Σύνοψη
Μερικά χρόνια από σήμερα…
Το Μπακουράου, ένα μικρό χωριό στη φτωχή επαρχία της Βραζιλίας, θρηνεί το χαμό της μητριάρχη του, της Καρμελίτα, η οποία έφυγε πλήρης ημερών στα 94 της χρόνια. Μέρες μετά, οι κάτοικοι συνειδητοποιούν ότι η κοινότητά τους έχει εξαφανιστεί από τους περισσότερους χάρτες. Το σήμα χάνεται από τα κινητά τηλέφωνα, παράξενοι επισκέπτες κάνουν την εμφάνισή τους και ένας αδιόρατος κίνδυνος καραδοκεί όχι πολύ μακριά…
Συνέντευξη με τους σκηνοθέτες Κλέμπερ Μεντόνσα Φίλιου και Ζουλιάνο Ντορνέλες
- Μετά από χρόνια φιλίας και συνεργασίας, αποφασίσατε να συνσκηνοθετήσετε. Πώς πήρατε αυτή την απόφαση;
ΖΝ: Ήμασταν σε ένα από αυτά τα μεγάλα φεστιβάλ με τα πλουσιοπάροχα budget, και βλέπαμε πρόδηλες μπροστά μας τις κοινωνικές ανισότητες. Το Bacurau προέκυψε μέσα από τις παρατηρήσεις μας, την ενόχλησή μας και την επιθυμία μας να εκπλήξουμε τον κόσμο, δείχνοντας αυτό το φτωχό, απομακρυσμένο μέρος του κόσμου να εκδικείται όλους αυτούς που το θεωρούν «απλοϊκό», ή «αστείο», ή «εύθραυστο», όταν είναι το ίδιο σύνθετο και ενδιαφέρον με οποιοδήποτε άλλο μέρος. Η συνσκηνοθεσία προέκυψε αρκετά φυσικά. Πάντα είχαμε κοινές ευαισθησίες. Και είναι πάντα διασκεδαστικό και δημιουργικό να δουλεύεις με τον Κλέμπερ.
- Το Μπακουράου, ένα φανταστικό χωριό που εξαφανίζεται από το χάρτη, έχει μια μυθική αύρα. Ταυτόχρονα είναι και κόμβος αντίστασης, με ηγέτες που οδηγούν την κοινότητα ώστε να γίνει καταφύγιο για τους ενάρετους.
ΚΜΦ: Η δυσκολία του όλου πράγματος ήταν να κάνουμε αυτό το μέρος ενδιαφέρον και φιλόξενο με ένα τρόπο, σαν ένα οικισμό ανθρώπων, απομονωμένο και ήσυχο, που όμως έχει συνείδηση του τι είναι και πού είναι. Και τόσο μικρό που να αφήνει να εννοηθεί ότι κάποιος θα μπορούσε να «παίξει» με αυτό. Είναι πολύ ενδιαφέρον να σκεφτεί κανείς ότι «ξένοι» έχουν τη δύναμη να σβήσουν ένα μέρος από το ραντάρ, τους χάρτες, το GPS. Είναι μια επίδειξη δύναμης, που πιθανότατα συμβαίνει συνέχεια… Μια φορά, εγώ εξαφανίστηκα από το σύστημα σε ένα ξενοδοχείο, αλλά κανείς δε μου ζήτησε να φύγω. Δεν ήμουν καταχωρημένος πια, αλλά ταυτόχρονα, το δωμάτιό μου φαινόταν πληρωμένο και κατειλημμένο από κάποιον που το σύστημα δε γνώριζε ότι ήμουν εγώ. Τυπικά, δεν ήμουν στο ξενοδοχείο, αν και ήμουν φυσικά, καθώς προσπαθούσα να τους εξηγήσω ότι όντως ήμουν εκεί. Αυτό ήταν ένα λάθος του συστήματος, αλλά κάποιες φορές τα χαρτιά και η γραφειοκρατία χρησιμοποιούνται εναντίον ανθρώπων. Συνήθως πρόκειται για κάποιο που κάνει επίδειξη δύναμης και κατάχρηση εξουσίας για να καταστρέψει κάτι. Θυμάμαι τη σκηνή στην ταινία μου Aquarius, με την Κλάρα και το νεαρό επιχειρηματία που της λέει συνέχεια «αυτό είναι ένα κτήριο φάντασμα» κι αυτή απαντάει, «δεν είναι, αφού είμαι εγώ εδώ.»
