταν η ταινία έκανε την έξοδο της στις αίθουσες – δεν ήταν η πρώτη φορά. Στην Ευρώπη, όμως, η ταινία εξυμνήθηκε από την κριτική, σημείωσε μια αξιοσημείωτη εμπορική επιτυχία, ενώ έφυγε από το Φεστιβάλ Βερολίνου με δυο βραβεία, ένα εκ των οποίων για τη συγκλονιστική ερμηνεία της Τζίνα Ρόουλαντς.
«Η ωραία της ημέρας» («Belle du jour»)
Παραγωγής: 1966
Σκηνοθεσία: Λουίς Μπουνιουέλ
Σενάριο: Λουίς Μπουνιουέλ, Ζαν Κλοντ Καριέρ και Ζοζέφ Κεσέλ
Πρωταγωνιστούν: Κατρίν Ντενέβ, Ζαν Σορέλ, Ζενεβιέβ Παζ, Μισέλ Πικολί, Πιέρ Κλεμεντί
Διάρκεια: 96′
Όλα κυλούν ομαλά στον συζυγικό της βίο της Σεβερίν εκτός από την ερωτική της ζωή, γιατί παρά τη μεγάλη αγάπη που τρέφει για το γιατρό σύζυγό της δε μπορεί να φτάσει μαζί του στην ερωτική ολοκλήρωση. Έτσι, γίνεται πόρνη πολυτελείας σε οίκο ανοχής, με το ψευδώνυμο «Ωραία της Ημέρας». Εκεί, εκπληρώνει όλες τις σεξουαλικές φαντασιώσεις της, αλλά και αυτές των πελατών της. Όσο περισσότερο επιδίδεται σε αυτές, τόσο πιο τρυφερή γίνεται με τον άντρα της. Η ταινία αρχίζει όπως ακριβώς τελειώνει, μ’ ένα όνειρο. Μήπως και το μεσοδιάστημα αποτελεί ένα όνειρο, μια σεξουαλική φαντασίωση της Σεβερίν; Μήπως όλα όσα βιώνει εκτυλίσσονται στη φαντασία της και δε λαμβάνουν ποτέ χώρα; Ποιος μπορεί να πει με σιγουριά ότι ο «ανίκανος» σύζυγος δεν είναι κατασκεύασμα της φαντασίας της για να δηλωθεί η ανικανότητά της να συνευρεθεί μαζί του – έστω κι αν δεν ευθύνεται ο ίδιος γι’ αυτή;
Διάσημο για τον τολμηρό ερωτισμό του, το μυθιστόρημα του Κεσέλ μας προσφέρει ένα μοναδικό πορτρέτο της γυναικείας ψυχής. Το βιβλίο, που κυκλοφόρησε το 1928, κατηγορήθηκε κατ’ επανάληψη για πορνογραφία και σαδομαζοχισμό, αλλά επικεντρώνεται στην παναγαθοσύνη της ηρωίδας του, καθώς αυτή μετατρέπει το θεσπέσιο σώμα της σε εργαλείο ηδονής, αλλά επιτρέπει να ανθίσει στα βάθη της ψυχής της μια ακατάβλητη αγάπη για τον άντρα της, τον οποίο προδίδει καθημερινά. Ιδανικότερη πρωταγωνίστρια από την Κατρίν Ντενέβ, δύσκολα θα μπορούσε κανείς να φανταστεί – αυτή είναι η ταινία που την καθιέρωσε. Πίσω από την κάμερα ο Μπουνιουέλ κρατά απ’ έξω κάθε συναισθηματισμό, καταγράφοντας την πτώση της «καλής κοινωνίας», την ίδια ώρα που μιλά για το σεξ ως μια μορφή τιμωρίας σε μια από τις πιο βαθυστόχαστες αλλά και πιο απολαυστικές δουλειές του: Κάθε πλάνο κρύβει και μια ιδέα, κάθε σκηνή έναν υπαινιγμό, κάθε κορύφωση μια ειρωνεία: Εκατοντάδες κείμενα γράφτηκαν για τη σημασία του χαμόγελου της Ντενέβ στο φινάλε – ο Μπουνιουέλ δε μπήκε ποτέ στον κόπο να μας την εξηγήσει, και καλά έκανε.
