Όταν η αίσθηση δημιουργεί μια ανάμνηση που αντέχει στον χρόνο, τότε μιλάμε για ιστορικές παραστάσεις. Όπως αυτή που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Θέατρο Πορεία το 2011 και επιστρέφει μια δεκαετία αργότερα στην σκηνή του Σύγχρονου Θεάτρου. Ο λόγος για την ‘Μια Γιορτή στου Νουριάν‘.
Η παράσταση γράφτηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Ανέβηκε από το θέατρο Grips του Βερολίνου (δημιουργοί του πρωτοποριακού παιδικού έργου ‘Ο Μορμόλης‘ που το ανέβασε στην Ελλάδα πρώτη η Ξένια Καλογεροπούλου).
Το έργο ξεκινά με τον Μπάμπη Παπαδάκη και τα παιδιά του, οι οποίοι κάθε σαββατοκύριακο πάνε για camping. Το συγκεκριμένο σαββατοκύριακο στο οποίο εξελίσσεται η παράσταση, ο Παπαδάκης βλέπει ότι την θέση που αυτός έχει κάθε σαββατοκύριακο για την σκηνή του έχει καλυφθεί από κάποιον άλλον. Το πρόβλημα είναι ότι αυτός ο άλλος είναι ένας μετανάστης μαζί με τον γιο του. Από εκείνο το σημείο και έπειτα ξεκινούν διάφορα ευτράπελα που πηγάζουν από την άρνηση του Παπαδάκη να συμβιβαστεί με αυτό το γεγονός.
Το έργο όπως είναι ευδιάκριτο μιλά για τις προκαταλήψεις, τις φυλετικές διακρίσεις και την κοινωνική ανισότητα που πηγάζει μέσα από τις αντιλήψεις που έχει ένας άνθρωπος ενάντια στον άλλον, μόνο και μόνο για αυτό που πιστεύει ότι ξέρει ότι είναι το σωστό χωρίς να έχει την μόρφωση ή την ενημέρωση για να αντιληφθεί το αντίθετο.
Ένα θεατρικό κείμενο που γράφτηκε πριν από μισό αιώνα και μαρτυρά ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει πραγματικά και που είναι επίκαιρο σήμερα όπως και πριν από δέκα χρόνια. Αξίζει να προσθέσουμε ότι στο γερμανικό ανέβασμα του έργου οι μετανάστες της παράστασης ήταν Έλληνες.
Η ‘Συντεχνία του Γέλιου’ που ανέβασε πρώτη αυτό το έργο και έγινε γνωστή μέσω αυτού επιστρέφει με μια φρέσκια ανάγνωση του κειμένου υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Βασίλη Κουκαλάνι. Ο Κουκαλάνι εκτός από σκηνοθέτης και ηθοποιός στην παράσταση, έχει επιμεληθεί την μετάφραση και την διασκευή του έργου.
Ο ίδιος καταφέρνει να περάσει σε μικρούς και μεγάλους μέσα από την διασκευή του, με τον πιο απλό τρόπο, όλα εκείνα που μέσα στην καθημερινότητας ζούμε και δεν κατανοούμε ότι πρέπει να αλλάξουμε σε σχέση με τον συνάνθρωπο μας.
Ενδεικτικά στην παράσταση, ένα σημείο που πρέπει να προσέξετε είναι το τι θεωρούμε ότι μας ενοχλεί σε έναν μετανάστη, σε αυτόν τον άλλον, διαφορετικό άνθρωπο από εμάς (έτσι νομίζουμε) και ποια είναι η πραγματικότητα. Το κείμενο έχει έξυπνα δώσει αρκετές απαντήσεις στα μόνιμα κατηγορώ κάποιων ενάντια στους μετανάστες.
Γιάννης Βαρβαρέσος, Φώτης Λαζάρου, Γεωργία Δελαρόχα-Κυριαζή, Κωστής Ραμπαβίλας, Φανή Ξενουδάκη, Αλέξανδρος Τούντας και ο Βασίλης Κουκαλάνι αποτελούν το θίασο της παράστασης.