- Η λέξη «Bacurau» σημαίνει διάφορα πράγματα στα πορτογαλικά, και παραπέμπει ιδιαίτερα και σε συγκεκριμένες περιοχές. Γιατί επιλέξατε αυτό ως το όνομα του χωριού και τίτλο της ταινίας; Τι σημαίνει για εσάς;
ΖΝ: Bacurau σημαίνει η τελευταία ευκαιρία να γυρίσεις σπίτι. Είναι ένα νυκτόβιο πουλί με εξαιρετικό καμουφλάζ όταν κάθεται πάνω σ’ ένα κλαδί. Είναι μια σύντομη, δυνατή λέξη που επικαλείται κάτι μυστήριο, που είναι εκεί, στο σκοτάδι, ζωντανό αλλά που δεν το βλέπει κανείς, κάτι που θα το παρατηρήσεις μόνο αν θέλει το ίδιο να το παρατηρήσεις. Το ίδιο ισχύει και για το χωριό Bacurau: ξέρει από σκοτάδι, ξέρει πώς να μη προκαλεί την προσοχή. Για την ακρίβεια προτιμά να περνά απαρατήρητο. Το λέει ακόμα και στην ταμπέλα, στον δρόμο. Αν πας εκεί, να πας ειρηνικά.
ΚΜΦ: Με μια περίεργη σύμπτωση, σε μια προηγούμενη εκδοχή του σεναρίου, η ταινία ξεκινούσε με ένα πλήθος, μέσα στο οποίο ήταν και η Τερέζα, να τρέχει να προλάβει το τελευταίο λεωφορείο, δηλαδή το «bacurau». Είναι ένας τοπικός όρος που υπάρχει ακόμα και σε στάσεις λεωφορείων. Ήταν μια φιλόδοξη σκηνή γεμάτη εφηβικές αναμνήσεις. Η λέξη αυτή φέρνει στον νου νυχτερινές περιπέτειες, και τώρα προφέρεται με λίγη δυσκολία από ανθρώπους από διάφορα μέρη του κόσμου.
- Η ταινία είναι ταινία είδους που συνδυάζει sci–fi, γουέστερν, θρίλερ και το Βραζιλιάνικο είδος cangaço (είδος ληστή πολύ συνηθισμένου στα βορειανατολικά της Βραζιλίας τον 19ο και τις αρχές του 20ου αιώνα, που κυριάρχησε στις βραζιλιάνικες ταινίες του ’50 και του ’60), που συνδέεται με την απεικόνιση της επαρχίας στη μεγάλη οθόνη κι εδώ εκπροσωπείται από το Λούνγκα, άλλον ένα μυθικό χαρακτήρα, που εμφανίζεται εδώ κι εκεί, σαν όραμα.
ΚΜΦ: Ο Λούνγκα είναι ένα μίγμα διαφορετικών στοιχείων από την ιστορία και την ποπ κουλτούρα. Πάντα είχε αυτή τη μυθική αύρα. Ζει απομονωμένος στο φρούριό του και ξέρουμε εξαρχής ότι είναι καταζητούμενος, και μάλλον εγκληματίας. Είναι επίσης ένας δημοφιλής λαϊκός ήρωας, κάτι σαν συνεχιστής της κουλτούρας των cangaço, ένας γκέι άντρας που κάποιες φορές χρησιμοποιεί θηλυκές αντωνυμίες. Ήταν εξωπραγματικό να ανταμώσουμε το πρόσωπο και το σώμα του Λούνγκα στο Σιλβέιρο Περέιρα, ένα ηθοποιό με ισχυρή σκηνική παρουσία. Όσο για το είδος, πάντα βλέπαμε το Bacurauως γουέστερν. Κάναμε σαν παιδιά κάθε φορά που γυρίζαμε σκηνές με άλογα.
ΖΝ: Νομίζω ότι ο Λούνγκα είναι τελείως συνυφασμένος με την παράδοση των παραμυθιών που λέμε στα παιδιά. Ο Λούνγκα μπορεί να είναι τέρας αλλά και ήρωας. Τα άπειρα δαχτυλίδια στα χέρια του Λούνγκα και το εκκεντρικό του στυλ δεν είναι τυχαία. Αν ταξιδέψεις στους χωματόδρομους που ούτε το GPS δεν ξέρει, θα βρεις μοναδικές εικόνες, όπως ένα σπίτι από λάσπη ανάμεσα σε δύο βουνά, και από το παράθυρο αυτού του σπιτιού, θα παρατηρήσεις ότι κάποιος σε παρακολουθεί. Ποιος είναι αυτός που σου χτυπάει το παράθυρο; Γιατί κρύφτηκε; Νομίζω έτσι γεννιέται ένας χαρακτήρας σαν το Λούνγκα.