«Μια γυναίκα εξομολογείται» («A woman under influence»)
Παραγωγής: 1974
Σκηνοθεσία / Σενάριο: Τζον Κασσαβέτης
Πρωταγωνιστούν: Τζίνα Ρόουλαντς, Πίτερ Φολκ
Διάρκεια: 155′
Μια καθ’ όλα μέση φυσιολογική, κατά τα φαινόμενα, αμερικανική οικογένεια δοκιμάζεται όταν η γυναίκα του σπιτιού καταρρέει λόγω νευρικού κλονισμού. Ο σύζυγός της, παλεύει με κάθε δύναμη να διατηρήσει την ισορροπία, αλλά όταν φτάνει να επηρεάσει και τα παιδιά τους αναγκάζεται να την περιορίσει.
Ο Τζον Κασσαβέτης ξεκινά από μια στερεοτυπική εικόνα (η κλασσική Αμερικάνα νοικοκυρά που βυθίζεται στη μοναξιά και το αλκοόλ ενώ ο άνδρας της λείπει) την οποία ανατρέπει από την πρώτη στιγμή: Όλες οι συγκρούσεις ριζώνουν σε ένα καθηλωτικό ρεαλισμό, που είναι καθηλωτικός επειδή μονάχα μέσω αυτού, μας λέει ο Κασσαβέτης, μπορούμε να αναζητήσουμε τα αίτια πίσω από τη συντριβή της γυναίκας στη Δυτική κοινωνία. Ο Κασσαβέτης, όμως, δεν κάνει ρητορεία. Αυτά που έχει να πει, έχουν μια λαϊκή απεύθυνση και μια βαθιά ειλικρίνεια που καταργεί με μια τις κοινωνικές τάξεις και τις ηθικές αυταπάτες. Σημειώνεται πως αυτή η, φτιαγμένη με μεγάλη αγάπη ταινία ήταν πραγματικά μια οικογενειακή υπόθεση: Στο ρόλο της μητέρας του Πήτερ Φολκ εμφανίζεται η μητέρα του Κασαβέτη, Κατερίνα (Κάθριν) Δημήτρη – Κασαβέτη, ενώ τη μητέρα της Τζίνα Ρόουλαντς ερμηνεύει η αληθινή της μητέρα Λέιντι Ρόουλαντς.
Η Τζίνα Ρόουλαντς κέρδισε τη Χρυσή Σφαίρα γυναικείας ερμηνείας και ήταν υποψήφια για το αντίστοιχο Όσκαρ κι ο Τζον Κασαβέτης υποψήφιος για το Όσκαρ σκηνοθεσίας.
«Η συνομιλία» («The conversation»)
Παραγωγής: 1974
Σκηνοθεσία / Σενάριο: Φράνσις Φορντ Κόπολα
Πρωταγωνιστούν: Τζιν Χάκμαν, Φρέντερικ Φόρεστ, Τζον Καζάλ, Σίντι Γουίλιαμς, Χάρισον Φορντ
Διάρκεια: 114′
Ο Χάρι Κολ είναι ένας μοναχικός άντρας, που ασχολείται με τις παρακολουθήσεις, σε μια εποχή που βασιλεύουν οι «θεωρίες συνωμοσίας». Δεν έχει ουσιαστικά προσωπική ζωή. Η ύπαρξή του είναι ένα ανακάτεμα από αναμνήσεις, υποψίες για τα πρόσωπα με τα οποία συνδέεται, μεταφυσικούς φόβους και σκόρπιες συνομιλίες εκείνων που παρακολουθεί. Όταν ο διευθυντής μιας πολυεθνικής του αναθέτει να καταγράψει τις συζητήσεις ενός άνδρα και μιας γυναίκας, ο εσωτερικός του κόσμος αναστατώνεται. Η συνομιλία «μιλά» καθαρά για επικείμενη δολοφονία και ο Χάρι θα αναγκαστεί να παραβεί τις δικές του «αρχές προστασίας», προκειμένου να αποτρέψει το μοιραίο. Σύντομα όμως αρχίζει να υποψιάζεται ότι και ο ίδιος παρακολουθείται.
