Σαν σήμερα γεννήθηκε ο Ρίτσαρντ Μπάρτον, ένας από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς στην ιστορία του κινηματογράφου και του θεάτρου. Υπήρξε ένας από τους πιο εμβληματικούς ηθοποιούς της γενιάς του, αλλά και ένα από τα πιο πολυσυζητημένα πρόσωπα όλων των εποχών εξαιτίας της ταραχώδους σχέσης του με την Ελίζαμπεθ Τέιλορ. Παρά την τεράστια επιτυχία του όμως δεν κατάφερε ποτέ να απαλλαγεί από τους προσωπικούς του δαίμονες, οι οποίοι τελικά έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στον πρόωρο θάνατο του.
Ο Ρίτσαρντ Μπάρτον κατέχει μια εξέχουσα θέση στην ιστορία του θεάτρου και του κινηματογράφου, ενώ συγκαταλέγεται ανάμεσα στους γίγαντες της έβδομης τέχνης. Γεννήθηκε σε μια ταπεινή οικογένεια αλλά το σπάνιο ταλέντο του τον οδήγησε στα υψηλότερα κλιμάκια του Βρετανικού Θεάτρου, ενώ αργότερα κατέκτησε και το Hollywood. O Μπάρτον κινούνταν πάντα πάνω στη λεπτή γραμμή του να είναι ένας από τους καλύτερους ηθοποιούς της γενιάς του, και του να είναι ένα από τα πιο πολυσυζητημένα πρόσωπα των ταμπλόιντ της εποχής εξαιτίας της θυελλώδους σχέσης του με την Ελίζαμπεθ Τέιλορ, η οποία άφησε εποχή. Δυστυχώς, ο Μπάρτον ενσάρκωνε το στερεότυπο που θέλει την μεγάλη επιτυχία των καλλιτεχνών συχνά να μεταφράζεται σε μία έντονα προβληματική προσωπική ζωή. Ο Μπάρτον πάλευε όλη του τη ζωή με τους προσωπικούς του δαίμονες και τις καταχρήσεις, οι οποίες τελικά τον οδήγησαν σε πρόωρο θάνατο σε ηλικία 58 ετών. Μπορεί να έφυγε νωρίς, αλλά άφησε πίσω του ένα τεράστιο έργο για τις επόμενες γενιές. Παρακάτω θα κάνουμε μια αναδρομή στα σημαντικότερα γεγονότα της ζωής του.
Τα παιδικά χρόνια
Ο Ρίτσαρντ Μπάρτον γεννήθηκε στις 10 Νοεμβρίου του 1925, στην Ουαλία. Το πραγματικό του όνομα ήταν Ρίτσαρντ Γουάλτερ Τζένκινς Τζούνιορ, και ήταν γιος του Ρίτσαρντ Γουάλτερ Τζένκινς και της Έντιθ Μάουντ Τζένκινς. Ήταν το 12ο παιδί της οικογένειας. Ο πατέρας του υπήρξε ανθρακωρύχος και η μητέρα του σερβιτόρα. O πατέρας του ήταν εθισμένος στο αλκοόλ και στον τζόγο και έλειπε συχνά από το σπίτι. Η μητέρα του πέθανε όταν εκείνος ήταν μόνο δύο χρονών. Τότε η μεγαλύτερη αδερφή του, τον πήρε και τον μεγάλωσε μαζί με την οικογένεια της. Η εκπληκτική του φωνή, τόσο στην ομιλία όσο και στο τραγούδι, τον έκανε να ξεχωρίσει από πολύ νωρίς, με τον νεαρό τότε Ρίτσαρντ να κερδίζει βραβεία και διακρίσεις σε καλλιτεχνικά φεστιβάλ. Στο Γυμνάσιο, ο καθηγητής του, Φίλιπ Μπάρτον, κατάλαβε το εκπληκτικό ταλέντο του Ρίτσαρντ και έτσι τον πήρε υπό την προστασία του, ενώ μέσα από πολλές πρόβες τον βοήθησε να αναπτύξει την φωνή, τη προφορά και την προβολή του.
Οι δρόμοι με τον καθηγητή του διασταυρώθηκαν και εκτός σχολείου, όταν ο Ρίτσαρντ συμμετείχε στην εκπαίδευση της τοπικής ομάδας αεροπορίας, όπου ο Φίλιπ ήταν διοικητής της μεραρχίας.