- Η ταινία είναι γεμάτη άμεσες και έμμεσες αναφορές στη βραζιλιάνικη ιστορία και κοινωνία: στην πολιτισμική κυριαρχία της Αμερικής, τον ανταγωνισμό βορρά – νότου, την προβληματική σχέση με την ιστορία. Κι εσείς υιοθετείτε μια βορειοανατολική οπτική.
ΚΜΦ: Αυτό μου θυμίζει τον ακριβό χάρτη που δείχνουμε στην αρχή της ταινίας. Αυτός ο «πλανήτης» ήταν μια ιδέα που υπήρχε στο σενάριο, αλλά όταν είδαμε επιτέλους μια πρώτη εκδοχή της σκηνής στο post production, καταλάβαμε πόσο ενδιαφέρον ήταν να ζουμάρουμε σε ένα μέρος του κόσμου όπου σπάνια ζουμάρουν οι ταινίες. Σε ένα μέρος που δεν είναι η Βόρεια Αμερική ή η Ευρώπη. Απλώς το νιώσαμε σωστό. Στο Bacurau υπάρχουν πολλές ιδέες που αναπτύχθηκαν με βάση τις δικές μας παρατηρήσεις για τη Βραζιλία και τον κόσμο, προσπαθώντας να κάνουμε την ταινία όσο πιο «ντόπια» γινόταν. Πρέπει να πω βέβαια ότι η βορειοανατολική οπτική έρχεται αβίαστα για μας, γιατί αυτό είμαστε. Βραζιλιάνοι από τα βορειοανατολικά.
ΖΝ: Ήταν αναγκαίο η οπτική να είναι βορειοανατολική και να είναι δική μας. Αυτό βρίσκεται στη ρίζα της επιθυμίας μας να κάνουμε μια τέτοια ταινία. Ο κινηματογράφος χρωστάει ακόμα να δώσει βήμα στη βορειοανατολική Βραζιλία και ακόμα περισσότερο με τον τρόπο που πιστεύω το κάναμε στο Bacurau, όπου όλοι είναι φτωχοί, αλλά κανείς δεν είναι για λύπηση.
- Πέρα από όλες τις κοινωνικο-ιστορικές προσεγγίσεις, η ταινία θίγει και θέματα ταυτότητας: Ποιοι είμαστε «εμείς» και ποιοι οι «άλλοι»; Τα όρια γίνονται όλο και πιο θολά: ανάμεσα στο σωστό και το λάθος, το ντόπιο και το ξένο…
ΚΜΦ: Κάποια στιγμή αναρωτήθηκα αν οι χαρακτήρες-αρχέτυπα (ο παρατηρητής, ο ήρωας, ο κακός, ο δημοκρατικός ηγέτης, ο βάναυσος φασίστας, το θύμα) μπορούν να ανατραπούν με εσωτερικές αντιφάσεις, ή αν η ίδια η δομή αυτού του είδους των χαρακτήρων αποτρέπουν καμπές που μπορούν εξίσου εύκολα να είναι και αστείες και τρομακτικές. Είναι θεμιτό ο ήρωάς μας ο Λούνγκα να γίνει ένας αιμοδιψής δολοφόνος; Μπορεί ένας φασίστας να έχει περιορισμένη ανοχή για τις φρικαλεότητες της ομάδας; Πώς συμπεριφέρεται ένα συγκεκριμένο είδος Βραζιλιάνου σε ένα ξένο περιβάλλον; Είναι το Bacurau μια απομονωμένη γωνιά του κόσμου ή ένα καταφύγιο όταν το βλέπει κανείς από τον ουρανό με δορυφόρους και αεροπλάνα;
- Η ταινία όχι μόνο αντηχεί την τωρινή πολιτική κατάσταση στη Βραζιλία, ξανανοίγοντας ιστορικές πληγές, αλλά εγείρει και συγκεκριμένα θέματα, όπως τα θανατηφόρα φράγματα, την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και την οπλοκατοχή.