Η ‘Συντεχνία του Γέλιου’ εξελίσσεται, εμπλουτίζεται με νέο αίμα αλλά δεν χάνει ποτέ την αίσθηση της ομάδας. Στην γενική εικόνα οι ερμηνείες των ηθοποιών είναι προσεγμένες και ”χειρουργικά” μελετημένες για να φωτίζουν τις πρακτικές αλλά και τα λόγια που πρέπει ο θεατής να ξεχωρίσει. Ο Φώτης Λαζάρου, που κρατά τον πιο δύσκολο ρόλο της παράστασης του Μπάμπη Παπαδάκη, ξεχωρίζει για την δυναμική και την πειθώ που προκαλεί για το πως χειρίζεται τον ρόλο ενός πατέρα που αγαπάει τα παιδιά του και πηγαίνει μαζί τους για κάμπινγκ αλλά την ίδια ώρα είναι ένας μερακλής, παλιός ΠΑΣΟΚος Ελληναράς που έχει δει το βιός του να φτωχοποιείται τα τελευταία χρόνια και αναπαράγει όλα τα ρατσιστικά στερεότυπα που είναι κυρίαρχα στην γειτονιά του μέχρι και στην τηλεόραση. Ένας ρόλος που αξίζει το κοινό να δει την διαδρομή του μέσα στο έργο και όταν στο τέλος ο Νουριάν αποδίδει το θέμα του ρατσισμού στον κοινωνικό πυρήνα του, στην θεμελιώδη αντίφαση μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου και στην σύγκρουση εκμεταλλευτών και εκμεταλλευομένων, αξίζει όπως είπαμε παραπάνω να δει ποια πλευρά και αν έχει αλλάξει άποψη ο Παπαδάκης.
Ένα άλλο σημείο που πρέπει να σταθεί ο θεατής είναι στους ηθοποιούς που υποδύονται τα παιδιά. Όλοι τους καταφέρνουν να ξεχνάς την κανονική τους ηλικία και να εγκλωβίζεται η σκέψη σου ότι μπροστά σου βλέπεις πραγματικά παιδιά με την Φανή Ξενουδάκη να ”κλέβει” την παράσταση με την προσέγγιση της πάνω στον ρόλο μιας έφηβης, μετανάστριας που δεν κατανοεί απόλυτα τα ελληνικά αλλά καλείται να δουλέψει για να επιβιώσει αυτή και η μητέρα της. Η απαλότητα της φωνής της αλλά και η αμηχανία στο σώμα της δείχνει μια ηθοποιό που βιώνει τα πράγματα που συμβαίνουν ως ένα πραγματικό παιδί.
Η παράσταση απευθύνεται στα παιδιά και γι’ αυτό το λόγο ίσως είναι η καλύτερη περίπτωση παιδικού θεάτρου, αυτή την στιγμή στην Αθήνα. Είναι μια ιστορία με γέλιο, χρώματα κα μουσική αλλά παράλληλα διδάσκει στα παιδιά με τον πιο απλό τρόπο πως πρέπει να αντιλαμβάνονται τον κόσμο αλλά και τον άνθρωπο γύρω τους. Παρόλο που είναι μια παιδική παράσταση, την ίδια ώρα είναι μια ολοκληρωμένη παράσταση που πρέπει να δει ο κάθε ενήλικος για να αντιληφθεί όσο πιο έξυπνα και απλά το είδωλο του στον καθρέφτη.
(Στα πλαίσια της κοινωνικής ισότητας και συμπερίληψης που πρεσβεύει το έργο, οι παραστάσεις είναι καθολικά προσβάσιμες για όλους και όλες, και θα πραγματοποιούνται με ταυτόχρονη διερμηνεία στην Ελληνική Νοηματική Γλώσσα, Ακουστική περιγραφή (AD: Audio Description) και υπέρτιτλους για Κωφές/ους. Για την καθολική προσβασιμότητα, σημαντική ήταν η συμβολή της Κίνησης Ανάπηρων Καλλιτεχνών.)
Περισσότερες πληροφορίες για τη παράσταση ΕΔΩ!
