Οι συναντήσεις της αξέχαστης ερμηνεύτριας με το μεγάλο δημιουργό.
Θεωρείται η σημαντικότερη Ελληνίδα ερμηνεύτρια, κι όχι άδικα: από τα πρώτα της βήματα το 1962 έως το 2005, όπου έφυγε απ’ τη ζωή, η Βίκυ Μοσχολιού συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους Έλληνες συνθέτες και στιχουργούς, μεταπηδώντας εύκολα από το ένα είδος στο άλλο κι αναδεικνύοντας με τη φωνή της το εκάστοτε μουσικό έργο. Το 1981, έχοντας πίσω της ένα επιτυχημένο δίσκο με αρχοντορεμπέτικα, αποφασίζει να εμπιστευτεί έναν άγνωστο συνθέτη. Το όνομά του Σταμάτης Κραουνάκης.
Σ’ επαφή τους έφερε ο παραγωγός Γιώργος Μακράκης. Η ίδια θυμάται την πρώτη τους γνωριμία, αναφέροντας: «Από το πρώτο τραγούδι που μου ‘παιξε στο πιάνο ο Σταμάτης -δεν ήξερε να παίζει και καλό πιάνο τότε, νότα νότα τα ‘παιζε- με κέρδισε. Είναι κι εκφραστικός όταν τα λέει ο ίδιος, είχε κοκκινίσει κι έτρεμε η φωνή του. Κι εγώ πάντα, όταν μ’ αρέσει ένα τραγούδι και είναι να το πω, κοιτάζω το δημιουργό στα μάτια και στο στόμα, για να δω την ψυχή του. Πάντοτε ο δημιουργός είναι που το λέει τέλεια, κι ας μην είναι καλός τραγουδιστής». Ο Αλέκος Πατσιφάς είχε, βέβαια, εκφράσει τις αντιρρήσεις του και με μεγάλη δυσκολία δέχτηκε να κυκλοφορήσουν τα «Σκουριασμένα χείλια» από τη Lyra. Αρνήθηκε, μάλιστα, να μπει το όνομα του Κραουνάκη στο εξώφυλλο λέγοντάς του χαρακτηριστικά: «Είναι πολλοί οι στιχουργοί, αν μπεις εσύ θα πρέπει να βάλουμε όλα τα ονόματα και θα χαλάσει η φωτογραφία. Θα μπεις στο οπισθόφυλλο και, αν είναι να σε μάθουνε, μην ανησυχείς, θα σε μάθουνε».
Στην πραγματικότητα, βέβαια, βασικός στιχουργός είναι ο Κώστας Τριπολίτης, υπογράφοντας τα 9 από τα 12 κομμάτια, γι’ αυτό και στην επανέκδοση του δίσκου αναφέρεται μόνο το δικό του όνομα δίπλα στο όνομα του συνθέτη. Ο δίσκος ανοίγει με το «Κόκκινο κουμπί», σηματοδοτώντας το πέρασμα της Μοσχολιού στη νέα δεκαετία, τόσο μέσα από τους στίχους που μας εισάγουν σε μια «ηλεκτρονική εποχή», όπως έχει αναφέρει κι η ίδια, όσο και απ’ τη μουσική: παρότι οι μελωδίες στην πλειονότητά τους είναι λαϊκότροπες και στις ενορχηστρώσεις του Νίκου Λαβράνου κυριαρχεί το μπουζούκι, τα κομμάτια δεν είναι αμιγώς λαϊκά κι είναι εν γένει δύσκολο να ενταχθούν σε οποιοδήποτε μουσικό είδος, τουλάχιστον με τα δεδομένα της τότε εποχής.
Περιλαμβάνεται, ακόμα, το σατιρικό «Επεμβαίνεις», στο οποίο συμμετέχει ο Γιώργος Ζαμπέτας, και τα σπαραχτικά «Σε θέλω» και «Πώς έφυγες», αμφότερα σε στίχους του συνθέτη. Το «Πώς έφυγες» αποτελεί πλέον μια από τις πιο γνωστές μπαλάντες της Μοσχολιού, ενώ μία συγκλονιστική a cappella εκτέλεση περιλαμβάνεται στο δίσκο «Το τραγούδι γυμνό» (1992). Τα «Σκουριασμένα χείλια» κλείνουν με το «Να σου λερώνω το φιλί», το πρώτο κομμάτι της Λίνας Νικολακοπούλου που δισκογραφείται, στο οποίο περιλαμβάνεται η φράση «σκουριασμένα χείλη» που ελαφρώς παραλλαγμένη (τα «χείλη» έγιναν «χείλια») έδωσε το όνομα στο δίσκο.