Η «Συνομιλία» συγκαταλέγεται ανάμεσα στις καλύτερες ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου και θεωρείται από τις πιο μεστές δημιουργίες του Κόπολα. Γυρίστηκε μετά το «Νονό» και μετά το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ και δεν είναι απλά ένα ευφάνταστο θρίλερ: ψυχογραφεί μια ολόκληρη γενιά, τη γενιά που ανέχτηκε το βρώμικο πόλεμο του Βιετνάμ, βίωσε το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων και οδήγησε στην παραίτηση τον πρόεδρο Νίξον. Το αίσθημα της εκμηδένισης του ατόμου σε μια κοινωνία που περιορίζει μυστικά τις ελευθερίες μας, χαρακτηριστικό του πολιτικού κινηματογράφου εκείνης της εποχής, δε βρήκε ποτέ ιδανικότερο εκφραστή από τον Φράνσις Φορντ Κόπολα. Είναι, επίσης, και η τελευταία ταινία στην οποία ο Τζιν Χάκμαν μπήκε τόσο βαθιά στο πετσί ενός χαρακτήρα – σύμφωνα πάντα με τα λόγια του.
Το φιλμ απέσπασε το Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες, και ήταν υποψήφια για τρία Όσκαρ και τέσσερις Χρυσές Σφαίρες.
«Το ατύχημα» («Accident»)
Παραγωγής: 1967
Σκηνοθεσία: Τζόζεφ Λόουζι
Σενάριο: Χάρολντ Πίντερ
Πρωταγωνιστούν: Ντερκ Μπόγκαρντ, Στάνλεϊ Μπέικερ, Μάικλ Γιορκ, Ζακλίν Σασάρ
Διάρκεια: 105′
Ο Στίβεν, ένας παντρεμένος καθηγητής της Οξφόρδης, περνάει κρίση μέσης ηλικίας. Αισθάνεται παγιδευμένος από τη ζωή του τόσο στο Πανεπιστήμιο όσο και στο γάμο. Τα πράγματα αλλάζουν για αυτό, όταν γνωρίζει την Άννα, μια όμορφη φοιτήτρια αρραβωνιασμένη με το Γουίλιαμ, ένα άλλο μαθητή του. Aντίπαλός του σ’ αυτή τη σχέση ένας συνάδελφός του, ιδιαίτερα κυνικός και επικίνδυνος. Μετά από ένα φρικτό δυστύχημα, όπου ο Γουίλιαμ σκοτώνεται και η Άννα χάνει τις αισθήσεις της, ο Στίβεν αναλαμβάνει να την κρατήσει σπίτι του κι ενώ η σύζυγος είναι εκτός πόλης. Τα γεγονότα που προηγήθηκαν του δυστυχήματος τώρα εμφανίζονται σε φλας-μπακ.
Το σενάριο του Χάρολντ Πίντερ βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Νίκολας Μόσλεϊ ενώ, από τα τρία έργα που έγραψαν μαζί, ο Πίντερ και ο Λόουζι, («Ο υπηρέτης», «Το ατύχημα» και «Ο μεσάζων») ο Λόουζι θεωρεί «Το ατύχημα» την πιο προβληματική και ταυτόχρονα την καλύτερη συνεργασία. Προβληματική γιατί το σενάριο «ήταν πολύ περίπλοκο, με όλα αυτά τα πηγαινέλα του χρόνου στο παρόν και στο παρελθόν». Καλύτερη γιατί το βιβλίο του Νίκολας Μόσλεϊ «μας ενέπνευσε τόσο ώστε να συνεργαστούμε πολύ πιο ελεύθερα, πιο ενδόμυχα με περισσότερο ενθουσιασμό κι ενδιαφέρον». Πρόκειται για τη δεύτερη συνεργασία του Πίντερ με τον Λόουζι, ύστερα από το θρίαμβο του «Yπηρέτη». Μοιάζει με μια μελέτη της βρετανικής καλής κοινωνίας του ’60, που παρουσιάζεται, όμως, ως εγκεφαλικό παιχνίδι, ερμητικά κλειστό, με κυρίαρχο το προσωπικό ύφος του σκηνοθέτη, μέχρι φυσικά η ιστορία να αποκαλυφθεί, σε ένα από τα πιο γοητευτικά φιλμ των 60s.
