Σύνοψη
Η Βάντα, μια τριαντεπεντάχρονη οικιακή βοηθός από την Πολωνία φροντίζει τον ηλικιωμένο πατριάρχη μιας πλούσιας οικογένειας, στην πολυτελή τους βίλα στην Ελβετία. Όταν ξαφνικά προκύπτει μια απρόσμενη εγκυμοσύνη, οικογενειακά μυστικά έρχονται στην επιφάνεια και οδηγούν σε ευτράπελα, ενώ γίνονται διάφοροι διακανονισμοί για να κατευναστούν όλα τα πνεύματα σε αυτό το καυστικό οικογενειακό δράμα.
Συνέντευξη με τη σκηνοθέτη Μπετίνα Όμπερλι
– Οικογένεια – μαζί δεν κάνουμε και χώρια δε μπορούμε…
– Η οικογένεια είναι ένα μοτίβο στο οποίο επιστρέφω συχνά στις ταινίες μου: τι τρέχει μ’ αυτό τον παράξενο μικρόκοσμο, αυτή τη γενετικά τυχαία οικογενειακή μονάδα μέσα στην οποία αισθάνεσαι ασφαλής ή ακόμα και περιορισμένος; Η οικογένεια προσφέρει ένα πολύ ευρύ αφηγηματικό πλαίσιο, με το οποίο όλοι μπορούν να συνδεθούν κατά κάποιον τρόπο, γιατί όλοι έχουν οικογένεια. Εδώ δοκιμάζεται η οικογένεια Wemeister-Gloor, αρχίζουν να εμφανίζονται ρωγμές και δυσάρεστα μυστικά βγαίνουν στο φως. Όλα τα μέλη της οικογένειας αναγκάζονται να είναι ειλικρινή μεταξύ τους. Αυτό είναι απελευθερωτικό, ώρες ώρες αστείο, αλλά και πολύ επίπονο κάποιες φορές. Η οικογένεια σχεδόν διαλύεται, αλλά για μένα αυτή συνεχίζει να είναι μια ταινία για το να ερχόμαστε πιο κοντά.
– Στο «Μη Φεύγεις, Βάντα» έχετε ασχοληθεί με το τρέχον θέμα της μετανάστευσης για παροχή υπηρεσιών φροντίδας και υγείας. Γιατί επιλέξατε αυτό το θέμα;
– Στην Ελβετία η αγορά υπηρεσιών φροντίδας στο σπίτι ανθίζει. Υπάρχουν πρακτορεία που χρησιμοποιούν φράσεις όπως «…φτηνή, καλόκαρδη, νοιάζεται και σας φροντίζει όλο το 24ωρο» όταν προσπαθούν να προωθήσουν οικιακές βοηθούς από την Ανατολική Ευρώπη, για να φροντίζουν ηλικιωμένους στα σπίτια τους αντί για οίκους ευγηρίας. Όλο και πιο συχνά, γυναίκες από την Πολωνία ή την Ουγγαρία πηγαινοέρχονται κάθε μήνα ανάμεσα στις οικογένειές τους και στις οικογένειες που φροντίζουν στην Ελβετία. Με ενδιέφερε το τι συμβαίνει όταν ένας τελείως άγνωστος αποκτά βαθιά πρόσβαση στη δομή μιας οικογένειας, και η οικειότητα που αναπόφευκτα προκύπτει.
Συχνά, αυτό το μοντέλο φροντίδας αναφέρεται ως επικερδές και για τις δύο πλευρές: οι συγγενείς που χρειάζονται φροντίδα δεν χρειάζεται να μπουν σε κάποια δομή, η οικογένεια γλυτώνει αρκετά χρήματα, και οι φροντιστές κερδίζουν πολύ περισσότερα από όσα θα έβγαζαν στην πατρίδα τους. Η άποψη αυτή είναι πολύ μονόπλευρη όμως. Αγνοούμε το γεγονός ότι οι γυναίκες αυτές έχουν προσωπική ζωή, δικές τους οικογένειες, μια καθημερινή ρουτίνα που πρέπει να θυσιάσουν, ενώ τα χρήματα παραμένουν λίγα πίσω στην πατρίδα τους. Οπότε τα πλεονεκτήματα είναι επίσης μονόπλευρα. Τι πρέπει να γίνει ώστε τα δύο μέρη να ενεργούν επί ίσοις όροις, και οι συναλλαγές αυτές να είναι δίκαιες; Αυτό το ερώτημα διερευνήσαμε στο Μη Φεύγεις, Βάντα!
