Ποιητική, μελαγχολική και συνάμα μαγευτική, η Έλλη Λαμπέτη άφησε την τελευταία της πνοή στις 3 Σεπτεμβρίου του 1983, έχοντας πίσω της αξεπέραστες ερμηνείες στη μεγάλη οθόνη αλλά και στο θέατρο.
Η παιδική ηλικία και οι πρώτες οικογενειακές απώλειες
Η Έλλη Λαμπέτη γεννήθηκε στις 13 Απριλίου 1926 στα Βίλια Αττικής, μαζί με τον δίδυμο αδελφό της, τον Τάκη και ήταν το πέμπτο από τα έξι παιδιά του Κώστα Λούκου και της Αναστασίας Σταμάτη. Το επίθετο «Λαμπέτη» είναι ένα ψευδώνυμο που το είχε επιλέξει ο, επίσης, ηθοποιός θείος της από το ποίημα «Αστραπόγιαννος» του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη.
Δυο χρόνια μετά τη γέννησή της, η οικογένεια Λούκου μετακόμισε στην Αθήνα και, όπως αποκάλυψε η αδελφή της, Αντιγόνη, ο λόγος της μετακόμισης ήταν η εκπαίδευση των παιδιών: «Η μητέρα μας ήθελε πάση θυσία να σπουδάσουμε και να γίνουμε σωστοί άνθρωποι με μέλλον. Τα Βίλια, είχαν μόνο δημοτικό σχολαρχείο. Όμως δεν ήταν και εύκολη υπόθεση για τον πατέρα μου να πάρει εφτά παιδιά και να πάει στην Αθήνα, χωρίς να έχει στον ήλιο μοίρα. Αλλά η επιμονή της μητέρας, μας έφερε στην πρωτεύουσα».
Αν και ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τα μαθηματικά, τη φυσική και τη χημεία, η μεγάλη αγάπη της Λαμπέτη ήταν το θέατρο και πάντα έλεγε στην οικογένειά της πως θα γίνει ηθοποιός. Μάλιστα, το καλοκαίρι, στα Βίλια, η μικρή τότε Έλλη παρακολουθούσε τις παραστάσεις που έδιναν οι περιοδεύοντες θίασοι από την Αθήνα και, όταν επέστρεφε σπίτι της, μιμούνταν τους ηθοποιούς.
Η δεκαετία του 1940 ήταν ιδιαίτερα δύσκολη για την οικογένεια Λούκου, καθώς μέσα σε δυο χρόνια μέτρησε δυο απώλειες: το θάνατο του δίδυμου αδελφού της Λαμπέτη από φυματίωση, το 1942, και της μητέρας τους, το 1944, από κάποια αδέσποτη σφαίρα.
Η άνοδος στη θεατρική σκηνή και οι πρώτοι έρωτες
Σε ηλικία 15 ετών, η Λαμπέτη έδωσε εξετάσεις, έπειτα από παρότρυνση του θείου της, στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, γνωρίζοντας την πρώτη της απόρριψη, καθώς η επιτροπή έκρινε πως η απαγγελία της σε ποίημα του Πολέμη ήταν ανεπαρκής και πως η ίδια δεν είχε ψήγματα ταλέντου. Λίγο καιρό αργότερα, μάλιστα, την απέρριψε και η επιτροπή της Σχολής Μαρίκας Κοτοπούλη, όπου παρίστατο και ο μετέπειτα μεγάλος της έρωτας Δημήτρης Χορν. Παρόλα αυτά, μετά από διαμεσολάβηση του θείου της, έγινε δεκτή στη σχολή της Κοτοπούλη, με τη μεγάλη ηθοποιό να εκτιμά ιδιαίτερα τις δυνατότητές της νεαρής τότε Λαμπέτη και να της εμπιστεύεται τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο έργο «Η Χάινελε πάει στον Παράδεισο» του Γκέρχαρντ Χάουπτμαν, ρόλο με τον οποίο κατέκτησε το κοινό.
To 1948, η Λαμπέτη γνώρισε τον Αλέκο Αλεξανδράκη, ενώ εκείνος φοιτούσε ακόμη στο Βασιλικό Θέατρο, με δάσκαλό του τον Δημήτρη Χορν. Η Λαμπέτη πλησίασε πρώτη τον Αλεξανδράκη κι εκείνος, θαμπωμένος από τη γοητεία της, άρχισε να τη συνοδεύει σπίτι της τα βράδια. Η σχέση τους εξελίχθηκε σε έναν μεγάλο έρωτα και οι δυο τους εμφανίστηκαν μαζί στο θίασο της Κατερίνας Ανδρεάδη, τον Ιούλιο του 1949, στο έργο «Φθινοπωρινή Παλίρροια», που ήταν και το ντεμπούτο του νεαρού τότε Αλέκου. Οι κριτικοί λάτρεψαν τον «νέο εραστή του ελληνικού θεάτρου», όπως τον αποκαλούσαν, και οι συνεχείς θεατρικές προτάσεις και η απόφασή του να ακολουθήσει την Ανδρεάδη σε περιοδεία στο εξωτερικό έδωσε τέλος στον δεσμό τους.
