Είτε μέσα από πολιτικά κομμάτια είτε μέσα από πιο ανάλαφρα ερωτικά, η Λίνα Νικολακοπούλου καταφέρνει πάντα ν’ αποτυπώνει εύστοχα την Αθήνα και τις ανησυχίες των κατοίκων της.
Έκανε την είσοδό της στη δισκογραφία το 1981 και με κύρια χαρακτηριστικά τους δυσανάγνωστους στίχους και τα γλωσσικά παιχνίδια, η Λίνα Νικολακοπούλου κατάφερε ν’ αλλάξει το τοπίο του ελληνικού τραγουδιού. Οι επιρροές της από τη δημοτική ποίηση και τον υπερρεαλισμό είναι έκδηλες στη γραφή της, ενώ αγαπημένο της σκηνικό παραμένει η Αθήνα, πυρήνας των πολιτικών εξελίξεων της εκάστοτε δεκαετίας.
Εν έτει 1982 προμηνύει πως «Το καλοκαίρι θα ‘ρθει», σε μουσική Σταμάτη Κραουνάκη και ερμηνεία Χριστιάνας, από το δίσκο «Σαριμπιντάμ…θα πει τρελλαίνομαι!». Η δεκαετία του ’80 μπορεί να είναι γεμάτη «καλοκαιρινές» επιτυχίες, αλλά εκείνη, σε αντίθεση με τους Φατμέ, δεν μιλάει για «το καλοκαιράκι στην ακρογιαλιά», ούτε ταξιδεύει «Μύκονο και Σαντορίνη», όπως ο Βαγγέλης Γερμανός, αφού το δικό της τραγούδι εκτυλίσσεται εξολοκλήρου στο ζεστό τσιμέντο της Αθήνας:
Το καλοκαίρι θα ‘ρθει
στην ταράτσα του Βοξ
η Μελίνα θα παίζει τη «Στέλλα»
Ραντεβού θα σου δίνω
στα σκαλιά του Εκράν
να κοιτάμε τις νύχτες
τη Μανιάνι γκρο πλαν
καρφωμένη με δέκα σαΐτες
Δύο χρόνια μετά, η Νικολακοπούλου κι ο Κραουνάκης συναντιούνται με τη Δήμητρα Γαλάνη στο δίσκο «Κανονικά». Τόσο οι πρωτοποριακές ενορχηστρώσεις του Κώστα Γανωσέλη όσο και οι στίχοι αυτοί καθαυτοί σηματοδοτούν το πέρασμα στη νέα δεκαετία και την αποδέσμευση από το ρομαντικό ύφος των 70s: πλέον η Γαλάνη δεν τραγουδάει για τις ανθρώπινες σχέσεις διαβάζοντας «γαλάζια γράμματα» και επικαλούμενη «τα ψηλά τα κυπαρίσσια», αλλά αναφερόμενη σε καθημερινές εικόνες με φόντο το αστικό τοπίο:
Ο κήπος ήτανε μοκέτα
στου πέμπτου ορόφου το δυάρι- χειμώνας
και φύσαγε ένας άνεμος να πάρει
σεντόνια, μαξιλάρια και πακέτα- χειμώνας
Στου πέμπτου ορόφου τον παράλληλο
το έργο που θα δείτε ειν’ ακατάλληλο
κι απόψε
(«Ακατάλληλο»)
Η Τάνια Τσανακλίδου θ’ αποτελέσει μία ακόμη Μούσα του επιτυχημένου διδύμου και το «Μαμά γερνάω» (1988) ένα δίσκο-σταθμό. Η δικτατορία έχει πλέον πέσει, ο εχθρός δεν είναι ορατός κι η Αθήνα της μεταπολίτευσης αντιμετωπίζει κρίση ταυτότητας κι αξιών:
Δε μ’ αρέσει, τι να γίνει
να ‘χω μονάχα παρελθόν
κι η Αθήνα να μου δίνει
απ’ το ράδιο το παρόν
Άλλο «Ένα-ένα-τέσσερα»
κι άλλο «Εννιά κι ογδόντα τέσσερα»
Πάμε όλοι, πάμε όλοι
άλλη πόλη μες στην πόλη
