Από τις μπουάτ και το πολιτικό τραγούδι, στις ποπ επιτυχίες και στο Hotel Ερμού.
Πολλά μπορεί να καταλογίσει κανείς στην Άννα Βίσση και γι’ άλλα τόσα να την αμφισβητήσει, κανείς, όμως, δεν μπορεί ν’ αρνηθεί τη διαχρονικότητά της. Συμπληρώνοντας σχεδόν πενήντα χρόνια καριέρας, έχει αποδείξει πως μπορεί να περνάει επιτυχώς από τη μια δεκαετία στην άλλη και να προσαρμόζεται στην εκάστοτε εποχή. Στο αφιέρωμα αυτό θα πιάσουμε το νήμα της πορείας της απ’ την αρχή, και συγκεκριμένα από τα πρώτα της χρόνια στη MINOS, καταλήγοντας στο σήμερα:
Τα χρόνια της υπομονής
Ερχόμενη με την οικογένειά της στην Ελλάδα το 1973, η «Βίσσυ» συναντά το ελαφρολαϊκό τραγούδι, όπως είχε διαμορφωθεί επί χούντας, και το πολιτικό, που ήταν τότε στην ακμή του. Είναι μόλις δεκαέξι χρονών, η χροιά της ακούγεται σχεδόν παιδική, αλλά καταφέρνει ως επαγγελματίας να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Πρώτη της εμφάνιση στη δισκογραφία με το «Λέγοντας και κλαίγοντας», των Βασίλη Δημητρίου-Μάνου Ελευθερίου, κάνοντας σεγόντο στο Γιάννη Καλατζή, για ν’ ακολουθήσουν οι συμμετοχές της σε δύο έργα του Μίκη Θεοδωράκη και η συνάντησή της με το Σταύρο Κουγιουμτζή, με χαρακτηριστικότερα τα «Χρόνια της υπομονής», σε στίχους Μάνου Ελευθερίου, και το «Σ’ αγαπώ (Αχ περιστέρι μου)» σε στίχους Άκου Δασκαλόπουλου. Ενταγμένη στο κλίμα της εποχής εμφανίζεται σε μπουάτ της Πλάκας, δίπλα στο Γιώργο Νταλάρα, τη Χαρούλα Αλεξίου και το Βασίλη Παπακωνσταντίνου, συμμετέχει στην τελευταία συναυλία του Νίκου Ξυλούρη στην Κρήτη το 1978, και τραγουδάει το «Παλικάρι», των Γιώργου Χατζηνάσιου-Σώτιας Τσώτου, τις «Κυκλάδες» των Αντώνη Βαρδή-Πάνου Φαλάρα και το «Οι νικημένοι είμαστε εμείς», των Γιάννη Σπανού-Μάνου Ελευθερίου.
Το 1977 κερδίζει το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης με το «Ας κάνουμε απόψε μια αρχή» του Δώρου Γεωργιάδη. Αν και όλα δείχνουν πως έχει αρχίσει να ισχυροποιεί τη θέση της στο χώρο του τραγουδιού, στίχοι του τύπου «Όπου κι αν τον κοιτάξω αυτόν τον κόσμο/δάκρυ, πόνος, φοβέρες και λυγμοί» φαίνεται πως δεν μπορούν να εκφράσουν τη μελαχρινή κοπέλα που έρχεται «ανάλαφρη απ’ την Κύπρο», όπως έχει πει η ίδια χαρακτηριστικά, έχοντας ακούσματα από Beatles. Έτσι, με τα «Όσο έχω φωνή», του Φίλιππου Νικολάου, και «Αυτός που περιμένω», των Σπύρου Βλασσόπουλου-Δημήτρη Ιατρόπουλου, στο τέλος της δεκαετίας, καθιστά σαφές πως η ποπ στροφή της είναι πλέον γεγονός.