Η αλλαγή του ονόματος του σε ‘ Ρίτσαρντ Μπάρτον’
Ο Ρίτσαρντ είχε τόσο στενή σχέση με τον καθηγητή του που σε ηλικία 18 ετών, άλλαξε το όνομα του σε ‘Ρίτσαρντ Μπάρτον’, παίρνοντας έτσι το επίθετο του Φίλιπ.
Ο Φίλιπ θεωρούσε τον Ρίτσαρντ ως “γιό του από όλες τις απόψεις” και σκόπευε να τον υιοθετήσει, αλλά δεν μπορούσε νομικά να προβεί σε αυτή την ενέργεια, καθώς ήταν μονάχα 21 χρόνια μεγαλύτερος του Ρίτσαρντ. Για τον λόγο αυτό ο Ρίτσαρντ έγινε ο νομικός φύλακας του Φίλιπ το 1943 και άλλαξε νομικά και το επίθετο του.
Τα πρώτα του επαγγελματικά βήματα
Το 1943 ο θεατρικός συγγραφέας Emelyn Williams, προσέφερε στον νεαρό Μπάρτον έναν ρόλο στο νέο του έργο ‘The Druid’s Rest’. O Ρίτσαρντ έπαιξε στην παράσταση, και οι κριτικοί τον ξεχώρισαν αμέσως για την ερμηνεία του .
Αφότου τελείωσε το σχολείο και ολοκλήρωσε την εκπαίδευση του στην αεροπορία, ο Ρίτσαρντ Μπάρτον πήγε στο Πανεπιστήμιο στο ‘ Exter College’ στην Οξφόρδη, όπου είχε κερδίσει μια εξάμηνη υποτροφία. Όταν τελείωσε τις σπουδές του πήγε στο Torquay και έγινε πλοηγός, μια θέση που κράτησε για τρία χρόνια, ενώ στον ελεύθερο του χρόνο ασχολούταν με το θέατρο.
Η πρώτη του ταινία
Το 1947 έφυγε από τον στρατό και μπήκε σε ένα θεατρικό πρακτορείο. Αμέσως άρχισε να κερδίζει θεατρικούς αλλά και τηλεοπτικούς ρόλους. Ο Μπάρτον έκανε την πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση το 1948, στην ταινία ‘ The Last Days of Dolwyn’, γεγονός που άλλαξε την πορεία της καριέρας του. Τα επόμενα δύο χρόνια συνέχισε να δουλεύει στον κινηματογράφο και στο θέατρο.
Στις αρχές της δεκαετίας του 50, Ο Μπάρτον άρχισε να δουλεύει συστηματικά στον κινηματογράφο, παίζοντας σε ταινίες όπως το ‘Waterfront’, το ‘Now Barabbas’ και το ‘The woman with no name’. Οι κριτικοί για άλλη μια φορά ενθουσιάστηκαν με το ταλέντο και τη σκηνική παρουσία του Μπάρτον.
Το 1951 ο Μπάρτον κέρδισε έναν ρόλο στο θεατρικό έργο ‘ The Lady’s Not for Burning’. To έργο σημείωσε τεράστια επιτυχία στο Λονδίνο, με αποτέλεσμα να μεταφερθεί και στη Νέα Υόρκη, όπου έγινε επιτυχία και στο Μπροντγουέι.
Οι πρώτες του Σαικσπηρικές ερμηνείες
Ο πρώτος σαικσπρηρικός ρόλος του Μπάρτον ήταν ως Πρίγκιπας Χάλ, στο έργο ‘ Henry IV Part I’. Αν και η παράσταση δεν είχε συνολικά καλή αποδοχή, οι κριτικοί εντυπωσιάστηκαν τόσο από την ερμηνεία του Μπάρτον που τον χαρακτήρισαν τον νέο ‘ Laurence Olivier’, ο οποίος είναι ένας από τους σπουδαιότερους σαικσπηρικούς ηθοποιούς όλων των εποχών.
Το ντεμπούτο του στο Hollywood
Τo 1952 ο Μπάρτον έπαιξε στην πρώτη του χολιγουντιανή ταινία, το ‘My cousin Rachel’, η οποία του απέφερε για άλλη μια φορά διθυραμβικές κριτικές, αλλά και την χρυσή σφαίρα πρωτοεμφανιζόμενου ηθοποιού καθώς και την πρώτη του υποψηφιότητα για Όσκαρ. Έπειτα, ακολούθησαν ταινίες όπως το ‘Desert Rat’ και το ‘The Robe’.