Όταν η αίσθηση δημιουργεί μια ανάμνηση που αντέχει στον χρόνο, τότε μιλάμε για ιστορικές παραστάσεις. Όπως αυτή που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Θέατρο Πορεία το 2011 και επιστρέφει μια δεκαετία αργότερα στην σκηνή του Σύγχρονου Θεάτρου. Ο λόγος για την ‘Μια Γιορτή στου Νουριάν‘.
Η παράσταση γράφτηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Ανέβηκε από το θέατρο Grips του Βερολίνου (δημιουργοί του πρωτοποριακού παιδικού έργου ‘Ο Μορμόλης‘ που το ανέβασε στην Ελλάδα πρώτη η Ξένια Καλογεροπούλου).
Το έργο ξεκινά με τον Μπάμπη Παπαδάκη και τα παιδιά του, οι οποίοι κάθε σαββατοκύριακο πάνε για camping. Το συγκεκριμένο σαββατοκύριακο στο οποίο εξελίσσεται η παράσταση, ο Παπαδάκης βλέπει ότι την θέση που αυτός έχει κάθε σαββατοκύριακο για την σκηνή του έχει καλυφθεί από κάποιον άλλον. Το πρόβλημα είναι ότι αυτός ο άλλος είναι ένας μετανάστης μαζί με τον γιο του. Από εκείνο το σημείο και έπειτα ξεκινούν διάφορα ευτράπελα που πηγάζουν από την άρνηση του Παπαδάκη να συμβιβαστεί με αυτό το γεγονός.
Το έργο όπως είναι ευδιάκριτο μιλά για τις προκαταλήψεις, τις φυλετικές διακρίσεις και την κοινωνική ανισότητα που πηγάζει μέσα από τις αντιλήψεις που έχει ένας άνθρωπος ενάντια στον άλλον, μόνο και μόνο για αυτό που πιστεύει ότι ξέρει ότι είναι το σωστό χωρίς να έχει την μόρφωση ή την ενημέρωση για να αντιληφθεί το αντίθετο.
Ένα θεατρικό κείμενο που γράφτηκε πριν από μισό αιώνα και μαρτυρά ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει πραγματικά και που είναι επίκαιρο σήμερα όπως και πριν από δέκα χρόνια. Αξίζει να προσθέσουμε ότι στο γερμανικό ανέβασμα του έργου οι μετανάστες της παράστασης ήταν Έλληνες.
Η ‘Συντεχνία του Γέλιου’ που ανέβασε πρώτη αυτό το έργο και έγινε γνωστή μέσω αυτού επιστρέφει με μια φρέσκια ανάγνωση του κειμένου υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Βασίλη Κουκαλάνι. Ο Κουκαλάνι εκτός από σκηνοθέτης και ηθοποιός στην παράσταση, έχει επιμεληθεί την μετάφραση και την διασκευή του έργου.
Ο ίδιος καταφέρνει να περάσει σε μικρούς και μεγάλους μέσα από την διασκευή του, με τον πιο απλό τρόπο, όλα εκείνα που μέσα στην καθημερινότητας ζούμε και δεν κατανοούμε ότι πρέπει να αλλάξουμε σε σχέση με τον συνάνθρωπο μας.
Ενδεικτικά στην παράσταση, ένα σημείο που πρέπει να προσέξετε είναι το τι θεωρούμε ότι μας ενοχλεί σε έναν μετανάστη, σε αυτόν τον άλλον, διαφορετικό άνθρωπο από εμάς (έτσι νομίζουμε) και ποια είναι η πραγματικότητα. Το κείμενο έχει έξυπνα δώσει αρκετές απαντήσεις στα μόνιμα κατηγορώ κάποιων ενάντια στους μετανάστες.
Γιάννης Βαρβαρέσος, Φώτης Λαζάρου, Γεωργία Δελαρόχα-Κυριαζή, Κωστής Ραμπαβίλας, Φανή Ξενουδάκη, Αλέξανδρος Τούντας και ο Βασίλης Κουκαλάνι αποτελούν το θίασο της παράστασης.
