Βλάσσης Μπονάτσος, ο τραγουδιστής, ο ηθοποιός, ο παρουσιαστής, ο ροκάς που δεν έμπαινε σε καλούπια, μια αξέχαστη προσωπικότητα του ελληνικού θεάματος, που ξεχώριζε, για το ταλέντο, τη ζωντάνια και το χιούμορ του.
Ο αιώνιος έφηβος της ελληνικής ροκ μουσικής γεννήθηκε στις 30 Νοεμβρίου 1949 στο Ξυλόκαστρο και μεγάλωσε σε ένα συντηρητικό, αστικό περιβάλλον. Ο πατέρας του ήταν δικαστικός και η μητέρα του δασκάλα πιάνου, με αποτέλεσμα ο Μπονάτσος να μυηθεί στον χώρο της μουσικής από πολύ μικρή ηλικία, από την μητέρα του την οποία αγαπούσε πολύ. Μάλιστα, σε κάθε εκπομπή που παρουσίαζε, στην πρεμιέρα, συνήθιζε να αναφέρεται πάντα σε εκείνη, καθώς θεωρούσε πως θα του φέρει γούρι.
Από τους Loubok στους Πελόμα Μποκιού
Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1960, ως επαναστατημένος έφηβος που ακολουθούσε το ρεύμα της εποχής, δημιούργησε το συγκρότημα Loubok, ενώ το 1968, πριν κλείσει τα 20 χρόνια, ο Σταύρος Ξαρχάκος τον παρουσίασε σε μια συναυλία του, δίπλα στον Σταμάτη Κόκοτα και τη Φλέρη Νταντωνάκη, που εκείνη την εποχή ήταν ήδη γνωστοί και καταξιωμένοι τραγουδιστές. Παρόλα αυτά, στο ευρύτερο κοινό έγινε γνωστός με το συγκρότημα Πελόμα Μποκιού, που σχηματίστηκε το 1970.
Το συγκρότημα έκανε την παρθενική του εμφάνιση το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς στο κλαμπ Blow Up παίζοντας Santana, Traffic, Rolling Stones. Το όνομα του γκρουπ πήρε το όνομά του από τα αρχικά των επωνύμων των μελών του: Νίκος ΔαΠΕρης, Νίκος ΛΟγοθετης, Τάκης ΜΑρινάκης, Βλάσσης ΜΠΟνάτσος και Γιάννης ΚΙΟΥρκτσόγλου. Το 1970 οι Πελόμα Μποκιού άλλαξαν μουσική στέγη και, παράλληλα, εμφανίστηκαν στο περιοδικό ΦΑΝΤΑΖΙΟ.
Εκείνη την περίοδο, το συγκρότημα θα κάνει το «μπαμ» του με το τραγούδι «Γαρύφαλλε, Γαρύφαλλε», το οποίο κυκλοφόρησαν σε μικρό δίσκο στη LYRA και τους χάρισε μια θέση στην ιστορία της ελληνικής ροκ, καθώς υπήρξε το πρώτο τραγούδι από ροκ γκρουπ που ακούσθηκε με ελληνικούς στίχους. O…«Γαρύφαλλος» έγινε η σημαντικότερη και πιο γνωστή τους επιτυχία και για πολλά χρόνια δεν ήταν λίγοι αυτοί που νόμιζαν πως στο τραγούδι τραγουδούσε ο Μπονάτσος. Η φωνή, όμως, που ακούγεται στο τραγούδι ανήκε στον Νίκο Δάπερη, ενώ ο Βλάσης Μπονάτσος έπαιζε κρουστά, στα οποία, μάλιστα, ήταν εξαιρετικός. Η φωνή του Μπονάτσου ακούγεται – εκτός από τα live που ακολούθησαν – μόνο στην εκτέλεση των Goin’ Through, το 1995.
Φυσικά, σημαντικό ρόλο στην αναγνώρισή τους έπαιξε και μια συνέντευξη που έδωσαν στο περιοδικό «ΕΠΙΚΑΙΡΑ». Αφορμή για αυτή τη συνέντευξη στάθηκε η δημοσίευση μιας επιστολής αναγνώστη στο περιοδικό, με τους δημοσιογράφους να επισκέπτονται το συγκρότημα στο κλαμπ που έπαιζαν τότε. Η δημοσίευση αυτής της συνέντευξής τούς έκανε τόσο διάσημους που το μικρό κλαμπ στο οποίο εμφανίζονταν γέμιζε από κόσμο.
