Είτε Αλέκος Σαμιωτάκης, είτε Μπάμπης Βαλέρης, είτε Ανδρέας Λαμπρινός, είτε Ρίκος, ο Αλέκος Αλεξανδράκης υπήρξε ένας γοητευτικός, ταλαντούχος και μάχιμος ηθοποιός, ο οποίος διακρίθηκε στο θέατρο και στη μεγάλη οθόνη για το αστείρευτο ταλέντο, την ακαταμάχητη γοητεία και την ευγένειά του.
Τα παιδικά χρόνια και το μικρόβιο της υποκριτικής
O Αλέκος Αλεξανδράκης γεννήθηκε στις 27 Νοεμβρίου 1928 και ήταν γιος ενός δικηγόρου από τη Μάνη, με ρίζες από τη Ρωσία. Μεγάλωσε σ’ ένα σπίτι γεμάτο βιβλία και ανθρώπους των Τεχνών και των Γραμμάτων να συχνάζουν σ’ αυτό. Ο ίδιος, ενθυμούμενος τα παιδικά του χρόνια συνήθιζε να λέει: « Όλο μου το σόι ήτανε καλλιεργημένοι άνθρωποι. Και θυμάμαι από παιδάκι το σπίτι μας πάντα γεμάτο από ποιητές, συγγραφείς, γλύπτες, ζωγράφους, μουσικούς, ηθοποιούς, σκηνοθέτες. Οι τεράστιες βιβλιοθήκες που είχαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι, γιατί διαβάζανε πάρα πολύ, με βοήθησαν αφάνταστα».
Σε ηλικία 16 ετών, γράφτηκε στη Σχολή Δοκίμων, αλλά, τελικά, δεν ήταν ένα επάγγελμα που δεν θα το ακολουθούσε, καθώς είχε ήδη μπει μέσα του το μικρόβιο του ηθοποιού, έπειτα από την παράσταση «Γυάλινος κόσμος» του Τένεσι Ουίλιαμς, που είδε με την Έλλη Λαμπέτη. Ακολουθώντας τις συμβουλές του φίλου του, του Νίκου Κάζη, ο Αλεξανδράκης έδωσε εξετάσεις και πέρασε πρώτος, με τη στήριξη του Δημήτρη Χορν και της Άννας Συνοδινού, με τον Χορν να είναι τόσο σίγουρος για το ταλέντο του νεαρού Αλεξανδράκη ώστε να στοιχηματίζει για την επιτυχία του ως πρωταγωνιστή.
Η πρώτη θεατρική εμφάνιση και οι συνεργασίες με μεγαθήρια
Ενώ ακόμη σπούδαζε, κέρδισε τον πρώτο του ρόλο στο «Φθινοπωρινή Παλίρροια» πλάι στην Κατερίνα Ανδρεάδη, η οποία έψαχνε για έναν ζεν πρεμιέ. Οι κριτικοί τον λάτρεψαν αμέσως, που ακόμη και ο αυστηρός κριτικός Αιμίλιος Χουρμούζιος έγραψε στην Καθημερινή: «Παρουσιάστε όπλα. Επιτέλους ένας εραστής στο ελληνικό θέατρο». Την ίδια θετική εντύπωση έκανε και στον Φιλοποίμενα Φίνο, ο οποίος του πρότεινε να παίξει στον κινηματογράφο. Το κινηματογραφικό του ντεμπούτο έγινε, το 1949, με την ταινία «Δύο κόσμοι», σε σκηνοθεσία Γρηγόρη Γρηγορίου, ενώ, σύντομα, πολλοί σημαντικοί θιασάρχες της εποχής του ζητούσαν να παίξει στον θίασό τους. Ο ίδιος, βέβαια, αρνιόταν να αποχωρήσει από τον θίασο της Κατερίνας Ανδρεάδη, απορρίπτοντας ακόμη και την πρόταση της Λαμπέτη, με την οποία διατηρούσε δεσμό.