Η ‘Συντεχνία του Γέλιου’ εξελίσσεται, εμπλουτίζεται με νέο αίμα αλλά δεν χάνει ποτέ την αίσθηση της ομάδας. Στην γενική εικόνα οι ερμηνείες των ηθοποιών είναι προσεγμένες και ”χειρουργικά” μελετημένες για να φωτίζουν τις πρακτικές αλλά και τα λόγια που πρέπει ο θεατής να ξεχωρίσει. Ο Φώτης Λαζάρου, που κρατά τον πιο δύσκολο ρόλο της παράστασης του Μπάμπη Παπαδάκη, ξεχωρίζει για την δυναμική και την πειθώ που προκαλεί για το πως χειρίζεται τον ρόλο ενός πατέρα που αγαπάει τα παιδιά του και πηγαίνει μαζί τους για κάμπινγκ αλλά την ίδια ώρα είναι ένας μερακλής, παλιός ΠΑΣΟΚος Ελληναράς που έχει δει το βιός του να φτωχοποιείται τα τελευταία χρόνια και αναπαράγει όλα τα ρατσιστικά στερεότυπα που είναι κυρίαρχα στην γειτονιά του μέχρι και στην τηλεόραση. Ένας ρόλος που αξίζει το κοινό να δει την διαδρομή του μέσα στο έργο και όταν στο τέλος ο Νουριάν αποδίδει το θέμα του ρατσισμού στον κοινωνικό πυρήνα του, στην θεμελιώδη αντίφαση μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου και στην σύγκρουση εκμεταλλευτών και εκμεταλλευομένων, αξίζει όπως είπαμε παραπάνω να δει ποια πλευρά και αν έχει αλλάξει άποψη ο Παπαδάκης.
Ένα άλλο σημείο που πρέπει να σταθεί ο θεατής είναι στους ηθοποιούς που υποδύονται τα παιδιά. Όλοι τους καταφέρνουν να ξεχνάς την κανονική τους ηλικία και να εγκλωβίζεται η σκέψη σου ότι μπροστά σου βλέπεις πραγματικά παιδιά με την Φανή Ξενουδάκη να ”κλέβει” την παράσταση με την προσέγγιση της πάνω στον ρόλο μιας έφηβης, μετανάστριας που δεν κατανοεί απόλυτα τα ελληνικά αλλά καλείται να δουλέψει για να επιβιώσει αυτή και η μητέρα της. Η απαλότητα της φωνής της αλλά και η αμηχανία στο σώμα της δείχνει μια ηθοποιό που βιώνει τα πράγματα που συμβαίνουν ως ένα πραγματικό παιδί.
Η παράσταση απευθύνεται στα παιδιά και γι’ αυτό το λόγο ίσως είναι η καλύτερη περίπτωση παιδικού θεάτρου, αυτή την στιγμή στην Αθήνα. Είναι μια ιστορία με γέλιο, χρώματα κα μουσική αλλά παράλληλα διδάσκει στα παιδιά με τον πιο απλό τρόπο πως πρέπει να αντιλαμβάνονται τον κόσμο αλλά και τον άνθρωπο γύρω τους. Παρόλο που είναι μια παιδική παράσταση, την ίδια ώρα είναι μια ολοκληρωμένη παράσταση που πρέπει να δει ο κάθε ενήλικος για να αντιληφθεί όσο πιο έξυπνα και απλά το είδωλο του στον καθρέφτη.
(Στα πλαίσια της κοινωνικής ισότητας και συμπερίληψης που πρεσβεύει το έργο, οι παραστάσεις είναι καθολικά προσβάσιμες για όλους και όλες, και θα πραγματοποιούνται με ταυτόχρονη διερμηνεία στην Ελληνική Νοηματική Γλώσσα, Ακουστική περιγραφή (AD: Audio Description) και υπέρτιτλους για Κωφές/ους. Για την καθολική προσβασιμότητα, σημαντική ήταν η συμβολή της Κίνησης Ανάπηρων Καλλιτεχνών.)
Περισσότερες πληροφορίες για τη παράσταση ΕΔΩ!