Αρχικά, οι χαμηλές πωλήσεις έδειχναν να δικαιώνουν τον Πατσιφά. Μέχρι που έγινε επιτυχία η «Συχνότητα», κι ο δίσκος άρχισε σιγά-σιγά ν’ ανακαλύπτεται. Τα «Σκουριασμένα χείλια» έδωσαν πολύ ισχυρά θεμέλια στον Κραουνάκη και τη Νικολακοπούλου, που εξακολουθούν να συνεργάζονται μέχρι και σήμερα, αποτελώντας ένα από τα θρυλικότερα δίδυμα του ελληνικού τραγουδιού. Οι δυο τους συνάντησαν ξανά τη Μοσχολιού το 1985, παρουσιάζοντας στις 14 Φεβρουαρίου στο Δεύτερο Πρόγραμμα μια ερωτική μπαλάντα για τη γιορτή των ερωτευμένων. Στο δισκάκι «Του Αγίου Βαλεντίνου» υπάρχει και μια ορχηστρική εκδοχή του κομματιού, όπου η Μοσχολιού απαγγέλει τους στίχους. Ως αντίποδα, κατέθεσαν κι ένα κομμάτι για τον «Άγιο Τίποτα», το οποίο παραμένει εκτός εμπορίου και «διέρρευσε» μόλις λίγα χρόνια πριν στο διαδίκτυο.
Το 1987 σ’ ένα τηλεοπτικό αφιέρωμα του Γιώργου Παπαστεφάνου στο συνθέτη του ελαφρού τραγουδιού Λεό Ραπίτη, η Μοσχολιού ερμηνεύει γνωστά τραγούδια του σε ενορχήστρωση Νίκου Κούρου, με τον Κραουνάκη να τη συνοδεύει στο πιάνο. Δυο χρόνια μετά, ο συνθέτης θα συστήσει στο κοινό τον Κώστα Μακεδόνα με το δίσκο «Δεν έχω ιδέα». Τα τραγούδια δεν ερμηνεύει μόνο ο «νέος λαϊκός τραγουδιστής» -όπως μας πληροφορεί και το εξώφυλλο του δίσκου- αφού συνεργάζονται η Αλίκη Βουγιουκλάκη, η Αρλέτα και η Μοσχολιού, τραγουδώντας το «Σήκω παιδί μου» σε στίχους της Νικολακοπούλου. Την ίδια χρονιά, ο Κραουνάκης συμμετέχει ως στιχουργός στο δίσκο της συνεργασίας της ερμηνεύτριας με τον Τάκη Μουσαφίρη «Πιάσε κόκκινο» με το τραγούδι «Γιαπ-Γιαπ-Γιαραμάν».
Ένα χρόνο μετά, ο Κραουνάκης παρουσιάζει ένα έργο με δικούς του στίχους κι ενορχηστρωτή τον ίδιο και τον Νίκο Δανίκα. Το ρεπερτόριο στην «Εφημερία (13 Μαΐου 1990)» είναι άνισο κι ανομοιογενές και συμμετέχουν διάφοροι εκτελεστές. Το δίσκο ανοίγει ένα ντουέτο του με τη Μοσχολιού για τον «Καιρό του ‘90», ενώ στη β’ πλευρά τραγουδούν μαζί «Τα παλιοσαραβαλάκια», ένα ανάλαφρο κομμάτι, βγαλμένο από ελληνική ταινία –χαρακτηριστικοί είναι δε οι χαιρετισμοί που ανταλλάζουν («-Γεια σου πατρίδα!», «-Γεια σου κι εσένα καπετάνιο!»). Η έκπληξη έρχεται με το «Τσάκισα», μια αδικημένη κι άγνωστη στο ευρύ κοινό μπαλάντα, που απογειώνεται με τη φωνή της Μούσας του. Η Μοσχολιού τραγουδάει, ακόμη, τη «Γιαλαλαού», που έρχεται μ’ αυτοπεποίθηση να προστεθεί στο σύμπαν των κραουνανικών αντι-ηρωίδων, δίπλα στη «Μαλάμω τη χωριάτα» και τη «Σουλτάνα τη Φωφώ».
