Η Χάρις Αλεξίου είναι μία από τις λίγες περιπτώσεις καλλιτεχνών που καταφέρνει με τη μεστή της φωνή να παραμένει στην πρώτη γραμμή του ελληνικού τραγουδιού από τη δεκαετία του 1970, έχοντας συνεργαστεί με τους περισσότερους μεγάλους μουσικοσυνθέτες, στιχουργούς και τραγουδιστές.
Από τη Θήβα στην Αθήνα
Η Χάρις Αλεξίου – κατά κόσμον Χαρίκλεια Ρουπάκα – γεννήθηκε στη Θήβα, σε έναν προσφυγικό καταυλισμό, στις 27 Δεκεμβρίου 1950 και πήρε το όνομα της γιαγιάς της. Ο πατέρας της, Θανάσης, ήταν αγρότης από τη Θήβα και η μητέρα της, Ιφιγένεια, Μικρασιάτισσα μοδίστρα, ενώ αδελφός της είναι ο τραγουδιστής Γιώργος Σαρρής.
Την ανεμελιά των παιδικών χρόνων κηλίδωσε ο χαμός του πατέρα της, αναγκάζοντας τη μητέρα να πάρει τα δύο παιδιά της και να κατέβουν στην Αθήνα, όπου άνοιξε ένα μπακάλικο, το «μπακάλικο της χήρας», όπως το αποκαλούσαν πολλοί στη γειτονιά που έμεναν. Έτσι, από μικρή ηλικία γνώρισε τις δυσκολίες της ζωής, δουλεύοντας παράλληλα στο μπακάλικο και σε μεσιτικό γραφείο, με αποτέλεσμα να μη μπορέσει να μορφωθεί όπως η ίδια επιθυμούσε.
Αντίστοιχη ήταν και η ζωή του αδελφού της, ο οποίος ταξίδευε με τα καράβια για να βοηθήσει οικονομικά την οικογένεια. Το πρώτο τους σπίτι ήταν ένα λυόμενο που έμπαζε από παντού, αλλά ήταν και το πρώτο οικογενειακό απόκτημα που τους έκανε ευτυχισμένους. Η «σκληρή» Αθήνα, δεν άφηνε την νεαρή Χαρούλα να κάνει μεγάλα όνειρα για το μέλλον, με την καλλιτεχνική της κλίση να την οδηγεί, τελικά, στη δραματική σχολή του Πέλου Κατσέλη.
Εκείνη την περίοδο, ο αδερφός της είχε επιστρέψει από τα καράβια και είχε αποφασίσει να ασχοληθεί με το τραγούδι. Τότε, όταν κάποιος συνάδελφός του, ο Αλέξης Γεωργίου, τον ρώτησε, εάν ξέρει κάποια «καλή φωνή» για να συμπληρώσει το κενό στο μουσικό του πρόγραμμα, εκείνος πρότεινε την αδερφή του, η φωνή της οποίας μάγεψε αμέσως το κοινό και έτσι ξεκίνησε το ονειρικό της ταξίδι.
Η εμφάνιση στην «Αρχιτεκτονική» και οι πρώτοι δίσκοι
Η πρώτη της εμφάνιση ήταν σε ηλικία 20 ετών, το 1970, στη μπουάτ «Αρχιτεκτονική» στην Πλάκα, ενώ την ίδια χρονιά, έκανε δεύτερες φωνές στο δίσκο «Θαλασσογραφίες» του Μάνου Λοΐζου και του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Στη δισκογραφία παρουσιάζεται με ένα δίσκο 45 στροφών, καθώς ηχογραφεί το πρώτο της προσωπικό τραγούδι με τίτλο «Όταν πίνει μια γυναίκα» των Βασίλη Βασιλειάδη και Πυθαγόρα. Αυτό το τραγούδι, που θα έμπαινε στην πίσω πλευρά του δίσκου σαν δεύτερο τραγούδι, ήταν να το πει κάποια άλλη τραγουδίστρια η οποία έλλειπε και, επειδή έπρεπε να κυκλοφορήσει ο δίσκος, το είπε η Αλεξίου. Από εκείνη τη στιγμή ξεκινάει να διαγράφει μια σημαντική πορεία στο ελληνικό πεντάγραμμο και πολύ σύντομα κατάφερε να ηχογραφήσει τραγούδια του Απόστολου Καλδάρα, του Γιώργου Χατζηνάσιου, του Τόλη Βοσκόπουλου και του Μάνου Χατζιδάκι.