Θυμήσου τα καλοκαίρια εκείνο τον καιρό…
Με το Νίκο Καρβέλα συναντήθηκε για πρώτη φορά το 1974, συμμετέχοντας στον πρώτο του δίσκο, αλλά το 1981 συστήνονται εκ νέου. Ο γάμος τους και η γέννηση της κόρης τους δύο χρόνια μετά θα τους δέσει για πάντα, κι ας έχουν πάρει πλέον διαζύγιο, και μαζί θα εκφράσουν την ανεμελιά των 80s. «Έμπνευση», «Καλημέρα καινούρια μου αγάπη», «Τώρα», «Δε σ’ αλλάζω» και «Σαν κι εμένα καμιά» είναι μόνο μερικές από τις ποπ επιτυχίες τους. Με φουσκωμένο μαλλί, σύμφωνα με τη μόδα της εποχής, η Άννα μοιάζει να βρίσκεται απολύτως στα νερά της μ’ αυτό το ρεπερτόριο, που, αν και ανώδυνο και σχεδόν εφηβικό, είναι ειλικρινές και καθρεφτίζει την ξεγνοιασιά ενός ερωτευμένου ζευγαριού που μεγαλώνει την κόρη του με βινύλια και rock ‘n’ roll. Μέχρι σήμερα, τα 80s παραμένουν σε μεγάλο βαθμό ταυτισμένα με τις ντισκοτέκ και τις βόλτες με μηχανές στην παραλία, κι αυτήν ακριβώς την πτυχή τους θ’ αποτυπώσει ο Καρβέλας με τα εξίσου χαριτωμένα «Μαθητικά χρόνια» και τις «Καλοκαιρινές διακοπές», που η Βίσση δεν ηχογραφεί μαζί του, αλλά εξακολουθεί να περιλαμβάνει στις συναυλίες της. Παράλληλα, με τις μπαλάντες «Δώδεκα», που ο Καρβέλας συνυπογράφει με το Φίλιππο Νικολάου, και «Πράγματα», προϊόν της συνεργασίας του με το Γιώργο Μίτσιγκα και την ίδια τη Μούσα του, της δίνεται η δυνατότητα να ξεδιπλώσει το εύρος των φωνητικών της δυνατοτήτων.
Οι δίσκοι τους έχουν μεγάλη εμπορική απήχηση, ενώ συμμετέχουν ως μουσικοί μετέπειτα γνωστοί συνθέτες, όπως ο Στέφανος Κορκολής, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου και ο Νίκος Αντύπας. Ο Καρβέλας, βέβαια, θέλει κάτι περισσότερο. Έτσι, το 1990 η Βίσση τραγουδάει το «Ένα σου λέω», ένα ζεϊμπέκικο με ήχο συμφωνικής ορχήστρας, έστω κι αν αυτός προέρχεται από συνθεσάιζερ και όχι από φυσικά όργανα, και το ζεύγος προετοιμάζεται για την πρώτη του ροκ όπερα…
Τα μεγαλύτερα σουξέ της εποχής
Οι «Δαίμονες» σε λιμπρέτο Σταύρου Σιδερά παρουσιάζονται το 1991. Η Βίσση ως Βασίλισσα ανταλλάζει μουσικούς διαξιφισμούς με το βαρύτονο Τζων Μοδινό, αναδεικνύοντας κι άλλες πτυχές του ταλέντου της, και βάζει τον πήχη ψηλά. Ένα χρόνο μετά, το «Δε θέλω να ξέρεις» εγκαινιάζει μια σειρά αβανταδόρικων ερωτικών κομματιών («Παραλύω», «Μαύρα γυαλιά», «Γκάζι» κ.ά.), τόσο απαιτητικών φωνητικά, που φαίνεται πως καμία Ελληνίδα τραγουδίστρια δεν θα μπορούσε να τ’ αποδώσει. Καμία, πλην της Άννας…
Απ’ την άλλη, η «Ελλαδίτσα γουστάρει τσιφτετέλι», όπως λέει κι ο Καρβέλας, κι έτσι το 1996 τη βρίσκει να τραγουδάει «Σ’ αγαπώ, μ’ αγαπάς»/τι θα γίνει μ’ εμάς». Η χώρα βιώνει την εποχή του Κωστόπολου, της Κορομηλά και του life style, κι εκείνη δεν είναι πια η δροσερή Κυπριωτοπούλα της ανάλαφρης ποπ των 80s, αλλά μια sexy γυναίκα που έχει κλείσει τα σαράντα κι έχοντας πάρει διαζύγιο απασχολεί τον κίτρινο τύπο με τους έρωτές της. Η στροφή της σ’ ένα λαϊκότερο ρεπερτόριο είναι σχεδόν επιβεβλημένη και τα πολυπλατινένια album «Τραύμα» και «Αντίδοτο» δικαιώνουν την επιλογή της.
