Το ρολόι σταμάτησε για τον Τόλη Βοσκόπουλο. Ο πρίγκιπας έγινε άγγελος και ταξίδεψε στον ουρανό. Εκεί που έστελνε τους ακροατές με τη μελίρρυτη φωνή και τις συγκλονιστικές ερμηνείες του. Σε τραγούδια που νίκησαν τον χρόνο…
Της γέννησης του πριγκιπόπουλου το 1940 είχαν προηγηθεί…19 τοκετοί κοριτσιών από την Αικατερίνη Σαράφογλου! Τυχαίο ή μοιραίο; Εκείνος ήταν το «20» για τον Χαράλαμπο Βοσκόπουλο, που προσδοκούσε τον γιο όπως ο μαθητής το άριστα σε απολυτήριο γυμνασίου! Δάσκαλος του δημοτικού προέβλεπε ότι το παιδάκι αυτό θα γινόταν τραγουδιστής. Εκείνος, φοιτώντας στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Ωδείου, θα αξιοποιούσε στις ερμηνείες του υποκριτικές γνώσεις άγνωστες για τους περισσότερους ομότεχνούς του….
Η αμφισβήτηση
Σήμερα, η αναγνώριση είναι σχεδόν καθολική. Όμως, η ιστορία θα ήταν μεγάλο λάθος να αγνοηθεί. Ο Βοσκόπουλος είχε στοχοποιηθεί εν ζωή από τον κατά φαντασίαν πνευματικό κόσμο. Τους δήθεν και τους κομπλεξικούς. Δυστυχώς και από τους γραφιάδες της διαπλοκής και των σοβαροφανών εντύπων που έγιναν φερέφωνά τους. Δεν αμφισβητήθηκε απλώς. Αλλά σαρκάστηκε και λοιδορήθηκε. Αυτή είναι η αλήθεια. Ο λόγος; Ότι βασίλεψε στην πίστα. Στην, κατ’ αυτούς, συνώνυμη της γαρδένιας, των μπουζουκιών, της φθηνής αισθητικής, της υποκουλτούρας, των ευτελών τραγουδιών και του νεοπλουτισμού. Λες και πριν ή μετά τον Βοσκόπουλο δεν υπήρχαν ή έκλεισαν τα νυχτερινά κέντρα διασκέδασης (από τα οποία, ειρήσθω εν παρόδω, πέρασαν κάποτε όλοι οι μεγάλοι έλληνες τραγουδιστές). Το γιατί ο απλός κόσμος τον λάτρεψε ενισχύει τον μύθο του και καθιστά πιο ενδιαφέρον το αίνιγμα…
Η μοναδικότητά του
Στην πραγματικότητα, ο Βοσκόπουλος ήταν ένας σταρ χολιγουντιανών προδιαγραφών. Συνδύαζε την επιβλητική σκηνική παρουσία και τη στομφώδη ανδρική ερμηνεία με τη χαρακτηριστική ένρινη φωνή και τα σπινθηροβόλα μάτια. Γι’ αυτό, το γυναικείο φύλο τον ερωτευόταν και το αντρικό –κρυφά ή φανερά– τον θαύμαζε. Αναμφίβολα, άλλοι δύο πολύ μεγάλοι ερωτικοί τραγουδιστές της χώρας θα μπορούσαν να διεκδικήσουν τον τίτλο του «Φρανκ Σινάτρα της Ελλάδας». Ο Γιάννης Πουλόπουλος και ο Γιάννης Πάριος. Στον Βοσκόπουλο, όμως, υπήρχε κάτι το επιπρόσθετο και εμφανώς διαφορετικό. Κάτι που τον έκανε να ξεχωρίζει. Η θεατρικότητα στην απόδοση των τραγουδιών και το εκτόπισμά του στην πίστα. Έμοιαζε σαν τελάλης των συναισθημάτων με τον τρόπο που κινούσε το ελεύθερο από το μικρόφωνο χέρι του. Σαν ένας χαρισματικός ρήτορας των παλμικών δονήσεων της καρδιάς. Επιβαλλόταν στο ακροατήριο, που τον άκουγε καθηλωμένο και τον διέκοπτε μόνο για να ξεσπάσει σε χειροκροτήματα. Όσο μεγάλη κι αν ήταν η πίστα που θα φιλοξενούσε μονάχα εκείνον, αυτός ο τροβαδούρος της αγάπης με το παράστημα εύζωνα και το αριστοκρατικό στυλ θύμιζε πρίγκιπα…
Το ρεπερτόριο
Εάν τον τραγουδιστή τον κάνουν τα τραγούδια, ο Βοσκόπουλος μπορούσε να καυχηθεί ότι ερμήνευσε πρώτος εξαιρετικά, πέραν από τη δική του συμβολή στην επιτυχία τους. Θρυλικότερο όλων, βέβαια, η «Αγωνία» των Γιώργου Ζαμπέτα και Χαράλαμπου Βασιλειάδη. Ο ομώνυμος δίσκος του 1968 ξεπέρασε τις 300 χιλιάδες πωλήσεις, το τραγούδι έγινε τίτλος κινηματογραφικής ταινίας και εκτόξευσε την καριέρα του ερμηνευτή.