Κυριακή στον Παρθενώνα, βρε
με δικά μας δακρυγόνα, βρε
(«Πάμε κάπου»)
Δέκα χρόνια μετά, στο album «Σπεράντζα» θα παρουσιάσουν μαζί με το Σάκη Ρουβά το «Βατραχάκι και άλλες ιστορίες». Ο απόλυτος ποπ σταρ της εποχής ίπταται πάνω απ’ την Αθήνα σαν αρχαίος Έλληνας Θεός, ενώ οι δύο ισόβιοι φίλοι και συνεργάτες τραγουδούν για μία πόλη που αλλοιώνεται, ετοιμάζεται για τα εγκαίνια του μετρό κι εξακολουθεί ν’ ακούει τα τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι:
Στο σι ντι ρομ
θα κολυμπήσω φίλε γνώθι σαυτόν
κι απ’ του μετρό τη φλέβα πού ’ναι μπετόν
τον Ιλισσό θα τραγουδώ
στου Μάνου το σκοπό
για σένα
Ποια κολώνα
θα εξακτίνιζε τον Παρθενώνα
να γίνει μέτρο, μέτρο κάθε αιώνα
για την παγκόσμια ομορφιά
δυο χέρια με καρφιά
Το 2002 η Νικολακοπούλου και ο Νίκος Αντύπας θα γράψουν το soundtrack της τηλεοπτικής σειράς «Κάτω απ’ την Ακρόπολη». Το ομότιτλο κομμάτι ερμηνεύουν ο Νίκος Κουρουπάκης και η Χρυσούλα Κεχαγιόγλου και η πένα της στιχουργού γίνεται πιο κινηματογραφική και μελαγχολική, χωρίς, ωστόσο, ν’ απουσιάζουν οι πολιτικές προεκτάσεις:
Κάτω απ’ την Ακρόπολη είναι ένα στενό
σαν μελίσσι ανήσυχο καθημερινό
μαγαζάκια ανοίγουνε
κλείνουν τα ρολά πριν φύγουνε
Στη κουζίνα σου άφησα πιάτο με φαΐ
κάποια Φώφη σ’ έψαχνε όλο το πρωί
ξέρω δυο χιλιάρικα πόσα είναι ευρώ
και χάρηκα
Το κατεξοχήν πολιτικό έργο της στιχουργού θα παρουσιαστεί το 2013 σε μουσική Δάφνης Αλεξανδρή κι ερμηνεία Αργυρώς Καπαρού. Οι «Χειρολαβές» αποτυπώνουν την Αθήνα και κατ’ επέκταση την Ελλάδα της κρίσης και των μνημονίων, με τα τραγούδια να ενσωματώνουν φωνές παιδιών και ήχους από δρόμους κι αυτοκίνητα.
Στο «Θέλουμε πολλά» η ερμηνεύτρια διασχίζει την πόλη, είτε με τα μέσα είτε πεζή, παρατηρώντας τους ανθρώπους γύρω της και κάνοντας πικρές σκέψεις για το παρόν και το μέλλον:
Γεμίσανε τα μπράτσα ζωγραφιές
οι πλάτες και τα πόδια δείχνουν δράκους
Πετράλωνα, Μοσχάτο, Τζιτζιφιές
οι δρόμοι και τα λόγια έχουν λάκκους
Στα τζάμια του μετρό μ’ ένα κλειδί
σημάδια μυστικά είναι χαραγμένα
ανάποδα σου λέω την έχω δει
κι αντί Κεραμεικό θα πάω στα ξένα
Εξίσου απαισιόδοξο το ύφος στην «Πανδρόσου», ένα κομμάτι αφιερωμένο σ’ έναν απ’ τους πιο πολυσύχναστους και τουριστικούς δρόμους της πρωτεύουσας:
Πρόσεχε το κινητό σου
μην κρατάς πολλά λεφτά
βγήκα βόλτα στην Πανδρόσου
τι σημαίνουν όλα αυτά
Εικόνες, σανδάλια, Θεοί μινιατούρες
σβηστά μανουάλια, σκιές με καμπούρες
