29 χρόνια μετά το θάνατο της σταρ με τα υπέροχα εκφραστικά μάτια και το αστείρευτο ταλέντο στην υποκριτική.
Το αληθινό της όνομα Ευγενία Καρπούζη. ΤΖΕΝΗ «βαφτίστηκε» από μία καθηγήτρια της γαλλικών στην Ελληνογαλλική σχολή Καλογραιών Καλαμάρι, ενώ το επώνυμο ΚΑΡΕΖΗ οφείλεται στον δάσκαλό της στη δραματική σχολή του Εθνικού θεάτρου, τον Άγγελο Τερζάκη. Γεννήθηκε στις 12 Ιανουαρίου 1933 στην Αθήνα και ήταν μία από τις σπουδαιότερες πρωταγωνίστριες του θεάτρου και του κινηματογράφου. Με πατέρα μαθηματικό και μητέρα δασκάλα η Τζένη Καρέζη ήταν άριστη μαθήτρια και με έντονο ενδιαφέρον για τις σχολικές παραστάσεις. Μέχρι την ηλικία των 16 ετών έζησε με την οικογένειά της στη Θεσσαλονίκη. Στην Αθήνα επέστρεψαν μετά από μετάθεση του πατέρα της, όπου συνέχισε το σχολείο στην Ελληνογαλλική σχολή Άγιος Ιωσήφ.
Η τεράστια αγάπη της για το θέατρο την οδήγησε να δώσει κρυφά εξετάσεις στο Εθνικό το 1951, καθώς ο αυταρχικός πατέρας της είχε όνειρα πανεπιστημιακής καριέρας για την κόρη του. Πέτυχε στις εξετάσεις, ωστόσο ήταν ανήλικη ακόμα και ήταν απαραίτητη η συγκατάθεση των γονέων. Η μητέρα της, Θεώνη, τη στήριξε κρυφά από τον πατέρα της και, έτσι, ξεκίνησε να φοιτά στη δραματική σχολή του Εθνικού θεάτρου. Στην ίδια σχολή, με διαφορά ενός έτους, φοιτούσε και η Αλίκη Βουγιουκλάκη με την οποία τη συνέδεε σχέση φιλίας αλλά και έχθρας σύμφωνα με τα Μέσα της εποχής.
Ο πατέρας της, στο άκουσμα της είδησης πως η κόρη του σπουδάζει υποκριτική, οργίζεται και ξεσπά με συνέπεια η Τζένη Καρέζη μαζί με τη μητέρα της να φύγουν οριστικά από το σπίτι. Από το 1954 που αποφοίτησε από τη δραματική σχολή του Εθνικού με άριστα μέχρι και για τις επόμενες τέσσερις δεκαετίες η Τζένη Καρέζη πρωταγωνίστησε στον κινηματόγραφο και το θέατρο δίνοντας λαμπερές και αξέχαστες ερμηνείες.
Το θεατρικό της ντεμπούτο γίνεται το 1954 στο θέατρο Κοτοπούλη-Ρεξ και στο έργο «Ωραία Ελένη», όπου παίζει δίπλα στη Μελίνα Μερκούρη και τον Βασίλη Διαμαντόπουλο, σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Μυράτ. Την ίδια χρονιά παίζει δίπλα στην Κατίνα Παξίνου ερμηνεύοντας την Αντέλα στο «Σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα», σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή αποδεικνύοντας πολύ νωρίς το σπουδαίο υποκριτικό της ταλέντο. Το 1955 κάνει την παρθενική της εμφάνιση στον κινηματογράφο ως πρωταγωνίστρια στην ταινία «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο» του Αλέκου Σακελλάριου σημειώνοντας μεγάλη εμπορική επιτυχία και ανεβάζοντας τη δημοφιλία της ακόμη περισσότερο στο ευρύ κοινό.
Τα δυο σου χείλη είναι μέλι, των Μάνου Χατζιδάκι-Αλέκου Σακελλάριου από την ταινία «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο» (1955)
Οι θεατρικές της ερμηνείες έχουν αφήσει εποχή: Το μεγάλο μας τσίρκο, Θεοδώρα η Μεγάλη (Οκτώβριο του 1968, η πρώτη κοινή παράσταση με τον Κώστα Καζάκο), Πάπισσα Ιωάννα (1977), Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ, Βυσσινόκηπος, Μήδεια, Ιοκάστη (Οιδίπους Τύραννος), Ηλέκτρα, Κορδέλια (Βασιλιάς Ληρ) κ.ά. Με το θρυλικό ρόλο της ως Μυρρίνη στη Λυσιστράτη έκανε το ντεμπούτο της στην Επίδαυρο το 1957.