Οι Πελόμα Μποκιού, αν και άλλαξαν τη σύνθεσή τους, διαλύθηκαν σχετικά γρήγορα, λόγω των διαφωνιών για την εκτέλεση και την πατρότητα τραγουδιών και κυρίως του «Γαρύφαλλε». Από το αρχικό σχήμα οι μόνοι που παρέμειναν μέχρι τέλους ήταν ο Μπονάτσος, ο Μαρινάκης και ο Δάπερης.
Η γνωριμία και ο θυελλώδης έρωτας με την Αλίκη Βουγιουκλάκη
Το 1981, έχοντας λείψει για αρκετά χρόνια στην Αμερική, ο Μπονάτσος επέστρεψε στην Ελλάδα, την περίοδο που η Αλίκη Βουγιουκλάκη επρόκειτο να ανεβάσει το μιούζικαλ «Εβίτα». Ο μαέστρος της παράστασης της ξεκαθάρισε ότι τον ρόλο του Τσε Γκεβάρα θα μπορούσε να τον κάνει μόνο ο Μπονάτσος, ο οποίος και πήρε τον ρόλο μετά από μια πρώτη τυπική γνωριμία. Στην πρεμιέρα, το κοινό τον χειροκρότησε δυνατά, όταν βγήκε να υποκλιθεί, ενώ η Αλίκη Βουγιουκλάκη δέχτηκε ένα λιγότερο θερμό χειροκρότημα, γεγονός που συνέβη για πρώτη φορά στην καριέρα της.
Δυο χρόνια αργότερα, οι δρόμοι της Βουγιουκλάκη και του Μπονάτσου διασταυρώθηκαν στο θρυλικό μιούζικαλ «Βίκτωρ – Βικτώρια», μια παράσταση που κατάφερνε να γεμίζει καθημερινά την πλατεία, με το κοινό να θέλει να δει από κοντά τη μαγική χημεία και τη λάμψη των δυο συμπρωταγωνιστών. Τότε ήταν που ξεκίνησε και η σχέση του ζευγαριού, που πολύ γρήγορα εξελίχθηκε σε έναν μεγάλο και παθιασμένο έρωτα.
Στην αρχή, όπως έχει πει και σε συνέντευξή του ο Μπονάτσος, η σχέση τους είχε πολλά σκαμπανεβάσματα, καθώς η Αλίκη Βουγιουκλάκη ήταν αυταρχική και εγωίστρια και είχε συνηθίσει να επιβάλλεται στην προσωπική της ζωή, όπως έκανε και στη δουλειά της. Σταδιακά, όμως, άρχιζε να αλλάζει συνήθειες και χαρακτήρα τόσο σε επαγγελματικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο. «Ήταν πολύ συναισθηματική και δινόταν εκατό τοις εκατό. Είχε τρομερό χιούμορ και της άρεσε να κάνει πλάκες. Παρόλο που ήταν σκληρή και εργασιομανής είχε έναν παιδικό χαρακτήρα, ήταν ζηλιάρα και ήθελε αποκλειστικότητα», ανέφερε σε συνέντευξή του, ανέφερε ο Βλάσης Μπονάτσος.
Η επισημοποίηση της σχέσης τους ήρθε τον Αύγουστο του 1982, με κοινή φωτογράφιση στο εβδομαδιαίο περιοδικό «Ταχυδρόμος», ενώ, σε όλη τη διάρκεια της κοινής τους πορείας, οι προσωπικές τους στιγμές μονοπώλησαν τον Τύπο της δεκαετίας του ΄80, όπως και ο χωρισμός τους, ο οποίος ήταν φιλικός, μετά από πεντέμισι χρόνια.
Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1996, ο Μπονάτσος παντρεύτηκε τη Μάρθα Κουτουμάνου, κόρη της Ζωής Λάσκαρη, με την οποία απέκτησε μία κόρη, τη Ζένια, που ακολουθεί τα χνάρια του πατέρα της.