βαριά κομπολόγια, κιλίμια με κρόσσια
δεν έχουμε λόγια, δεν έχουμε γλώσσα
Πρόσεχε τραβάνε τσάντες
του λαιμού τις αλυσίδες
περπατούν του κόσμου οι πάντες
είναι κατοχή αν είδες
Στη «Στουρνάρα» το κλίμα γίνεται πιο ευχάριστο, με τους συντελεστές να στήνουν μια γιορτή στο κέντρο της πόλης, κάνοντας κι ένα λογοπαίγνιο με το όνομα του τότε δημάρχου, Γιώργου Καμίνη:
Αν δεν είχαμε τα αισθήματα τρομάρα
θα σε χόρευα στη μέση της Στουρνάρα
θα σε σήκωνα στα χέρια ως τα σύννεφα ψηλά
κάποιος άλλος από μέσα μου μιλά
Αχ και να ‘χα τα προβλήματα λυμένα
κι όλα εκείνα που φορτώθηκαν σ’ εμένα
ο ταλαίπωρος ο νους θα είχε ειρήνη
γεια σου δήμαρχε και πόλη μου καμίνι
Τέσσερα χρόνια μετά, σε μουσική κι εκτέλεση Μιχάλη Χατζηγιάννη, η Νικολακοπούλου υπογράφει το «Κοίτα με», ένα σύγχρονο ποπ κομμάτι για τη γνωριμία ενός ζευγαριού στα μέσα μαζικής μεταφοράς, όπου παράλληλα θίγεται και η εξάρτησή μας από την τεχνολογία:
Το κινητό σου όλο κοιτάς
στο τρένο μπαίνεις, μια θέση ζητάς
Κι εγώ που είμαι, φως μου, τρελός
τέλος για σένα, δεν είμαι ορατός
Να ‘μουν το φως που βλέπεις στην οθόνη
να με κοιτάς συνέχεια κατάματα
Κατεβαίνουμε, κοίτα με
δεν ξέρω πώς να ξεκολλήσω το βλέμμα μου
Αμπελόκηποι, Σύνταγμα
κι ένας Θεός ξέρει ποιο θα ‘ναι το τέρμα μου
Και φτάνουμε στο 2019, όπου η στιχουργός επιμελείται και γράφει τα περισσότερα κομμάτια στη «Γαλάζια λίμνη». Το album του Μάριου Φραγκούλη περιλαμβάνει τραγούδια με ποιητικούς στίχους και λυρικές συνθέσεις, που δεν έχουν άμεση σχέση με το σήμερα, ούτε ως προς το περιεχόμενο ούτε ως προς τη μορφή. Κι όμως, στη «Βόλτα» η στιχουργός μάς θυμίζει τις μεγάλες της στιγμές τη δεκαετία του ’80, με τη μελωδία του Φραγκούλη να κλείνει το μάτι στο Χατζιδάκι:
Έλα να πάμε απόψε βόλτα,
χωρίς πυξίδα στα χαμένα,
γέμισε ο κόσμος γεγονότα,
μα εγώ σκεφτόμουν πάλι εσένα
Και στην Ακρόπολη κανένας,
ούτε η Αθηνά ούτε το δόρυ
στο παραμύθι του ο καθένας
και εμείς στον έρωτα οδοιπόροι
Μοναστηράκι και Θησείο
κι όσο κρατάει η αναπνοή μας
φυλάει την τέχνη ένα μουσείο
κι εμείς στους δρόμους τη δική μας
Είτε, λοιπόν, μέσα από απαισιόδοξα πολιτικά κομμάτια είτε μέσα από πιο ανάλαφρα ερωτικά, η Λίνα Νικολακοπούλου καταφέρνει πάντα ν’ αποτυπώνει εύστοχα την Αθήνα και τις συνήθειες και τις ανησυχίες των κατοίκων της. Μετρώντας σαράντα χρόνια στη δισκογραφία, έχει αποδείξει πως, ακόμα κι όταν δεν πρωτοπορεί, καταφέρνει να συγκινεί και να μην απογοητεύει.