Η συνεργασία του, όμως, με τον Μίμη Πλέσσα γέννησε νέα και περισσότερα αριστουργήματα. Σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου είναι τα τραγούδια «Ένα Ρολόι Σταματημένο», «Γλυκά Πονούσε το Μαχαίρι», «Δεν με Νοιάζει» και «Το Φεγγάρι Πάνωθέ μου». Και σε στίχους του Ηλία Λυμπερόπουλου, τα «Γεννήθηκα να Δίνω» και «Κυρά των Αστεριών». Τα οποία, όταν τ’ ακούς στην πρώτη τους ηχογράφηση, είναι σαν να βλέπεις την πανσέληνο σε καθαρό ουρανό. Με τη φωνή του Τόλη να σκορπάει τα άστρα…
Ο Πλέσσας περιέγραφε με τον εξής χαρακτηριστικό τρόπο πώς προέκυψε η συνεργασία του με τον «ερμηνευτή των ερωτευμένων» :«Ένα απόγευμα χτύπησε το κουδούνι στο σπίτι μου – άνοιξα την πόρτα. Ένα πανέμορφο αγόρι, ευαίσθητο. Δεν περίμενε τη γνωριμία μας για να είναι επιτυχημένο. Ήρθε και μου είπε τα εξής: “Μαέστρο, εγώ κατάφερα, σ’ αυτήν τη δύσκολη μάχη που κάνει ο κάθε τραγουδιστής, με ένα σουγιαδάκι που μου δώσανε να κάνω αυτά που ξέρεις. Για σκέψου να μου έδινες ένα σπαθί”. Κολακεύτηκα και προσπάθησα να φανώ αντάξιος στις προσδοκίες του. Κι εκείνος απλόχερα μού χάρισε τη μία επιτυχία μετά την άλλη».
Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, επίσης, έλεγε για το «Γλυκά Πονούσε το Μαχαίρι»: «Είναι το πιο ερωτικό μου τραγούδι. Και ο Τόλης το έπιασε με την πρώτη. Τον άκουγες και έβλεπες την εικόνα. Ένα ζευγάρι να αγκαλιάζεται με πάθος. Με ζωώδες πάθος».
Στην καριέρα του, βέβαια, ο Βοσκόπουλος έκανε επιτυχίες και με άλλους συνθέτες. Με τον Γιώργο Κατσαρό το «Αποκλείεται» (σε στίχους Πυθαγόρα) και το «Ας Είμαστε Ρεαλισταί» (σε στίχους Ηλία Λυμπερόπουλου). Με τον Χρήστο Νικολόπουλο το «Η Αγάπη Θέλει Φαντασία» και το «Μου Χρωστάει μια Αγάπη η Ζωή» (σε στίχους Ελένης Γιαννατσούλια). Με τον Θανάση Πολυκανδριώτη το «Να Κάνουμε Έναν Έρωτα Όλο Τρέλα» (σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου) και το «Κι Έλεγες» (σε στίχους Σόφης Παππά). Με τη Νίνη Ζαχά το «Εγώ Αγαπώ Μία». Με τον Νίκο Καρβέλα το «Είναι το Κάτι που Μένει» (σε στίχους Βαρβάρας Τσιμπούλη). Επίσης, είχε ερμηνεύσει μερικά από τα πρώτα τραγούδια του Γιάννη Πάριου, το «Κάτι Τέτοιες Ώρες» και το «Καρδιά μου Μόνη». Από το ρεπερτόριό του, τέλος, είναι γνωστά μέχρι σήμερα και τα «Σαν της Γαρδένιας τον Ανθό» (Ζακ Ιακωβίδη – Ηλία Λυμπερόπουλου), «Μια Γυναίκα, μια Αγάπη, μια Ζωή» (Γιώργου Μαλλίδη – Πυθαγόρα) και «Ανεπανάληπτος» (Γιάννη Καραλή – Γιώργου Σκούρτη).