Το κοινό συρρέει στις πίστες για να δει τα εντυπωσιακά της show, χωρίς να είναι σαφές αν το χορευτικό συνοδεύει το τραγούδι ή αν συμβαίνει το αντίθετο. Ποιος νοιάζεται, όμως, για τη μουσική αυτή καθ’ αυτή; Σε παγκόσμιο επίπεδο το τραγούδι είναι οπτικοποιημένο και ο κόσμος θέλει να πιει και να διασκεδάσει, βλέποντας την «Απόλυτη Ελληνίδα σταρ» να λικνίζεται με το Σάκη Ρουβά στους ρυθμούς του «Σε θέλω, με θέλεις, γιατί δεν παντρευόμαστε;»
Δεκαετία από NYLON
Μόνο επιτυχημένη μπορεί να χαρακτηριστεί η έλευση της νέας χιλιετίας για τη Βίσση. Ο ξενόγλωσσος δίσκος της δεν της άνοιξε το δρόμο για διεθνή καριέρα, αλλά έχει στο ενεργητικό της μια συναυλία στο Royal Albert Hall του Λονδίνου, και την εφτά φορές πλατινένια «Κραυγή». Με το δεύτερο θεατρικό έργο του Καρβέλα, «Μάλα: Η μουσική του ανέμου», θυμάται και ξαναθυμίζει το ταλέντο της, για να ξαναγυρίσει αμέσως μετά στις πίστες, αυτή τη φορά στο πλευρό του Γιάννη Πάριου.
Στα παγκοσμιοποιημένα 00s, κάθε νέο της album συνοδεύεται από την αντίστοιχη αλλαγή στα μαλλιά και το ντύσιμό της, και το electro-pop συνδυάζεται με ζεϊμπέκικα και τσιφτετέλια. Εκείνη, φυσικά, παραμένει μια «ακαταμάχητη entertainer», όπως τη χαρακτηρίζουν οι New York Times, και η φωνή της σε αρκετές περιπτώσεις «σώζει» τα τραγούδια που, σημειωτέον, δεν είναι απαραιτήτως κακά: το «Τρένο» των Βαγγέλη Βασιλείου-Σόφης Παππά, συγκαταλέγεται ήδη στα πιο διαχρονικά ζεϊμπέκικα, ενώ και ο Καρβέλας έχει κάποιες καλές στιγμές («Λόγια και σιωπές», «Μην ψάχνεις την αγάπη»).
Ωστόσο, όπως συμβαίνει και με τους περισσότερους εμπορικούς τραγουδιστές, το υλικό του εκάστοτε album δεν εκφράζει το όραμα και το πάθος των δημιουργών, αλλά την ανάγκη της εταιρίας να πουλήσει και των τραγουδιστών να εμφανιστούν στις πίστες με νέα κομμάτια. Στην περίπτωση δε της Βίσση φαίνεται πως ούτε ο Καρβέλας εκφράζεται πια μέσα απ’ τα τραγούδια του, γι’ αυτό και όσο περνούν τα χρόνια γράφει όλο και σπανιότερα γι’ άλλους τραγουδιστές και, ψάχνοντας άλλες διεξόδους, στρέφεται στην ποίηση και τα μυθιστορήματα.
Έτσι, το 2008 θα κάνει ένα μεγάλο βήμα, παρουσιάζοντας το πρώτο και μοναδικό -μέχρι σήμερα τουλάχιστον- album της μετά το 1980 χωρίς τη συμμετοχή του πρώην συζύγου της. Το «Απαγορευμένο» ηχογραφείται στην Αμερική με παραγωγό τον Greg Ladanyi κι ο ήχος του ακούγεται καθαρός και σύγχρονος, μακριά απ’ τις λαϊκοπόπ ακροβασίες του Καρβέλα. Εκείνη φαίνεται ανανεωμένη, τραγουδώντας με κέφι κι ενθουσιασμό, υπογράφει δε η ίδια τη μουσική στο «Από μακριά κι αγαπημένοι» σε στίχους Μυρτώς Κοντοβά, κλείνοντας το μάτι στο μέντορά της.
Όσο έχει φωνή
Στις αρχές της νέας δεκαετίας, η Ελλάδα βιώνει την κρίση και τα μνημόνια, τα νυχτερινά κέντρα κλείνουν και τα CD κυκλοφορούν στο εμπόριο για καθαρά συμβολικούς λόγους. Το album «Αγάπη είναι εσύ» μοιραία δεν θα έχει την απήχηση των παλιότερων δουλειών της, ενώ τα ψηφιακά singles «Τυραννιέμαι» και «Βενζίνη» θέλει πια κι η ίδια να τα ξεχάσει. Πλέον δεν είναι τόσο εύκολο ν’ ανανεώνει το κοινό της, ενώ όσοι την ακολουθούν από παλιά μεγαλώνουν μαζί της, περιμένοντας κάτι παραπάνω.