Τα…«άλλα κόλπα» του Βλάσση Μπονάτσου
Εκτός από τις παραστάσεις στις οποίες εμφανίστηκε, ο Μπονάτσος έπαιξε σε αρκετές ταινίες, ενώ πήρε μέρος σε αρκετές τηλεοπτικές σειρές («Ο Βαγιάννης ξανακτυπά», «Κουφώματα», «Η δίψα»), με τη δημοφιλία του να απογειώνεται με την σειρά «Απαράδεκτοι» στο Mega. Εκεί, ενσάρκωνε τον Βλάσση με τα πολύχρωμα πουκάμισα και την άστατη ερωτική ζωή, παιδικό φίλο του Σπύρου, με τον οποίον δούλευε μαζί σε μια διαφημιστική εταιρεία, και συγκάτοικο του Γιάννη, ο οποίος κάποια στιγμή θα ερωτευτεί το…Αστροπελέκι. Ο ρόλος του Βλάση με τον αυτοσαρκασμό και τις φαρμακερές ατάκες, που έγραφε η Δήμητρα Παπαδοπούλου, τον κατέστησαν ένα πρόσωπο της ελληνικής ποπ κουλτούρας.
Εκτός από τα υποκριτικά του καθήκοντα, ο Μπονάτσος παρουσίασε με μεγάλη επιτυχία τα τηλεπαιχνίδια: «Με το κλειδί στο χέρι», «Κόντρες», όπου υιοθέτησε την χαρακτηριστική ατάκα «Φοβερόοο, τρομερόοο, πάρα πολύ ωραίο…», «Άλλα κόλπα», «Vlass back» κ.ά., ενώ υπήρξε ο πρώτος Έλληνας που παρουσίασε τηλεοπτικές φάρσες σε επώνυμους, ανοίγοντας το δρόμο σ’ ένα πολύ δημοφιλές είδος ψυχαγωγικής εκπομπής.
Ο Μπονάτσος λειτουργούσε σαν έφηβος, αντιμετωπίζοντας με μια εφηβική ενέργεια όλες τις προκλήσεις στην καριέρα του. Είχε με άλλα λόγια το στοιχείο της ανατρεπτικότητας, με την πληθωρικότητα της προσωπικότητάς του, το ιδιαίτερο ύφος και στιλ του να ανατρέπουν τους κανόνες της τηλεοπτικής γλώσσας. Και κάπως έτσι, κατόρθωνε να μαγνητίζει το κοινό και να το κάνει κομμάτι της μαγείας του.
Μακριά από τα φώτα της δημοσιότητα ο Βλάσσης Μπονάτσος ήταν ένας άλλος άνθρωπος. Οι ταινίες που αγαπούσε ήταν «2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος και η «Ψυχώ», σαν σκηνοθέτη θαύμαζε τον Στάνλεϋ Κιούμπρικ, ενώ αγαπημένοι του μουσικοί ήταν οι Τζον Λένον και Μικ Τζάγκερ.
Παράλληλα, γνωστή ήταν και η αδυναμία του για τα αδέσποτα σκυλιά και πολύ συχνά, ακόμη και αν ήταν καλεσμένος σε κάποια εκδήλωση, δεν δίσταζε να σταματήσει στη μέση του δρόμου, για να μαζέψει κάποιο εγκαταλελειμμένο κουτάβι. Την αγάπη του, όμως, έδειχνε και για όλους τους ανθρώπους που ζούσαν στο περιθώριο, και πολλές φορές, όταν τελείωνε το θέατρο έδινε σχεδόν όλο του το μεροκάματο για να αγοράσει τσιγάρα, φαγητό και μπίρες στους άστεγους, με τους οποίους καθόταν και μιλούσε μέχρι το ξημέρωμα.
Ο Βλάσσης Μπονάτσος έπασχε από κληρονομικό αγγειοοίδημα και έφυγε από την ζωή στις 14 Οκτωβρίου 2004. Σύμφωνα με το επίσημο ιατρικό ανακοινωθέν, ο θάνατός του οφείλεται σε αποφρακτική οιδηματώδη λαρυγγίτιδα.