Το 1963 πρωταγωνίστησε μαζί με την Ελίζαμπεθ Τέιλορ στην ταινία ‘Κλεοπάτρα’ η οποία αποτελούσε την ακριβότερη κινηματογραφική παραγωγή της εποχής. Το 1964 έπαιξε τον Άμλετ στο Μπροντγουέι, κερδίζοντας το βραβείο Τony για την ερμηνεία του. Την ίδια περίοδο έπαιξε και στις ταινίες ‘ The night of the Iguana’ και ‘The spy who came in from the cold’.
Τα επόμενα χρόνια ακολούθησαν ταινίες όπως το ‘Who’s afraid of Virginia Wolf’, το ‘ The taming of the Shew’, το ‘The Comedians’, το ‘Straircase’, ενώ έπαιξε και στα blockbuster του Clint Eastwood ‘Where Eagles Dare’ και ‘Anne of the Thousand Days’.
Από το 1972 μέχρι το 1977 έπαιξε σε ταινίες όπως το ‘ The Klansman’ και το ‘Exorcist II: The Heretic’. Τη δεκαετία του ογδόντα έκανε ταινίες όπως το ‘ Circle of two’ , το ‘ Wagner’ κλπ. Εμφανίστηκε επίσης και στην σειρά ‘Ellis Island’, για την οποία κέρδισε μια υποψηφιότητα για Emmy, ενώ αποτέλεσε και τον τελευταίο τηλεοπτικό του ρόλο.
Σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του κέρδισε δύο χρυσές σφαίρες, ένα βραβείο BAFTA, δύο βραβεία Tony και ένα βραβείο Grammy, ενώ ήταν εφτά φορές υποψήφιος για Όσκαρ, χωρίς όμως να καταφέρει ποτέ να κερδίσει.
Η θυελλώδης προσωπική ζωή
Το 1949 παντρεύτηκε την Ουαλή ηθοποιό και παραγωγό Sybil Williams, με την οποία απέκτησε δύο κόρες, την Katherine και τη Jessica. Σύμφωνα όμως με τις φήμες τις εποχής ο Μπάρτον δεν ήταν πιστός στο γάμο του και είχε πολλές εξωσυζυγικές σχέσεις, κυρίως με τις συναδέλφους του. Υπήρχαν φήμες πώς είχε σχέσεις με τη Merilyn Monroe, τη Lana Turner, τη Claire Bloom και τη Susan Strasberg
Το 1953 γνωρίζει για πρώτη φορά την Ελίζαμπεθ Τέιλορ σε ένα χολιγουντιανό πάρτι, με τον Μπάρτον να μαγεύεται από την ομορφιά της Τέιλορ, αλλά εκείνη επέλεξε να τον αγνοήσει. Μετά από εννέα χρόνια όταν εκείνη έμαθε πως ο Μπάρτον θα συμπρωταγωνιστής της στη ταινία ‘ Κλεοπάτρα’ ήταν αποφασισμένη πως δεν ήθελε να είναι άλλη μια κατάκτηση του ηθοποιού. Δεν ήθελε να είναι άλλη μια “εγκοπή στη ζώνη του” όπως είχε πει η Ελίζαμπεθ χαρακτηριστικά.
Τον Ιανουάριο του 1962 συναντήθηκαν στο κινηματογραφικό πλατό. Αυτή τη φορά η Τέιλορ δεν κατάφερε να αντισταθεί στη γοητεία του Μπάρτον και οι δύο τους ξεκίνησαν μια σχέση, η οποία έμελλε να γίνει μια από τις πιο πολυσυζητημένες στην ιστορία του Hollywood.
Η ταραχώδης ζωή με την Ελίζαμπεθ Τέιλορ
Την περίοδο των γυρισμάτων της ταινίας ‘Κλεοπάτρα’ ο Μπάρτον ήταν ακόμη παντρεμένος με τη σύζυγο του Sybil Williams και η Τέιλορ ήταν παντρεμένη με τον Eddie Fisher. Το ειδύλλιο των δύο ηθοποιών προκάλεσε σκάνδαλο στα ταμπλόιντ της εποχής και έμεινε γνωστό ως ‘ Le scandal’. Η σχέση του Μπάρτον με την Τέιλορ καταδικάστηκε μέχρι και από το Βατικανό που τη χαρακτήρισε “ ερωτική αλητεία”.