Αναφερόμενος στους πρώτους του ρόλους, ο ίδιος θα δήλωνε χρόνια αργότερα: «Θυμάμαι τις πρώτες μου ταινίες πολύ περισσότερο από όλες τις ταινίες που έχω κάνει. Ίσως γιατί τότε υπήρχε ένα μεράκι, δουλεύαμε με την καρδιά μας, μερόνυκτα, και δεν κουραζόμασταν ποτέ. Και ήμασταν όλοι εκεί μέσα, σαν μια οικογένεια. Μετά ο κινηματογράφος έγινε βιομηχανία και χάσαμε το μεράκι».
Ως το 1960 είχε καταφέρει να εμφανιστεί πλάι σε καταξιωμένους ηθοποιούς της εποχής, όπως λ.χ. η Γεωργία Βασιλειάδου, ο Βασίλης Αυλωνίτης, ο Μίμης Φωτόπουλος, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, ενώ θα συμπρωταγωνιστεί και με τις ανερχόμενες ηθοποιούς Τζένη Καρέζη, Μελίνα Μερκούρη και Αλίκη Βουγιουκλάκη. Πολύ σύντομα το υποκριτικό του ταλέντο του εξασφάλισε πρωταγωνιστικούς κινηματογραφικούς ρόλους σε ταινίες σταθμούς για την ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, με τα: Δεσποινίς Διευθυντής, Ένα Κορίτσι Για Δύο, Μια Τρελή Τρελή Οικογένεια, Η Σωφερίνα, Ίλιγγος, Δάκρυα για την Ηλέκτρα να είναι μερικά μόνο από τα έργα που τον κατέταξαν στο πάνθεον των Ελλήνων ηθοποιών.
Η «Συνοικία το Όνειρο» και η σχέση του με την Αριστερά
Σταθμός για την προσωπική και για την επαγγελματική του ζωή υπήρξε η ταινία Συνοικία Το Όνειρο, την οποία είχε σκηνοθετήσει ο ίδιος. Το σενάριο είχαν γράψει οι λογοτέχνες Τάσος Λειβαδίτης και Κώστας Κοτζιάς, ενώ την παραγωγή είχε αναλάβει ο Αλεξανδράκης, ο οποίος επένδυσε εκεί όλες τις οικονομίες του από την παρουσία του σε κινηματογράφο και θέατρο. Στην ταινία, εκτός από τον Αλεξανδράκη, έπαιζαν η Αλίκη Γεωργούλη, ο Μάνος Κατράκης, η Αλέκα Παΐζη, ο Κώστας Μπαλαδήμας, η Σαπφώ Νοταρά, ο Βάσος Ανδρονίδης κ.ά..
Η ταινία γυρίστηκε σε μια φτωχογειτονιά, μια από τις πολλές που είχε μεταπολεμικά η Αθήνα, στον Ασύρματο Πετραλώνων και τα θέματα που έθιγε αναδείκνυαν τη μεταπολεμική φτώχεια, το χάσμα ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς, τις υποδομές που προορίζονταν μόνο για τους αστούς ή τους εύπορους, το αστυνομικό κράτος, τα περιθωριοποιημένα κοινωνικά στρώματα, αλλά και την ανεργία.
Φυσικά, τα θέματα και τα μηνύματα που ήθελε να περάσει ο Αλεξανδράκης δεν έγιναν δεκτά από το συντηρητικό καθεστώς της Ε.Ρ.Ε., η οποία ήθελε να προβάλει μια διαφορετική εικόνα της μετεμφυλιακής Ελλάδας, με αποτέλεσμα η ταινία να απαγορευτεί και να παιχτεί καιρό αργότερα, λογοκριμένη. Ο Αλεξανδράκης συνήθιζε να λέει ότι: «ήταν πετσοκομμένη… πάρα πολύ πετσοκομμένη…. Κατ’ αρχάς προσπάθησαν με τα κοψίματα να μην φανεί ότι αυτή η συνοικία ήταν μέσα στην Αθήνα. Ύστερα ότι αυτά πράγματα δεν τα κάνουν οι Έλληνες…».