– Γιατί επιλέξατε να πείτε την ιστορία από την οπτική της οικογένειας Wegmeister–Gloor;
– Το «Μη Φεύγεις, Βάντα» είναι μια ταινία συνόλου, μια ταινία για γονείς και παιδιά και το τι μπορούν να κάνουν τα μέλη μιας οικογένειας το ένα στο άλλο. Δεν είναι μόνο η Βάντα που θέλει να της φέρονται με σεβασμό και αξιοπρέπεια – κάθε μέλος της οικογένειας αυτό λαχταράει. Η Βάντα είναι η πρωταγωνίστρια, είναι ο καταλύτης για την εξέλιξη και την αλλαγή των υπόλοιπων χαρακτήρων, αλλά κι αυτοί είναι εξίσου ενδιαφέροντες: μια πλούσια οικογένεια προσλαμβάνει μια φτηνή νοσοκόμα για τον πατριάρχη της, αλλά όλοι στην οικογένεια τελικά χρειάζονται τη βοήθειά της για τους δικούς τους λόγους. Αυτή η ιστορία με όλες τις συνέπειές της, επιτρέπει να υπάρχουν διαφορετικές οπτικές και απρόσμενες ανατροπές. Στο τέλος, η Βάντα έχει όντως βοηθήσει την οικογένεια, αλλά σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι είχαν φανταστεί. Αλλά και η σχέση της ίδιας της Βάντα με τη δική της οικογένεια στην Πολωνία έχει επίσης ευνοηθεί από αυτά τα γεγονότα.
– Αυτό που είναι αξιοσημείωτο είναι ότι αποφεύγετε να παρουσιάσετε τη Βάντα ως θύμα…
– Αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό ζήτημα: Τη Βάντα την εκμεταλλεύονται, ναι. Αλλά κάπως συμμετέχει κι αυτή σε αυτό μέχρι που φτάνει να κοιμηθεί στα κρυφά με τον ασθενή της για χρήματα. Οπότε δε μπορεί να δει τον εαυτό της ως θύμα. Και αυτή ήταν και η προσέγγιση της Ανιέσκα (σσ.: Γκροτσόφσκα) στο ρόλο: η Βάντα εκμεταλλεύεται κι εκείνη την οικογένεια. Και, συν τις άλλοις, τα πάει μια χαρά με τον Γιόσεφ (τον πατέρα). Είναι απλά μια συμφωνία που της προσφέρει παραπάνω χρήματα. Η συνειδητή ανταλλαγή «σεξ για χρήματα» δίνει δύναμη στη Βάντα με ένα παράδοξο τρόπο. Τον να την παρουσιάσουμε ως θύμα θα ήταν πολύ εύκολο και δεν θα μας επέτρεπε να δείξουμε τις αντιφατικές και ισχυρές πλευρές της. Η Βάντα ανατρέπει τα δεδομένα στα θέματα εκμετάλλευσης/υποταγής και εξουσίας.