Όταν τελείωσαν τα γυρίσματα της ταινίας και οι δύο πήραν διαζύγιο από τους συζύγους τους και παντρεύτηκαν το 1964. Στην αρχή ο γάμος τους έμοιαζε τέλειος, καθώς οι δυο τους απολάμβαναν μια πολυτελή ζωή και ταξίδευαν ανά τον κόσμο. Ταυτόχρονα η καριέρα και των δύο εκτοξεύτηκε καθώς αποτελούσαν το χρυσό ζευγάρι του Hollywood. Πίσω από τις κλειστές πόρτες όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά, καθώς οι συχνοί και θυελλώδεις καυγάδες έπλητταν τη σχέση του ζευγαριού. Όπως αναφέρει ο Μπάρτον στο ημερολόγιο του, ο εθισμός και των δύο στο αλκοόλ τους οδηγούσε σε όλο και πιο εκρηκτικές αντιπαραθέσεις. Μέχρι το 1972 οι φήμες της εποχής ήθελαν και του δύο να διατηρούν πολλαπλές εξωσυζυγικές σχέσεις, ενώ τελικά πήραν διαζύγιο το 1974. Ωστόσο, δεν μπορούσαν να μείνουν μακριά ο ένας από τον άλλον και έτσι ξαναπαντρεύτηκαν το 1975.
Ξανακύλησαν όμως και οι δύο στο αλκοόλ, οι καυγάδες επανήλθαν και έτσι χώρισαν πια οριστικά το 1975. Σημαντικό ρόλο στο διαζύγιο τους έπαιξε και ο σχέση του Μπάρτον με τη Βρετανίδα μοντέλο, ηθοποιό και χορεύτρια Suzy Miller, την οποία ο Μπάρτον παντρεύτηκε το 1976. Το 1982 χώρισε με τη Miller, ενώ παντρεύτηκε για τέταρτη φορά το 1983 με τη Sally Hay.
Το μίσος του για την υποκριτική
Σύμφωνα με το ημερολόγιο του ο Μπάρτον προτιμούσε το διάβασμα από την υποκριτική, η οποία του φαινόταν βαρετή όταν δεν τον αηδίαζε. Ο Μπάρτον θεωρούσε τον εαυτό του τυχερό, αλλά μισούσε την υποκριτική. Κατέφευγε στο γράψιμο για να αντιμετωπίσει την βαρεμάρα που ένιωθε με το να χρειάζεται να επαναλαμβάνει τα λόγια κάποιου άλλου ξανά και ξανά, ακόμα και αν αυτός ο άλλος ήταν ο Σαίξπηρ και ο ρόλος ήταν ο Άμλετ. “ Πλήττω τόσο πολύ από τη δουλεία μου που μόνο το ποτό μπορεί να απαλύνει τον πόνο. Μισώ μισώ μισώ την υποκριτική. Όλη μου τη ζωή ντρεπόμουν κρυφά που ήμουν ηθοποιός και όσο μεγαλώνω τόσο πιο πολύ ντρέπομαι. Γιατί συνεχίζω να το κάνω; Μου αρέσει να είμαι διάσημος. Τα χρήματα είναι πολύ σημαντικά, δεν είναι το πιο σημαντικό πράγμα, αλλά σίγουρα βοηθάνε πολύ”, έγραφε ο Μπάρτον στα ημερολόγια του.
Η μάχη με τον αλκοολισμό
O Μπάρτον αντιμετώπιζε πολύ σοβαρό πρόβλημα με το αλκοόλ. Λέγεται πώς ανάμεσα στις πρόβες, ο Μπάρτον είχε μαζί του ένα μπουκάλι με ουίσκι, το οποίο παρίστανε πως ήταν ζεστό τσάι. Ο Μπάρτον έπινε τόσο πολύ που τα όργανα του είχαν υποστεί σοβαρότατη ζημιά. Τα περίπου πέντε πακέτα τσιγάρα που κάπνιζε την ημέρα δεν βοηθούσαν την κατάσταση.
Το αλκοόλ έπαιξε καταλυτικό ρόλο και στη διάλυση του γάμου του με την Ελίζαμπεθ Τέιλορ, καθώς τόσο εκείνος όσο και η Ελίζαμπεθ αντιμετώπιζαν σοβαρό πρόβλημα. Όπως γράφει ο Μπάρτον στο ημερολόγιο του μια φορά ήπιε τόσο πολύ που ένιωθε να καταρρέει. Το χέρι του έτρεμε, τα γόνατα του πονούσαν , το ίδιο και οι αγκώνες, το κεφάλι και τα αυτιά του.
Τελικά ο Μπάρτον πέθανε στις 5 Αυγούστου του 1984,από εγκεφαλική αιμορραγία σε ηλικία 58 ετών.