Ο συνθέτης Βοσκόπουλος
Ο εκλιπών, πέραν από το ερμηνευτικό, είχε κι άλλο ένα ταλέντο που δεν είναι ευρέως γνωστό. Να συνθέτει μελωδίες που ντυμένες με λόγια γίνονταν τεράστιες επιτυχίες. Σε στίχους του Μίμη Θειόπουλου είναι τα αθάνατα τραγούδια «Τα Λόγια είναι Περιττά» και «Πριν Χαθεί το Όνειρό μας», στα οποία τον συνόδευσε η Μαρινέλλα.
Όπως και οι «Αναμνήσεις» που ηχογραφήθηκαν πρώτα από τη Δούκισσα και μετά από τον ίδιο. Καθώς και το ταυτισμένο με τον Στράτο Διονυσίου «Αποκοιμήθηκα», αλλά και το αισθαντικό «Αγόρι μου» της Τζένης Βάνου. Μάλιστα, δύο τραγούδια σε μουσική του είχαν διακριθεί στο Φεστιβάλ Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης. Το «Εκείνη» είχε κερδίσει το δεύτερο βραβείο το 1969. Και το «Αδέρφια μου, Αλήτες Πουλιά», το πρώτο την αμέσως επόμενη χρονιά. Και τα δύο, σε στίχους του Ηλία Λυμπερόπουλου, ερμηνευμένα από τον Γιάννη Βογιατζή.
Τέλος, ελάχιστοι γνωρίζουν ότι η Χαρούλα Αλεξίου οφείλει τα πρώτα της βήματα στον Βοσκόπουλο, αφού εκείνος την είχε ακούσει να τραγουδάει το 1971 σ’ ένα μαγαζί στην Πλάκα και της πρότεινε να εμφανιστεί μαζί με εκείνον και τον Στράτο Διονυσίου σε παραλιακό κέντρο. Μάλιστα, δύο χασάπικα («Έφυγε η Αγάπη», «Πάλι Μονάχο το Παιδί»), σε δική του μουσική και στίχους του Ηλία Λυμπερόπουλου, είχαν κυκλοφορήσει με τη φωνή της σε 45άρι της εποχής, ενώ η τελευταία εμφανίζεται να τραγουδάει στην ταινία «Ο Άγνωστος Εκείνης της Νύχτας», που εκείνος πρωταγωνιστεί.
Με εξαίρεση το «Μαριχουάνα, Στοπ!» του Γιάννη Δαλιανίδη – στο οποίο η παρουσία του ερμηνευτή και το ζεϊμπέκικο της Ζωής Λάσκαρη έχουν περάσει στην κινηματογραφική ιστορία, σχεδόν όλες οι υπόλοιπες ταινίες στις οποίες πρωταγωνίστησε φαίνονται σήμερα αδιάφορα μελοδράματα. Στην εποχή τους, όμως, φωτιζόμενα από το άστρο του, έγιναν εμπορικές επιτυχίες. Και στην εποχή μας, έχοντας καταγράψει την παρουσία του στο σελιλόιντ, λειτουργούν ως τα καλύτερα videoclip για τις μοναδικές ερμηνείες του…
Οι γυναίκες της ζωής του
Το ειδύλλιο με τη Δούκισσα, ο πρώτος γάμος, με τη Στέλλα Στρατηγού, ο φλογερός έρωτας με τη Ζωή Λάσκαρη, ο δεύτερος γάμος, με τη Μαρινέλλα, το πολύκροτο διαζύγιο με την Τζούλια Παπαδημητρίου και ο τελευταίος, με την Άντζελα Γκερέκου, απασχόλησαν υπερβολικά τα ΜΜΕ.