ΚΜΦ: Είναι περίεργο πώς το Bacurau το πρόλαβαν οι παγκόσμιες εξελίξεις. Γράφαμε ήδη για χρόνια όταν άρχισαν να συμβαίνουν διάφορα πολιτικά γεγονότα που αντικατόπτριζαν αυτά που είχαμε ήδη γράψει. Υπάρχουν σημεία που είναι κομμάτι της ζωής στη Βραζιλία και αποτελούν πρόκληση για μια ανελέητα βίαιη κοινωνία, όπως το να αντιμετωπίζει κανείς τα βιβλία σαν σκουπίδια.
ΖΝ: Κάναμε σχεδόν ένα αγώνα δρόμου ενάντια στην πραγματικότητα όσο γράφαμε το σενάριο. Τα νέα που διαβάζαμε καθημερινά ήταν (και είναι) τόσο παράλογα και δυστοπικά που το Bacurau γινόταν όλο και πιο «ρεαλιστικό», κάτι που δεν μας ενδιέφερε στην αρχή. Συνέβαινε όμως και συνεχίζει να συμβαίνει: Η Βραζιλία και ο κόσμος γενικά μας προμηθεύουν συνεχώς με «teaser» για την ταινία μας.
Συνέντευξη στην Τατιάνα Μονάσσα
Βιογραφικό σκηνοθέτη Κλέμπερ Μεντόνσα Φίλιου
Ο Κλέμπερ Μεντόνσα Φίλιου γεννήθηκε το 1968 στο Ρεσίφε της βορειοανατολικής Βραζιλίας όπου μεγάλωσε και ζει μέχρι και σήμερα. Αφού αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο, εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε διάφορα μέσα. Τη δεκαετία του ’90, γύρισε μια σειρά ντοκιμαντέρ και πειραματικών ταινιών μικρού μήκους, για τα οποία έκανε ο ίδιος την παραγωγή μέσω της εταιρείας του, Cinema Scópio. Το 2012 ο Κλέμπερ γύρισε την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους, το NEIGHBORING SOUNDS, στο Ρεσίφε. Το 2016, η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, AQUARIUS, επιλέγεται στο Διαγωνιστικό του Φεστιβάλ των Καννών. Κερδίζει το βραβείο Καλύτερης Ξένης Ταινίας από το Γαλλικό Συνδικάτο Κριτικών Κινηματογράφου και είναι υποψήφια για Καλύτερη Ξένη Ταινία στα Βραβεία Cesar.
Βιογραφικό σκηνοθέτη Ζουλιάνο Ντορνέλες
Ο Ζουλιάνο Ντορνέλες γεννήθηκε το 1980 στο Ρεσίφε και είναι από τα ιδρυτικά μέλη της δημιουργικής ομάδας «Símio Filmes». Εργάστηκε ως σκηνογράφος για πάνω από 16 χρόνια, ενώ η συνεργασία του με τον Κλέμπερ Μεντόνσα Φίλιου ξεκίνησε στα γυρίσματα της μικρού μήκους ταινίας ELETRODOMÉSTICA (2004). Ήταν επίσης ο σκηνογράφος για τις ταινίες NEIGHBORING SOUNDS και AQUARIUS. Ως σκηνοθέτης και σεναριογράφος έχει γυρίσει ταινίες μικρού μήκους και βίντεο κλιπ. Η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, ATELIÊ DA RUA DO BRUM, έχει ολοκληρώσει γυρίσματα και βρίσκεται στο στάδιο του post production.
Συντελεστές:
Σενάριο / Σκηνοθεσία: Κλέμπερ Μεντόνσα Φίλιου, Ζουλιάνο Ντορνέλες
Παραγωγοί: Εμιλί Λεκλό – CINEMASCÓPIO PRODUÇÕES
Σαΐντ Μπεν Σαΐντ, Μισέλ Μερκτ – SBS PRODUCTIONS
Διεύθυνση παραγωγής: Ντόρα Αμορίμ
Φωτογραφία: Πέντρο Σοτέρο
Σκηνογραφία: Θάλες Γιουνκέιρα
Πρωτότυπη μουσική: Ματέους Άλβες, Τόμας Άλβες Σούζα
Μοντάζ: Εντουάρντο Σεράνο
Πρωταγωνιστούν: Σόνια Μπράγκα, Ούντο Κίερ, Μπάρμπαρα Κόλεν, Τόμας Ακίνο, Σιλβέρο Περέιρα
Διάρκεια: 131′
Έτος παραγωγής: 2019
Από 26 Αυγούστου στους κινηματογράφους και σύντομα αποκλειστικά στο cinobo.com