Παρόλα αυτά, ο έρωτας ξαναχτύπησε πολύ σύντομα την πόρτα της, όταν γνώρισε τον Μάριο Πλωρίτη, τον οποίον και παντρεύτηκε το 1950, αν και τον γνώριζε ήδη από το 1945. Ο γάμος τους κράτησε λίγα χρόνια, ως τη στιγμή που η συγκρότηση του θιάσου με τον Δημήτρη Χορν και τον Γιώργο Παππά ανέτρεψε την οικογενειακή της γαλήνη με τον Πλωρίτη, ο οποίος, βέβαια, παρέμεινε φίλος της ως το τέλος της ζωής της.
«Όταν έφυγε ο μεγάλος μου έρωτας, εμφανίστηκε στον ορίζοντα μου ο Μάριος. Ήταν ένας σπουδαίος φίλος ο Πλωρίτης. Και κοντά σ’ αυτό ένας χαριτωμένος άνθρωπος -με τα βιβλία του, με την ποίησή του, με τον ωραίο του λόγο. Με την παρέα του κατάφερα να διώξω την πίκρα και την απογοήτευση, άρχισα πάλι να βρίσκω κάποιο ενδιαφέρον για τη ζωή. Κάναμε το φιλμ «Αδούλωτοι Σκλάβοι» και συνδεθήκαμε στενότερα. Ο Μάριος ήταν ο σκηνοθέτης, αλλά όταν η λογοκρισία βρήκε το φιλμ αριστερό και το έκοψε, ο Μάριος έβγαλε το όνομά του. Ερωτευτήκαμε. Πιο σωστά με ερωτεύτηκε εκείνος. Εγώ, ήμουν ήδη ερωτευμένη σου είπα, δεν περίμενα πια να γνωρίσω άλλον έρωτα. Αλλά εκτιμούσα πάρα πολύ τον Μάριο. Ήταν ένας πρώτης τάξεως άνθρωπος και βρισκόμαστε μαζί σ’ εκείνο το ειδικό, που λένε, περιβάλλον. Παντρευτήκαμε τον Αύγουστο του ’50. Ζήσαμε ωραία δυόμισι χρόνια, ώσπου ερωτεύτηκα τον Χορν κι αυτό μας τα χάλασε», ανέφερε η ίδια στη δημοσιογράφο Φρίντα Μπιούμπι.
Η θυελλώδης σχέση με τον Χορν
Η σχέση της Λαμπέτη με τον Χορν υπήρξε σαρωτική, με την ίδια, μάλιστα, αρχικά να τον αντιπαθεί. «Ήταν εκνευριστικός ,γιατί το είχε πάρει πάνω του και ειρωνευόταν τους πάντες. Έκανα προσπάθειες να μη του δίνω σημασία, να μη γελάω με τα καλαμπούρια του. […] Στο θέατρο με κορόιδευαν, κυρίως ο Τάκης (σ.σ. Χορν), ότι δήθεν κάνω τη διανοούμενη. Τον μισούσα γι’ αυτή του τη στάση. Τον θαύμαζα και τον μισούσα ταυτόχρονα», ανέφερε η ίδια στη βιογράφο της.
Το «θείο ζεύγος» όπως τους αποκαλούσε ο Τύπος της εποχής, συμπορεύονταν όχι μόνο στη ζωή αλλά και στο θέατρο και τον κινηματογράφο, πρωταγωνιστώντας σε εξαιρετικής ποιότητας παραστάσεις και ταινίες, με χαρακτηριστικότερες: «Το νυφικό κρεβάτι», ο «Βροχοποιός», η «Κυρία με τις Καμέλιες», ο «Αριστοκρατικός Δρόμος» και «Το Παιχνίδι της Μοναξιάς» στο θέατρο, καθώς και «η Κάλπικη Λίρα», το «Κυριακάτικο Ξύπνημα» και το «Κορίτσι με τα Μαύρα». Το ζευγάρι συζούσε για επτά χρόνια, χωρίς να αποκτήσει ποτέ παιδί, καθώς, όπως ήταν γνωστό, ο Χορν δεν ήθελε παιδιά, με τη Λαμπέτη να αναγκάζεται να κάνει έκτρωση μετά από απαίτησή του. Η σχέση τους εφθάρη ακόμη περισσότερο, όταν η Λαμπέτη έχασε δυο από τις αδερφές της από καρκίνο και άλλη μια σε τροχαίο, αλλά και τον αγαπημένο της συνάδελφο και τρίτο πυλώνα του θιάσου τους, Γιώργο Παππά. Το τέλος της σχέσης τους έσκασε σαν βόμβα στα κοσμικά δημοσιογραφικά γραφεία της εποχής, με τους δυο καλλιτέχνες να μην μιλούν για πολλά χρόνια και να μη συνεργάζονται ποτέ ξανά. Βέβαια, ο λόγος του χωρισμού τους παρέμεινε επτασφράγιστο μυστικό.