Παρά τα περί αντιθέτου λεγόμενα, δεν ήταν εκείνος που εμπορευματοποίησε την προσωπική του ζωή. Η ζωή του έγινε αυθεντικό λαϊκό τραγούδι του έρωτα. Γιατί, οι «Εραστές του Ονείρου», η «Ξανθή Αγαπημένη Παναγιά» και η «Γαλανομάτα Μάγισσα» που «Ήρθε σαν Όνειρο», δεν γεννήθηκαν στη φαντασία των δημιουργών τους. Έζησαν αληθινά…
Το ρολόι σταμάτησε για τον Τόλη Βοσκόπουλο. Ο πρίγκιπας έγινε άγγελος και ταξίδεψε στον ουρανό. Εκεί που έστελνε τους ακροατές με τη μελίρρυτη φωνή και τις συγκλονιστικές ερμηνείες του. Σε τραγούδια που νίκησαν τον χρόνο…
Της γέννησης του πριγκιπόπουλου το 1940 είχαν προηγηθεί…19 τοκετοί κοριτσιών από την Αικατερίνη Σαράφογλου! Τυχαίο ή μοιραίο; Εκείνος ήταν το «20» για τον Χαράλαμπο Βοσκόπουλο, που προσδοκούσε τον γιο όπως ο μαθητής το άριστα σε απολυτήριο γυμνασίου! Δάσκαλος του δημοτικού προέβλεπε ότι το παιδάκι αυτό θα γινόταν τραγουδιστής. Εκείνος, φοιτώντας στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Ωδείου, θα αξιοποιούσε στις ερμηνείες του υποκριτικές γνώσεις άγνωστες για τους περισσότερους ομότεχνούς του….
Η αμφισβήτηση
Σήμερα, η αναγνώριση είναι σχεδόν καθολική. Όμως, η ιστορία θα ήταν μεγάλο λάθος να αγνοηθεί. Ο Βοσκόπουλος είχε στοχοποιηθεί εν ζωή από τον κατά φαντασίαν πνευματικό κόσμο. Τους δήθεν και τους κομπλεξικούς. Δυστυχώς και από τους γραφιάδες της διαπλοκής και των σοβαροφανών εντύπων που έγιναν φερέφωνά τους. Δεν αμφισβητήθηκε απλώς. Αλλά σαρκάστηκε και λοιδορήθηκε. Αυτή είναι η αλήθεια. Ο λόγος; Ότι βασίλεψε στην πίστα. Στην, κατ’ αυτούς, συνώνυμη της γαρδένιας, των μπουζουκιών, της φθηνής αισθητικής, της υποκουλτούρας, των ευτελών τραγουδιών και του νεοπλουτισμού. Λες και πριν ή μετά τον Βοσκόπουλο δεν υπήρχαν ή έκλεισαν τα νυχτερινά κέντρα διασκέδασης (από τα οποία, ειρήσθω εν παρόδω, πέρασαν κάποτε όλοι οι μεγάλοι έλληνες τραγουδιστές). Το γιατί ο απλός κόσμος τον λάτρεψε ενισχύει τον μύθο του και καθιστά πιο ενδιαφέρον το αίνιγμα…
Η μοναδικότητά του
Στην πραγματικότητα, ο Βοσκόπουλος ήταν ένας σταρ χολιγουντιανών προδιαγραφών. Συνδύαζε την επιβλητική σκηνική παρουσία και τη στομφώδη ανδρική ερμηνεία με τη χαρακτηριστική ένρινη φωνή και τα σπινθηροβόλα μάτια. Γι’ αυτό, το γυναικείο φύλο τον ερωτευόταν και το αντρικό –κρυφά ή φανερά– τον θαύμαζε. Αναμφίβολα, άλλοι δύο πολύ μεγάλοι ερωτικοί τραγουδιστές της χώρας θα μπορούσαν να διεκδικήσουν τον τίτλο του «Φρανκ Σινάτρα της Ελλάδας». Ο Γιάννης Πουλόπουλος και ο Γιάννης Πάριος. Στον Βοσκόπουλο, όμως, υπήρχε κάτι το επιπρόσθετο και εμφανώς διαφορετικό. Κάτι που τον έκανε να ξεχωρίζει. Η θεατρικότητα στην απόδοση των τραγουδιών και το εκτόπισμά του στην πίστα. Έμοιαζε σαν τελάλης των συναισθημάτων με τον τρόπο που κινούσε το ελεύθερο από το μικρόφωνο χέρι του. Σαν ένας χαρισματικός ρήτορας των παλμικών δονήσεων της καρδιάς. Επιβαλλόταν στο ακροατήριο, που τον άκουγε καθηλωμένο και τον διέκοπτε μόνο για να ξεσπάσει σε χειροκροτήματα. Όσο μεγάλη κι αν ήταν η πίστα που θα φιλοξενούσε μονάχα εκείνον, αυτός ο τροβαδούρος της αγάπης με το παράστημα εύζωνα και το αριστοκρατικό στυλ θύμιζε πρίγκιπα…
Το ρεπερτόριο
Εάν τον τραγουδιστή τον κάνουν τα τραγούδια, ο Βοσκόπουλος μπορούσε να καυχηθεί ότι ερμήνευσε πρώτος εξαιρετικά, πέραν από τη δική του συμβολή στην επιτυχία τους. Θρυλικότερο όλων, βέβαια, η «Αγωνία» των Γιώργου Ζαμπέτα και Χαράλαμπου Βασιλειάδη. Ο ομώνυμος δίσκος του 1968 ξεπέρασε τις 300 χιλιάδες πωλήσεις, το τραγούδι έγινε τίτλος κινηματογραφικής ταινίας και εκτόξευσε την καριέρα του ερμηνευτή.