Το 2013 οι «fannatics» θα δικαιωθούν, όχι μέσα από μια καινούρια δουλειά, αλλά από την αναβίωση των «Δαιμόνων» στο Παλλάς. Παρά την κόπωση στις φωνητικές της χορδές, πλέον διαθέτει σκηνική εμπειρία και το υποκριτικό της ταλέντο είναι εμφανές. Ξεπερνώντας τα 50.000 εισιτήρια οι «Δαίμονες» αναδεικνύονται ως η μεγαλύτερη επιτυχία της θεατρικής σεζόν, ωθώντας τον Καρβέλα να γράψει ένα ακόμη μουσικό έργο. Οι «Καμπάνες του Edelweiss» κάνουν πρεμιέρα δύο χρόνια μετά, χωρίς να σημειώσουν επ’ ουδενί την επιτυχία των δύο προηγούμενων έργων, παρότι ο αμφιλεγόμενος δημιουργός καταθέτει μια άρτια δουλειά και η Μούσα του καταφέρνει να τραγουδήσει συγκινητικά και να κλάψει πειστικότατα.
Τον ίδιο χρόνο κυκλοφορεί η «Συνέντευξη». Ο Καρβέλας ακολουθεί έναν πιο «γήινο» δρόμο, αφήνοντας πίσω του τους ηχητικούς πολτούς του παρελθόντος, με τα «Λάθος στροφή», «Χωρίς τα ψέματα» και «Της ψυχής τ’ αντισώματα» να εντάσσονται στις καλύτερες στιγμές τους, κι ας μην έγιναν ποτέ γνωστά. Η επιτυχία δεν είναι πια το ζητούμενο, κι έτσι η Βίσση προβαίνει σ’ ενδιαφέρουσες κι απρόβλεπτες κινήσεις, όπως το ντουέτο της με τη Γιώτα Γιάννα στο «Όσοι αγαπάνε δεν πεθαίνουνε» και τον Μπάμπη Στόκα στο «Κι όμως δεν τελειώνει», των Luca Barbarossa-Νίκου Μωραΐτη, καθώς και το τραγούδι-αφιέρωμα στη μνήμη του ακτιβιστή Ζακ Κωστόπουλου, «Τρομαγμένο μου», των Γιώργου Καλογερόπουλου–Λίνας Δημοπούλου– είναι, εξάλλου, γνωστή η αγάπη που της τρέφει η ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα. Υποστηρίζοντας το υλικό της, το 2015 συγκεντρώνει γύρω της μια ομάδα ταλαντούχων μουσικών, με προεξάρχοντες τον Παναγιώτη Τσεβά στο ακορντεόν και τον Carlos E. Perez στις κιθάρες, κι εμφανίζεται στο Hotel Ερμού. Το επιτυχημένο της πρόγραμμα συνεχίζεται έως το 2020 και διακόπτεται μόνο λόγω της πανδημίας, ενώ με την ίδια ομάδα μουσικών πραγματοποιεί εμφανίσεις σε όλη την Ελλάδα μέχρι και σήμερα.
Η φωνή της μπορεί να μην είναι πάντα σε καλή φόρμα και οι εμφανίσεις της να μην είναι πια φαντασμαγορικές, αλλά ένα μεγάλο κομμάτι του κοινού φαίνεται να την προτιμά ν’ αυτοσχεδιάζει με τους μουσικούς και να φέρνει στην επιφάνεια δικά της ξεχασμένα κομμάτια, όπως το «Μαγικό χαλί», που έγινε ξαφνικά επίκαιρο εν μέσω πανδημίας, ή αγαπημένα της κομμάτια άλλων τραγουδιστών, όπως το «Μου μη ξαναφύγεις πια», του Βασίλη Τσιτσάνη, και το «Καλοκαίρι θα ‘ρθει», των Σταμάτη Κραουνάκη-Λίνας Νικολακοπούλου.
Ακόμα και κάτω από τις αντίξοες συνθήκες των νέων μέτρων λόγω του covid, το κοινό την ακολουθεί πιστά, κι εκείνη εν μέσω καραντίνας παραμένει ενεργή, μέσα από τηλεοπτικές και live streaming συναυλίες. Κι όσο έχει φωνή, θα μας τραγουδάει…
Από τις μπουάτ και το πολιτικό τραγούδι, στις ποπ επιτυχίες και στο Hotel Ερμού.