Βιογραφικό σκηνοθέτη
Η Μπετίνα Όμπερλι μεγάλωσε στη Σαμόα και την Ελβετία, ενώ ζει και εργάζεται ως σεναριογράφος/σκηνοθέτης στη Ζυρίχη. Αποφοίτησε από τον Πανεπιστήμιο Τεχνών της Ζυρίχης. Στη συνέχεια εργάστηκε αρκετά ως βοηθός στη Νέα Υόρκη και το Βερολίνο. Οι μικρού και μεγάλου μήκους ταινίες της έχουν προβληθεί σε φεστιβάλ ανά τον κόσμο και τις κινηματογραφικές αίθουσες πολλών χωρών. Το διεθνώς αναγνωρισμένο ντεμπούτο της «I’m Nordwind» έκανε πρεμιέρα στο διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σαν Σεμπαστιάν και κέρδισε πληθώρα βραβείων. Η πιο επιτυχημένη της ταινία, μέχρι στιγμής, είναι το «Late Bloomers» (2006) το οποίο παραμένει στο τοπ 3 των πιο επιτυχημένων ελβετικών φιλμ στην ιστορία. Το 2018 έκανε πρεμιέρα η πρώτη γαλλόφωνη ταινία της, το «Le vent tourne», στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο. Η Μπετίνα Όμπερλι γυρίζει επίσης μουσικά βίντεο κλιπ και ταινίες μικρού μήκους. Το 2013 σκηνοθέτησε την πρώτη της θεατρική παράσταση, την Άννα Καρένινα για το Theater Basel. Το «Μη Φεύγεις, Βαντά!» είναι η 6η κατά σειρά μεγάλου μήκους ταινία της.
Συντελεστές:
Σκηνοθεσία: Μπετίνα Όμπερλι
Σενάριο: Κούκι Ζίσε, Μπετίνα Όμπερλι
Διεύθυνση παραγωγής: Φλόριαν Βιντμάγιερ
Παραγωγοί: Λούκας Χόμπι, Ρέτο Σέρλι
Διεύθυνση φωτογραφίας: Τζούντιθ Κάουφμαν
Σκηνογραφία: Μάριον Σραμ
Μουσική: Grand brothers (Έρολ Σαρπ & Λούκας Βόγκελ)
Μοντάζ: Κάγια Ινάν
Πρωταγωνιστούν: Ανιέσκα Γκροτσόφσκα, Αντρέ Γιάνγκ, Μάρτε Κέλερ, Γιάκομπ Μάτσενζ, Μπίργκιτ Μίνισμαϊρ, Ανατόλ Τάουμπμαν
Διάρκεια: 110′
Έτος παραγωγής: 2020
Από 29 Ιουλίου στους κινηματογράφους αποκλειστικά από το Cinobo
Σύνοψη
Η Βάντα, μια τριαντεπεντάχρονη οικιακή βοηθός από την Πολωνία φροντίζει τον ηλικιωμένο πατριάρχη μιας πλούσιας οικογένειας, στην πολυτελή τους βίλα στην Ελβετία. Όταν ξαφνικά προκύπτει μια απρόσμενη εγκυμοσύνη, οικογενειακά μυστικά έρχονται στην επιφάνεια και οδηγούν σε ευτράπελα, ενώ γίνονται διάφοροι διακανονισμοί για να κατευναστούν όλα τα πνεύματα σε αυτό το καυστικό οικογενειακό δράμα.
Συνέντευξη με τη σκηνοθέτη Μπετίνα Όμπερλι
– Οικογένεια – μαζί δεν κάνουμε και χώρια δε μπορούμε…
– Η οικογένεια είναι ένα μοτίβο στο οποίο επιστρέφω συχνά στις ταινίες μου: τι τρέχει μ’ αυτό τον παράξενο μικρόκοσμο, αυτή τη γενετικά τυχαία οικογενειακή μονάδα μέσα στην οποία αισθάνεσαι ασφαλής ή ακόμα και περιορισμένος; Η οικογένεια προσφέρει ένα πολύ ευρύ αφηγηματικό πλαίσιο, με το οποίο όλοι μπορούν να συνδεθούν κατά κάποιον τρόπο, γιατί όλοι έχουν οικογένεια. Εδώ δοκιμάζεται η οικογένεια Wemeister-Gloor, αρχίζουν να εμφανίζονται ρωγμές και δυσάρεστα μυστικά βγαίνουν στο φως. Όλα τα μέλη της οικογένειας αναγκάζονται να είναι ειλικρινή μεταξύ τους. Αυτό είναι απελευθερωτικό, ώρες ώρες αστείο, αλλά και πολύ επίπονο κάποιες φορές. Η οικογένεια σχεδόν διαλύεται, αλλά για μένα αυτή συνεχίζει να είναι μια ταινία για το να ερχόμαστε πιο κοντά.