«Μπέτι Μπλου» («37° 2 le matin»)
Παραγωγής 1986
Σκηνοθεσία: Ζαν Ζακ Μπενέξ
Σενάριο: Ζάν–Ζάκ Μπενέξ και Φιλίπ Τζιάν
Πρωταγωνιστούν: Μπεατρίς Νταλ, Ζαν–Χιου Ανγκλάντ
Διάρκεια: 120′
«Γνώρισα τη Μπέτι εδώ και μια εβδομάδα. Κάναμε έρωτα κάθε βράδυ. Η μετεωρολογική πρόβλεψη ήταν καταιγίδες». Βασισμένη σε ένα βιβλίο του Φιλίπ Τζιαν, η «Μπέτι Μπλου» είναι η ιστορία ενός ζευγαριού που γεννήθηκε για να υπάρξει μαζί. Ο Ζοργκ κι η Μπέτι, δύο πόλοι του ίδιου μαγνήτη, απρόβλεπτοι και τρελοί ταυτόχρονα, ζουν στα όρια – όχι βάσει κάποιας εκκεντρικής κοσμοθεωρίας, αλλά γιατί είναι έτσι από τη φύση τους. Εκείνος, είναι ερασιτέχνης συγγραφέας, που έχει παρατήσει το έργο του και ζει μια νορμάλ, λιγότερο περίπλοκη καθημερινότητα, σε ένα παραλιακό μπανγκαλόου. Εκείνη, εισβάλει στη ζωή του με μια παθιασμένη αφοσίωση σε εκείνον και το ταλέντο του, αλλά και μια κυκλοθυμική συμπεριφορά που τον αναταράζει. Η αυτοκαταστροφική μανία που συνοδεύει το εκρηκτικό της ταπεραμέντο θέτει και τον τόνο του φιλμ.
37°2 κελσίου (ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας, αλλά και του βιβλίου του Φιλίπ Τζιάν – που συνεργάστηκε στο σενάριο με το σκηνοθέτη) είναι η θερμοκρασία του σώματος μιας εγκύου γυναίκας το πρωί, και οι ανεπιτυχείς προσπάθειες της ηρωίδας να μείνει έγκυος προκαλούν μια σειρά από αυτοκαταστροφικές κορυφώσεις. Μέχρι να οδηγηθούμε εκεί, ο Μπενεξ παραθέτει ένα λεπτοδουλεμένο ψυχογράφημα, αλλά και ερωτικές σκηνές αληθινά αισθησιακές, κινηματογραφημένες με μεγάλη σκηνοθετική μαεστρία. Υποβαστάζουσα τη μελαγχολία του στόρι, η σπουδαία μουσική του Γκάμπριελ Γιάρεντ έμεινε κλασσική τόσο «αυτονομημένη», όσο και ως κομμάτι μιας από τις μεγαλύτερες κινηματογραφικές εμπειρίες (με την κυριολεκτική έννοια του όρου) των 80s που γνώρισε άνευ προηγουμένου εμπορικό σουξέ στις ελληνικές αίθουσες.
«Μπίλι ο ψεύτης» («Billy the liar»)
Παραγωγής: 1963
Σκηνοθεσία: Τζον Σλέσινγκερ
Σενάριο: Κιθ Γουότερχαους και Γουίλις Χολ
Πρωταγωνιστούν: Τομ Κόρτνεϊ, Τζούλι Κρίστι
Διάρκεια: 98′
Ο Μπίλι είναι ένας νεαρός υπαλληλάκος γραφείου κηδειών με οργιώδη φαντασία, βομβαρδισμένη από την προπαγάνδα των ΜΜΕ. Έτσι, κάθε μια στο τόσο, το μυαλό του φεύγει και πηγαίνει στην Αμβροσία, ένα μυθικό βασίλειο στο οποίο είναι είτε βασιλιάς, είτε εραστής, είτε οποιοσδήποτε ήρωας που θα ανταπεξέρχονταν στις αληθινές καταστάσεις της ζωής του. Είναι, όμως, ο Μπίλι απλά ένας ονειροπόλος και εντελώς ανεύθυνος νέος που δεν ξέρει τι θέλει από τη ζωή του, βασανίζοντας αδίκως γονείς και συναδέλφους; Και είναι, άραγε, ικανός να βγει από αυτό το τέλμα, διεκδικώντας μια ζωή που μπορεί και να του αξίζει;
Δύο περίπου χρόνια μετά, ο Τζον Σλέσιντζερ υπέγραψε το «Ντάρλινγκ» που καθιέρωσε τη Τζούλι Κρίστι και έκανε τους πάντες να μιλούν για μια νέα κινηματογραφική γλώσσα που καθόρισε την ποπ κουλτούρα της δεκαετίας του ’60. Ο πρώτος σπόρος, όμως, ήταν εδώ, σε αυτή την ταινία – σταθμό του free cinema με τον Τομ Κόρτνεϊ στο ρόλο που τον καθόρισε. Ο Μπίλι είναι ένας αληθινός κινηματογραφικός αντί-ήρωας, αντιμέτωπος με μια κοινωνία που αλλάζει ραγδαία. Το απορημένο βλέμμα του, όμως, θα είναι πάντα διαχρονικό. Υποψήφιο για έξι Bafta – συμμετοχή στο διαγωνιστικό του φεστιβάλ Βενετίας.