Το ίδιο σπουδαίοι ήταν και οι κινηματογραφικοί της ρόλοι, κωμικοί και δραματικοί: Δεσποινίς διευθυντής, Τζένη-Τζένη, Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος, Μια τρελή τρελή οικογένεια (η πρώτη έγχρωμη ταινία της), Λόλα, Τα κόκκινα φανάρια, H θεία από το Σικάγο, Λατέρνα, φτώχεια και γαρύφαλλο, Το νησί των γενναίων, Η κυρία του κυρίου, Η Χιονάτη και τα 7 γεροντοπαλίκαρα, Ένας ιππότης για τη Βασούλα (το 1968, η τελευταία ρομαντική κωμωδία που πρωταγωνίστησε), Κοντσέρτο για πολυβόλα (όπου συμπρωταγωνίστησε για πρώτη φορά, το 1966, με τον τελευταίο της σύζυγο, Κώστα Καζάκο), Μια γυναίκα στην αντίσταση, Μαντώ Μαυρογένους κ.ά. Το 1973 συμμετέχει για πρώτη φορά στην τηλεόραση στο κατοχικό δράμα της ΕΡΤ «Μαρίνα Αυγέρη» υπογράφοντας η ίδια το σενάριο με το ψευδώνυμο «Παυλίνα Μπόταση».
Μην τον ρωτάς τον ουρανό, των Μάνου Χατζιδάκι-Γιάννη Ιωαννίδη από την ταινία «Το νησί των γενναίων» (1959)
Χρυσόψαρο, του Μάνου Χατζιδάκι από την ταινία «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος» (1960)
Μαργαρίτα, Μαργαρώ, του Μίκη Θεωδοράκη από την ταινία «Ποια είναι η Μαργαρίτα;» (1961)
Δεν έχει αρχή, των Σταύρου Ξαρχάκου-Βαγγέλη Γκούφα από την ταινία «Λόλα» (1963-64)
Το παράπονο (Ούτε ένα ευχαριστώ), των Σταύρου Ξαρχάκου-Λευτέρη Παπαδόπουλου από την ταινία «Τα κόκκινα φανάρια» (1963), μια ταινία που ήταν υποψήφια για το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας (1964), ενώ συμμετείχε και στο Φεστιβάλ Καννών (1964).
7 Μαΐου του 1962 παντρεύτηκε με τον Ζάχο Χατζηφωτίου.
Αύγουστο του 1968 παντρεύτηκε με τον ηθοποιό Κώστα Καζάκο.
25 Ιουλίου 1969 έρχεται στη ζωή ο γιος τους, Κωνσταντίνος Καζάκος.
31 Μαρτίου 1991 έπαιξε την τελευταία της παράσταση δίνοντας μια ερμηνεία ζωής στο έργο «Διαμάντια και μπλουζ».
«Έναν μήνα πριν από το τέλος, ο Κωνσταντίνος Καζάκος έδινε πτυχιακές εξετάσεις στο Θέατρο Τέχνης. Η Τζένη ήθελε οπωσδήποτε να τις παρακολουθήσει. Ο Καζάκος παρακάλεσε τον Λαζάνη να μπουν τα κομμάτια του γιου του στην αρχή, ώστε να φύγουν αμέσως. Μετά βίας μπορούσε να περπατήσει χωρίς να την κρατάει κάποιος. Φόρεσε καπέλο και μαύρα γυαλιά και πήγε στην οδό Φρυνίχου. Αρνήθηκε να φύγει αφού είδε τον γιο της. Έκατσε και είδε όλους τους τελειόφοιτους, συνολικά τέσσερις ώρες. Λίγο καιρό μετά έχασε και την όρασή της» (πηγή: www.https://www.lifo.gr/culture/cinema/1992-pethainei-stin-athina-i-tzeni-karezi).
26η προς 27η Απριλίου του 1992 έφυγε από τη ζωή, μα το άστρο της λάμπει και θα συνεχίζει να λάμπει για πάντα!
Χάθηκα μέσα στη ζωή μου, της Ελένης Καραΐνδρου και της Λούλας Αναγνωστάκη από τον τελευταίο θεατρικό ρόλο της Τζένης Καρέζη στο «Διαμάντια και μπλουζ) (1990-1991)
«Πώς να απαντήσει κάποιος λακωνικά στο ερώτημα «τι ήταν η Τζένη Καρέζη»; «Ήταν ένα πυρακτωμένο πλάσμα. Ένας άνθρωπος ο οποίος ακτινοβολούσε από αγωνία, πάθος και πόθο δημιουργίας. Έκανε αυτό το πέρασμά της από τη ζωή σαν ένα μετέωρο που μας αφήνει αυτήν την παρακαταθήκη: ότι πρέπει να πιστεύουμε στη λογική του θαύματος αν θέλουμε να γίνονται θαύματα» γνωμάτευσε ο Βασίλης Παπαβασιλείου, ο τελευταίος άνθρωπος που τη σκηνοθέτησε στην επίγεια ζωή της» (πηγή: https://www.tovima.gr/2017/07/24/vimagazino/25-xronia-xwris-tin-tzeni-karezi/).