Βέβαια, ακόμη και με τη λογοκριμένη εκδοχή της, οι αρχές ασφαλείας προσπαθούσαν να αποθαρρύνουν το κοινό να τη δει, με πολύ χαρακτηριστικό συμβάν αυτό της πρεμιέρας της ταινίας στο «Ράδιο Σίτι», όταν η αστυνομία έκοψε το ρεύμα με άτομα της Ασφάλειας να κάνουν προσαγωγές θεατών, που έβγαιναν από το σινεμά. Παρά τη λογοκρισία, η ταινία απέφερε θετικές κριτικές τόσο για το περιεχόμενο όσο και για τη σκηνοθετική ικανότητα του Αλεξανδράκη, ο οποίος ακολούθησε, σκηνοθετικά, το ιταλικό νεορρεαλιστικό ρεύμα. Στο εξωτερικό, η ταινία εντάχθηκε στο είδος του γνήσιου λαϊκού κινηματογράφου, ενώ στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης η ταινία κέρδισε το βραβείο καλύτερης φωτογραφίας και ο Μάνος Κατράκης το βραβείο Β΄Ανδρικού Ρόλου.
Παρά το πλούσιο περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε, ο Αλεξανδράκης ήταν ενεργός Αριστερός και πολλές φορές οι προοδευτικές απόψεις του είχαν προκαλέσει διαμάχες στους καλλιτεχνικούς κύκλους, όπως επίσης και στην κοινή γνώμη. Μάλιστα, το 1963, συμμετείχε στην πρώτη Μαραθώνια πορεία ειρήνης, στο πλάι του Γρηγόρη Λαμπράκη και μετά τη δολοφονία του πολιτικού, συνυπέγραψε την Ιδρυτική Διακήρυξη της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη, ενώ τα Χριστούγεννα του 1961, η επιθυμία του να περάσει τα Χριστούγεννα με τον Μανώλη Γλέζο, ξεσήκωσε ποικίλες αντιδράσεις. Ο Μανώλης Γλέζος εκείνη την εποχή ήταν φυλακισμένος και καταδικασμένος σε θάνατο για τη δράση του και πληροφορούμενος τη δήλωση του δημοφιλούς ηθοποιού έμεινε έκπληκτος. Πράγματι, λοιπόν, δυο χρόνια μετά την αποφυλάκιση του Γλέζου, το 1962, Γλέζος και Αλεξανδράκης συναντήθηκαν και πέρασαν μαζί εκείνα τα Χριστούγεννα, ενώ μέχρι το τέλος της ζωή του σπουδαίου ηθοποιού παρέμειναν φίλοι.
Η λατρεία για τις γυναίκες και το τέλος ενός γόη
Ο Αλεξανδράκης υπήρξε λάτρης και αντικείμενο λατρείας των γυναικών, με πολλές ιστορίες, άλλες αληθινές και άλλες αποκυήματα της φαντασίας, να έχουν γίνει γνωστές.
Υπήρξε παντρεμένος τέσσερις φορές, με τις Μαρτζ Βάλβη, Αλίκη Γεωργούλη, Κλοντ Σαμπαντού και Βερένα Γκάουερ, με την οποία απέκτησε δυο παιδιά, τον Βάσια και τη Γιοχάνα. Για εικοσιένα χρόνια υπήρξε σύντροφος της Νόνικας Γαληνέα, με την οποία συμπρωταγωνίστησαν σε ταινίες και θεατρικές παραστάσεις.
Η Μάρθα Καραγιάννη, η οποία συμπρωταγωνίστησε μαζί του στην ταινία «Ένα Κορίτσι Για Δύο» έχει δηλώσει ότι: «Ο πιο ωραίος για μένα ήταν ο Αλέκος Αλεξανδράκης. Ήταν ο Θεός μου, πριν ακόμα τον γνωρίσω. Ήμουν 14 χρόνων, όταν πήγα στο θέατρο για να μου δώσει αυτόγραφο. Μόλις τον είδα μαρμάρωσα. Έκτοτε, τον ανέφερα στις προσευχές μου: να είναι καλά ο Αλέκος!. Όταν αργότερα δουλέψαμε μαζί, του το είπα και γέλασε».
Μετά το τέλος της κινηματογραφικής και θεατρικής του καριέρας, συμμετείχε, σποραδικά, σε αξιόλογα σήριαλ, διδάσκοντας, παράλληλα, στη σχολή Ίασμος του Βασίλη Διαμαντόπουλου.
Πέθανε στις 8 Νοεμβρίου 2005, στην Αθήνα, έπειτα από μακροχρόνια μάχη με τον καρκίνο.