– Στο «Μη Φεύγεις, Βάντα» έχετε ασχοληθεί με το τρέχον θέμα της μετανάστευσης για παροχή υπηρεσιών φροντίδας και υγείας. Γιατί επιλέξατε αυτό το θέμα;
– Στην Ελβετία η αγορά υπηρεσιών φροντίδας στο σπίτι ανθίζει. Υπάρχουν πρακτορεία που χρησιμοποιούν φράσεις όπως «…φτηνή, καλόκαρδη, νοιάζεται και σας φροντίζει όλο το 24ωρο» όταν προσπαθούν να προωθήσουν οικιακές βοηθούς από την Ανατολική Ευρώπη, για να φροντίζουν ηλικιωμένους στα σπίτια τους αντί για οίκους ευγηρίας. Όλο και πιο συχνά, γυναίκες από την Πολωνία ή την Ουγγαρία πηγαινοέρχονται κάθε μήνα ανάμεσα στις οικογένειές τους και στις οικογένειες που φροντίζουν στην Ελβετία. Με ενδιέφερε το τι συμβαίνει όταν ένας τελείως άγνωστος αποκτά βαθιά πρόσβαση στη δομή μιας οικογένειας, και η οικειότητα που αναπόφευκτα προκύπτει.
Συχνά, αυτό το μοντέλο φροντίδας αναφέρεται ως επικερδές και για τις δύο πλευρές: οι συγγενείς που χρειάζονται φροντίδα δεν χρειάζεται να μπουν σε κάποια δομή, η οικογένεια γλυτώνει αρκετά χρήματα, και οι φροντιστές κερδίζουν πολύ περισσότερα από όσα θα έβγαζαν στην πατρίδα τους. Η άποψη αυτή είναι πολύ μονόπλευρη όμως. Αγνοούμε το γεγονός ότι οι γυναίκες αυτές έχουν προσωπική ζωή, δικές τους οικογένειες, μια καθημερινή ρουτίνα που πρέπει να θυσιάσουν, ενώ τα χρήματα παραμένουν λίγα πίσω στην πατρίδα τους. Οπότε τα πλεονεκτήματα είναι επίσης μονόπλευρα. Τι πρέπει να γίνει ώστε τα δύο μέρη να ενεργούν επί ίσοις όροις, και οι συναλλαγές αυτές να είναι δίκαιες; Αυτό το ερώτημα διερευνήσαμε στο Μη Φεύγεις, Βάντα!
– Γιατί επιλέξατε να πείτε την ιστορία από την οπτική της οικογένειας Wegmeister–Gloor;
– Το «Μη Φεύγεις, Βάντα» είναι μια ταινία συνόλου, μια ταινία για γονείς και παιδιά και το τι μπορούν να κάνουν τα μέλη μιας οικογένειας το ένα στο άλλο. Δεν είναι μόνο η Βάντα που θέλει να της φέρονται με σεβασμό και αξιοπρέπεια – κάθε μέλος της οικογένειας αυτό λαχταράει. Η Βάντα είναι η πρωταγωνίστρια, είναι ο καταλύτης για την εξέλιξη και την αλλαγή των υπόλοιπων χαρακτήρων, αλλά κι αυτοί είναι εξίσου ενδιαφέροντες: μια πλούσια οικογένεια προσλαμβάνει μια φτηνή νοσοκόμα για τον πατριάρχη της, αλλά όλοι στην οικογένεια τελικά χρειάζονται τη βοήθειά της για τους δικούς τους λόγους. Αυτή η ιστορία με όλες τις συνέπειές της, επιτρέπει να υπάρχουν διαφορετικές οπτικές και απρόσμενες ανατροπές. Στο τέλος, η Βάντα έχει όντως βοηθήσει την οικογένεια, αλλά σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι είχαν φανταστεί. Αλλά και η σχέση της ίδιας της Βάντα με τη δική της οικογένεια στην Πολωνία έχει επίσης ευνοηθεί από αυτά τα γεγονότα.