Είτε μέσα από πολιτικά κομμάτια είτε μέσα από πιο ανάλαφρα ερωτικά, η Λίνα Νικολακοπούλου καταφέρνει πάντα ν’ αποτυπώνει εύστοχα την Αθήνα και τις ανησυχίες των κατοίκων της.
Έκανε την είσοδό της στη δισκογραφία το 1981 και με κύρια χαρακτηριστικά τους δυσανάγνωστους στίχους και τα γλωσσικά παιχνίδια, η Λίνα Νικολακοπούλου κατάφερε ν’ αλλάξει το τοπίο του ελληνικού τραγουδιού. Οι επιρροές της από τη δημοτική ποίηση και τον υπερρεαλισμό είναι έκδηλες στη γραφή της, ενώ αγαπημένο της σκηνικό παραμένει η Αθήνα, πυρήνας των πολιτικών εξελίξεων της εκάστοτε δεκαετίας.
Εν έτει 1982 προμηνύει πως «Το καλοκαίρι θα ‘ρθει», σε μουσική Σταμάτη Κραουνάκη και ερμηνεία Χριστιάνας, από το δίσκο «Σαριμπιντάμ…θα πει τρελλαίνομαι!». Η δεκαετία του ’80 μπορεί να είναι γεμάτη «καλοκαιρινές» επιτυχίες, αλλά εκείνη, σε αντίθεση με τους Φατμέ, δεν μιλάει για «το καλοκαιράκι στην ακρογιαλιά», ούτε ταξιδεύει «Μύκονο και Σαντορίνη», όπως ο Βαγγέλης Γερμανός, αφού το δικό της τραγούδι εκτυλίσσεται εξολοκλήρου στο ζεστό τσιμέντο της Αθήνας:
Το καλοκαίρι θα ‘ρθει
στην ταράτσα του Βοξ
η Μελίνα θα παίζει τη «Στέλλα»
Ραντεβού θα σου δίνω
στα σκαλιά του Εκράν
να κοιτάμε τις νύχτες
τη Μανιάνι γκρο πλαν
καρφωμένη με δέκα σαΐτες
Δύο χρόνια μετά, η Νικολακοπούλου κι ο Κραουνάκης συναντιούνται με τη Δήμητρα Γαλάνη στο δίσκο «Κανονικά». Τόσο οι πρωτοποριακές ενορχηστρώσεις του Κώστα Γανωσέλη όσο και οι στίχοι αυτοί καθαυτοί σηματοδοτούν το πέρασμα στη νέα δεκαετία και την αποδέσμευση από το ρομαντικό ύφος των 70s: πλέον η Γαλάνη δεν τραγουδάει για τις ανθρώπινες σχέσεις διαβάζοντας «γαλάζια γράμματα» και επικαλούμενη «τα ψηλά τα κυπαρίσσια», αλλά αναφερόμενη σε καθημερινές εικόνες με φόντο το αστικό τοπίο:
Ο κήπος ήτανε μοκέτα
στου πέμπτου ορόφου το δυάρι- χειμώνας
και φύσαγε ένας άνεμος να πάρει
σεντόνια, μαξιλάρια και πακέτα- χειμώνας
Στου πέμπτου ορόφου τον παράλληλο
το έργο που θα δείτε ειν’ ακατάλληλο
κι απόψε
(«Ακατάλληλο»)
Η Τάνια Τσανακλίδου θ’ αποτελέσει μία ακόμη Μούσα του επιτυχημένου διδύμου και το «Μαμά γερνάω» (1988) ένα δίσκο-σταθμό. Η δικτατορία έχει πλέον πέσει, ο εχθρός δεν είναι ορατός κι η Αθήνα της μεταπολίτευσης αντιμετωπίζει κρίση ταυτότητας κι αξιών:
Δε μ’ αρέσει, τι να γίνει
να ‘χω μονάχα παρελθόν
κι η Αθήνα να μου δίνει
απ’ το ράδιο το παρόν
Άλλο «Ένα-ένα-τέσσερα»
κι άλλο «Εννιά κι ογδόντα τέσσερα»
Πάμε όλοι, πάμε όλοι
άλλη πόλη μες στην πόλη