Η «Γιαλαλαού» οπτικοποιήθηκε απ’ το Νίκο Σούλη, αποτελώντας ένα απ’ τα πρώτα ελληνικά video clip, ενώ φαίνεται πως ήταν και το προοίμιο της δεύτερης ολοκληρωμένης συνεργασίας τους. Στο «Καινούριο πράγμα» (1992) τους στίχους υπογράφει ο συνθέτης και ο Μάνος Τσιλιμίδης και το ύφος είναι λαϊκό κι εξωστρεφές, θυμίζοντας περισσότερο τη Μοσχολιού του Ζαμπέτα, με τον τρόπο του οποίου έχουν γραφτεί δύο κομμάτια –όπως αναφέρει κι ο συνθέτης στο εσώφυλλο- παρά τη Μοσχολιού των «Σκουριασμένων χειλιών». Εκείνη υπερασπίζεται πλήρως το υλικό, χαρακτηρίζοντας το δημιουργό «σημερινό Χατζιδάκι», αν και τραγούδια σαν τη «Γωγώ» φανερώνουν μια μανιέρα του συνθέτη που έχει αρχίσει κάπως να κουράζει, ενώ στίχοι του τύπου «Πάμε για τη Λάρισα/σε καταγουστάρισα» ακούγονται επιτηδευμένοι. Δεν λείπουν, βέβαια, οι καλές στιγμές, όπως τα μελαγχολικά «Γεια μας καρδιά» και «Ο καινούριος χειμώνας», ενώ ειδική μνεία πρέπει να γίνει στη ροκ «Λόλα», σε στίχους Σωτήρη Χατζάκη.
Το ομότιτλο κομμάτι ακούστηκε αρκετά, ωστόσο, λίγο καιρό μετά την κυκλοφορία του δίσκου, η Μοσχολιού κι ο Κραουνάκης ήρθαν σ’ αντιπαράθεση με αποτέλεσμα να μην προωθήσουν περεταίρω τα κομμάτια και να μην συνεργαστούν ποτέ ξανά. Στις αρχές τους 2000 σε κάποιες τηλεοπτικές συνεντεύξεις της ερμηνεύτριας ο συνθέτης θα μιλήσει γι’ αυτήν, γεγονός που αποδεικνύει πως οι σχέσεις τους -έστω και πρόσκαιρα- είχαν αποκατασταθεί. Μάλιστα, η μεγάλη ερμηνεύτρια δεν θα διστάσει να τον παρασημοφορήσει, λέγοντας πως είχε ερωτευτεί το μυαλό και το ταλέντο του!
Ένα ακόμη τραγούδι τους θα παρουσιαστεί σε ανύποπτο χρόνο, πολλά χρόνια μετά την τελευταία τους συνεργασία. Το 1989 ο Γιώργος Παπαστεφάνου κάνει ένα τηλεοπτικό αφιέρωμα στο στιχουργό Χαράλαμπο Βασιλειάδη ή Τσάντα και ζητάει από τον Κραουνάκη να μελοποιήσει ένα ανέκδοτο κομμάτι του. Τα «Χείλη κράτησες κλειστά» αποδόθηκαν μοναδικά από τη Μοσχολιού, με το συνθέτη να τη συνοδεύει στο πιάνο και να σιγοτραγουδάει μαζί της.
Αν και το video υπήρχε εδώ και χρόνια στο διαδίκτυο, μόλις το 2014 το ατμοσφαιρικό αυτό κομμάτι μιξαρίστηκε και συμπεριλήφθηκε στο διπλό album «Stamdoc.14-Η λειτουργία των πόλεων» (2014), επιβεβαιώνοντας πως τα έργα τέχνης στέκονται πάντα ψηλότερα από τις συγκρούσεις μεταξύ των δημιουργών και πως οι κακές στιγμές δεν μπορούν ούτε ν’ αναιρέσουν ούτε ν’ αμαυρώσουν το έργο τους.