«Με τον Τάκη ζήσαμε ωραία εφτά χρόνια. Έρωτας με δόντια – τρωγόμαστε κι αγαπιόμαστε συγχρόνως. Ήταν τότε, όταν σμίξαμε, που ο Βόκοβιτς είχε πει το περίφημο «Για να δούμε πως θα ταιριάξουν οι Βερσαλίες με τα Βίλλια», δηλαδή, ο Χορν με την υψηλή καταγωγή κι εγώ η χωριατοπούλα. Και νομίζω ότι δεν είχε κι άδικο, γιατί η κοινωνική διαφορά μας, η διαφορά αγωγής, επιπέδου, συνηθειών, ήταν μια από τις βαθύτερες αιτίες που τελικά χωρίσαμε», δήλωσε η ίδια.
Ο δεύτερος γάμος, η μοιραία υιοθεσία και το τέλος
Το 1956, η Λαμπέτη έφυγε στην Αμερική, όπου παντρεύτηκε τον συγγραφέα Φρέντυ Γουέηκμαν, ο οποίος προσπάθησε να την αποσπάσει από το θέατρο και την Ελλάδα, προσφέροντάς της μια ειδυλλιακή ζωή σε μια μακρινή ήπειρο.
Το 1961 επέστρεψε στην Ελλάδα, κατά κύριο λόγο για να ξαναπαίξει θέατρο, με τον δικό της πλέον θίασο, ανεβάζοντας έργα – σταθμούς στα θεατρικά πράγματα της χώρας, όπως «Το Λεωφορείο ο Πόθος», το «Πέπσι», «Γλυκιά Ίρμα» και «Βυσσινόκηπος».
Παρά τις θεατρικές της επιτυχίες, η Λαμπέτη επιθυμούσε διακαώς να γίνει μητέρα. Έτσι, υιοθέτησε τη μικρή Ελίζα στις αρχές της δεκαετίας του 1970, επειδή οι φυσικοί γονείς του παιδιού διατηρούσαν εξωσυζυγική σχέση και δεν μπορούσαν να μεγαλώσουν το παιδί. Μετά από τέσσερα χρόνια, οι φυσικοί γονείς αποφάσισαν να διεκδικήσουν το παιδί, διεκδίκηση που κέρδισαν έπειτα από πολυετή διαμάχη και μια απαγωγή από μέρους τους.
Ο ήδη επιβαρυμένος ψυχισμός της Λαμπέτη κλονίστηκε ακόμη περισσότερο, μετά τον αποχωρισμό της θετής της κόρης, σε συνδυασμό με τον καρκίνο που ήδη είχε κάνει την εμφάνιση για δεύτερη φορά, δίνοντας τη χαριστική βολή και στη σχέση της με τον Γουέηκμαν, με τον οποίον χώρισαν μετά από 16 χρόνια γάμου.
«Το ξέρω τώρα ότι ήμασταν πολύ διαφορετικοί για να ζήσουμε καλά μαζί, αλλά ήταν μια ωραία σχέση. Με τον Φρεντ δεν υπήρχε αμοιβαία εκτίμηση. Θαυμάζαμε ο ένας τον άλλον για πράγματα ασήμαντα. Ήταν ένα είδος παρεξήγησης που κράτησε δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια. Και ο χαμένος είναι εκείνος, γιατί κατέστρεψε τη ζωή του. Του έλεγα φύγε και δεν έφευγε…», είχε πει στη Φρίντα Μπιούμπι.
Η τελευταία της εμφάνιση στο θέατρο ήταν το 1981, στο έργο «Σάρα – Τα παιδιά ενός κατώτερου θεού», όπου έπαιξε το ρόλο της κωφάλαλης Σάρας. Η ερμηνεία της, αν και δόθηκε από μια γυναικά που έδινε μάχη με τις μεταστάσεις του καρκίνου και την απώλεια της φωνής της, έκανε τον σπουδαίο Μάνο Χατζηδάκη να πει: «Είσαι η πιο ερωτική κωφάλαλη που έχει περάσει από το ελληνικό θέατρο – ίσως και από κάθε θέατρο».
Τα «φώτα» για τη Λαμπέτη έσβησαν ένα σεπτεμβριάτικο πρωινό, με τα τελευταία της λόγια να είναι «Αντιγονούλα μου, σε παρακαλώ, λυπήσου με».