Κυριακή στον Παρθενώνα, βρε
με δικά μας δακρυγόνα, βρε
(«Πάμε κάπου»)
Δέκα χρόνια μετά, στο album «Σπεράντζα» θα παρουσιάσουν μαζί με το Σάκη Ρουβά το «Βατραχάκι και άλλες ιστορίες». Ο απόλυτος ποπ σταρ της εποχής ίπταται πάνω απ’ την Αθήνα σαν αρχαίος Έλληνας Θεός, ενώ οι δύο ισόβιοι φίλοι και συνεργάτες τραγουδούν για μία πόλη που αλλοιώνεται, ετοιμάζεται για τα εγκαίνια του μετρό κι εξακολουθεί ν’ ακούει τα τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι:
Στο σι ντι ρομ
θα κολυμπήσω φίλε γνώθι σαυτόν
κι απ’ του μετρό τη φλέβα πού ’ναι μπετόν
τον Ιλισσό θα τραγουδώ
στου Μάνου το σκοπό
για σένα
Ποια κολώνα
θα εξακτίνιζε τον Παρθενώνα
να γίνει μέτρο, μέτρο κάθε αιώνα
για την παγκόσμια ομορφιά
δυο χέρια με καρφιά
Το 2002 η Νικολακοπούλου και ο Νίκος Αντύπας θα γράψουν το soundtrack της τηλεοπτικής σειράς «Κάτω απ’ την Ακρόπολη». Το ομότιτλο κομμάτι ερμηνεύουν ο Νίκος Κουρουπάκης και η Χρυσούλα Κεχαγιόγλου και η πένα της στιχουργού γίνεται πιο κινηματογραφική και μελαγχολική, χωρίς, ωστόσο, ν’ απουσιάζουν οι πολιτικές προεκτάσεις:
Κάτω απ’ την Ακρόπολη είναι ένα στενό
σαν μελίσσι ανήσυχο καθημερινό
μαγαζάκια ανοίγουνε
κλείνουν τα ρολά πριν φύγουνε
Στη κουζίνα σου άφησα πιάτο με φαΐ
κάποια Φώφη σ’ έψαχνε όλο το πρωί
ξέρω δυο χιλιάρικα πόσα είναι ευρώ
και χάρηκα
Το κατεξοχήν πολιτικό έργο της στιχουργού θα παρουσιαστεί το 2013 σε μουσική Δάφνης Αλεξανδρή κι ερμηνεία Αργυρώς Καπαρού. Οι «Χειρολαβές» αποτυπώνουν την Αθήνα και κατ’ επέκταση την Ελλάδα της κρίσης και των μνημονίων, με τα τραγούδια να ενσωματώνουν φωνές παιδιών και ήχους από δρόμους κι αυτοκίνητα.
Στο «Θέλουμε πολλά» η ερμηνεύτρια διασχίζει την πόλη, είτε με τα μέσα είτε πεζή, παρατηρώντας τους ανθρώπους γύρω της και κάνοντας πικρές σκέψεις για το παρόν και το μέλλον:
Γεμίσανε τα μπράτσα ζωγραφιές
οι πλάτες και τα πόδια δείχνουν δράκους
Πετράλωνα, Μοσχάτο, Τζιτζιφιές
οι δρόμοι και τα λόγια έχουν λάκκους
Στα τζάμια του μετρό μ’ ένα κλειδί
σημάδια μυστικά είναι χαραγμένα
ανάποδα σου λέω την έχω δει
κι αντί Κεραμεικό θα πάω στα ξένα
Εξίσου απαισιόδοξο το ύφος στην «Πανδρόσου», ένα κομμάτι αφιερωμένο σ’ έναν απ’ τους πιο πολυσύχναστους και τουριστικούς δρόμους της πρωτεύουσας:
Πρόσεχε το κινητό σου
μην κρατάς πολλά λεφτά
βγήκα βόλτα στην Πανδρόσου
τι σημαίνουν όλα αυτά
Εικόνες, σανδάλια, Θεοί μινιατούρες
σβηστά μανουάλια, σκιές με καμπούρες