Το 1972, συμμετείχε με τον Γιώργο Νταλάρα, στον δίσκο «Μικρά Ασία» των Απόστολου Καλδάρα και Πυθαγόρα, ερμηνεύοντας τρία τραγούδια. Ο δίσκος σημείωσε ρεκόρ πωλήσεων, μιας και είναι ο πρώτος χρυσός δίσκος στην ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας, ο οποίος, μάλιστα, συμπεριελήφθηκε στις «100 Μεγαλύτερες Ηχογραφήσεις του Αιώνα» της MINOS – EMI.
Την ίδια χρονιά έκανε και τη μία και μοναδική εμφάνισή της στον κινηματογράφο, στην ταινία «Ο άγνωστος εκείνης της νύχτας» του Οδυσσέα Κωστελέτου, ερμηνεύοντας το τραγούδι «Ήτανε τ’ όνειρο μικρό (Δυο καημοί)» των Μίμη Πλέσσα και Λευτέρη Παπαδόπουλου, ενώ παράλληλα εμφανιζόταν στα μεγάλα νυχτερινά κέντρα της Αθήνας, στο πλευρό του Τόλη Βοσκόπουλου και του Στράτου Διονυσίου.
Οι δύο δίσκοι που αποτέλεσαν ορόσημο για την πορεία της, ήταν: το «Καλημέρα ήλιε» των Μάνου Λοΐζου και Δημήτρη Χριστοδούλου και η «Οδός Αριστοτέλους» των Γιάννη Σπανού και Λευτέρη Παπαδόπουλου. Μάλιστα, όπως παραδέχτηκε η ίδια, ερμηνεύοντας την «Οδό Αριστοτέλους», για πρώτη φορά πίστεψε ότι θα μείνει στο τραγούδι.
Το 1975 έπειτα από πέντε χρόνια δισκογραφίας ηχογράφησε τον πρώτο προσωπικό της δίσκο «12 λαϊκά τραγούδια», που έγινε χρυσός, με τραγούδια διαφόρων συνθετών, όπως των Γιώργου Ζαμπέτα, Γιάννη Μαρκόπουλου, Απόστολου Καλδάρα, Νίκου Γκάτσου, Αντώνη Βαρδή, Κώστα Βίρβου, στον οποίο ξεχωρίζουν περισσότερο τα κομμάτια, «Δημητρούλα μου», που έγινε μεγάλη επιτυχία, «Η Ρόζα», «Ελενίτσα», «Λένγκω-Λένγκω», ενώ συμπεριλαμβάνεται και το «Όταν πίνει μια γυναίκα», σε μια καινούργια εκτέλεση.
Οι χρυσοί δίσκοι και η προσωπική ζωή
Τις επόμενες δεκαετίες έβγαλε δίσκους που αναδείκνυαν την καλλιτεχνική της δεινότητα με διάφορους τρόπους, καλύπτοντας μια ευρεία γκάμα της ελληνικής μουσικής, αποτελώντας, μάλιστα, και την πρώτη γυναίκα τραγουδίστρια σε πωλήσεις δίσκων στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού και συνολικά, ήταν η τρίτη πίσω από τους Γιώργο Νταλάρα και Γιάννη Πάριο, στην κατάταξη με τις περισσότερες πωλήσεις προσωπικών δίσκων που έχουν γίνει χρυσοί ή πλατινένιοι από το 1970.