Η συνεργασία του, όμως, με τον Μίμη Πλέσσα γέννησε νέα και περισσότερα αριστουργήματα. Σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου είναι τα τραγούδια «Ένα Ρολόι Σταματημένο», «Γλυκά Πονούσε το Μαχαίρι», «Δεν με Νοιάζει» και «Το Φεγγάρι Πάνωθέ μου». Και σε στίχους του Ηλία Λυμπερόπουλου, τα «Γεννήθηκα να Δίνω» και «Κυρά των Αστεριών». Τα οποία, όταν τ’ ακούς στην πρώτη τους ηχογράφηση, είναι σαν να βλέπεις την πανσέληνο σε καθαρό ουρανό. Με τη φωνή του Τόλη να σκορπάει τα άστρα…
Ο Πλέσσας περιέγραφε με τον εξής χαρακτηριστικό τρόπο πώς προέκυψε η συνεργασία του με τον «ερμηνευτή των ερωτευμένων» :«Ένα απόγευμα χτύπησε το κουδούνι στο σπίτι μου – άνοιξα την πόρτα. Ένα πανέμορφο αγόρι, ευαίσθητο. Δεν περίμενε τη γνωριμία μας για να είναι επιτυχημένο. Ήρθε και μου είπε τα εξής: “Μαέστρο, εγώ κατάφερα, σ’ αυτήν τη δύσκολη μάχη που κάνει ο κάθε τραγουδιστής, με ένα σουγιαδάκι που μου δώσανε να κάνω αυτά που ξέρεις. Για σκέψου να μου έδινες ένα σπαθί”. Κολακεύτηκα και προσπάθησα να φανώ αντάξιος στις προσδοκίες του. Κι εκείνος απλόχερα μού χάρισε τη μία επιτυχία μετά την άλλη».
Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, επίσης, έλεγε για το «Γλυκά Πονούσε το Μαχαίρι»: «Είναι το πιο ερωτικό μου τραγούδι. Και ο Τόλης το έπιασε με την πρώτη. Τον άκουγες και έβλεπες την εικόνα. Ένα ζευγάρι να αγκαλιάζεται με πάθος. Με ζωώδες πάθος».
Στην καριέρα του, βέβαια, ο Βοσκόπουλος έκανε επιτυχίες και με άλλους συνθέτες. Με τον Γιώργο Κατσαρό το «Αποκλείεται» (σε στίχους Πυθαγόρα) και το «Ας Είμαστε Ρεαλισταί» (σε στίχους Ηλία Λυμπερόπουλου). Με τον Χρήστο Νικολόπουλο το «Η Αγάπη Θέλει Φαντασία» και το «Μου Χρωστάει μια Αγάπη η Ζωή» (σε στίχους Ελένης Γιαννατσούλια). Με τον Θανάση Πολυκανδριώτη το «Να Κάνουμε Έναν Έρωτα Όλο Τρέλα» (σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου) και το «Κι Έλεγες» (σε στίχους Σόφης Παππά). Με τη Νίνη Ζαχά το «Εγώ Αγαπώ Μία». Με τον Νίκο Καρβέλα το «Είναι το Κάτι που Μένει» (σε στίχους Βαρβάρας Τσιμπούλη). Επίσης, είχε ερμηνεύσει μερικά από τα πρώτα τραγούδια του Γιάννη Πάριου, το «Κάτι Τέτοιες Ώρες» και το «Καρδιά μου Μόνη». Από το ρεπερτόριό του, τέλος, είναι γνωστά μέχρι σήμερα και τα «Σαν της Γαρδένιας τον Ανθό» (Ζακ Ιακωβίδη – Ηλία Λυμπερόπουλου), «Μια Γυναίκα, μια Αγάπη, μια Ζωή» (Γιώργου Μαλλίδη – Πυθαγόρα) και «Ανεπανάληπτος» (Γιάννη Καραλή – Γιώργου Σκούρτη).
