«Ο χρόνος, αυτός που αλλάζει τους ανθρώπους, δεν αλλοιώνει την εικόνα που έχουμε γι’ αυτούς» έγραφε ο Μαρσέλ Προυστ, προσδίδοντας στον χρόνο τον μανδύα του γιατρού, του εκδικητή, του συντηρητή, του δασκάλου.
Η ασθενική φύση και η μελέτη του Παρισιού
Ο Μαρσέλ Προυστ γεννήθηκε στην περιοχή Ωτέιγ στις 10 Ιουλίου 1871, δυο μήνες μετά τη λήξη του Γαλλο-πρωσικού πολέμου, με την παιδική του ηλικία να συμπίπτει με την παγίωση της Τρίτης Δημοκρατίας της Γαλλίας. Αυτές οι κοινωνικοπολιτικές, άλλωστε, αλλαγές αποτυπώνονται ανάγλυφα και στο μεγαλύτερο μέρος του έργου Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο, με ιδιαίτερη έμφαση στην παρακμή της αριστοκρατίας και την άνοδο των μεσαίων τάξεων, που σημειώθηκαν στην Γαλλία προς τα τέλη του 19ου αιώνα.
Ο πατέρας του Προυστ, Αντριάν, ήταν ένας διακεκριμένος παθολόγος και επιδημιολόγος, ο οποίος για πολλά χρόνια μελετούσε τη χολέρα στην Ευρώπη και την Ασία, γράφοντας άρθρα και βιβλία πάνω στην ιατρική και την υγιεινή, ενώ η μητέρα του, Ζαν Κλεμάνς Βέιλ, ήταν η κόρη μιας πλούσιας εβραϊκής οικογένειας από την Αλσατία. Αν και ανατράφηκε με την καθολική πίστη του πατέρα του, επί της ουσίας δεν άσκησε τυπικά αυτή την πίστη, αντίθετα, αργότερα έγινε άθεος, και, σύμφωνα με αρκετούς, θεωρούνταν μυστικιστής.
Η αρρώστια του σε ηλικία 9 χρόνων από άσθμα, τον σημάδεψε όλη του τη ζωή, προσδίδοντάς του έναν μάλλον φιλάσθενο χαρακτήρα, αναγκάζοντάς τον για αρκετό καιρό να μένει μακριά από το Παρίσι. Μια από αυτές τις μεγάλης διάρκειας «διακοπές» στο χωριό Ιλλιέ, όπως και το σπίτι του θείου του στο Ωτέιγ, αποτέλεσαν το μοντέλο της φανταστικής πόλης Κομπραί, όπου πραγματοποιούνται μερικές από τις σημαντικότερες σκηνές στο Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο.
Το 1882, σε ηλικία έντεκα ετών, ο Προυστ άρχισε να φοιτά στο Λύκειο Κοντορσέ, με την εκπαίδευσή του να διακόπτεται, για άλλη μια φορά, εξαιτίας της ασθένειάς του. Παρόλα αυτά, στην τελευταία τάξη διακρίθηκε στη λογοτεχνία, κερδίζοντας ένα βραβείο, ενώ χάρη στους συμμαθητές του, κατάφερε να αποκτήσει πρόσβαση σε μερικά από τα σαλόνια της ανώτερης αστικής τάξης, τα οποία του πρόσφεραν άφθονο υλικό για το «Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο». Συνέχισε τις σπουδές του στη Σχολή Πολιτικών Επιστημών και, κατά τη διάρκειά τους, δημοσίευε χρονογραφήματα σε περιοδικά, με το πρώτο επίσημο έργο του να έχει εκδοθεί, το 1896, με πρόλογο του Ανατόλ Φρανς και με τον τίτλο «Οι ηδονές και οι ημέρες».
Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο…
Το 1909, όταν ο Προυστ ήταν 38 ετών ξεκίνησε να συνθέτει το έργο «Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο», το οποίο αποτελείται από επτά τόμους συνολικού μεγέθους 3.200 σελίδων. Ο Γκράχαμ Γκρην αποκάλεσε τον Προυστ «μεγαλύτερο μυθιστοριογράφο του 20ου αιώνα», ενώ ο Σώμερσετ Μωμ ονόμασε το μυθιστόρημά του «τη μεγαλύτερη μυθοπλασία μέχρι σήμερα», ενώ ο Αντρέ Ζιντ με έμμεσο τρόπο απέρριψε το έργο, κάτι που φάνηκε από την άρνηση που δέχθηκε ο Προυστ από τις εκδόσεις Gallimard, μετά από συμβουλή του Ζιντ. Αργότερα, ο Ζιντ σε επιστολή προς τον Προυστ εξέφρασε τις απολογίες του, όσον αφορά την άρνησή του και αποκάλεσε τη στάση του αυτή ως ένα από τα σοβαρότερα λάθη της ζωής του.
Ο Προυστ πέθανε προτού προλάβει να ολοκληρώσει την αναθεώρηση των τελικών τόμων του έργου, από τους οποίους οι τρεις τελευταίοι δημοσιεύτηκαν μετά τον θάνατό του και επιμελήθηκαν από τον αδερφό του Ρόμπερτ Προυστ.
Το βιβλίο μεταφράστηκε στα αγγλικά και κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Μνήμη των πραγμάτων του παρελθόντος», από το 1922 έως το 1931 και στη συνέχεια, όταν αναθεωρήθηκε η υπάρχουσα μετάφραση ο τίτλος του μυθιστορήματος άλλαξε στην κυριολεκτική του απόδοση και έγινε «Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο».
Η ζωή στα λογοτεχνικά σαλόνια και οι οικογενειακές τραγωδίες
Ο Προυστ φημιζόταν για την τάση του να αναρριχάται στους κόλπους της καλής κοινωνίας, αλλά και για τις φιλοδοξίες του ως συγγραφέα, οι οποίες τις περισσότερες φορές παρεμποδίζονταν από την έλλειψη αυτοπειθαρχίας. Η φήμη του ως σνομπ και ερασιτέχνη, που είχε εκείνη την εποχή, συνέβαλε στα μελλοντικά προβλήματα που συνάντησε κατά την συγγραφή του πρώτου βιβλίου «Από την πλευρά του Σουάν», το οποίο δημοσιεύτηκε το 1913. Εκείνα τα χρόνια συμμετείχε στα λογοτεχνικά σαλόνια της κυρίας Στράους, χήρας του Ζορζ Μπιζέ και μητέρας του παιδικού του φίλου Ζακ Μπιζέ, της Μαντλέν Λεμαίρ και της κυρίας Αρμάν ντε Καγιαβέτ.
Την περίοδο 1900 – 1905, ο φιλικός και οικογενειακός του κύκλος άλλαξαν σημαντικά, με μια από τις σημαντικότερες αλλαγές τον θάνατο του πατέρα του, το 1903, αλλά και της πολυαγαπημένης του μητέρας, το 1905. Παράλληλα, με αυτές τις οικογενειακές τραγωδίες, η υγεία του συνέχισε να επιδεινώνεται.
Τα τελευταία τρία χρόνια της ζωής του ο Προυστ τα πέρασε απομονωμένος στο δωμάτιό του, όπου κοιμόταν κατά τη διάρκεια της ημέρας και εργαζόταν το βράδυ, για να ολοκληρώσει το μυθιστόρημά του. Πέθανε, στις 18 Νοεμβρίου του 1922 από πνευμονία και θάφτηκε στο κοιμητήριο του Περ Λασαίζ στο Παρίσι, έχοντας ήδη αναγνωριστεί και βραβευτεί για το έργο του.
Όπως έλεγε και ο ίδιος «κάθε αναγνώστης, ουσιαστικά, βρίσκει τον εαυτό του σε ένα βιβλίο. Η δουλειά του συγγραφέα δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα είδος οπτικού μέσου, το οποίο κάνει εφικτό στον αναγνώστη να διακρίνει αυτό που, χωρίς το συγκεκριμένο βιβλίο, πιθανόν δεν θα είχε ποτέ δει από μόνος του».