«Οι Εραστές του Αρκτικού Κύκλου» («Los amantes de polar circular»)
Παραγωγής: 1999
Σκηνοθεσία / Σενάριο: Χούλιο Μέντεμ
Πρωταγωνιστούν: Νάγια Νίμρι, Φέλε Μαρτίνεθ, Νάντσο Νόβο, Μαρού Βαλντιβίεζο
Διάρκεια: 112′
Η Άννα και o Ότο, δυο παιδιά με αμφίδρομα ονόματα, γνωρίζονται στο σχολείο στην ηλικία των 8 ετών. Τα δύο παιδιά νιώθουν μια έλξη, αλλά θα πρέπει να την πνίξουν, όταν ο πατέρας του Ότο συγκατοικήσει με τη μητέρα της Άννας. Οι ζωές τους θα ακολουθήσουν μια μυστήρια κυκλική πορεία που θα ολοκληρωθεί στον αρκτικό κύκλο όπου η ημέρα ποτέ δεν τελειώνει τα μεσάνυχτα. Υπάρχουν πράγματα που ποτέ δεν τελειώνουν και η αγάπη είναι ένα από αυτά.
Μια δραματική ερωτική ιστορία αποτελεί το κεντρικό θέμα της βραβευμένης με 2 Γκόγια ταινίας «Οι εραστές του αρκτικού κύκλου» («Los amantes del circulo polar», 1998) που αγαπήθηκε ιδιαίτερα από το ελληνικό κοινό, όταν βγήκε στις αίθουσες. Ο Χούλιο Μέντεμ, δημιουργός με ιδιαίτερη κινηματογραφική γραφή, διακρίθηκε ήδη από την πρώτη του ταινία «Αγελάδες» («Vacas», 1992), ενώ το 2003 ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων με το ντοκιμαντέρ του «Το βασκικό ποδόσφαιρο: το δέρμα χτυπάει την πέτρα» («La pelota vasca, la piel contra la pierda»). Και εδώ ανασυνθέτει το ρομάντζο με κυκλικές αφηγηματικές διαδρομές που κυλούν με μια απαράμιλλη χάρη: Ο θεατής όχι μόνο δε χάνει τον ειρμό της ιστορίας, αλλά γοητεύεται απ’ αυτή ακόμα περισσότερο. Και το κοινό αγκάλιασε με θέρμη ένα από τα πιο ευαίσθητα love story που μας έδωσε το ευρωπαϊκό σινεμά.
«Επιστροφή στο Χάουαρντς Εντ» («Howard’s End»)
Σκηνοθεσία: Τζέιμς Άιβορι
Σενάριο: Ρουθ Πρόουλερ Ζαμπβάλα
Πρωταγωνιστούν: Έλενα Μπόναμ Κάρτερ, Βανέσσα Ρεντγκρέιβ, Αντονι Χόπκινς, Εμα Τόμσον
Διάρκεια: 140′
Η Μάργκαρετ και η Έλεν Σλέγκελ είναι δύο ανεξάρτητες, έξυπνες και καλλιεργημένες αδερφές. Η εύπορη οικογένεια Γουίλκοξ παραμένει ακαλλιέργητη και εντελώς συμβατική. Με φόντο την ανώτερη τάξη της εδουαρδιανής Αγγλίας, στήνεται ανάμεσα σε δύο οικογένειες: τους διανοούμενους Σλέγκελ και τους πραγματιστές Γουίλκοξ. Όλα θα ξεκινήσουν όταν η νεαρή και ατίθαση Έλεν Σλέγκελ επισκεφθεί την κατοικία των Γουίλκοξ, το Χάουαρντς Εντ. Εντυπωσιασμένη από τον κόσμο τους και τον τόσο διαφορετικό τρόπο σκέψης τους, η Έλεν θα παρασυρθεί και σε μια στιγμή επιπολαιότητας θα αρραβωνιαστεί τον Πολ Γουίλκοξ με απρόβλεπτα αποτελέσματα. Ο δε αναπάντεχος θάνατος της κυρίας Γουίλκοξ θα φέρει κοντά τις δύο οικογένειες, τονίζοντας από τη µία µεριά τις αντιθέσεις τους, αλλά και δημιουργώντας περίεργες συµµαχίες.