Είτε Αλέκος Σαμιωτάκης, είτε Μπάμπης Βαλέρης, είτε Ανδρέας Λαμπρινός, είτε Ρίκος, ο Αλέκος Αλεξανδράκης υπήρξε ένας γοητευτικός, ταλαντούχος και μάχιμος ηθοποιός, ο οποίος διακρίθηκε στο θέατρο και στη μεγάλη οθόνη για το αστείρευτο ταλέντο, την ακαταμάχητη γοητεία και την ευγένειά του.
Τα παιδικά χρόνια και το μικρόβιο της υποκριτικής
O Αλέκος Αλεξανδράκης γεννήθηκε στις 27 Νοεμβρίου 1928 και ήταν γιος ενός δικηγόρου από τη Μάνη, με ρίζες από τη Ρωσία. Μεγάλωσε σ’ ένα σπίτι γεμάτο βιβλία και ανθρώπους των Τεχνών και των Γραμμάτων να συχνάζουν σ’ αυτό. Ο ίδιος, ενθυμούμενος τα παιδικά του χρόνια συνήθιζε να λέει: « Όλο μου το σόι ήτανε καλλιεργημένοι άνθρωποι. Και θυμάμαι από παιδάκι το σπίτι μας πάντα γεμάτο από ποιητές, συγγραφείς, γλύπτες, ζωγράφους, μουσικούς, ηθοποιούς, σκηνοθέτες. Οι τεράστιες βιβλιοθήκες που είχαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι, γιατί διαβάζανε πάρα πολύ, με βοήθησαν αφάνταστα».
Σε ηλικία 16 ετών, γράφτηκε στη Σχολή Δοκίμων, αλλά, τελικά, δεν ήταν ένα επάγγελμα που δεν θα το ακολουθούσε, καθώς είχε ήδη μπει μέσα του το μικρόβιο του ηθοποιού, έπειτα από την παράσταση «Γυάλινος κόσμος» του Τένεσι Ουίλιαμς, που είδε με την Έλλη Λαμπέτη. Ακολουθώντας τις συμβουλές του φίλου του, του Νίκου Κάζη, ο Αλεξανδράκης έδωσε εξετάσεις και πέρασε πρώτος, με τη στήριξη του Δημήτρη Χορν και της Άννας Συνοδινού, με τον Χορν να είναι τόσο σίγουρος για το ταλέντο του νεαρού Αλεξανδράκη ώστε να στοιχηματίζει για την επιτυχία του ως πρωταγωνιστή.
Η πρώτη θεατρική εμφάνιση και οι συνεργασίες με μεγαθήρια
Ενώ ακόμη σπούδαζε, κέρδισε τον πρώτο του ρόλο στο «Φθινοπωρινή Παλίρροια» πλάι στην Κατερίνα Ανδρεάδη, η οποία έψαχνε για έναν ζεν πρεμιέ. Οι κριτικοί τον λάτρεψαν αμέσως, που ακόμη και ο αυστηρός κριτικός Αιμίλιος Χουρμούζιος έγραψε στην Καθημερινή: «Παρουσιάστε όπλα. Επιτέλους ένας εραστής στο ελληνικό θέατρο». Την ίδια θετική εντύπωση έκανε και στον Φιλοποίμενα Φίνο, ο οποίος του πρότεινε να παίξει στον κινηματογράφο. Το κινηματογραφικό του ντεμπούτο έγινε, το 1949, με την ταινία «Δύο κόσμοι», σε σκηνοθεσία Γρηγόρη Γρηγορίου, ενώ, σύντομα, πολλοί σημαντικοί θιασάρχες της εποχής του ζητούσαν να παίξει στον θίασό τους. Ο ίδιος, βέβαια, αρνιόταν να αποχωρήσει από τον θίασο της Κατερίνας Ανδρεάδη, απορρίπτοντας ακόμη και την πρόταση της Λαμπέτη, με την οποία διατηρούσε δεσμό.