Στις 15 Μαΐου του 2010, ο δήμαρχος της Σμύρνης , τιμώντας την καταγωγή της και την προσφορά της στην τέχνη, έδωσε το όνομα της σε μια λεωφόρο της πόλης: Ηaris Αleksiou Dostluk Caddesi (Λεωφόρος Φιλίας).
Στην προσωπική της ζωή παντρεύτηκε δύο φορές, μια με τον Αχιλλέα Θεοφίλου και μια με τον Σωτήρη Μπασιάκο, ενώ έχει υιοθετήσει έναν γιο, τον Μάνο Θεοφίλου, ο οποίος πήρε το όνομά του από τον αγαπημένο της φίλο, Μάνο Λοΐζο.
«Η Αλεξίου είναι πολύ μεγάλη καλλιτέχνης και οπωσδήποτε είχε τη θέση της σ’ αυτό το χώρο. Μου θυμίζει την Μπάρμπαρα Στρέιζαντ, δεν είναι ντόπια υπόθεση», δήλωνε γι’ αυτήν ο Μάνος Χατζιδάκις, ενώ η σπουδαία Ελένη Βιτάλη την χαρακτήρισε «δώρο θεού».
Όπως κατέκτησε τις μεγάλες σκηνές με τη φωνή και την αξιοπρέπειά της, έτσι αποχαιρέτησε και τους θαυμαστές της, έπειτα από μια μνημειώδη πορεία 50 χρόνων.
«Έχω απομακρυνθεί από το τραγούδι. Δεν μπορώ να τραγουδήσω όπως παλιά. Δεν το καταδέχομαι να συνεχίσω να το κάνω αυτό και αν, ακόμη, το κάνω καλά. Δεν πάει η φωνή μου πια. Δεν με ακούει η φωνή μου… Είπα ότι είναι καλύτερο να σταματήσω».
Η Χάρις Αλεξίου είναι μία από τις λίγες περιπτώσεις καλλιτεχνών που καταφέρνει με τη μεστή της φωνή να παραμένει στην πρώτη γραμμή του ελληνικού τραγουδιού από τη δεκαετία του 1970, έχοντας συνεργαστεί με τους περισσότερους μεγάλους μουσικοσυνθέτες, στιχουργούς και τραγουδιστές.
Από τη Θήβα στην Αθήνα
Η Χάρις Αλεξίου – κατά κόσμον Χαρίκλεια Ρουπάκα – γεννήθηκε στη Θήβα, σε έναν προσφυγικό καταυλισμό, στις 27 Δεκεμβρίου 1950 και πήρε το όνομα της γιαγιάς της. Ο πατέρας της, Θανάσης, ήταν αγρότης από τη Θήβα και η μητέρα της, Ιφιγένεια, Μικρασιάτισσα μοδίστρα, ενώ αδελφός της είναι ο τραγουδιστής Γιώργος Σαρρής.
Την ανεμελιά των παιδικών χρόνων κηλίδωσε ο χαμός του πατέρα της, αναγκάζοντας τη μητέρα να πάρει τα δύο παιδιά της και να κατέβουν στην Αθήνα, όπου άνοιξε ένα μπακάλικο, το «μπακάλικο της χήρας», όπως το αποκαλούσαν πολλοί στη γειτονιά που έμεναν. Έτσι, από μικρή ηλικία γνώρισε τις δυσκολίες της ζωής, δουλεύοντας παράλληλα στο μπακάλικο και σε μεσιτικό γραφείο, με αποτέλεσμα να μη μπορέσει να μορφωθεί όπως η ίδια επιθυμούσε.