Ο Τζέιμς Αϊβορι μεγάλωσε στο Ορεγκον, φοίτησε στη σχολή κινηματογράφου του Πανεπιστημίου της Νότιας Καλιφόρνιας και ξεκίνησε την καριέρα του ως σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ. Το 1970, όμως, ο Αϊβορι, που ποτέ δεν είχε γυρίσει ταινία μυθοπλασίας, γνώρισε τον Ισμαήλ Μέρτσαντ, που ποτέ δεν είχε κάνει κινηματογραφική παραγωγή, και η παρέα συμπληρώθηκε από τη Ρουθ Πρόουλερ Ζαμπβάλα, πρωτάρα και αυτή στον κινηματογράφο. Με αυτή την ομάδα έκανε τα πρώτα του αριστουργήματα, με την ίδια υπογράφει και το μοναδικό αυτό φιλμ που αποτελεί ίσως την κορύφωση της φιλμογραφίας του – ένα φιλμ εποχής, όπου και μόνο η ανασύσταση της κρατά μέσα της κάτι από το δράμα που μας αφορά. Η ταινία προβλήθηκε το 1992 κι εκτός από τις 9 υποψηφιότητες στα Όσκαρ, απέφερε κι ειδικό βραβείο στον Τζέιμς Άιβορι στο φεστιβάλ των Καννών. Η ταινία απέσπασε, επίσης, πολλά βραβεία κριτικών, μια Χρυσή Σφαίρα για την ερμηνεία της Τόμσον, δυο Βραβεία BAFTA. Η Έμμα Τόμσον κέρδισε το Όσκαρ Α’ γυναικείου ρόλου.
«Η ταβέρνα της Τζαμάικα» («Jamaica Inn»)
Παραγωγή: 1939
Σκηνοθεσία: Άλφρεντ Χίτσκοκ
Σενάριο: Τζοάν Χάρισον, Σίντνεϊ Γκίλατ, Τζ.Μπ. Πρίστλεϊ
Πρωταγωνιστούν: Τσαρλς Λότον, Μορίν Ο’ Χάρα, Λέσλι Μπανκς
Σε μια απόκρημνη και βραχώδη ακτή της Κορνουάλλης γύρω στα 1800, μια συμμορία κακοποιών ληστεύει πλοία που ναυαγούν και δολοφονεί όσους ναυαγούς επιβιώνουν, ώστε να μη μπορούν να τους καταδώσουν. Μόνο που τα ναυάγια είναι προσχεδιασμένα από το μυστηριώδη αρχηγό της σπείρας. Εκεί, φτάνει μια όμορφη Αγγλίδα για να επισκεφτεί το θείο της, αγνοώντας ότι είναι το στέκι συμμορίας και ο θείος της μέλος αυτής. Ταυτόχρονα, οι ναυτιλιακές εταιρίες στέλνουν στην περιοχή ένα «δικό τους άνθρωπο» προκειμένου να εξιχνιάσει τα απανωτά ναυάγια, που κι αυτός καταλύει στο ίδιο πανδοχείο. Οταν, όμως, οι ληστές ανακαλύπτουν το λόγο της παρουσίας του εκεί, αποφασίζουν να το σκοτώσουν.
Αρκετά από τα βιβλία της Δάφνη ντι Μωριέ μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο και την τηλεόραση, όπως η «Ρεβέκκα» (1938) και τα «Πουλιά» (1963) που, επίσης, σκηνοθέτησε ο Άλφρεντ Χίτσκοκ. Εδώ, αποδεικνύει πως εκτός από μαέστρος του σασπένς, είναι και ένας μετρ του δράματος, συνεπικουρούμενος από μια πέρα από κάθε κριτική ερμηνεία του πρωταγωνιστή του, Τσαρλς Λότον. Αποτέλεσε την τελευταία ταινία της Βρετανικής Περιόδου του σκηνοθέτη, καθώς αμέσως μετά ο Χίτσκοκ θα εγκατέλειπε οριστικά τη Μεγάλη Βρετανία για να μετακομίσει στο Χόλιγουντ, όπου τον περίμενε μια νέα, μεγάλη καριέρα. Η «Ταβέρνα της Τζαμάικα» παραμένει μια από τις πιο ιδιόμορφες ταινίες του σκηνοθέτη της, μια ταινία που κανείς λάτρης του «Χιτς» δεν πρέπει να χάσει.