Πολλά μπορεί να καταλογίσει κανείς στην Άννα Βίσση και γι’ άλλα τόσα να την αμφισβητήσει, κανείς, όμως, δεν μπορεί ν’ αρνηθεί τη διαχρονικότητά της. Συμπληρώνοντας σχεδόν πενήντα χρόνια καριέρας, έχει αποδείξει πως μπορεί να περνάει επιτυχώς από τη μια δεκαετία στην άλλη και να προσαρμόζεται στην εκάστοτε εποχή. Στο αφιέρωμα αυτό θα πιάσουμε το νήμα της πορείας της απ’ την αρχή, και συγκεκριμένα από τα πρώτα της χρόνια στη MINOS, καταλήγοντας στο σήμερα:
Τα χρόνια της υπομονής
Ερχόμενη με την οικογένειά της στην Ελλάδα το 1973, η «Βίσσυ» συναντά το ελαφρολαϊκό τραγούδι, όπως είχε διαμορφωθεί επί χούντας, και το πολιτικό, που ήταν τότε στην ακμή του. Είναι μόλις δεκαέξι χρονών, η χροιά της ακούγεται σχεδόν παιδική, αλλά καταφέρνει ως επαγγελματίας να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Πρώτη της εμφάνιση στη δισκογραφία με το «Λέγοντας και κλαίγοντας», των Βασίλη Δημητρίου-Μάνου Ελευθερίου, κάνοντας σεγόντο στο Γιάννη Καλατζή, για ν’ ακολουθήσουν οι συμμετοχές της σε δύο έργα του Μίκη Θεοδωράκη και η συνάντησή της με το Σταύρο Κουγιουμτζή, με χαρακτηριστικότερα τα «Χρόνια της υπομονής», σε στίχους Μάνου Ελευθερίου, και το «Σ’ αγαπώ (Αχ περιστέρι μου)» σε στίχους Άκου Δασκαλόπουλου. Ενταγμένη στο κλίμα της εποχής εμφανίζεται σε μπουάτ της Πλάκας, δίπλα στο Γιώργο Νταλάρα, τη Χαρούλα Αλεξίου και το Βασίλη Παπακωνσταντίνου, συμμετέχει στην τελευταία συναυλία του Νίκου Ξυλούρη στην Κρήτη το 1978, και τραγουδάει το «Παλικάρι», των Γιώργου Χατζηνάσιου-Σώτιας Τσώτου, τις «Κυκλάδες» των Αντώνη Βαρδή-Πάνου Φαλάρα και το «Οι νικημένοι είμαστε εμείς», των Γιάννη Σπανού-Μάνου Ελευθερίου.
Το 1977 κερδίζει το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης με το «Ας κάνουμε απόψε μια αρχή» του Δώρου Γεωργιάδη. Αν και όλα δείχνουν πως έχει αρχίσει να ισχυροποιεί τη θέση της στο χώρο του τραγουδιού, στίχοι του τύπου «Όπου κι αν τον κοιτάξω αυτόν τον κόσμο/δάκρυ, πόνος, φοβέρες και λυγμοί» φαίνεται πως δεν μπορούν να εκφράσουν τη μελαχρινή κοπέλα που έρχεται «ανάλαφρη απ’ την Κύπρο», όπως έχει πει η ίδια χαρακτηριστικά, έχοντας ακούσματα από Beatles. Έτσι, με τα «Όσο έχω φωνή», του Φίλιππου Νικολάου, και «Αυτός που περιμένω», των Σπύρου Βλασσόπουλου-Δημήτρη Ιατρόπουλου, στο τέλος της δεκαετίας, καθιστά σαφές πως η ποπ στροφή της είναι πλέον γεγονός.