Βλάσσης Μπονάτσος, ο τραγουδιστής, ο ηθοποιός, ο παρουσιαστής, ο ροκάς που δεν έμπαινε σε καλούπια, μια αξέχαστη προσωπικότητα του ελληνικού θεάματος, που ξεχώριζε, για το ταλέντο, τη ζωντάνια και το χιούμορ του.
Ο αιώνιος έφηβος της ελληνικής ροκ μουσικής γεννήθηκε στις 30 Νοεμβρίου 1949 στο Ξυλόκαστρο και μεγάλωσε σε ένα συντηρητικό, αστικό περιβάλλον. Ο πατέρας του ήταν δικαστικός και η μητέρα του δασκάλα πιάνου, με αποτέλεσμα ο Μπονάτσος να μυηθεί στον χώρο της μουσικής από πολύ μικρή ηλικία, από την μητέρα του την οποία αγαπούσε πολύ. Μάλιστα, σε κάθε εκπομπή που παρουσίαζε, στην πρεμιέρα, συνήθιζε να αναφέρεται πάντα σε εκείνη, καθώς θεωρούσε πως θα του φέρει γούρι.
Από τους Loubok στους Πελόμα Μποκιού
Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1960, ως επαναστατημένος έφηβος που ακολουθούσε το ρεύμα της εποχής, δημιούργησε το συγκρότημα Loubok, ενώ το 1968, πριν κλείσει τα 20 χρόνια, ο Σταύρος Ξαρχάκος τον παρουσίασε σε μια συναυλία του, δίπλα στον Σταμάτη Κόκοτα και τη Φλέρη Νταντωνάκη, που εκείνη την εποχή ήταν ήδη γνωστοί και καταξιωμένοι τραγουδιστές. Παρόλα αυτά, στο ευρύτερο κοινό έγινε γνωστός με το συγκρότημα Πελόμα Μποκιού, που σχηματίστηκε το 1970.
Το συγκρότημα έκανε την παρθενική του εμφάνιση το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς στο κλαμπ Blow Up παίζοντας Santana, Traffic, Rolling Stones. Το όνομα του γκρουπ πήρε το όνομά του από τα αρχικά των επωνύμων των μελών του: Νίκος ΔαΠΕρης, Νίκος ΛΟγοθετης, Τάκης ΜΑρινάκης, Βλάσσης ΜΠΟνάτσος και Γιάννης ΚΙΟΥρκτσόγλου. Το 1970 οι Πελόμα Μποκιού άλλαξαν μουσική στέγη και, παράλληλα, εμφανίστηκαν στο περιοδικό ΦΑΝΤΑΖΙΟ.
Εκείνη την περίοδο, το συγκρότημα θα κάνει το «μπαμ» του με το τραγούδι «Γαρύφαλλε, Γαρύφαλλε», το οποίο κυκλοφόρησαν σε μικρό δίσκο στη LYRA και τους χάρισε μια θέση στην ιστορία της ελληνικής ροκ, καθώς υπήρξε το πρώτο τραγούδι από ροκ γκρουπ που ακούσθηκε με ελληνικούς στίχους. O…«Γαρύφαλλος» έγινε η σημαντικότερη και πιο γνωστή τους επιτυχία και για πολλά χρόνια δεν ήταν λίγοι αυτοί που νόμιζαν πως στο τραγούδι τραγουδούσε ο Μπονάτσος. Η φωνή, όμως, που ακούγεται στο τραγούδι ανήκε στον Νίκο Δάπερη, ενώ ο Βλάσης Μπονάτσος έπαιζε κρουστά, στα οποία, μάλιστα, ήταν εξαιρετικός. Η φωνή του Μπονάτσου ακούγεται – εκτός από τα live που ακολούθησαν – μόνο στην εκτέλεση των Goin’ Through, το 1995.
Φυσικά, σημαντικό ρόλο στην αναγνώρισή τους έπαιξε και μια συνέντευξη που έδωσαν στο περιοδικό «ΕΠΙΚΑΙΡΑ». Αφορμή για αυτή τη συνέντευξη στάθηκε η δημοσίευση μιας επιστολής αναγνώστη στο περιοδικό, με τους δημοσιογράφους να επισκέπτονται το συγκρότημα στο κλαμπ που έπαιζαν τότε. Η δημοσίευση αυτής της συνέντευξής τούς έκανε τόσο διάσημους που το μικρό κλαμπ στο οποίο εμφανίζονταν γέμιζε από κόσμο.