Ο συνθέτης Βοσκόπουλος
Ο εκλιπών, πέραν από το ερμηνευτικό, είχε κι άλλο ένα ταλέντο που δεν είναι ευρέως γνωστό. Να συνθέτει μελωδίες που ντυμένες με λόγια γίνονταν τεράστιες επιτυχίες. Σε στίχους του Μίμη Θειόπουλου είναι τα αθάνατα τραγούδια «Τα Λόγια είναι Περιττά» και «Πριν Χαθεί το Όνειρό μας», στα οποία τον συνόδευσε η Μαρινέλλα.
Όπως και οι «Αναμνήσεις» που ηχογραφήθηκαν πρώτα από τη Δούκισσα και μετά από τον ίδιο. Καθώς και το ταυτισμένο με τον Στράτο Διονυσίου «Αποκοιμήθηκα», αλλά και το αισθαντικό «Αγόρι μου» της Τζένης Βάνου. Μάλιστα, δύο τραγούδια σε μουσική του είχαν διακριθεί στο Φεστιβάλ Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης. Το «Εκείνη» είχε κερδίσει το δεύτερο βραβείο το 1969. Και το «Αδέρφια μου, Αλήτες Πουλιά», το πρώτο την αμέσως επόμενη χρονιά. Και τα δύο, σε στίχους του Ηλία Λυμπερόπουλου, ερμηνευμένα από τον Γιάννη Βογιατζή.
Τέλος, ελάχιστοι γνωρίζουν ότι η Χαρούλα Αλεξίου οφείλει τα πρώτα της βήματα στον Βοσκόπουλο, αφού εκείνος την είχε ακούσει να τραγουδάει το 1971 σ’ ένα μαγαζί στην Πλάκα και της πρότεινε να εμφανιστεί μαζί με εκείνον και τον Στράτο Διονυσίου σε παραλιακό κέντρο. Μάλιστα, δύο χασάπικα («Έφυγε η Αγάπη», «Πάλι Μονάχο το Παιδί»), σε δική του μουσική και στίχους του Ηλία Λυμπερόπουλου, είχαν κυκλοφορήσει με τη φωνή της σε 45άρι της εποχής, ενώ η τελευταία εμφανίζεται να τραγουδάει στην ταινία «Ο Άγνωστος Εκείνης της Νύχτας», που εκείνος πρωταγωνιστεί.
Με εξαίρεση το «Μαριχουάνα, Στοπ!» του Γιάννη Δαλιανίδη – στο οποίο η παρουσία του ερμηνευτή και το ζεϊμπέκικο της Ζωής Λάσκαρη έχουν περάσει στην κινηματογραφική ιστορία, σχεδόν όλες οι υπόλοιπες ταινίες στις οποίες πρωταγωνίστησε φαίνονται σήμερα αδιάφορα μελοδράματα. Στην εποχή τους, όμως, φωτιζόμενα από το άστρο του, έγιναν εμπορικές επιτυχίες. Και στην εποχή μας, έχοντας καταγράψει την παρουσία του στο σελιλόιντ, λειτουργούν ως τα καλύτερα videoclip για τις μοναδικές ερμηνείες του…
Οι γυναίκες της ζωής του
Το ειδύλλιο με τη Δούκισσα, ο πρώτος γάμος, με τη Στέλλα Στρατηγού, ο φλογερός έρωτας με τη Ζωή Λάσκαρη, ο δεύτερος γάμος, με τη Μαρινέλλα, το πολύκροτο διαζύγιο με την Τζούλια Παπαδημητρίου και ο τελευταίος, με την Άντζελα Γκερέκου, απασχόλησαν υπερβολικά τα ΜΜΕ.
Παρά τα περί αντιθέτου λεγόμενα, δεν ήταν εκείνος που εμπορευματοποίησε την προσωπική του ζωή. Η ζωή του έγινε αυθεντικό λαϊκό τραγούδι του έρωτα. Γιατί, οι «Εραστές του Ονείρου», η «Ξανθή Αγαπημένη Παναγιά» και η «Γαλανομάτα Μάγισσα» που «Ήρθε σαν Όνειρο», δεν γεννήθηκαν στη φαντασία των δημιουργών τους. Έζησαν αληθινά…