Θυμήσου τα καλοκαίρια εκείνο τον καιρό…
Με το Νίκο Καρβέλα συναντήθηκε για πρώτη φορά το 1974, συμμετέχοντας στον πρώτο του δίσκο, αλλά το 1981 συστήνονται εκ νέου. Ο γάμος τους και η γέννηση της κόρης τους δύο χρόνια μετά θα τους δέσει για πάντα, κι ας έχουν πάρει πλέον διαζύγιο, και μαζί θα εκφράσουν την ανεμελιά των 80s. «Έμπνευση», «Καλημέρα καινούρια μου αγάπη», «Τώρα», «Δε σ’ αλλάζω» και «Σαν κι εμένα καμιά» είναι μόνο μερικές από τις ποπ επιτυχίες τους. Με φουσκωμένο μαλλί, σύμφωνα με τη μόδα της εποχής, η Άννα μοιάζει να βρίσκεται απολύτως στα νερά της μ’ αυτό το ρεπερτόριο, που, αν και ανώδυνο και σχεδόν εφηβικό, είναι ειλικρινές και καθρεφτίζει την ξεγνοιασιά ενός ερωτευμένου ζευγαριού που μεγαλώνει την κόρη του με βινύλια και rock ‘n’ roll. Μέχρι σήμερα, τα 80s παραμένουν σε μεγάλο βαθμό ταυτισμένα με τις ντισκοτέκ και τις βόλτες με μηχανές στην παραλία, κι αυτήν ακριβώς την πτυχή τους θ’ αποτυπώσει ο Καρβέλας με τα εξίσου χαριτωμένα «Μαθητικά χρόνια» και τις «Καλοκαιρινές διακοπές», που η Βίσση δεν ηχογραφεί μαζί του, αλλά εξακολουθεί να περιλαμβάνει στις συναυλίες της. Παράλληλα, με τις μπαλάντες «Δώδεκα», που ο Καρβέλας συνυπογράφει με το Φίλιππο Νικολάου, και «Πράγματα», προϊόν της συνεργασίας του με το Γιώργο Μίτσιγκα και την ίδια τη Μούσα του, της δίνεται η δυνατότητα να ξεδιπλώσει το εύρος των φωνητικών της δυνατοτήτων.
Οι δίσκοι τους έχουν μεγάλη εμπορική απήχηση, ενώ συμμετέχουν ως μουσικοί μετέπειτα γνωστοί συνθέτες, όπως ο Στέφανος Κορκολής, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου και ο Νίκος Αντύπας. Ο Καρβέλας, βέβαια, θέλει κάτι περισσότερο. Έτσι, το 1990 η Βίσση τραγουδάει το «Ένα σου λέω», ένα ζεϊμπέκικο με ήχο συμφωνικής ορχήστρας, έστω κι αν αυτός προέρχεται από συνθεσάιζερ και όχι από φυσικά όργανα, και το ζεύγος προετοιμάζεται για την πρώτη του ροκ όπερα…
Τα μεγαλύτερα σουξέ της εποχής
Οι «Δαίμονες» σε λιμπρέτο Σταύρου Σιδερά παρουσιάζονται το 1991. Η Βίσση ως Βασίλισσα ανταλλάζει μουσικούς διαξιφισμούς με το βαρύτονο Τζων Μοδινό, αναδεικνύοντας κι άλλες πτυχές του ταλέντου της, και βάζει τον πήχη ψηλά. Ένα χρόνο μετά, το «Δε θέλω να ξέρεις» εγκαινιάζει μια σειρά αβανταδόρικων ερωτικών κομματιών («Παραλύω», «Μαύρα γυαλιά», «Γκάζι» κ.ά.), τόσο απαιτητικών φωνητικά, που φαίνεται πως καμία Ελληνίδα τραγουδίστρια δεν θα μπορούσε να τ’ αποδώσει. Καμία, πλην της Άννας…
Απ’ την άλλη, η «Ελλαδίτσα γουστάρει τσιφτετέλι», όπως λέει κι ο Καρβέλας, κι έτσι το 1996 τη βρίσκει να τραγουδάει «Σ’ αγαπώ, μ’ αγαπάς»/τι θα γίνει μ’ εμάς». Η χώρα βιώνει την εποχή του Κωστόπολου, της Κορομηλά και του life style, κι εκείνη δεν είναι πια η δροσερή Κυπριωτοπούλα της ανάλαφρης ποπ των 80s, αλλά μια sexy γυναίκα που έχει κλείσει τα σαράντα κι έχοντας πάρει διαζύγιο απασχολεί τον κίτρινο τύπο με τους έρωτές της. Η στροφή της σ’ ένα λαϊκότερο ρεπερτόριο είναι σχεδόν επιβεβλημένη και τα πολυπλατινένια album «Τραύμα» και «Αντίδοτο» δικαιώνουν την επιλογή της.