Οι Πελόμα Μποκιού, αν και άλλαξαν τη σύνθεσή τους, διαλύθηκαν σχετικά γρήγορα, λόγω των διαφωνιών για την εκτέλεση και την πατρότητα τραγουδιών και κυρίως του «Γαρύφαλλε». Από το αρχικό σχήμα οι μόνοι που παρέμειναν μέχρι τέλους ήταν ο Μπονάτσος, ο Μαρινάκης και ο Δάπερης.
Η γνωριμία και ο θυελλώδης έρωτας με την Αλίκη Βουγιουκλάκη
Το 1981, έχοντας λείψει για αρκετά χρόνια στην Αμερική, ο Μπονάτσος επέστρεψε στην Ελλάδα, την περίοδο που η Αλίκη Βουγιουκλάκη επρόκειτο να ανεβάσει το μιούζικαλ «Εβίτα». Ο μαέστρος της παράστασης της ξεκαθάρισε ότι τον ρόλο του Τσε Γκεβάρα θα μπορούσε να τον κάνει μόνο ο Μπονάτσος, ο οποίος και πήρε τον ρόλο μετά από μια πρώτη τυπική γνωριμία. Στην πρεμιέρα, το κοινό τον χειροκρότησε δυνατά, όταν βγήκε να υποκλιθεί, ενώ η Αλίκη Βουγιουκλάκη δέχτηκε ένα λιγότερο θερμό χειροκρότημα, γεγονός που συνέβη για πρώτη φορά στην καριέρα της.
Δυο χρόνια αργότερα, οι δρόμοι της Βουγιουκλάκη και του Μπονάτσου διασταυρώθηκαν στο θρυλικό μιούζικαλ «Βίκτωρ – Βικτώρια», μια παράσταση που κατάφερνε να γεμίζει καθημερινά την πλατεία, με το κοινό να θέλει να δει από κοντά τη μαγική χημεία και τη λάμψη των δυο συμπρωταγωνιστών. Τότε ήταν που ξεκίνησε και η σχέση του ζευγαριού, που πολύ γρήγορα εξελίχθηκε σε έναν μεγάλο και παθιασμένο έρωτα.
Στην αρχή, όπως έχει πει και σε συνέντευξή του ο Μπονάτσος, η σχέση τους είχε πολλά σκαμπανεβάσματα, καθώς η Αλίκη Βουγιουκλάκη ήταν αυταρχική και εγωίστρια και είχε συνηθίσει να επιβάλλεται στην προσωπική της ζωή, όπως έκανε και στη δουλειά της. Σταδιακά, όμως, άρχιζε να αλλάζει συνήθειες και χαρακτήρα τόσο σε επαγγελματικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο. «Ήταν πολύ συναισθηματική και δινόταν εκατό τοις εκατό. Είχε τρομερό χιούμορ και της άρεσε να κάνει πλάκες. Παρόλο που ήταν σκληρή και εργασιομανής είχε έναν παιδικό χαρακτήρα, ήταν ζηλιάρα και ήθελε αποκλειστικότητα», ανέφερε σε συνέντευξή του, ανέφερε ο Βλάσης Μπονάτσος.
Η επισημοποίηση της σχέσης τους ήρθε τον Αύγουστο του 1982, με κοινή φωτογράφιση στο εβδομαδιαίο περιοδικό «Ταχυδρόμος», ενώ, σε όλη τη διάρκεια της κοινής τους πορείας, οι προσωπικές τους στιγμές μονοπώλησαν τον Τύπο της δεκαετίας του ΄80, όπως και ο χωρισμός τους, ο οποίος ήταν φιλικός, μετά από πεντέμισι χρόνια.
Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1996, ο Μπονάτσος παντρεύτηκε τη Μάρθα Κουτουμάνου, κόρη της Ζωής Λάσκαρη, με την οποία απέκτησε μία κόρη, τη Ζένια, που ακολουθεί τα χνάρια του πατέρα της.