Αναφερόμενος στους πρώτους του ρόλους, ο ίδιος θα δήλωνε χρόνια αργότερα: «Θυμάμαι τις πρώτες μου ταινίες πολύ περισσότερο από όλες τις ταινίες που έχω κάνει. Ίσως γιατί τότε υπήρχε ένα μεράκι, δουλεύαμε με την καρδιά μας, μερόνυκτα, και δεν κουραζόμασταν ποτέ. Και ήμασταν όλοι εκεί μέσα, σαν μια οικογένεια. Μετά ο κινηματογράφος έγινε βιομηχανία και χάσαμε το μεράκι».
Ως το 1960 είχε καταφέρει να εμφανιστεί πλάι σε καταξιωμένους ηθοποιούς της εποχής, όπως λ.χ. η Γεωργία Βασιλειάδου, ο Βασίλης Αυλωνίτης, ο Μίμης Φωτόπουλος, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, ενώ θα συμπρωταγωνιστεί και με τις ανερχόμενες ηθοποιούς Τζένη Καρέζη, Μελίνα Μερκούρη και Αλίκη Βουγιουκλάκη. Πολύ σύντομα το υποκριτικό του ταλέντο του εξασφάλισε πρωταγωνιστικούς κινηματογραφικούς ρόλους σε ταινίες σταθμούς για την ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, με τα: Δεσποινίς Διευθυντής, Ένα Κορίτσι Για Δύο, Μια Τρελή Τρελή Οικογένεια, Η Σωφερίνα, Ίλιγγος, Δάκρυα για την Ηλέκτρα να είναι μερικά μόνο από τα έργα που τον κατέταξαν στο πάνθεον των Ελλήνων ηθοποιών.
Η «Συνοικία το Όνειρο» και η σχέση του με την Αριστερά
Σταθμός για την προσωπική και για την επαγγελματική του ζωή υπήρξε η ταινία Συνοικία Το Όνειρο, την οποία είχε σκηνοθετήσει ο ίδιος. Το σενάριο είχαν γράψει οι λογοτέχνες Τάσος Λειβαδίτης και Κώστας Κοτζιάς, ενώ την παραγωγή είχε αναλάβει ο Αλεξανδράκης, ο οποίος επένδυσε εκεί όλες τις οικονομίες του από την παρουσία του σε κινηματογράφο και θέατρο. Στην ταινία, εκτός από τον Αλεξανδράκη, έπαιζαν η Αλίκη Γεωργούλη, ο Μάνος Κατράκης, η Αλέκα Παΐζη, ο Κώστας Μπαλαδήμας, η Σαπφώ Νοταρά, ο Βάσος Ανδρονίδης κ.ά..
Η ταινία γυρίστηκε σε μια φτωχογειτονιά, μια από τις πολλές που είχε μεταπολεμικά η Αθήνα, στον Ασύρματο Πετραλώνων και τα θέματα που έθιγε αναδείκνυαν τη μεταπολεμική φτώχεια, το χάσμα ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς, τις υποδομές που προορίζονταν μόνο για τους αστούς ή τους εύπορους, το αστυνομικό κράτος, τα περιθωριοποιημένα κοινωνικά στρώματα, αλλά και την ανεργία.
Φυσικά, τα θέματα και τα μηνύματα που ήθελε να περάσει ο Αλεξανδράκης δεν έγιναν δεκτά από το συντηρητικό καθεστώς της Ε.Ρ.Ε., η οποία ήθελε να προβάλει μια διαφορετική εικόνα της μετεμφυλιακής Ελλάδας, με αποτέλεσμα η ταινία να απαγορευτεί και να παιχτεί καιρό αργότερα, λογοκριμένη. Ο Αλεξανδράκης συνήθιζε να λέει ότι: «ήταν πετσοκομμένη… πάρα πολύ πετσοκομμένη…. Κατ’ αρχάς προσπάθησαν με τα κοψίματα να μην φανεί ότι αυτή η συνοικία ήταν μέσα στην Αθήνα. Ύστερα ότι αυτά πράγματα δεν τα κάνουν οι Έλληνες…».