Το κοινό συρρέει στις πίστες για να δει τα εντυπωσιακά της show, χωρίς να είναι σαφές αν το χορευτικό συνοδεύει το τραγούδι ή αν συμβαίνει το αντίθετο. Ποιος νοιάζεται, όμως, για τη μουσική αυτή καθ’ αυτή; Σε παγκόσμιο επίπεδο το τραγούδι είναι οπτικοποιημένο και ο κόσμος θέλει να πιει και να διασκεδάσει, βλέποντας την «Απόλυτη Ελληνίδα σταρ» να λικνίζεται με το Σάκη Ρουβά στους ρυθμούς του «Σε θέλω, με θέλεις, γιατί δεν παντρευόμαστε;»
Δεκαετία από NYLON
Μόνο επιτυχημένη μπορεί να χαρακτηριστεί η έλευση της νέας χιλιετίας για τη Βίσση. Ο ξενόγλωσσος δίσκος της δεν της άνοιξε το δρόμο για διεθνή καριέρα, αλλά έχει στο ενεργητικό της μια συναυλία στο Royal Albert Hall του Λονδίνου, και την εφτά φορές πλατινένια «Κραυγή». Με το δεύτερο θεατρικό έργο του Καρβέλα, «Μάλα: Η μουσική του ανέμου», θυμάται και ξαναθυμίζει το ταλέντο της, για να ξαναγυρίσει αμέσως μετά στις πίστες, αυτή τη φορά στο πλευρό του Γιάννη Πάριου.
Στα παγκοσμιοποιημένα 00s, κάθε νέο της album συνοδεύεται από την αντίστοιχη αλλαγή στα μαλλιά και το ντύσιμό της, και το electro-pop συνδυάζεται με ζεϊμπέκικα και τσιφτετέλια. Εκείνη, φυσικά, παραμένει μια «ακαταμάχητη entertainer», όπως τη χαρακτηρίζουν οι New York Times, και η φωνή της σε αρκετές περιπτώσεις «σώζει» τα τραγούδια που, σημειωτέον, δεν είναι απαραιτήτως κακά: το «Τρένο» των Βαγγέλη Βασιλείου-Σόφης Παππά, συγκαταλέγεται ήδη στα πιο διαχρονικά ζεϊμπέκικα, ενώ και ο Καρβέλας έχει κάποιες καλές στιγμές («Λόγια και σιωπές», «Μην ψάχνεις την αγάπη»).
Ωστόσο, όπως συμβαίνει και με τους περισσότερους εμπορικούς τραγουδιστές, το υλικό του εκάστοτε album δεν εκφράζει το όραμα και το πάθος των δημιουργών, αλλά την ανάγκη της εταιρίας να πουλήσει και των τραγουδιστών να εμφανιστούν στις πίστες με νέα κομμάτια. Στην περίπτωση δε της Βίσση φαίνεται πως ούτε ο Καρβέλας εκφράζεται πια μέσα απ’ τα τραγούδια του, γι’ αυτό και όσο περνούν τα χρόνια γράφει όλο και σπανιότερα γι’ άλλους τραγουδιστές και, ψάχνοντας άλλες διεξόδους, στρέφεται στην ποίηση και τα μυθιστορήματα.
Έτσι, το 2008 θα κάνει ένα μεγάλο βήμα, παρουσιάζοντας το πρώτο και μοναδικό -μέχρι σήμερα τουλάχιστον- album της μετά το 1980 χωρίς τη συμμετοχή του πρώην συζύγου της. Το «Απαγορευμένο» ηχογραφείται στην Αμερική με παραγωγό τον Greg Ladanyi κι ο ήχος του ακούγεται καθαρός και σύγχρονος, μακριά απ’ τις λαϊκοπόπ ακροβασίες του Καρβέλα. Εκείνη φαίνεται ανανεωμένη, τραγουδώντας με κέφι κι ενθουσιασμό, υπογράφει δε η ίδια τη μουσική στο «Από μακριά κι αγαπημένοι» σε στίχους Μυρτώς Κοντοβά, κλείνοντας το μάτι στο μέντορά της.
Όσο έχει φωνή
Στις αρχές της νέας δεκαετίας, η Ελλάδα βιώνει την κρίση και τα μνημόνια, τα νυχτερινά κέντρα κλείνουν και τα CD κυκλοφορούν στο εμπόριο για καθαρά συμβολικούς λόγους. Το album «Αγάπη είναι εσύ» μοιραία δεν θα έχει την απήχηση των παλιότερων δουλειών της, ενώ τα ψηφιακά singles «Τυραννιέμαι» και «Βενζίνη» θέλει πια κι η ίδια να τα ξεχάσει. Πλέον δεν είναι τόσο εύκολο ν’ ανανεώνει το κοινό της, ενώ όσοι την ακολουθούν από παλιά μεγαλώνουν μαζί της, περιμένοντας κάτι παραπάνω.