Αντίστοιχη ήταν και η ζωή του αδελφού της, ο οποίος ταξίδευε με τα καράβια για να βοηθήσει οικονομικά την οικογένεια. Το πρώτο τους σπίτι ήταν ένα λυόμενο που έμπαζε από παντού, αλλά ήταν και το πρώτο οικογενειακό απόκτημα που τους έκανε ευτυχισμένους. Η «σκληρή» Αθήνα, δεν άφηνε την νεαρή Χαρούλα να κάνει μεγάλα όνειρα για το μέλλον, με την καλλιτεχνική της κλίση να την οδηγεί, τελικά, στη δραματική σχολή του Πέλου Κατσέλη.
Εκείνη την περίοδο, ο αδερφός της είχε επιστρέψει από τα καράβια και είχε αποφασίσει να ασχοληθεί με το τραγούδι. Τότε, όταν κάποιος συνάδελφός του, ο Αλέξης Γεωργίου, τον ρώτησε, εάν ξέρει κάποια «καλή φωνή» για να συμπληρώσει το κενό στο μουσικό του πρόγραμμα, εκείνος πρότεινε την αδερφή του, η φωνή της οποίας μάγεψε αμέσως το κοινό και έτσι ξεκίνησε το ονειρικό της ταξίδι.
Η εμφάνιση στην «Αρχιτεκτονική» και οι πρώτοι δίσκοι
Η πρώτη της εμφάνιση ήταν σε ηλικία 20 ετών, το 1970, στη μπουάτ «Αρχιτεκτονική» στην Πλάκα, ενώ την ίδια χρονιά, έκανε δεύτερες φωνές στο δίσκο «Θαλασσογραφίες» του Μάνου Λοΐζου και του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Στη δισκογραφία παρουσιάζεται με ένα δίσκο 45 στροφών, καθώς ηχογραφεί το πρώτο της προσωπικό τραγούδι με τίτλο «Όταν πίνει μια γυναίκα» των Βασίλη Βασιλειάδη και Πυθαγόρα. Αυτό το τραγούδι, που θα έμπαινε στην πίσω πλευρά του δίσκου σαν δεύτερο τραγούδι, ήταν να το πει κάποια άλλη τραγουδίστρια η οποία έλλειπε και, επειδή έπρεπε να κυκλοφορήσει ο δίσκος, το είπε η Αλεξίου. Από εκείνη τη στιγμή ξεκινάει να διαγράφει μια σημαντική πορεία στο ελληνικό πεντάγραμμο και πολύ σύντομα κατάφερε να ηχογραφήσει τραγούδια του Απόστολου Καλδάρα, του Γιώργου Χατζηνάσιου, του Τόλη Βοσκόπουλου και του Μάνου Χατζιδάκι.
Το 1972, συμμετείχε με τον Γιώργο Νταλάρα, στον δίσκο «Μικρά Ασία» των Απόστολου Καλδάρα και Πυθαγόρα, ερμηνεύοντας τρία τραγούδια. Ο δίσκος σημείωσε ρεκόρ πωλήσεων, μιας και είναι ο πρώτος χρυσός δίσκος στην ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας, ο οποίος, μάλιστα, συμπεριελήφθηκε στις «100 Μεγαλύτερες Ηχογραφήσεις του Αιώνα» της MINOS – EMI.
Την ίδια χρονιά έκανε και τη μία και μοναδική εμφάνισή της στον κινηματογράφο, στην ταινία «Ο άγνωστος εκείνης της νύχτας» του Οδυσσέα Κωστελέτου, ερμηνεύοντας το τραγούδι «Ήτανε τ’ όνειρο μικρό (Δυο καημοί)» των Μίμη Πλέσσα και Λευτέρη Παπαδόπουλου, ενώ παράλληλα εμφανιζόταν στα μεγάλα νυχτερινά κέντρα της Αθήνας, στο πλευρό του Τόλη Βοσκόπουλου και του Στράτου Διονυσίου.