Βέβαια, ακόμη και με τη λογοκριμένη εκδοχή της, οι αρχές ασφαλείας προσπαθούσαν να αποθαρρύνουν το κοινό να τη δει, με πολύ χαρακτηριστικό συμβάν αυτό της πρεμιέρας της ταινίας στο «Ράδιο Σίτι», όταν η αστυνομία έκοψε το ρεύμα με άτομα της Ασφάλειας να κάνουν προσαγωγές θεατών, που έβγαιναν από το σινεμά. Παρά τη λογοκρισία, η ταινία απέφερε θετικές κριτικές τόσο για το περιεχόμενο όσο και για τη σκηνοθετική ικανότητα του Αλεξανδράκη, ο οποίος ακολούθησε, σκηνοθετικά, το ιταλικό νεορρεαλιστικό ρεύμα. Στο εξωτερικό, η ταινία εντάχθηκε στο είδος του γνήσιου λαϊκού κινηματογράφου, ενώ στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης η ταινία κέρδισε το βραβείο καλύτερης φωτογραφίας και ο Μάνος Κατράκης το βραβείο Β΄Ανδρικού Ρόλου.
Παρά το πλούσιο περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε, ο Αλεξανδράκης ήταν ενεργός Αριστερός και πολλές φορές οι προοδευτικές απόψεις του είχαν προκαλέσει διαμάχες στους καλλιτεχνικούς κύκλους, όπως επίσης και στην κοινή γνώμη. Μάλιστα, το 1963, συμμετείχε στην πρώτη Μαραθώνια πορεία ειρήνης, στο πλάι του Γρηγόρη Λαμπράκη και μετά τη δολοφονία του πολιτικού, συνυπέγραψε την Ιδρυτική Διακήρυξη της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη, ενώ τα Χριστούγεννα του 1961, η επιθυμία του να περάσει τα Χριστούγεννα με τον Μανώλη Γλέζο, ξεσήκωσε ποικίλες αντιδράσεις. Ο Μανώλης Γλέζος εκείνη την εποχή ήταν φυλακισμένος και καταδικασμένος σε θάνατο για τη δράση του και πληροφορούμενος τη δήλωση του δημοφιλούς ηθοποιού έμεινε έκπληκτος. Πράγματι, λοιπόν, δυο χρόνια μετά την αποφυλάκιση του Γλέζου, το 1962, Γλέζος και Αλεξανδράκης συναντήθηκαν και πέρασαν μαζί εκείνα τα Χριστούγεννα, ενώ μέχρι το τέλος της ζωή του σπουδαίου ηθοποιού παρέμειναν φίλοι.
Η λατρεία για τις γυναίκες και το τέλος ενός γόη
Ο Αλεξανδράκης υπήρξε λάτρης και αντικείμενο λατρείας των γυναικών, με πολλές ιστορίες, άλλες αληθινές και άλλες αποκυήματα της φαντασίας, να έχουν γίνει γνωστές.
Υπήρξε παντρεμένος τέσσερις φορές, με τις Μαρτζ Βάλβη, Αλίκη Γεωργούλη, Κλοντ Σαμπαντού και Βερένα Γκάουερ, με την οποία απέκτησε δυο παιδιά, τον Βάσια και τη Γιοχάνα. Για εικοσιένα χρόνια υπήρξε σύντροφος της Νόνικας Γαληνέα, με την οποία συμπρωταγωνίστησαν σε ταινίες και θεατρικές παραστάσεις.
Η Μάρθα Καραγιάννη, η οποία συμπρωταγωνίστησε μαζί του στην ταινία «Ένα Κορίτσι Για Δύο» έχει δηλώσει ότι: «Ο πιο ωραίος για μένα ήταν ο Αλέκος Αλεξανδράκης. Ήταν ο Θεός μου, πριν ακόμα τον γνωρίσω. Ήμουν 14 χρόνων, όταν πήγα στο θέατρο για να μου δώσει αυτόγραφο. Μόλις τον είδα μαρμάρωσα. Έκτοτε, τον ανέφερα στις προσευχές μου: να είναι καλά ο Αλέκος!. Όταν αργότερα δουλέψαμε μαζί, του το είπα και γέλασε».
Μετά το τέλος της κινηματογραφικής και θεατρικής του καριέρας, συμμετείχε, σποραδικά, σε αξιόλογα σήριαλ, διδάσκοντας, παράλληλα, στη σχολή Ίασμος του Βασίλη Διαμαντόπουλου.
Πέθανε στις 8 Νοεμβρίου 2005, στην Αθήνα, έπειτα από μακροχρόνια μάχη με τον καρκίνο.