Τα…«άλλα κόλπα» του Βλάσση Μπονάτσου
Εκτός από τις παραστάσεις στις οποίες εμφανίστηκε, ο Μπονάτσος έπαιξε σε αρκετές ταινίες, ενώ πήρε μέρος σε αρκετές τηλεοπτικές σειρές («Ο Βαγιάννης ξανακτυπά», «Κουφώματα», «Η δίψα»), με τη δημοφιλία του να απογειώνεται με την σειρά «Απαράδεκτοι» στο Mega. Εκεί, ενσάρκωνε τον Βλάσση με τα πολύχρωμα πουκάμισα και την άστατη ερωτική ζωή, παιδικό φίλο του Σπύρου, με τον οποίον δούλευε μαζί σε μια διαφημιστική εταιρεία, και συγκάτοικο του Γιάννη, ο οποίος κάποια στιγμή θα ερωτευτεί το…Αστροπελέκι. Ο ρόλος του Βλάση με τον αυτοσαρκασμό και τις φαρμακερές ατάκες, που έγραφε η Δήμητρα Παπαδοπούλου, τον κατέστησαν ένα πρόσωπο της ελληνικής ποπ κουλτούρας.
Εκτός από τα υποκριτικά του καθήκοντα, ο Μπονάτσος παρουσίασε με μεγάλη επιτυχία τα τηλεπαιχνίδια: «Με το κλειδί στο χέρι», «Κόντρες», όπου υιοθέτησε την χαρακτηριστική ατάκα «Φοβερόοο, τρομερόοο, πάρα πολύ ωραίο…», «Άλλα κόλπα», «Vlass back» κ.ά., ενώ υπήρξε ο πρώτος Έλληνας που παρουσίασε τηλεοπτικές φάρσες σε επώνυμους, ανοίγοντας το δρόμο σ’ ένα πολύ δημοφιλές είδος ψυχαγωγικής εκπομπής.
Ο Μπονάτσος λειτουργούσε σαν έφηβος, αντιμετωπίζοντας με μια εφηβική ενέργεια όλες τις προκλήσεις στην καριέρα του. Είχε με άλλα λόγια το στοιχείο της ανατρεπτικότητας, με την πληθωρικότητα της προσωπικότητάς του, το ιδιαίτερο ύφος και στιλ του να ανατρέπουν τους κανόνες της τηλεοπτικής γλώσσας. Και κάπως έτσι, κατόρθωνε να μαγνητίζει το κοινό και να το κάνει κομμάτι της μαγείας του.
Μακριά από τα φώτα της δημοσιότητα ο Βλάσσης Μπονάτσος ήταν ένας άλλος άνθρωπος. Οι ταινίες που αγαπούσε ήταν «2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος και η «Ψυχώ», σαν σκηνοθέτη θαύμαζε τον Στάνλεϋ Κιούμπρικ, ενώ αγαπημένοι του μουσικοί ήταν οι Τζον Λένον και Μικ Τζάγκερ.
Παράλληλα, γνωστή ήταν και η αδυναμία του για τα αδέσποτα σκυλιά και πολύ συχνά, ακόμη και αν ήταν καλεσμένος σε κάποια εκδήλωση, δεν δίσταζε να σταματήσει στη μέση του δρόμου, για να μαζέψει κάποιο εγκαταλελειμμένο κουτάβι. Την αγάπη του, όμως, έδειχνε και για όλους τους ανθρώπους που ζούσαν στο περιθώριο, και πολλές φορές, όταν τελείωνε το θέατρο έδινε σχεδόν όλο του το μεροκάματο για να αγοράσει τσιγάρα, φαγητό και μπίρες στους άστεγους, με τους οποίους καθόταν και μιλούσε μέχρι το ξημέρωμα.
Ο Βλάσσης Μπονάτσος έπασχε από κληρονομικό αγγειοοίδημα και έφυγε από την ζωή στις 14 Οκτωβρίου 2004. Σύμφωνα με το επίσημο ιατρικό ανακοινωθέν, ο θάνατός του οφείλεται σε αποφρακτική οιδηματώδη λαρυγγίτιδα.