Οι δύο δίσκοι που αποτέλεσαν ορόσημο για την πορεία της, ήταν: το «Καλημέρα ήλιε» των Μάνου Λοΐζου και Δημήτρη Χριστοδούλου και η «Οδός Αριστοτέλους» των Γιάννη Σπανού και Λευτέρη Παπαδόπουλου. Μάλιστα, όπως παραδέχτηκε η ίδια, ερμηνεύοντας την «Οδό Αριστοτέλους», για πρώτη φορά πίστεψε ότι θα μείνει στο τραγούδι.
Το 1975 έπειτα από πέντε χρόνια δισκογραφίας ηχογράφησε τον πρώτο προσωπικό της δίσκο «12 λαϊκά τραγούδια», που έγινε χρυσός, με τραγούδια διαφόρων συνθετών, όπως των Γιώργου Ζαμπέτα, Γιάννη Μαρκόπουλου, Απόστολου Καλδάρα, Νίκου Γκάτσου, Αντώνη Βαρδή, Κώστα Βίρβου, στον οποίο ξεχωρίζουν περισσότερο τα κομμάτια, «Δημητρούλα μου», που έγινε μεγάλη επιτυχία, «Η Ρόζα», «Ελενίτσα», «Λένγκω-Λένγκω», ενώ συμπεριλαμβάνεται και το «Όταν πίνει μια γυναίκα», σε μια καινούργια εκτέλεση.
Οι χρυσοί δίσκοι και η προσωπική ζωή
Τις επόμενες δεκαετίες έβγαλε δίσκους που αναδείκνυαν την καλλιτεχνική της δεινότητα με διάφορους τρόπους, καλύπτοντας μια ευρεία γκάμα της ελληνικής μουσικής, αποτελώντας, μάλιστα, και την πρώτη γυναίκα τραγουδίστρια σε πωλήσεις δίσκων στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού και συνολικά, ήταν η τρίτη πίσω από τους Γιώργο Νταλάρα και Γιάννη Πάριο, στην κατάταξη με τις περισσότερες πωλήσεις προσωπικών δίσκων που έχουν γίνει χρυσοί ή πλατινένιοι από το 1970.
Στις 15 Μαΐου του 2010, ο δήμαρχος της Σμύρνης , τιμώντας την καταγωγή της και την προσφορά της στην τέχνη, έδωσε το όνομα της σε μια λεωφόρο της πόλης: Ηaris Αleksiou Dostluk Caddesi (Λεωφόρος Φιλίας).
Στην προσωπική της ζωή παντρεύτηκε δύο φορές, μια με τον Αχιλλέα Θεοφίλου και μια με τον Σωτήρη Μπασιάκο, ενώ έχει υιοθετήσει έναν γιο, τον Μάνο Θεοφίλου, ο οποίος πήρε το όνομά του από τον αγαπημένο της φίλο, Μάνο Λοΐζο.
«Η Αλεξίου είναι πολύ μεγάλη καλλιτέχνης και οπωσδήποτε είχε τη θέση της σ’ αυτό το χώρο. Μου θυμίζει την Μπάρμπαρα Στρέιζαντ, δεν είναι ντόπια υπόθεση», δήλωνε γι’ αυτήν ο Μάνος Χατζιδάκις, ενώ η σπουδαία Ελένη Βιτάλη την χαρακτήρισε «δώρο θεού».
Όπως κατέκτησε τις μεγάλες σκηνές με τη φωνή και την αξιοπρέπειά της, έτσι αποχαιρέτησε και τους θαυμαστές της, έπειτα από μια μνημειώδη πορεία 50 χρόνων.
«Έχω απομακρυνθεί από το τραγούδι. Δεν μπορώ να τραγουδήσω όπως παλιά. Δεν το καταδέχομαι να συνεχίσω να το κάνω αυτό και αν, ακόμη, το κάνω καλά. Δεν πάει η φωνή μου πια. Δεν με ακούει η φωνή μου… Είπα ότι είναι καλύτερο να σταματήσω».