– Αυτό που είναι αξιοσημείωτο είναι ότι αποφεύγετε να παρουσιάσετε τη Βάντα ως θύμα…
– Αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό ζήτημα: Τη Βάντα την εκμεταλλεύονται, ναι. Αλλά κάπως συμμετέχει κι αυτή σε αυτό μέχρι που φτάνει να κοιμηθεί στα κρυφά με τον ασθενή της για χρήματα. Οπότε δε μπορεί να δει τον εαυτό της ως θύμα. Και αυτή ήταν και η προσέγγιση της Ανιέσκα (σσ.: Γκροτσόφσκα) στο ρόλο: η Βάντα εκμεταλλεύεται κι εκείνη την οικογένεια. Και, συν τις άλλοις, τα πάει μια χαρά με τον Γιόσεφ (τον πατέρα). Είναι απλά μια συμφωνία που της προσφέρει παραπάνω χρήματα. Η συνειδητή ανταλλαγή «σεξ για χρήματα» δίνει δύναμη στη Βάντα με ένα παράδοξο τρόπο. Τον να την παρουσιάσουμε ως θύμα θα ήταν πολύ εύκολο και δεν θα μας επέτρεπε να δείξουμε τις αντιφατικές και ισχυρές πλευρές της. Η Βάντα ανατρέπει τα δεδομένα στα θέματα εκμετάλλευσης/υποταγής και εξουσίας.
Βιογραφικό σκηνοθέτη
Η Μπετίνα Όμπερλι μεγάλωσε στη Σαμόα και την Ελβετία, ενώ ζει και εργάζεται ως σεναριογράφος/σκηνοθέτης στη Ζυρίχη. Αποφοίτησε από τον Πανεπιστήμιο Τεχνών της Ζυρίχης. Στη συνέχεια εργάστηκε αρκετά ως βοηθός στη Νέα Υόρκη και το Βερολίνο. Οι μικρού και μεγάλου μήκους ταινίες της έχουν προβληθεί σε φεστιβάλ ανά τον κόσμο και τις κινηματογραφικές αίθουσες πολλών χωρών. Το διεθνώς αναγνωρισμένο ντεμπούτο της «I’m Nordwind» έκανε πρεμιέρα στο διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σαν Σεμπαστιάν και κέρδισε πληθώρα βραβείων. Η πιο επιτυχημένη της ταινία, μέχρι στιγμής, είναι το «Late Bloomers» (2006) το οποίο παραμένει στο τοπ 3 των πιο επιτυχημένων ελβετικών φιλμ στην ιστορία. Το 2018 έκανε πρεμιέρα η πρώτη γαλλόφωνη ταινία της, το «Le vent tourne», στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο. Η Μπετίνα Όμπερλι γυρίζει επίσης μουσικά βίντεο κλιπ και ταινίες μικρού μήκους. Το 2013 σκηνοθέτησε την πρώτη της θεατρική παράσταση, την Άννα Καρένινα για το Theater Basel. Το «Μη Φεύγεις, Βαντά!» είναι η 6η κατά σειρά μεγάλου μήκους ταινία της.
Συντελεστές:
Σκηνοθεσία: Μπετίνα Όμπερλι
Σενάριο: Κούκι Ζίσε, Μπετίνα Όμπερλι
Διεύθυνση παραγωγής: Φλόριαν Βιντμάγιερ
Παραγωγοί: Λούκας Χόμπι, Ρέτο Σέρλι
Διεύθυνση φωτογραφίας: Τζούντιθ Κάουφμαν
Σκηνογραφία: Μάριον Σραμ
Μουσική: Grand brothers (Έρολ Σαρπ & Λούκας Βόγκελ)
Μοντάζ: Κάγια Ινάν
Πρωταγωνιστούν: Ανιέσκα Γκροτσόφσκα, Αντρέ Γιάνγκ, Μάρτε Κέλερ, Γιάκομπ Μάτσενζ, Μπίργκιτ Μίνισμαϊρ, Ανατόλ Τάουμπμαν
Διάρκεια: 110′
Έτος παραγωγής: 2020
Από 29 Ιουλίου στους κινηματογράφους αποκλειστικά από το Cinobo