Το 2013 οι «fannatics» θα δικαιωθούν, όχι μέσα από μια καινούρια δουλειά, αλλά από την αναβίωση των «Δαιμόνων» στο Παλλάς. Παρά την κόπωση στις φωνητικές της χορδές, πλέον διαθέτει σκηνική εμπειρία και το υποκριτικό της ταλέντο είναι εμφανές. Ξεπερνώντας τα 50.000 εισιτήρια οι «Δαίμονες» αναδεικνύονται ως η μεγαλύτερη επιτυχία της θεατρικής σεζόν, ωθώντας τον Καρβέλα να γράψει ένα ακόμη μουσικό έργο. Οι «Καμπάνες του Edelweiss» κάνουν πρεμιέρα δύο χρόνια μετά, χωρίς να σημειώσουν επ’ ουδενί την επιτυχία των δύο προηγούμενων έργων, παρότι ο αμφιλεγόμενος δημιουργός καταθέτει μια άρτια δουλειά και η Μούσα του καταφέρνει να τραγουδήσει συγκινητικά και να κλάψει πειστικότατα.
Τον ίδιο χρόνο κυκλοφορεί η «Συνέντευξη». Ο Καρβέλας ακολουθεί έναν πιο «γήινο» δρόμο, αφήνοντας πίσω του τους ηχητικούς πολτούς του παρελθόντος, με τα «Λάθος στροφή», «Χωρίς τα ψέματα» και «Της ψυχής τ’ αντισώματα» να εντάσσονται στις καλύτερες στιγμές τους, κι ας μην έγιναν ποτέ γνωστά. Η επιτυχία δεν είναι πια το ζητούμενο, κι έτσι η Βίσση προβαίνει σ’ ενδιαφέρουσες κι απρόβλεπτες κινήσεις, όπως το ντουέτο της με τη Γιώτα Γιάννα στο «Όσοι αγαπάνε δεν πεθαίνουνε» και τον Μπάμπη Στόκα στο «Κι όμως δεν τελειώνει», των Luca Barbarossa-Νίκου Μωραΐτη, καθώς και το τραγούδι-αφιέρωμα στη μνήμη του ακτιβιστή Ζακ Κωστόπουλου, «Τρομαγμένο μου», των Γιώργου Καλογερόπουλου–Λίνας Δημοπούλου– είναι, εξάλλου, γνωστή η αγάπη που της τρέφει η ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα. Υποστηρίζοντας το υλικό της, το 2015 συγκεντρώνει γύρω της μια ομάδα ταλαντούχων μουσικών, με προεξάρχοντες τον Παναγιώτη Τσεβά στο ακορντεόν και τον Carlos E. Perez στις κιθάρες, κι εμφανίζεται στο Hotel Ερμού. Το επιτυχημένο της πρόγραμμα συνεχίζεται έως το 2020 και διακόπτεται μόνο λόγω της πανδημίας, ενώ με την ίδια ομάδα μουσικών πραγματοποιεί εμφανίσεις σε όλη την Ελλάδα μέχρι και σήμερα.
Η φωνή της μπορεί να μην είναι πάντα σε καλή φόρμα και οι εμφανίσεις της να μην είναι πια φαντασμαγορικές, αλλά ένα μεγάλο κομμάτι του κοινού φαίνεται να την προτιμά ν’ αυτοσχεδιάζει με τους μουσικούς και να φέρνει στην επιφάνεια δικά της ξεχασμένα κομμάτια, όπως το «Μαγικό χαλί», που έγινε ξαφνικά επίκαιρο εν μέσω πανδημίας, ή αγαπημένα της κομμάτια άλλων τραγουδιστών, όπως το «Μου μη ξαναφύγεις πια», του Βασίλη Τσιτσάνη, και το «Καλοκαίρι θα ‘ρθει», των Σταμάτη Κραουνάκη-Λίνας Νικολακοπούλου.
Ακόμα και κάτω από τις αντίξοες συνθήκες των νέων μέτρων λόγω του covid, το κοινό την ακολουθεί πιστά, κι εκείνη εν μέσω καραντίνας παραμένει ενεργή, μέσα από τηλεοπτικές και live streaming συναυλίες. Κι όσο έχει φωνή, θα μας τραγουδάει…