βαριά κομπολόγια, κιλίμια με κρόσσια
δεν έχουμε λόγια, δεν έχουμε γλώσσα
Πρόσεχε τραβάνε τσάντες
του λαιμού τις αλυσίδες
περπατούν του κόσμου οι πάντες
είναι κατοχή αν είδες
Στη «Στουρνάρα» το κλίμα γίνεται πιο ευχάριστο, με τους συντελεστές να στήνουν μια γιορτή στο κέντρο της πόλης, κάνοντας κι ένα λογοπαίγνιο με το όνομα του τότε δημάρχου, Γιώργου Καμίνη:
Αν δεν είχαμε τα αισθήματα τρομάρα
θα σε χόρευα στη μέση της Στουρνάρα
θα σε σήκωνα στα χέρια ως τα σύννεφα ψηλά
κάποιος άλλος από μέσα μου μιλά
Αχ και να ‘χα τα προβλήματα λυμένα
κι όλα εκείνα που φορτώθηκαν σ’ εμένα
ο ταλαίπωρος ο νους θα είχε ειρήνη
γεια σου δήμαρχε και πόλη μου καμίνι
Τέσσερα χρόνια μετά, σε μουσική κι εκτέλεση Μιχάλη Χατζηγιάννη, η Νικολακοπούλου υπογράφει το «Κοίτα με», ένα σύγχρονο ποπ κομμάτι για τη γνωριμία ενός ζευγαριού στα μέσα μαζικής μεταφοράς, όπου παράλληλα θίγεται και η εξάρτησή μας από την τεχνολογία:
Το κινητό σου όλο κοιτάς
στο τρένο μπαίνεις, μια θέση ζητάς
Κι εγώ που είμαι, φως μου, τρελός
τέλος για σένα, δεν είμαι ορατός
Να ‘μουν το φως που βλέπεις στην οθόνη
να με κοιτάς συνέχεια κατάματα
Κατεβαίνουμε, κοίτα με
δεν ξέρω πώς να ξεκολλήσω το βλέμμα μου
Αμπελόκηποι, Σύνταγμα
κι ένας Θεός ξέρει ποιο θα ‘ναι το τέρμα μου
Και φτάνουμε στο 2019, όπου η στιχουργός επιμελείται και γράφει τα περισσότερα κομμάτια στη «Γαλάζια λίμνη». Το album του Μάριου Φραγκούλη περιλαμβάνει τραγούδια με ποιητικούς στίχους και λυρικές συνθέσεις, που δεν έχουν άμεση σχέση με το σήμερα, ούτε ως προς το περιεχόμενο ούτε ως προς τη μορφή. Κι όμως, στη «Βόλτα» η στιχουργός μάς θυμίζει τις μεγάλες της στιγμές τη δεκαετία του ’80, με τη μελωδία του Φραγκούλη να κλείνει το μάτι στο Χατζιδάκι:
Έλα να πάμε απόψε βόλτα,
χωρίς πυξίδα στα χαμένα,
γέμισε ο κόσμος γεγονότα,
μα εγώ σκεφτόμουν πάλι εσένα
Και στην Ακρόπολη κανένας,
ούτε η Αθηνά ούτε το δόρυ
στο παραμύθι του ο καθένας
και εμείς στον έρωτα οδοιπόροι
Μοναστηράκι και Θησείο
κι όσο κρατάει η αναπνοή μας
φυλάει την τέχνη ένα μουσείο
κι εμείς στους δρόμους τη δική μας
Είτε, λοιπόν, μέσα από απαισιόδοξα πολιτικά κομμάτια είτε μέσα από πιο ανάλαφρα ερωτικά, η Λίνα Νικολακοπούλου καταφέρνει πάντα ν’ αποτυπώνει εύστοχα την Αθήνα και τις συνήθειες και τις ανησυχίες των κατοίκων της. Μετρώντας σαράντα χρόνια στη δισκογραφία, έχει αποδείξει πως, ακόμα κι όταν δεν πρωτοπορεί, καταφέρνει να συγκινεί και να μην απογοητεύει.